Τρίτη 28 Μαΐου 2013

Γράμματα, χασάπη!



"...Θα ακολουθήσουν οι 46 δημόσιες βιβλιοθήκες της χώρας, που θα συγχωνευθούν, ώστε να προκύψει πλεονάζον προσωπικό και ως εκ τούτου απολύσεις. Αυτή τη στιγμή στις 46 βιβλιοθήκες υπηρετούν περίπου 200 υπάλληλοι.

Ποιες είναι οι βιβλιοθήκες: Αίγινας, Αρεόπολης, Βυτίνας, Δελφών, Λευκάδας, Μηλιών, Μολάων, Πεταλιδίου, Μήθυμνας, Ζακύνθου, Ζαγοράς, Ανδρίτσαινας, Σάμου, Σιάτιστας, Βέροιας, Χίου, Γρεβενών, Καλαμάτας, Δράμας, Εδεσσας, Ελευθερόπολης, Πύλης, Καρπενησίου, Κέρκυρας, Κιλκίς, Κόνιτσας, Λαμίας, Ληξουρίου, Λιβαδειάς, Ναυπάκτου, Μυτιλήνης." (iefimerida)


Η αρχική εικόνα από το Delicatessen 1991

Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Ντόπιοι & Ξένοι

1.

2.

3.

4.

 5.

6.

 7.


 8.

9.


10.

11.

12.

13.

14.

 15.

16.

17.

18.

19.

20.

21.

22.

23.

 24.

25.

26.

27.

 28.

 29.

30.

 31.

Χανιά, Μάης 2013.

Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

"θα έρθουν καλοκαίρια μεγάλα σαν τη γροθιά μας"




"Θα ήθελα να ευχαριστήσω την επιτροπή για την τιμή που μου έκανε, καθώς επίσης και τις εκδόσεις Εκάτη, τον Κώστα και τον Χρήστο Νικολάκη για την συνεργασία και τον τρόπο με τον οποίο με αντιμετώπισαν.
Είναι πολλοί, τόσοι πολλοί αυτοί που θα θελα να ευχαριστήσω. Γονείς και αδερφούς, φίλους και αδερφούς. Πολλοί από αυτούς βρίσκονται εδώ. Και πολλοί από αυτούς απουσιάζουν. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν είναι πρωτόγνωρο για μας. Για τη γενιά μου η απουσία των φίλων έχει γίνει μέρος της δικής μας παρουσίας, το πέρα τους μέρος του δικού μας εδώ. Είμαστε η γενιά η μεγαλωμένη στους γκισέδες των αεροδρομίων, στις ξενόγλωσσες ηλεκτρονικές αιτήσεις για δουλειά ή για σπουδές κάπου μακριά, μετρώντας μέρες ανάμεσα σ ένα ‘’που βρίσκεσαι;’’ Και σ ένα ‘’αντίο’’.
Και εσύ βρίσκεσαι εδώ και λες τι κάνω; Πως ζω; Και πώς να γράψω; Περπατάς ανάμεσα στους απολυμένους, στους ανέργους και τους άστεγους, τους τοξικοεξαρτημένος και τους ξεριζωμένους, μέσα στη διαστροφή των λέξεων: άνθρωποι ονομάζονται λαθραίοι, άρρωστες γυναίκες υγειονομική βόμβα, εγκληματικές συμμορίες νεοναζί ρατσιστών βαφτίζονται πολιτικά κόμματα, η καταστολή ονομάζεται προστασία, τα βασανιστήρια σωφρονισμός. Με ποιες λέξεις να γράψεις; Και να γράψεις για αυτά; Να γράψεις με αυτά; Να γράψεις παρ όλα αυτά; Τελικά απλώς γράφεις και αν είσαι τυχερός ο κόσμος που σου δόθηκε θα βρεθεί στις λέξεις. Σε όλες αυτές τις λέξεις που έρχονται από μακριά, που σου υπενθυμίζουν και σου επιβάλλουν ειλικρίνεια
δεν μεγαλώσαμε εύκολα /Φοράμε πάντα ρούχα κατοχικά /Κρυώνει ακόμα η ψυχή μας/ καπνίζουμε εφημερίδες/μεθάμε με μελάνι/ μας πνίγουν οι καπνοί κι οι λέξεις μας στενεύουν/ ερχόμαστε από πολύ μακριά.
Αυτά γράφει ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος… και είναι τόσα αυτά που έρχονται από μακριά. Πράγματα παλαιά και άλλα πρωτόγνωρα, πράγματα σκληρά και γεμάτα γωνίες, μεγάλοι χειμώνες και ελάχιστα καλοκαίρια. Κι όμως θα ρθει μια μέρα, κάποια στιγμή… κάποια στιγμή θα έρθουν καλοκαίρια μεγάλα σαν τη γροθιά μας αδερφέ μου…"




