Παρασκευή 29 Απριλίου 2011

Μουσικό Διάλειμμα



Ο νιγηριανός τραγουδιστής Φέμι Κούτι ανακηρύχθηκε ως ο Καλλίτερος Καλλιτέχνης στον ετήσιο διαγωνισμό βραβείων του περιοδικού Songlines, αποσπώντας επαίνους για τα δυναμικά τραγούδια του, που υψώνουν τη φωνή τους κατά της διαφθοράς και της καταπίεσης στην Αφρική. Ο Κούτι αναδύθηκε από τη σκιά του πατέρα του, του θρυλικού Φέλα Κούτι, χάρις στο άλμπουμ του Africa for Africa, υπογραμμίζει στην αιτιολόγησή του το Songlines.

«Τραγούδια όπως τα Politics in Africa, Can't Buy Me και Bad Government χρησιμοποιούνται κατά κόρον για να υπογραμμίσουν την απόλυτη απέχθεια για τους διεφθαρμένους πολιτικούς στην γενέτειρά του Νιγηρία και τα υπόλοιπα Αφρικανικά έθνη--ένα θέμα που εξακολουθεί να είναι και σήμερα επίκαιρο με όλα όσα τεκταίνονται στη Βόρειο Αφρική και την Ακτή του Ελεφαντοστού», τονίζει το περιοδικό.


Το βρετανικό φολκ συγκρότημα Bellowhead απέσπασε το βραβείο Καλύτερου Συγκροτήματος, 

ενώ ο ινδός τραγουδιστής Ραγκού Ντίξιτ επελέγη ως Καλλίτερος Πρωτοεμφανιζόμενος Καλλιτέχνης.


Ιδιαίτερο όμως ενδιαφέρον είχε η επιλογή της συνεργασίας AfroCubism (μουσικό πρόγραμμα που έφερε σε επαφή ερμηνευτές από την Κούβα και το Μάλι) τιμήθηκε ως η Καλλίτερη Διαπολιτισμική Συνεργασία.
Το πρόγραμμα του AfroCubism είχε ξεκινήσει προ 14 ετών, με την προοπτική να ηχογραφηθεί ένας δίσκος στην Αβάνα. Μολαταύτα, οι μουσικοί από το Μάλι δεν κατόρθωσαν να μεταβούν στην κουβανική πρωτεύουσα, όπου τελικά οι ντόπιοι μουσικοί ηχογράφησαν το ιδιαίτερα επιτυχημένο άλμπουμ Buena Vista Social Club. Η συνεργασία καρποφόρησε τελικά και οι εκατέρωθεν μουσικοί συναντήθηκαν στη Μαδρίτη το 2009 και ένωσαν το ταλέντο τους και τη μουσική ιδιαιτερότητα των πατρίδων τους σε μία σειρά από συναυλίες.

Τους υποψήφιους για τα βραβεία επιλέγουν οι αναγνώστες του περιοδικού, με την τελική απόφαση να εναπόκειται στη συνέχεια στους συντελεστές του περιοδικού. 

Από την Καθημερινή

Τρίτη 26 Απριλίου 2011

Το μπλε βάζο





-Μπαμπά, γιατί τρέχει το ελαφάκι;
-Για να γλιτώσει από τον κυνηγό...

Είπε αφηρημένα και ξαναβυθίστηκε στην εφημερίδα του. Κι εγώ άρχισα να γυρίζω το βάζο για να βρω τον κυνηγό που απειλούσε με το δίκαννό του το ελαφάκι για να το προειδοποιήσω: “Φυλάξου, μη σε πετύχει!”.

Κοίταζα, κοίταζα, πουθενά ο κυνηγός. Κάποια στιγμή θυμήθηκα: μου είχε πει πως οι κυνηγοί κρύβονται στο δάσος πίσω από θάμνους και δέντρα. Από κει, χωρίς να μιλάνε καθόλου, χωρίς να κάνουν τον παραμικρό θόρυβο, παραφυλάνε  για να αιφνιδιάσουν  τα θηράματά τους. Και μετά ...“μπαμ και πάρτο κάτω!”

Έτσι άρχισα να κοιτάζω προσεκτικά ένα- ένα τα τεράστια μπλε λουλούδια του βάζου, γιατί σκέφτηκα: “Δεν μπορεί, από κάπου θα ξεπροβάλλει η κάννη του όπλου. Εκεί θα είναι κι ο κυνηγός, οπότε θα πω στο ελαφάκι να φύγει προς την άλλη μεριά για να σωθεί”.

Όμως πουθενά τίποτα. Ούτε κάννη, ούτε κυνηγός. Το ελαφάκι ήταν καταδικασμένο. Έτσι όπως έτρεχε ανέμελο, ξαφνικά θα ακουγόταν το μπαμ, το μπλε βάζο θα γινόταν σιγά σιγά κόκκινο και το ελαφάκι θα σωριαζόταν νεκρό μπροστά στα μάτια μου.

Αυτός ο βέβαιος θάνατος κι όλη η αγωνία της προσπάθειας που είχα καταβάλει για να τον αποτρέψω με έκανε να ξεσπάσω σε κλάματα. Άφησε αμέσως την εφημερίδα του, πήρε από τα χέρια μου το βάζο και με αγκάλιασε. Στα “τι έχεις;” και “μα τι έπαθες στα καλά καθούμενα;” δεν πήρε καμία απάντηση. Ήταν κι εκείνος κυνηγός και ήμουν βέβαιος πως ό,τι και να του έλεγα, δε θα με καταλάβαινε. 



Αν ήξερε βέβαια, ότι μέχρι σήμερα θα κοίταζα αυτό το παλιό βάζο και θα ένοιωθα ένα απίστευτο σφίξιμο, σίγουρα θα μου είχε δώσει μιαν άλλη εξήγηση τότε. 


Σάββατο 23 Απριλίου 2011

Στους αγαπημένους μου...



...Σελιτσάνο, ΚΚΜοίρη, Riski, Theorema, Μούργο, Thomas Xomeritis, όλα θα πάνε καλά, μαύρο γάτο, antinetrino, Σίρο Ρεδόνδο, gasireu, Кроткая, undantag, CYNICAL, Donna Bella, ippoliti-ippoliti, Ιφιμέδεια, Γιαγιά Αντιγόνη, elf at bay, λι8ο3όο, Kostas Sakkas, Elva, Μάνο, Alice, kopoloso, Roadartist, Δύτη των Νιπτήρων, Old Boy, Βυτίο, Προκόπη Δούκα, holly, scarlett, Ξένη, Ground Control to Major Tom, Elias, οικογένεια Spy, “ΣΑΛΩΝΙΤΗΣ”, Θηρία Ενήμερα, Γκιώνη, b|a|s|n\i/a, nefeli, kovo voltes, coula, island, Σταυρούλα Σκαλίδη, Sue, Sraosha, G. Kaplani, sarant, plagal, Meropi, mermyblue, buster, mikros fokion, Augustine Zenakos, N. Ago, Bourbouli8res, crispy, Τεμαχιστής, Δύσπιστος, Τέρμα Βλάκας, Πιγκουίνος, Κουπέπκια, Άνευ Χαρτοφυλακίου, Ρίτσα Μασούρα, cloudsinthemirror, Ανεπίδοτη, Kafroula, Dana Semitecolo, Nina C., ΦΥΡΔΗΝ ΜΙΓΔΗΝ, silentcrossing, Γιάννη Χάρη, Μαρία Δρίμη, So_Far, John Blak, Latecomer, Μια φορά κι ένα τρελό..., Coffemug, Άνεργους Δημοσιογράφους, new girl on the blog, Thalassenia, Pompeia, Celsus, Tacitus, Aurelia, Fulvia,  ο κύριος αμ, loulou, renata, konstantinos, Margo, logia, kaya, Talisker, NOMAD, άσωτος γιός, Theodota, Λευτέρης, Red Kangaroo, Γιώργο Κατσαμάκη, Navarino, Katerina, χαρη, γρηγόρης στ., Agrampelli, γαμάει και δέρνει,  (αναποφάσιστη), Σημειώσεις Ανυπομονησίας, Odyssey, Giannis Kafatos, Κόκκινο Μπαλόνι, Antidrasex, maximus, Απόλλων, Polyvios Eupatridis, Athens girl, Θεία Θ, apos, seagazing, Afrodite Al Salech, το Φαούδι, NIEMANDSROSE, Vam33, Τζων Μπόης, Artanis, , EM, Τιρήματα, ΠΕΤΕΦΡΗΣ, politispittas, aura, ElenaG., #FN$#, Ειρήνη Βεργοπούλου, vasiliki, Άστρια, epikuros, euliekougia, coco, HappyHour, νατασσΆκι, A.F.Marx, kanaliotis, Duchamp, Idomeneus, kalitexnis, ΚΙΜΠΙ, happypepper, Γιώργος, Dr. Aparadektos, Μικρές Ανάσες, Magia da Inês, Καρπουζοκέφαλος, Ωρίων Δ, κοτσύφι στο χιόνι, Βαλκυρία, astakoulis, rogerios, ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ, ANemos και υιοί, ou ming, Angelis and the Istanbul, xasodikis, Bananiotis Silva de Oliveira και στον  αδελφό μου tsalapeteino.



