.
“Βρε Χρίστο, δε βάζουμε δύο γωνίες ακόμα να είμαστε σίγουροι”, είχα πει ανήσυχος στο μαραγκό που μόλις είχε τοποθετήσει ένα ντουλάπι τοίχου στην κουζίνα μου. “Δεν έχουν ανάγκη...” απάντησε με σιγουριά, αλλά εγώ επέμεινα και τότε εκείνος γελώντας μου είπε: “Θα σου κάνω ότι έκανα στο μικρό Μεξικάνο... που ακόμα πρέπει να κλαίει”. Τον κοίταξα απορημένος, εκείνος συνέχισε να γελάει άναψε τσιγάρο, αναστέναξε και μου διηγήθηκε μια ιστορία που θυμήθηκα με αφορμή την τρέχουσα επικαιρότητα.
Πριν καταλήξει να δουλεύει σε επιπλοποιείο ήταν για αρκετά χρόνια ναυτικός. Σε κάποιο από τα πρώτα του ταξίδια γνώρισε μια νεαρή Μεξικάνα. Μεγάλος έρωτας, κεραυνοβόλος. Σύντομα αρραβωνιάστηκαν και ο Χρίστος φρόντιζε όσο γινόταν πιο συχνά να βρίσκεται στο Μεξικό. Η κοπέλα έμενε με την οικογένειά της σε ένα άθλιο σπίτι πλινθόκτιστο όπως άλλωστε όλα τα σπίτια του χωριού της. Το δάπεδο ήταν πατημένο χώμα και η κουζίνα είχε ένα χτιστό πάγκο με τρία ντουλάπια όλα κι όλα που έκλειναν με κομμάτια ύφασμα που κρεμόταν από ένα σκοινάκι στερεωμένο σε καρφιά. Του Χρίστου τα χέρια έπιαναν ήταν και τρελά ερωτευμένος οπότε αποφάσισε να φτιάξει ντουλάπια της προκοπής για την κουζίνα της πεθεράς του. Μέτρησε, έκανε ένα σχέδιο, παράγγειλε την ξυλεία και στρώθηκε στη δουλειά.
Όταν τα ντουλάπια τελειώσαν έφτασε στο σπίτι σύσσωμο το χωριό για παρακολουθήσει την τοποθέτησή τους από τον “Έλληνα γαμπρό”. Πρώτα μπήκαν τα κάτω, με καινούριο νεροχύτη κι ύστερα ζήτησε από τρεις γεροδεμένους άντρες που παρακολουθούσαν τον βοηθήσουν. Σημάδεψε το ύψος, τους έβαλε να τα κρατήσουν σταθερά κι εκείνος τα στερέωσε με γωνίες που είχε παραγγείλει σε σιδεράδικο. Όταν βίδωσε τις βίδες είπε στους άντρες να τα αφήσουν, αλλά εκείνοι δίσταζαν φοβούμενοι ότι θα έπεφταν. Ποτέ μέχρι εκείνη τη μέρα δεν είχαν δει ντουλάπια να κρέμονται στο τοίχο. Με τα πολλά τους έπεισε κι εκείνοι τράβηξαν τα χέρια τους και απομακρύνθηκαν.
Παρατήρησε όμως ότι είχαν αποτραβηχτεί κι όλοι οι άλλοι - στο βλέμμα τους υπήρχε η βεβαιότητα ότι τα πάνω ντουλάπια θα έπεφταν από στιγμή σε στιγμή. Προσπάθησε να τους εξηγήσει ότι οι γωνίες και οι βίδες που έβαλε ήταν δυνατές για να κρατήσουν ακόμα και διπλάσιο βάρος και εκείνοι περισσότερο για να του κάνουν το χατήρι παρά γιατί πείστηκαν, συμφώνησαν. “Όμως καλού κακού δε θα βάλουμε τίποτα πάνω τους” διευκρίνισε η πεθερά του και τότε ο Χρίστος άρπαξε ένα στρουμπουλό πιτσιρικά δέκα χρονών τον σήκωσε ψηλά και τον άφησε πάνω στο ντουλάπι. Ο μικρός σίγουρος κι αυτός με τόσα που είχε ακούσει ότι θα γκρεμοτσακιστεί, έβαλε τρομαγμένος τα κλάματα και οι γυναίκες, με πρώτη τη μάνα του άρχισαν να τσιρίζουν “το παιδί, το παιδί θα σκοτωθεί”.
Τα ντουλάπια φυσικά δεν έπεσαν. Όμως η πεθερά του για να είναι σίγουρη έβαζε 'εκεί πάνω' μόνο ελαφριά σκεύη. Άλλωστε δεν μπορούσε να βασιστεί στο λόγο του Χρίστου. Γιατί τον άλλο λόγο που της είχε δώσει- να παντρευτεί την κόρη της -δεν τον κράτησε τελικά κι ας κρυφοανασταίναζε εικοσιπέντε χρόνια μετά μπροστά μου στη θύμηση της Μεξικάνας του. Ας όψονται βλέπεις οι δικοί του που δεν μπορούσαν να χωνέψουν την ιδέα της ξένης νύφης. Με τη μουρμούρα τους πρώτα τον χώρισαν, ύστερα του παρουσίασαν ένα καλό κορίτσι- παπούτσι από τον τόπο του και τον ανάγκασαν να ξεμπαρκάρει οριστικά και να πιάσει δουλειά σα μαραγκός.
Μουσική: Esquivel, του μεξικανού συνθέτη και πιανίστα Juan García Esquivel