Η ομιλία του Θωμά Τσαλαπάτη κατά την απονομή του βραβείου. Το Κουτί, από τη συλλογή «Το ξημέρωμα είναι σφαγή κύριε Κρακ», εκδόσεις Εκάτη. Η φωτογραφία από εδώΤο “αποκόμμα” από το Βήμα.

Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Η δολοφονία Λαμπράκη- πενήντα χρόνια




Είκοσι τρεις μέρες αργότερα* ο βουλευτής Γρηγόρης Λαμπράκης δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Οι δολοφόνοι, συλληφθέντες, αναγνωρίστηκαν σαν μέλη παρακρατικών βασιλικών οργανώσεων της άκρας δεξιάς. 

Εκείνη τη μέρα γράφτηκε μια από τις μελανότερες σελίδες της νεώτερης ελληνικής πολιτικής ιστορίας. Το χρονικό της υποθέσεως έχει ως εξής: 


Στις 22 Μαΐου ο Λαμπράκης εξεφώνησε λόγο στη Θεσσαλονίκη σε συγκέντρωση οπαδών της οργανώσεως “Φίλοι της ειρήνης”/ Έξω στο δρόμο είχε οργανωθεί “αντισυγκέντρωση” παρακρατικών οργάνων της άκρας δεξιάς, οι οποίοι αποδοκίμαζαν έντονα το δημοκρατικό βουλευτή. Την ώρα που έμπαινε στην αίθουσα ο Λαμπράκης ένας από αυτούς τον χτύπησε με ρόπαλο στο κεφάλι. Ο Λαμπράκης ζαλίστηκε, αλλά με τρομερή αυτοκυριαρχία κράτησε και την ψυχραιμία του και τις αισθήσεις του. Όταν τελείωσε η ομιλία ο Λαμπράκης απεχώρησε και έντονα επιδοκιμαζόμενος και αποδοκιμαζόμενος επεχείρησε να διασχίσει κάθετα το δρόμο για να περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο και να κατευθυνθεί στο ξενοδοχείο που διέμενε. Ενώ βρισκόταν στη μέση του δρόμου ένα τρίκυκλο όχημα, απ` αυτά που χρησιμοποιούνται για μεταφορές, όρμησε από μια πάροδο με μεγάλη ταχύτητα κατ` ευθείαν απάνω στο βαδίζοντα βουλευτή. Ο Λαμπράκης ανετράπη θανάσιμα πληγωμένος. Αλλ` αυτό δεν φάνηκε αρκετό στους δύο δολοφόνους που επέβαιναν του τρικύκλου. Τότε ένας απ` αυτούς, ο Εμμανουήλ Εμμανουηλίδης, με λοστό κατάφερε ένα δυνατό χτύπημα στο σπασμένο κεφάλι του θύματος. 


Ισχυρή δύναμη χωροφυλακής, παρεβρίσκετο εκεί για την τήρηση -υποτίθεται- της τάξεως. Επί κεφαλής ο ίδιος ο γενικός επιθεωρητής χωροφυλακής Β. Ελλάδας υποστράτηγος Κωνσταντίνος Μήτσου, ο διευθυντής της αστυνομίας Θεσσαλονίκης συνταγματάρχης Ευθύμιος Καμουτσής και άλλοι αξιωματικοί. Κανείς δεν κινήθηκε για να πιάσει τους δολοφόνους. Απολάμβαναν το συναρπαστικό θέαμα, που είχε και συνέχεια... 