Προσπάθησα πολύ να μην ξεχάσω κανέναν, αλλά
σίγουρα δεν τα κατάφερα. Σε όσους λοιπόν έχω ξεχάσει
πολλά φιλιά, Καλή Ανάσταση κι ας με συγχωρέσουν. 

περισσότερα αυγά,  κάπως μπαγιάτικα εδώ. 

Πέμπτη 21 Απριλίου 2011

“Τρέξε, τρέξε αλογάκι μου”


Αλογάκι, αποψε σε περιμένω από το πρώτο.”

Μεσημέρι χάζευα τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων που μόλις είχαν φτάσει από Θεσσαλονίκη και είχαν αναρτηθεί έξω από το πρακτορείο. Μεγάλη βδομάδα και δεν περιείχαν καμία είδηση που να κρατάει για πολύ το μάτι. Έτσι αφηρημένος όπως ήμουν, άκουσα και δεν άκουσα αυτή την αλλόκοτη φράση που ειπώθηκε πίσω από την πλάτη μου. Η φράση όμως επαναλήφθηκε αυτούσια “Αλογάκι, αποψε σε περιμένω από το πρώτο”, πιο δυνατά από την προηγούμενη φορά ενώ στο τέλος της, ένα χτύπημα στον ώμο με έκανε επιτέλους να καταλάβω ότι εγώ ήμουν ο αποδέκτης της, οπότε δεν μπορούσα άλλο να την αγνοώ.

Γυρίζοντας απορημένος είδα απέναντί μου ένα άγνωστο πρόσωπο με καλιμαύκι και γενειάδα. Μια γενειάδα πλούσια, βιβλική και κατακόκκινη. Αν δεν ήταν το μαύρο ράσο κάτω και το καλιμαύκι πάνω, θα έλεγα ότι εδώ, στη μικρή μας πόλη, χίλια μύρια κύματα μακριά από την πιο κοντινή θάλασσα, συνάντησα τον Μπαρμπαρόζα τον πειρατή αυτοπροσώπως.

Ο άγνωστος ιερέας με κοίταζε και περίμενε υπομονετικά να τον αναγνωρίσω. Ένα χαμόγελο που ήταν έτοιμο να διαγραφεί στο πρόσωπό του και το συγκρατούσε μετά βίας, πρόδιδε ότι διασκέδαζε αφάνταστα με την αμηχανία μου που μεγάλωνε, καθώς μου ήταν αδύνατον να θυμηθώ αν και από που τον ήξερα. “Μα κι αυτός ο ευλογημένος δεν βοηθάει καθόλου” σκέφτηκα όπως στεκόταν αμίλητος χωρίς να  λέει το ονομά του ή έστω κάτι, να πιαστώ για να τον εντάξω στο χώρο και στον χρόνο.

Τελικά πρέπει να μην άντεξε το αστείο ύφος που μου έδινε η παρατεταμένη αμηχανία και με ένα δήθεν παραπονεμένο “δε με θυμάσαι, βρε αλογάκι;” έσκασε στα γέλια. Μόνο τότε, με οδηγό αυτό το έξω καρδιά γέλιο, κατάφερα να θυμηθώ. Ήμουν δέκα κι ήταν το πολύ έξι χρονών ο Αριστείδης, ένα πιτσιρίκι πούπουλο, όταν τον σήκωνα, τον ανέβαζα στους ώμους και κάλπαζα στο κτήμα με τις μηλιές. Τύλιγε τα χέρια του γύρω από το λαιμό μου τόσο σφιχτά που μου έκοβε την ανάσα, ακουμπούσε το πηγούνι του πάνω στο κεφάλι μου και φώναζε γελώντας: “Τρέξε, τρέξε αλογάκι μου”.

Το γέλιο του, χαρακτηριστικά κελαρυστό κι ασταμάτητο, φώτιζε το πρόσωπό του περισσότερο και από τα κόκκινα μαλλιά του. Ήταν η αδυναμία μου όχι μόνο γιατί ήταν ξεχωριστός, αλλά γιατί στα δέκα με έκανε να νοιώθω μεγάλος και δυνατός έτσι όπως τον σήκωνα στον αέρα και μπορούσα να τον πηγαίνω ατέλειωτες βόλτες παριστάνοντας το αφηνιασμένο άλογο. Κι εκείνος όμως μ` αγαπούσε πολυ. Όπου και να με συναντούσε, φώναζε “Αλογάκι!” άφηνε το χέρι της μητέρας του κι έτρεχε σε μένα περιμένοντας την καθιερωμένη πια βόλτα του.

Τον θυμήθηκα και λίγο μεγαλύτερο, παπαδάκι στην εκκλησία, το πιο μικρό στη σειρά, με τα άμφια σχεδόν να σέρνονται και να ακολουθεί τους άλλους αγκομαχώντας από το βάρος του εξαπτέρυγου που κρατούσε, με ύφος απίστευτα σοβαρό σαν να είχε απόλυτη συναίσθηση του καθήκοντος που επιτελούσε.

Μια από τις τελευταίες φορές που τον είδα ή μάλλον τον άκουσα πρέπει να ήμουν στο Λύκειο. Είχε έρθει στο σπίτι μας για κάλαντα και μου έκανε εντύπωση η φωνή του. Δεν ήταν απλώς σωστή, χωρίς τις παραφωνίες των μικρών, ήταν μια φωνή που τραγουδούσε “Χριστός γεννάται σήμερον..” και ένοιωθες απόλυτα τί σήμαινε αυτό το “αγάλλονται” που έλεγε παρακάτω.

Ύστερα έφυγα. Ερχόμουν βέβαια στις γιορτές και τα καλοκαίρια και πρέπει να τον είχα δει απο μακριά έφηβο, πια να με χαιρετάει ντροπαλά. Όμως, ανάμεσα στα νέα που μάθαινα από τους δικούς μου, πότε -πότε υπήρχε και μια είδηση για τον Αριστείδη: ότι τελείωσε το Λύκειο, ότι πέρασε σε κάποια οικονομική σχολή, μετά ότι έδωσε κατατακτήριες και πέρασε στη θεολογία... Αλλά όπως και να το κάνουμε "μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονούνται".

Μερικά δευτερόλεπτα ήταν αρκετά για να θυμηθώ όλα αυτά και ήμουν έτοιμος να τον αγκαλιάσω μα τελευταία στιγμή σταμάτησα. Άλλη αμηχανία με τη μορφή διλήμματος: να τον αγκαλιάσω ή μήπως έπρεπε να σκύψω να  φιλήσω το χέρι του Αριστείδη, δηλαδή του παπά Αριστείδη πλέον;

Αυτή τη φορά δε με άφησε να παιδευτώ. Άνοιξε τα χέρια του και με αγκάλιασε ρίχνοντας μου δυό τρεις δυνατές στην πλάτη, στο ρυθμό των απανωτών “τι κάνεις βρε αλογάκι;” “πού χάθηκες;” “ μα πόσα χρόνια έχω να σε δώ;” . Μέσα σε λίγη ώρα καλύψαμε τα κενά των χρόνων που μεσολάβησαν από την εποχή που ήμασταν παιδιά κι ενώ προσπαθούσα ακόμα να συνηθίσω στην ιδέα ότι ο μικρός Αριστείδης ήταν πλέον ιερέας, μου είπε: “Θα σ` αφήσω τώρα γιατί με περιμένει η παππαδιά για φαγητό και δε θέλω να αργήσω...ξέρεις είναι έγκυος.” Γέλασε πάλι με την έκπληξή μου και προσέθεσε “Στο τρίτο” για να με αποτελειώσει. Φεύγοντας μου επεσήμανε για μια ακόμα φορά: Απόψε σε περιμένω από το πρώτο Ευαγγέλιο.


Αργά το απόγευμα, λίγο μετά που χτύπησε η καμπάνα ανηφόρισα για την εκκλησία. Είχε ήδη αρκετό κόσμο αλλά βρήκα ένα άδειο στασίδι στο δεξιό κλίτος. Έκανε ψύχρα και είχε αρκετή υγρασία. Οι εικόνες στο τέμπλο και οι πολυέλαιοι ήταν στολισμένοι με μαύρες κορδέλες. Μεγάλη Πέμπτη και σε ένα μανουάλι μπροστά στην Ωραία Πύλη δώδεκα μεγάλα κεριά θα άναβαν το ένα μετά το άλλο κατά την ανάγνωση των αντίστοιχων Ευαγγελίων.

Κοίταζα την εκκλησία που γέμιζε σιγά σιγά, αναγνώριζα σχεδόν όλους τους μεγαλύτερους με τα σημάδια του χρόνου εμφανή πάνω τους, αναγνώριζα και μερικούς άγνωστους μικρότερους μόνο και μόνο γιατί ήταν κατ` εικόνα των γονιών τους που τύχαινε να τους ξέρω. Το βλέμμα μου πλανήθηκε στις εικόνες στο τέμπλο- που με σήκωναν παιδί να προσκυνήσω- τις αγιογραφίες στους τοίχους – θυμήθηκα πόσο με εντυπωσίαζε ο Άη Γιώργης που κάρφωνε με το δόρυ το θεριό- και ύστερα τον Παντοκράτορα, που δέσποζε ψηλά πάνω στον τρούλο, με τα μάτια του που σε κοίταζαν όπου και να βρισκόσουν- ο τα πάντα ορά- τρυφερά και αυστηρά μαζί. Το βλέμμα μου είχε μείνει όπως παλιά εκεί πάνω στην μορφή του και αναγνώριζα για πρώτη φορά την αρμονική συνύπαρξη βυζαντιών και στοιχείων της ιταλικής σχολής, όταν άκουσα: “Εκ του κατά Ιωάνη Αγίου Ευαγγελίου το ανάγνωσμα...”

Ήταν η ίδια εκείνη φωνή που έψαλλε τα κάλαντα πριν από τόσα χρόνια, ώριμη και στοιβαρή πλέον, βαθιά και βροντερή στην ησυχία της εκκλησίας, μια φωνή που διακρινόταν από τόση ηδύτητα που την έκανε συγκινητική. Το πρώτο κερί άναψε κι ο παπα-Αριστείδης ευθυτενής μπροστά στην Ωραία Πύλη με τα πένθημα άμφια της ημέρας, κρατώντας στα χέρια το ολόχρυσο ευαγγέλιο, διάβαζε: “Είπεν ο Κύριος τοις εαυτού μαθηταίς, νυν εδοξάσθη ο Υιός του ανθρώπου και ο Θεός εδοξάσθη εν αυτώ...”

Όσο περνούσε η ώρα η εκκλησία γέμιζε και είχε πια ζεσταθεί από από τις ανάσες του εκκλησιάσματος και τα αναμμένα κεριά. Στην αχλύ που απλωνόταν δύσκολα ξεχώριζες πια τις μορφές των αγίων και το λιβάνι που σκόρπιζαν τα θυμιατά μπερδευόταν μεθυστικά με άρωμα βιολέτας. Στο “Σήμερον κρεμάται επί ξύλου...” όλα τα φώτα έσβησαν με μιας και σταμάτησε αμέσως κι ο παραμικρός ψίθυρος. Τα μάτια δεν είχαν προλάβει ακόμα να συνηθίσουν στο μισοσκόταδο που έλαμπαν μόνο τα κεριά, όταν μέσα από το ιερό ακούστηκαν σφυριές.

Ανατριχιαστικός ο ήχος, ισχυρός, παράταιρος με τη ηδύτατη φωνή που συνέχιζε να διαβάζει από το έκτο, το κατά Μάρκο Ευαγγέλιο: “...Και σταυρώσαντες αυτόν, διαμερίζονται τα ιμάτια αυτού βαλλόντες κλήρον επ` αυτά...”. Μέταλλο πάνω σε μέταλλο, στο ημίφως, στην απόλυτη ησυχία και για μια στιγμή ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι εκεί μέσα στο ιερό, σφυριά με τη σφυριά, το καρφί τρυπούσε πρώτα σάρκα κι ύστερα βυθιζόταν βαθιά μέσα στο ξύλο.


Μετά το “Δι ευχών...”  κι αφού έφυγε ο περισσότερος κόσμος είδα τον παπα Αριστείδη να βγαίνει από το ιερό. Τον πλησίασα, έσκυψα συγκινημένος και αυτή τη φορά με άφησε να του φιλήσω τό χέρι. “Δεν είχα δίκαιο που επέμενα να έρθεις από το πρώτο ευαγγέλιο;” με ρώτησε και ενώ του έγνεφα καταφατικά, ένα μικρό αγόρι, τριών χρόνων όπως έμαθα αργότερα, ήρθε με ξέφρενη τρεχάλα προς το μέρος μας, έπεσε πάνω  του και τού αγκάλιασε τα πόδια. Πάνω στα μαύρα ράσα τα μαλλιά του φαινόταν ακόμα πιο κοκκινα.

Ο παπά Αριστείδης τον σήκωσε στην αγκαλιά του, τον φίλησε και του είπε δείχνοντάς με: “Αυτός είναι ο φίλος που σου έλεγα ότι όταν ήμουν μικρός σαν κι εσένα με ανέβαζε στους ώμους του και με πήγαινε βόλτα. Το αλογάκι μου.” Ο πιτσιρίκος γύρισε και με κοίταξε με σοβαρό αλλά μάλλον δύσπιστο ύφος. Βγαίνοντας στο προαύλιο κι ενώ ο παπά Αριστείδης κρατούσε την ετοιμόγεννη παπαδιά, άρπαξα τον νυσταγμένο μικρό και τον ανέβασα στους ώμους μου. Έσφιξε αμέσως τα χέρια του γύρω από το λαιμό μου -τόσο που σχεδόν μου κόπηκε η ανάσα- και ακούμπησε το πηγούνι του πάνω στο κεφάλι μου. Κάλπασα για λίγο κι από ψηλά, άκουσα πρώτα το κελαρυστό γέλιο του μικρού κι ύστερα τη φωνή του να λέει: “Τρέξε, τρέξε αλογάκι μου”.