Tο τρίκυκλο του θανάτου, αφού εξετέλσε την αποστολή του, ανενόχλητο από την παρουσία της αστυνομίας, προσπαθούσε να διαφύγει από κάποιο δρομάκι. Τότε ένας από το πλήθος, ο Εμμανουήλ Χατζηαποστόλου, με πραγματικό κίνδυνο της ζωής του τινάχτηκε από την ανθρωπομάζα και όρμησε προς το τρίκυκλο, που είχε αρχίσει ν` αναπτύσσει ταχύτητα. Σαν αίλουρος πήδησε στο πίσω μέρος αυτού. Οι δύο δολοφόνοι(1) προτού προφτάσουν ν` αντιδράσουν είχαν ακινητοποιηθεί. Το όχημα σταμάτησε. Το πλήθος εκραύγαζε. Τότε η αστυνομία, μην μπορώντας πλέον να παίζει το ρόλο του θεατή, δέχτηκε να συλλάβει τους ήδη πιασμένους δολοφόνους. 

Το μισοπεθαμένο κορμί του Λαμπράκη σπάραζε ακόμα στην ματωμένη άσφαλτο. Η καρδιά του χτυπούσε. Κάποιος άλλος τηλεφώνησε για ασθενοφόρο. Σε εκείνες τις αγωνιώδεις στιγμές, με αρκετή καθυστέρηση, βρέθηκε ένα ιδιωτικό αυτοκίνητο. Στο στενό του χώρο τοποθέτησαν τον Λαμπράκη. Μπόρεσε να φτάσει ως το νοσοκομείο. 

Λίγη ώρα πριν άλλη τραγωδία είχε εκτυλιχθεί στην ίδια πόλη και από την ίδια κατεύθυνση και καθοδήγηση:Ο επίσης βουλευτής της αριστεράς Γεώργιος Τσαρουχάς υπέστη επίθεση από δεύτερη ομάδα φονιάδων και τραυματίστηκε με λοστό στο κεφάλι. Ένα ασθενοφόρο τον παρέλαβε. Αλλά στο δρόμο προς το νοσοκομείο τρίτη ομάδα εφεδρικών δολοφόνων υποχρέωσε τον οδηγό του ασθενοφόρου να σταματήσει. Μη όντας σίγουροι ότι το θύμα είχε πεθάνει ήθελαν να τον αποτελειώσουν. Οι συνοδοί του Τσαρουχά αμύνθηκαν θαρραλέα. Αλλά ένας από τους κακοποιούς κατάφερε να ξαναχτυπήσει με λοστό το αιμόφυρτο κεφάλι του Τσαρουχά. Στο μεταξύ όμως είχαν προστρέξει διαβάτες που απώθησαν τους φονιάδες. Το ασθενοφόρο κατόρθωσε τότε να διαφύγει και να μπει στον περίβολο του νοσοκομείου. 

Σε τέσσερις μέρες ο Λαμπράκης άφησε της τελευταία του πνοή. Ο Τσαρουχάς επέζησε.(2) 



1.Τα ονόματα των δύο δολοφόνων είναι: Σπύρος Γκοτζαμάνης και Εμμανουήλ Εμμανουηλίδης. Το πρωί της δολοφονίας ο Γκοτζαμάνης, μεθυσμένος και με πολλά λεφτά στην τσέπη του, είχε πει, κομπάζοντας στον Γέωργιο Σωτηρχόπουλο: “Απόψε θα κάνω τη μεγαλύτερη τρέλα της ζωής μου. Θα σκοτώσω άνθρωπο...” 

2.Τέσσερα χρόνια αργότερα εγκαθιδρύθηκε στην Ελλάδα η δικτατορία της στρατιωτικής Χούντας. Ο υπόκοσμος των δολοφόνων του Λαμπράκη είχε γίνει κυβέρνηση. Και δεν ξέχασε τον Τσαρουχά. Μια νύχτα τον δολοφόνησε κάτω από συνθήκες πιο άγριες και από τη δολοφονία του Λαμπράκη. 