Από την εκκλησία έφταναν μέχρι που έσβησαν καθώς απομακρυνόμασταν οι φωνές των γυναικών που έψελναν στολίζοντας τον επιτάφιο.



Στον Αλέξανδρο Μ.












Τρίτη 19 Απριλίου 2011

Εκπαιδεύοντας τη Riski

- Τι νέα;
- Τίποτα. Μιλούσα με έναν φίλο που με έπεισε σχεδόν, ότι η Μεγάλη Εβδομάδα είναι για κατάνυξη. Ο ίδιος, μάλιστα, είναι πολύ θλιμμένος.
- Έτσι κάνουν οι πιστοί. Εσύ γιατί προβληματίζεσαι;
- Ήθελα να μπω κι εγώ στο κλίμα και δεν ήξερα τι να κάνω.
- Και τελικά, το βρήκες;
- Δεν ξέρω αν το βρήκα, αλλά πήγα καλού κακού κι έβαψα τα νύχια μου μαύρα, για πρώτη φορά στη ζωή μου. Είναι πολύ παράξενα.
- Παναζία μου... Δεν εννοούσε αυτό, παιδί μου, ο φίλος σου.
- Το ξέρω, αλλά δεν έβρισκα τι άλλο να κάνω. Δεν έχω ξαναμπεί σε κατάσταση κατάνυξης. Δεν με καταλαβαίνεις...
- Βρε παιδί μου, συλλογίζονται τα πάθη του Χριστού, συμπάσχουν και προσεύχονται.
- Εντάξει τώρα... Μην υπερβάλλουμε... Μια συμπαράσταση είπα να εκφράσω.
- Εγώ, ας πούμε, είπα να στήσω ένα ποστ, με σκόρπιες -στο χώρο και στο χρόνο- αναμνήσεις από τη Μεγάλη Εβδομάδα.
- Εγώ πάντως, αν ανεβάσεις τέτοιο, δεν θα είμαι εκεί.
- Κόλλησα, που λες, να διαβάζω για την Κασσιανή.
- Αυτή δεν είναι η "εν πολλαίς αμαρτίες περιπεσούσα";
- Η ποιήτρια είναι, βρε, δεν είναι η ίδια η αμαρτωλή...
- Καλά, ντε...
- Τώρα έχω να διαβάσω και για τον αυτοκράτορα Θεοφιλο που παραλίγο να παντρευτεί την Κασσιανή. Θα είχε και καλλιστεία δηλαδή το ποστ.
- Αγιογραφίες; Ουουου, kinky...
- Όχι, βρε... Για να παντρευτεί ο Θεόφιλος, η μητριά του, που τον αγαπούσε πολύ και δεν ήταν σαν της Σταχτοπούτας, κάλεσε -συνηθισμένο στο Βυζάντιο- τις πιο όμορφες αρχοντοπούλες, για να διαλέξει.
- Την πιο όμορφη, ή την πιο έξυπνη;
- Υποτίθεται ότι θέλανε και τα δύο. Και μάλιστα, σ' εκείνη που θα διάλεγε, θα της έδινε ένα χρυσό μήλο, όπως ο Πάρης.
- Μα, τι ωραία... Σαν παραμύθι. Και...
- Βλέπει ο Θεόφιλος την Κασσιανή και θαμπώνεται από την ομορφιά της. Την πλησιάζει λοιπόν και της λέει: "Εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα" Κι εκείνη του απαντάει: "Αλλά και διά γυναικός πηγάζει τά κρείττω" και τον κόλλησε στον τοίχο του παλατιού. 
- Πω πω, ρούμπος... Tον τσάκισε. Μη μου πεις ότι τη διάλεξε...
- Όχι, βέβαια. Ήταν πιο έξυπνη από αυτόν. Μπελά στο κεφάλι του θα έβαζε;
- Μα, είπα κι εγώ... Μην ξεχάσουμε κι αυτά που ξέραμε...
- Μετά εκείνη έγινε μοναχή, όπως οι περισσότερες Βυζαντινές που ήθελαν να διαβάζουν και όχι να γεννοβολάνε, και έγραφε ύμνους...
- Ε, βέβαια... Κορόιδο ήτανε; Σαν μερικές-μερικές, όνομα και μη χωριό;
- ...κι εκείνος πήγαινε να τη δει στο μοναστήρι, αλλά εκείνη του κρυβόταν.
- Μα τι μπορεί να ήθελε από την ιερωμένη; Τι ρωτάω κι εγώ, ώρες-ώρες; Να της αφαιρέσει το "ι", φυσικά... Βέβαια, θα μπορούσε να θέλει να την κάνει και e-ερωμένη, αλλά, δεν είχαν υπολογιστές στο Βυζάντιο.
- Ε, προφανώς μετάνιωσε γιατί η Θεοδώρα, που τελικά πήρε, θα ήταν χάλια.
- Θα ήταν εντελώς βλαμμένη. Αυτός απ' το φόβο που πήρε με την Κασσιανή, θα πήγε στο απέναντι άκρο.
- Λένε μάλιστα, ότι μια μέρα, η Κασσιανή τον άκουσε που ερχόταν και κρύφτηκε πάλι, αλλά άφησε πάνω στο τραπέζι το χειρόγραφό της. Εκείνος το είδε και πριν φύγει, συμπλήρωσε έναν δικό του στίχο στον ύμνο που έγραφε εκείνη.
- Και τι έλεγε ο στίχος;
- Κατά την παράδοση ήταν ο στίχος: «ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη».
- Τι έρωτας, όμως κι αυτός, ε;
- Ναι...
- Εγώ γιατί να μην μπορώ να ζήσω έναν τέτοιο έρωτα; Γιατί; Γιατί;
- Γιατί έχεις μαύρα νύχια. Βάψ' τα ένα άλλο ωραίο χρωματάκι κι εσύ...






Συνομίλησαν η Riski και ο Τσαλαπετεινός



Τα καλύτερα ποστ δεν δημοσιεύονται σχεδόν ποτέ, γιατί γράφονται πάντα στις ιδιωτικές συνομιλίες. Τελικά η πολιτική ορθότητα μας στερεί την πιο απολαυστική διασκέδαση.







(Όπως καταλαβαίνετε, αν δε μου έπιανε την κουβέντα, σήμερα θα είχα ένα σοβαρό, επίκαιρο ποστ για την Κασσιανή, με  λινκς και όλη την απαραίτητη βιβλιογραφία.)

Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

Ο Αλιβάνιστος



Αφού εβάδισαν επί τινά ώραν, ανά την βαθείαν σύνδενδρον κοιλάδα, η θειά Μολώτα, κ' η Φωλιώ της Πέρδικας, κ' η Αφέντρα της Σταματηρίζενας, τέλος έφθασαν εις το Δασκαλειό. Αι τελευταίαι ακτίνες του ηλίου εχρύσωναν ακόμη τας δύο ράχεις, ένθεν και ένθεν της κοιλάδος. Κάτω, εις το δάσος το πυκνόν, βαθεία σκιά ηπλούτο. Κορμοί κισσοστεφείς και κλώνες χιαστοί εσχημάτιζον ανήλια συμπλέγματα, όπου μεταξύ των φύλλων ηκούοντο ατελείωτοι ψιθυρισμοί ερώτων. Ευτυχώς το δάσος ενομίζετο κοινώς ως στοιχειωμένον, άλλως θα το είχε καταστρέψει κι' αυτό προ πολλού ο πέλεκυς του υλοτόμου. Αι τρεις γυναίκες επάτουν πότε επί βρύων μαλακών, πότε επί λίθων και χαλίκων του ανωμάλου εδάφους. Η ψυχή κ' η καρδούλα των εδροσίσθη, όταν έφθασαν εις την βρύσιν του Δασκαλειού.
Το δροσερόν νάμα εξέρχεται από μίαν σπηλιάν, περνά από μίαν κουφάλαν χιλιετούς δένδρου, εις την ρίζαν του οποίου βαθεία γούρνα σχηματίζεται. Όλος ο βράχος άνωθεν στάζει ωσάν από ρευστούς μαργαρίτας, και το γλυκύ κελάρυσμα του νερού αναμιγνύεται με το λάλον μινύρισμα των κοσσύφων. Η θεια Μολώτα, αφού έπιεν άφθονον νερόν, αφήσασα ευφρόσυνον στεναγμόν αναψυχής, εκάθισεν επί χθαμαλού βράχου διά να ξαποστάση. Αι δύο άλλαι έβαλαν εις την βρύσιν, παρά την ρίζαν του δένδρου, τις στάμνες και τα κανάτια, τα οποία έφεραν μαζύ των, διά να τα γεμίσουν. Είτα, αφού έπιαν και αυταί νερόν, εκάθισαν η μία παραπλεύρως της γραίας, η άλλη κατέναντι, κι' άρχισαν να ομιλούν.
– Πώς αλγεί 'παπάς; είπεν η Θεια Μολώτα.
Η γραία ήτο ιδιόρρυθμος εις την γλώσσαν της. Ετραύλιζε και απέκοπτεν όχι μόνον συλλαβάς, αλλά τα άρθρα και άλλα μόρια.
– Νύχτωσε, θα 'πω! προσέθηκεν η Φωλιώ.
– Τα, τι λογάτε; επέφερεν η Αφέντρα.
Ευρίσκοντο κ' αι τρεις, από της ημέρας εκείνης του Μεγάλου Σαββάτου, εις τον Αϊ-Γιάννη, στον Ασέληνο. Ήτον έρημον παλαιόν μοναστηράκι. Είχε γνωσθή ότι ο παπα-Γαρόφαλος ο Σωσμένος, εις εκ των ιερέων της πόλεως, θα ήρχετο εις τον Αϊ-Γιάννην, στον Ασέληνον, διά να κάμη Πάσχα εις τους αιγοβοσκούς των αγρίων εκείνων μερών. Αι τρεις αυταί, και τινά άλλα πρόσωπα από την πόλιν, αγαπώντα την εξοχήν, είχον έλθη, χάριν του Πάσχα, πριν να ξεκινήση ο παπάς. Αλλ' όμως ενύκτωνεν ήδη, και ο παπα-Γαρόφαλος δεν είχε φανή ακόμη.
– Είνε αργοστόλιστος, θα 'πω, επέφερεν η Φωλιώ η Πέρδικα.
– Ναι, είδες πώς αργεί να 'ντυθή; υπέλαβεν ερμηνεύουσα κατά γράμμα τον λόγον η Αφέντρα της Σταματηρίζενας. Και καμμιά φορά βάζει και στραβά την «αλλαή» του.
Ωνόμαζεν ούτω το φελόνιον. Αι τρεις γυναίκες είχον έλθη από τον Αϊ-Γιάννην, απέχοντα ως τετάρτου της ώρας δρόμον, διά να γεμίσουν τα σταμνιά στο Δασκαλειό, επειδή η μικρά βρύσις του παλαιού ησυχαστηρίου, κάτω από τον ναΐσκον, είχε χαλάσει, και σχεδόν είχε χαθή το νερόν. Έμελλον δε να επιστρέψουν αμέσως εις τον Αϊ-Γιάννην. Αλλά, με την ομιλίαν, αργοπορούσαν.
Τέλος, αι δύο εσηκώθησαν, έκυψαν διά να φορτωθούν τ' αγγεία, και ήσαν έτοιμαι προς αναχώρησιν.
Αλλά την στιγμήν εκείνην, ζωηρά φωνή ηκούσθη από το κάτω μέρος, ανάμεσ' από τα δένδρα.
– Σ' έσκιαξα, θεια Μολώτα! είπεν η φωνή.
Είτα καγχασμός ήχησε, κ' ευθύς επαρουσιάσθη εις νέος υψηλός, αμύστακος, ως δεκαέξ ετών, κρατών κάτω του στέρνου του κάτι ως διπλωμένον και τυλιγμένον πράγμα.
– Α! κακό να μην έχης! έκραξεν η Φωλιώ. Εσύ 'σαι, αρέ Σταμάτη;
Δεν είχε νυκτώσει ακόμη καλά, κ' αι γυναίκες είδαν τα χαρακτηριστικά του, αφού πρώτον είχαν γνωρίσει την φωνήν του. Ήτον ο Σταμάτης το Τρυγονάκι, μάγκας ορφανός παιδιόθεν, καλόκαρδος, βολικός, όστις έζη εκτελών θελήματα ανά την πόλιν. Όταν όμως ήτο πουθενά εξοχικόν πανηγύρι, άφηνεν όλες τις δουλειές του, κ' έτρεχε πρώτος μεταξύ όλων των πανηγυριστών.
– Να, απ' τον Ασέληνο έρχομαι, είπεν ο νέος... φορτωμένος πράμματα, θάμματα... κυττάξετε!
Έθεσε την δεξιάν χείρα εντός του τυλιγμένου πανίου, το οποίον εκράτει, έλαβεν ένα μαύρον πράγμα, και, θέλων να παίξη, το έρριψεν εις την ποδιάν της Μολώτας, ήτις εκάθητο ακόμη επί της πέτρας.
– Ά! φωτιά που σ' ε!... έκαμεν αύτη, αναπηδήσασα ορθή, και τινάζουσα την ποδιάν της.
Το πράγμα, το οποίον της είχε ρίψει ο Σταμάτης, ήτο τεράστιος ζωντανός κάβουρας. Ο νέος είχε κατέλθη προ δύο ωρών εις τον Μικρόν Ασέληνον. Ούτως ωνομάζετο ο δυτικός αιγιαλός, μικρά αγκάλη, αντικρύζουσα το Πήλιον. Εκεί είχε γεμίσει το προσόψιον, το οποίον είχε περιζωσμένον εις την μέσην του, από κοχύλια, πεταλίδες και καβούρια.
– Αρέ, ζουρλάθηκες; είπεν αυστηρώς η Αφέντρα. Να κάμης την οικοκυρά να κόψη το αίμα της!
Ο Σταμάτης και πάλιν εκάγχασε.
– Να με συμπαθάς, θεια Μολώτα, είπε. Σα χωριάτης πούμαι, έσφαλα. Θέλησα να σου χαρίσω αυτό το καβούρι, για να κάμης μεζέ απόψε, και με τον τρόπο που σου τώρριξα στην ποδιά σου, σ' ετρόμαξα.
– Δεν τλώου καβούλγια, είπεν η Μολώτα. Θα μεταλάβου!
– Αλήθεια; Τότε, το χαρίζω της Πέρδικας.
– Μεγαλοσαββατιάτικα, καβούρια θα φάω; είπεν η Φωλιώ.
– Τότε, ας το παρ' η Σταματρίζενα, είπεν ο Σταμάτης.
– Να καβουρώσης και κάβουρας να γένης! απήντησεν η Αφέντρα.
– Μωρέ, ευχή που μου δίνεις! είπεν ο Σταμάτης. Ακούς! να ήμουν κάβουρας! Πώς θα περπατούσα τάχα;
– Και άμα είπεν, έκυψε και άρχισε να κάμνη λοξά πατήματα, μεταξύ των τριών γυναικών. Με την κεφαλήν του εκτύπησε το πλευρόν τής Μολώτας, με την πλάτην του έπληξε τον αγκώνα τής Φωλιώς, και με την πτέρναν του επάτησε την γόβα τής Αφέντρας.
Αι τρεις γυναίκες, μισοθυμωμέναι, εγέλασαν.
– Ζουρλάθηκες, βλέπω: δεν είσαι καλά! είπεν η Αφέντρα.
Και σηκώσασα με την αριστεράν χείρα το κανάτι της, εκολάφισεν ελαφρά την κεφαλήν του Σταμάτη, όστις εφάνη να εγοητεύθη.
– Ω! τι δροσιά, μωρέ Σταματρίζενα! είπε. Δώσε μου άλλη μια!
– Πάμε! νυχτώσαμε, έκαμεν εις απάντησιν η Αφέντρα.
Και πάραυτα εξεκίνησαν. Τότε ο Σταμάτης, αφού έδραξε, χωρίς να είπη τίποτε, την μεγάλην στάμναν, την οποία άλλως θα εφορτώνετο η Αφέντρα, εφιλοτιμήθη να τρέξη πρώτος, ως εμπροσθοφυλακή. Εις τον δρόμον άρχισε να διηγήται.
– Να ξέρατε ποιον ηύρα, τώρα, στο δρόμο π' ανέβαινα... πριν σας ενταμώσω στη βρύσι.
– Ποιον ηύρες, είπεν η Αφέντρα. Τον Μπαμπάο, ή τον Αράπη, ή τον Εξαποδώ;
– Ηύρα τον Αλιβάνιστο!
– Αλήθεια; για 'πές μας.
Άμα ήκουσε το όνομα τούτο η θεια Μολώτα, έκαμεν ακούσιον κίνημα, και με δύο βήματα ήλλαξε θέσιν εις τον δρόμον, κ' ετάχθη εξ' αριστερών του Σταμάτη, διά ν' ακούη καλλίτερα, επειδή ήτο κωφή από το εν ους. Ο νέος διηγήθη ότι εις την άκρην του βουνού, όχι μακράν τής ακτής, είχε περάσει από την κατοικίαν του αλλοκότου εκείνου ανθρώπου, όστις από τριάκοντα ετών δεν είχε κατέλθη εις την πόλιν, κ' εμόναζεν εις μίαν καλύβην, ή μάλλον σπηλιάν, της οποίας το στόμιον είχε κτίσει με τας χείρας του. Έβοσκεν ολίγας αίγας, και δεν συνανεστρέφετο κανένα άνθρωπον, παρά μόνον τον Μπαρέκον, τον μέγαν αιγοτρόφον του βουνού, όστις είχε κοπάδι από χίλια γίδια. Εις αυτόν έδιδε το ολίγον γάλα του, λαμβάνων ως αντάλλαγμα ολίγα παξιμάδια, παστά οψάρια, και πότε κανέν τρίχινον φόρεμα ή μάλλινον σκέπασμα.
– Άμα με είδεν, είπεν ο Σταμάτης, έκαμε να κρυφτή. Εγώ έτρεξα κατόπι του, τον εχαιρέτισα, και, για να τον φουρκίσω, άρχισα να τον λιβανίζω μ' αυτήν την πετσέτα, που κουδούνιζαν μέσα οι πεταλίδες... Να, πώς του έκαμα!
Και αποσπάσας την ποδιάν, την περιέχουσαν τα θαλασσινά είδη, από την μέσην του, έκαμε πως λιβανίζει μ' αυτό την θειά Μολώτα, ήτις αφήκεν άναρθρον κραυγήν διαμαρτυρίας.
– Έλα! θα ησυχάσης, βρε πειρασμέ; έκραξεν οργίλη η Αφέντρα.
Εις τον Αϊ-Γιάννην, άμα ενύκτωσε, είχε φθάσει με όλον το ασκέρι του, γυναίκα, παιδιά και παραγυιούς του, ο μεγαλοβοσκός Γιάννης ο Μπαρέκος, καθώς κι ο Κώστας ο Πηλιώτης, άλλος τσομπάνος με την φαμίλια του, κι' ο Αγγελής ο Πολύχρονος, με όλον το όρδινό του. Είχαν ανάψει μεγάλην φωτιά, κ' εκάθισαν εις το ύπαιθρον, παρά τον βόρειον τοίχον του ναΐσκου, και διηγούντο παλαιά χρονικά του ποιμενικού κόσμου, κ' εκύτταζαν τους αστερισμούς και την Πούλια, πότε θα φθάση στην μέσην τ' ουρανού, διά να είνε μεσάνυχτα, και πότε θα φθάση, εις εν δυτικόν σημείον, διά να φέξη. Κ' επερίμεναν τον παπάν, πότε να έλθη, διά να τους κάμη Ανάστασιν. Ήτον δε μεσάνυχτα ήδη, και ο παπάς δεν είχεν έλθη.
– Καθώς τ' ομολογάει η φλάσκα... έλεγεν ο Αγγελής ο Πολύχρονος.
– Να τώξερε κανείς, να πήγαινε στη χώρα, είπεν ο Κώστας ο Πηλιώτης.
– Ο παπα-Γαρόφαλος, αν θα 'ρθη με το φεγγάρι, παρετήρησεν ο Μπαρέκος. Για κυττάξτε!
Έδειχνεν υψηλά εις το βουνόν, όπου αι κορυφαί των δένδρων είχαν αρχίσει να καταλάμπωνται από το αργυρούν φέγγος. Ήτο ήδη περί το τελευταίον τέταρτον.
Την ιδίαν στιγμήν έφθασεν ο Σταμάτης. Ούτος προ ώρας είχε γείνη άφαντος, χωρίς κανείς να προσέξη εις τούτο. Ο νέος είχεν αναβή υψηλά εις το βουνόν, διά να κατοπτεύση και ακροασθή αν θα ηκούετο ή θα εφαίνετο πουθενά ο παπάς.
Άμα επέστρεψεν, ένευσεν εις τον Μπαρέκον και τους άλλους να εξέλθουν μαζύ του από το περίβολον.
– Τι τρέχει;
– Ελάτε· κάτι φωνές ακούω. Βάζω στοίχημα!...
Ο Μπαρέκος και ο Κώστας ο Πηλιώτης τον ηκολούθησαν, και απεμακρύνθησαν διακόσια βήματα, κατά τον ανήφορον. Εκεί ήκουσαν τω όντι ήχους τινάς να ανέρχωνται βαθειά από το ρεύμα κάτω, προς το Δασκαλειό και τον Ασέληνον.
– Τί να είνε;
– Βάζω στοίχημα πως ο παπα-Γαρόφαλος έχασε το δρόμο, είπεν ο Σταμάτης.
– Τί θέλει αποκεί, κατά τον Ασέληνο;
– Γνώρισα τη φωνή του, είπεν ο Σταμάτης. Θα ήρθε από τον άλλον δρόμο, απ' τα χωράφια, κ' ύστερα έπεσε μέσα στ' ορμάνι, κ' εχάθηκε.
Οι δυο βοσκοί κι' ο Σταμάτης, κι' ο Πολύχρονος, όστις έτρεξε κατόπιν των, ανήλθον την οφρύν του βουνού, και απήντησαν διά φωνών εις τας ηχούς τας οποίας ήκουον.
– Ελάτε!... Εδώ είμαστε!... έκραξε με στεντορείαν φωνήν ο Σταμάτης.
– Μα πώς, δεν βλέπουν κοτζάμ φωτιά; είπεν εν απορία ο Πηλιώτης.
– Θα έχουν πέση μέσα 'σε κακοτοπιά, στον ήσκιο του βουνού. Το φεγγάρι δεν ψήλωσε ακόμα.
– Πάω να φέρω το φανάρι! έκραξεν ο Σταμάτης.
Κ' έτρεξε κάτω, εις τον περίβολον του Αϊ-Γιαννιού, οπόθεν επανήλθε μετ' ολίγον φέρων φανάρι αναμμένον. Ο Σταμάτης κρατών τούτο, επροπορεύθη, και οι τρεις άνδρες τον ηκολούθησαν εν μέσω του δάσους. Μετ' ολίγα λεπτά αι φωναί ηκούοντο πλησιέστεραι, και τέλος, εφάνη ο παπάς, ακολουθούμενος από τον ανεψιόν, τον βοηθόν του, σύροντα από την τριχιάν ένα γαϊδουράκι, επάνω εις το οποίον ήσαν φορτωμένα τα «ιερά» του παπά. Αλλά τελευταία όλων εφάνη και μία σκιά, ήτις εφαίνετο αποφεύγουσα ν' αντικρύση το φως του φαναριού.
– Μπα! έκαμε γελών ο Σταμάτης. Και σιγά προς τον Μπαρέκον εψιθύρισεν:
– Ο Αλιβάνιστος!
– Μεγάλο θάμμα! είπεν ο Μπαρέκος.

– Πώς έκαμες, βλοημένε κ' έχασες τον δρόμο; ηρώτησε τον παπάν ο Αγγελής ο Πολύχρονος.
– Μη ρωτάτε... θέλησα να πάω απ' τον άλλο δρόμο,... απ' τα 'Ρόγγια... είπεν ασθμαίνων ο παπάς· ήθελα να ιδώ το χωράφι·... είπε να το σπείρη, κείνος ο Ντανάκιας και τ' άφησε άσπαρτο... κ' εγώ χαμπάρι δεν είχα, τόσους μήνες τώρα... Ας είνε καλά ο άνθρωπος... Είχα και δυο τρεις αγιασμούς να κάμω, κ' ενύχτωσα... Καλά που έπεσα κοντά στο καλυβάκι του μπαρμπα-Κόλια εδώ (δεικνύων τον καλούμενον Αλιβάνιστον), και μ' εβοήθησε να βρω το δρόμο! ...Ας έχη την ευχή!
Ο παπα-Γαρόφαλος εδείκνυεν εκείνον, τον οποίον απεκάλει μπαρμπα-Κόλιαν, όστις όμως, ως αληθής σκιά είχεν αρχίσει να γλιστρά όπισθεν των δένδρων, και ν' απομακρύνεται.
Ο Μπαρέκος, τρέξας, τον έδραξεν ισχυρώς από τον βραχίονα.
– Πού πας, μπαρμπα-Κόλια; είπε. Τώρα δε σ' αφήνουμε... τελείωσε! Φέτος θα κάμωμε Ανάστασι μαζύ!...
Ο Σταμάτης, μη δυνάμενος να κρατήση τα γέλοια, άρχισε να κάμνη με το φανάρι το οποίον εκράτει, κινήματα ως να ελιβάνιζε, προς το βάθος εις το μέρος όπου ίστατο το σύμπλεγμα του Μπαρέκου και του μπαρμπα-Κόλια.
Ο γέρων εφαίνετο αληθής λυκάνθρωπος. Εφόρει είδος ράσου, απροσδιορίστου χρώματος, και μαύρην σκούφιαν, είχε μακράν κόμην, μαύρην ακόμη, και ψαρά, σγουρά γένεια. Εδυσανασχέτει διότι τον εκράτει με την ρωμαλέαν χείρα του ο Μπαρέκος, κ' ήθελε να φύγη.
– Άφσε με, να ζήσης! Δεν μπορώ!... τι Ανάστασι να κάμω 'γω... τι με θέλετ' εμένα... Εσείς κάμετε Ανάστασι. Με γεια σας, με χαρά σας!... Πάω στο καλύβι μου, 'γω!
Τότε ο παπα-Γαρόφαλος έλαβε τον λόγον·
– Νάχης την ευχή του Χριστού, παιδί μου! Έλα! ... Να πάρης ευλογία! ... Να μοσχοβολήσ' η ψυχή σου! Έλα ν' απολάψης τη χαρά του Χριστού μας! Μην αδικής τον εαυτόν σου! Μην κάνης του εχτρού το θέλημα! ... Πάτα τον πειρασμό! Έλα, Κόλια! Έλα, Νικόλαε, έλα! Νικόλαε μακάριε! Ο άγιος Νικόλαος να σε φωτίση!
Ο μπάρμπα-Κόλιας ήθελε να έλθη, αλλ' εντρέποντο. Επαραξενεύετο πολύ. Θα επεθύμει να τον απήγον διά της βίας.
Ο Μπαρέκος, ως να είχεν εισδύσει εις τα ενδόμυχα τής ψυχής του, έκραξε τους δύο άλλους βοσκούς πλησίον του. Ούτοι, ημιπαίζοντες, ημισπουδάζοντες, έβαλαν τας χείρας των εις τους βραχίονας και τας ωμοπλάτας του Κόλια. Εν πομπή και παρατάξει τον απήγαγον, κάτω νεύοντα, επιθυμούντα ν' ακολουθήση, και τείνοντα ν' αποσκιρτήση.
Όταν έφθασαν εις τον Αϊ-Γιάννην, παράδοξον πράγμα συνέβη. Η θεια Μολώτα, καθώς εκάθητο έξωθεν του ναού, άμα είδε τον Κόλιαν, εταράχθη νευρικώς, εστράφη βιαίως προς τον τοίχον του ναού. Η Αφέντρα, ήτις ήτον στο πλάγι της, την είδε, και ενόησεν ότι κάτι συνέβαινε·
– Τι έχεις, θεια Μολώτα;
Η γραία τής ένευσε να σιωπήση. Εν τοσούτω, αφού η συνοδία επροχώρησεν εις το κέντρον του περιβόλου, η Μολώτα έρριψε πλάγιον βλέμμα προς το σύμπλεγμα των ανδρών, κ' εκατέβασε χαμηλά την μαύρην μανδήλαν της, έκρυψε τα οφρύδια, τους κροτάφους, και με τα τσουλούφια της κόμης της, και με τα κλωνιά της μανδήλας, εκάλυψε το κατωσάγονον και τα μάγουλα.
Η Αφέντρα την εκύτταζε με άπληστον περιέργειαν.
– Τί έπαθες, θειά Μολώτα; ηρώτησε και πάλιν.
– Σώπα, σ' λένε! εψιθύρισεν η Μολώτα.
Ευθύς τότε ο παπάς εισήλθεν εις τον ναΐσκον, τον οποίον ο Σταμάτης, από την ημέραν, πριν να πάγη ακόμα διά πεταλίδας και καβούρια, είχε στολίσει με δάφνας και μυρσίνας, και όστις ήστραπτεν από κοσμιότητα και καθαριότητα.
Ο ιερεύς έβαλεν Ευλογητόν, και μαζύ με τον ανεψιόν του άρχισε να ψάλλη το «Κύματι θαλάσσης». Η Αφέντρα, η Φωλιώ, κ' αι γυναίκες και τα θυγάτρια των ποιμένων, εισήλθον εις τον ναόν, κ' εκόλλησαν πολλά κηρία εις τα μανουάλια.
Η Μολώτα έμενε παραπίσω. Ήθελε να ιδή αν ο μπαρμπα-Κόλιας, ο Αλιβάνιστος, θα εισήρχετο εις τον ναόν ή όχι. Ο Κόλιας καταρχάς επέμενε να μένη έξω, επί προφάσει ότι θα εβοήθει τους δύο παραγυιούς του Μπαρέκου εις το σούβλισμα και ψήσιμον των αρνίων, διά τα οποία ετοίμαζαν μεγάλην φωτιάν. Ο Μπαρέκος όμως εφοβήθη μήπως «το στρίψη», και τον εβίασε να εισέλθη εις τον ναόν μαζύ του, λέγων ότι «ο μουσαφίρης δεν κάνει 'πηρεσία».
Τότε η Μολώτα έμεινεν απ' έξω, μισοκρυμμένη εις τον παραστάτην της θύρας του ναού και κυττάζουσα λαθραίως μέσα. Όταν εβγήκαν όλοι λαμπαδηφορούντες εις το ύπαιθρον, διά να κάμουν Ανάστασιν, αύτη απελθούσα εκρύβη εις την βορειανατολικήν γωνίαν, σιμά εις την θυρίδα τής Προσκομιδής. Εκείθεν ήκουσε κι' αυτή το «Χριστός ανέστη».
Όταν το πλήθος εισήλθε πάλιν εις τον ναόν, με το «Αναστάσεως ημέρα», το γοργόν εμβατήριον, η Αφέντρα της Σταματηρίζενας έμεινε παραπίσω και ήλθε πλησίον τής Μολώτας.
– Γιατί δεν έρχεσαι μέσ' στην εκκλησιά; της είπε. Λεχώνα είσαι;
– Σύλε, πιδί μ', ακούσης καλό λόγο· της είπεν η Μολώτα. Άφσ' εμένα.
– Μα τί έχεις;
– Τίποτα.
– Επέμεινε.
– Θα μου πης τί έχεις;
Η γραία ανένευσε, και απεμακρύνθη απ' αυτής. Η Αφέντρα ηναγκάσθη ν' απέλθη. Μετ' ολίγην όμως ώραν, όταν άρχισεν ο Ασπασμός, η Μολώτα επλησίασεν εις την θύραν του ναού, κ' ένευσεν εις την Αφέντραν να εξέλθη. Την έφερεν εις την ιδίαν και πριν θέσιν, αριστερόθεν του ναού.
– Τώλα, εγώ πώς θα μεταλάβου; της λέγει.
– Γιατί; τί τρέχει;
– Τώλα, δε φιλούν Βγαγγέλιο κι Ανάστασι;
– Ναι.
– Πώς να πάω 'γω ν' ανησπαστώ;
– Πώς θα πας; Με τα ποδάρια σ', είπεν η Αφέντρα.
– Είδες κείνον άθλωπο;
– Ποιόν;
– Κόλια;
– Τον Αλιβάνιστο; Ε, τί;
Η Μολώτα έκυψεν, εταπείνωσε την φωνήν και είπε:
– Σαν ήμουν εγώ μικλό κολίτσι, αυτός μ' ήθελε γυναίκα. Πλιν αλλωστήσω, κι πιαστή φωνή μου, μ' ηύλε σουλουπώματα, πηγάδι, στενό σοκάκι, μ' ε... (έκυψεν εις το ους της Αφέντρας, κ' εψιθύρισε με φωνήν μόλις ακουομένην) μ' εφίλησε...
Η Αφέντρα έπνιξε βαθύν, αργυρόηχον γέλωτα. Η γραία επανέλαβε:
– Πατέλας δεν τον ήθελε γαμπλό. Πήλα άλλον. Χήλεψα. Αυτός, είπαν, πήλε καϋμό, πήγε βουνά, αγλίεψε, δεν πάτησ' εκκλησιά... Εγώ έχω το κλίμα.
Η Αφέντρα ενόησεν αμέσως την απλοϊκήν ευσυνειδησίαν της γραίας.
– Ε, καλά, είπε· να που τον ηύρες τώρα, στην Ανάστασι. Ώρα του Ασπασμού, της αγάπης είναι. Να σχωρεθής, να το πης του παπά, και θα σ' αφήση να μεταλάβης.
Η Μολώτα ηκολούθησε κατά γράμμα την συμβουλήν τής Αφέντρας. Εισήλθεν εις τον ναόν, ησπάσθη το Ευαγγέλιον και την Ανάστασιν, είτα εζήτησε συγχώρησιν από τον Κόλιαν.
Ακολούθως, την ώραν του Κοινωνικού, επλησίασε μαζύ με τας αλλάς γυναίκας εις την βορείαν πύλην του ιερού, όπου ο ιερεύς ανέγνωσεν επί των κεφαλών των την συγχωρητικήν ευχήν, ενώ ο μικρός ψάλτης εμινύριζε το «Σώμα Χριστού μεταλάβετε».
Μετά την Απόλυσιν, άμα οι άνδρες εξήλθον, ο Σταμάτης συναντήσας τον Κόλιαν τον εχαιρέτισε:
– Χριστός ανέστη, μπάρμπα-Κόλια! Καλή ώρα ήτον που σ' ηύρα χτες.
Και ο γέρων ερημίτης απήντησεν:
– Αληθώς ανέστη, βρε! Δεν είμαι αλιβάνιστος!



Ο "Αλιβάνιστος" και τα άλλα Πασχαλιάτικα διηγήματα του Αλεξανδρου Παπαδιαμάντη θα παρασουσιαστούν με τη μορφή δρματοποιημένης αφήγησης από την ομάδα Παραστατικών Τεχνών προΤΑΣΗ σε συνεργασία με το Θέατρο Χωρίς Σύνορα, σήμερα, αύριο και την Μεγάλη Τετάρτη στον ναό του Αγίου Ελισσαίου στην Πλάκα.

Ο ναϊσκος του Άγιου Ελισσαίου αναγέρθηκε στα μέσα του 16 αιώνα στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Από τα τέλη του 19ου αιώνα και ως τις αρχές του 20ου, σημαντικοί λογοτέχνες όπως ο Παύλος Νιρβάνας, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο Γιάννης Βλαχογιάννης, εκκλησιαζόταν στο μικρό ναό που βρίσκεται πολύ κοντά στη βιβλιοθήκη του Αδριανού, παρκινούμενοι από την παρουσία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη αλλά και του συνωνόματου εξαδέλφου του, Μωραϊτίδη στο ψαλτήρι. Ο ναός στα χρόνια της κατοχής σχεδόν κατεδαφίστηκε, αλλά πρόσφατα (2004) ανακατασκευάστηκε με βάση τις περιγραφές, τις απεικονίσεις και τις αποτυπώσεις που υπήρχαν αλλά και με τα δεδομένα που προέκυψαν από τις ανασκαφές που διεξήχθησαν εκεί το 2002 από την 1η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.


Ευτυχής συγκυρία, λοιπόν να επιστρέφει ο λόγος του Παπαδιαμάντη, στο χώρο που ακουγόταν κάποτε η «γεμάτη ευλάβεια» φωνή του, φέτος που συμπληρώνονται 160 χρόνια από τη γέννηση και τα 100 από το θάνατο του. 




Αναλυτικά το πρόγραμμα των αφηγήσεων έχει ως εξής:

Μεγάλη Δευτέρα
«Πάσχα Ρωμέικο» και «Παιδική Πασχαλιά»
Μεγάλη Τρίτη
«Ο αλιβάνιστος» και «Τραγούδια του Θεού»
Μεγάλη Τετάρτη
«Το Χριστός Ανέστη του Γιάννη» και «Χωρίς στεφάνι»

Συντελεστές:
Διαβάζει η ηθοποιός Ολύνα Ξενοπούλου
Ιδέα – σκηνοθετική επιμέλεια: Δημήτρης Φοινίτσης
Ενδυματολογική επιμέλεια: Άντζυ Πυκνάδα
Ώρα προσέλευσης: 19:00
Ναός Αγίου Ελισσαίου, Άρεως 14 , Μοναστηράκι
Είσοδος ελεύθερη / Περιορισμένος αριθμός θέσεων.
Πληροφορίες-κρατήσεις: 6997-166210

οι εικόνες από εδώ, εδώ κι από εδώ.
Το διήγημα του Παπαδιαμάντη "Ο Αλιβάνιστος", το βρήκα εδώ