*Αναφέρεται στο αιφνιδιαστικό ταξίδι του Λαμπράκη στο Λονδίνο, όπου βρισκόταν η Φρειδερίκη πολιορκημένη στο ξενοδοχείο Κλάριτζες από διαδηλωτές που υποστήριζαν την αποφυλάκιση Αμπατιέλου. Ο Λαμπράκης ζήτησε συνάντηση με τη βασίλισσα, εκείνη αρνήθηκε και τότε σύμφωνα με το βρετανικό τύπο ο Λαμπράκης δήλωσε: “Στην Ελλάδα δεν κυβερνά η κυβέρνηση, ούτε ο βασιλεύς αλλά η βασίλισσα Φρειδερίκη”.Η Φρειδερίκη λέγεται ότι ενοχλήθηκε τρομερά από την παρέμβαση Λαμπράκη και είπε, “Δεν θα με απαλλάξει κανείς από αυτόν”, όπως έγραψε ο γραμματέας των ανακτόρων Γεράσιμος Τσιγάντες. 







Από το βιβλίο του Γιάννη Κάτρη «1960 - 1970 Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα», εκδόσεις Παπαζήση 1974. 


Η φωτογραφία της κηδείας του Γ. Λαμπράκη που έγινε στις 28/5/1963 από εδώ

Η φωτογραφία του Λαμπράκη με τον Jesse Owens στο Βερολίνο το 1936 από εδώ

Τρίτη 21 Μαΐου 2013

Στα Χανιά ΙΙ.

 συνέχεια του πρώτου μέρους 

Θα ανηφορίζουμε για το Καστέλι κι εσύ θα κοιτάς ψηλά, τα φουρούσια στα μπαλκόνια να αντιγράφουν ανερυθρίαστα την ανοιξιάτικη φύση που εκρήγνυται και εγώ θα σκάω που δεν έχω μαζί μου την Οδύσσεια να την ανοίξω στη Ραψωδία Τ να πάω στον στίχο 172 και καθώς θα βλέπουμε τα ίχνη των αρχοντόσπιτων του πρωτομινωικού οικισμού στη στεγασμένη πλέον ανασκαφή να σου διαβάζω: 



"Μιά χώρα, ἡ Κρήτη, μέσα βρίσκεται στο πέλαο το κρασάτο,
περίσσια πλούσια, θαλασσόζωστη, πανώρια· πολιτεῖες
ἒχει ἐνενήντα· μύριοι, ἀρίφνητοι ζοῦν πάνω ἀνθρῶποι, κι εἶναι
πολλές οἱ γλῶσσες τους, ἀνακατες. Θρέφει Ἀχαιούς ἡ Κρήτη,
και βέρους Κρητικούς ἀντρόκαρδους, και Δωριεῖς, που ζοῦνε
σε τρεῖς φυλές, κι ακόμα Κύδωνες και Πελασγούς ἀρχόντους."*




Στην οδό του άγνωστου ήρωα Γεωργίου Καντανολέου, πρωτεργάτη μιας άγνωστης εξέγερσης στα 1527, δίπλα στην κατάληψη Rosa Nera, θα σταθούμε στις κόκκινες τριανταφυλλιές στους ασβεστωμένους τενεκέδες. Ό,τι απέμεινε από το σπίτι, η μια όψη. Ούτε σκεπή, ούτε τοίχοι. Πρώτα ξεμύτισε κισσός κι ανέβηκε στη μεσοτοιχία, μετά φύτρωσε μια λεμονιά. Έκανε την πρώτη κίνηση της κατάληψης η φύση κι ύστερα, έβαλαν χέρι οι γείτονες, έβαλαν μεράκι και όλο το πρώην εσωτερικό έγινε κήπος. 




Είδες τί ωραία που γειτονεύουν τα ερείπια! Από τα πρωτομινωικά, στα πρόσφατα κι από κει στα ενετικά και σε ότι απέμεινε από τη μονή Santa Maria dei Miracoli που φιλοξενούσε Δομινικανές μοναχές. “Αν γινόταν το θαύμα και μπορούσαμε να περάσουμε από εδώ τέσσερις αιώνες νωρίτερα, τώρα θα τις ακούγαμε να ψάλλουν” θα σου πω, γιατί θα θυμηθώ έναν εσπερινό πριν από χρόνια στα Φυρά της Σαντορίνης με αγγελικές φωνές στο εκεί μοναστήρι. 

Να που φτάσαμε και στην κορυφή του λόφου. Δεν ήταν δύσκολη η ανηφόρα και είδες που πάντα σε αποζημιώνει με την ανεμπόδιστη θέα που σου προσφέρει; Από δω ψηλά θα δούμε την παλιά πόλη να απλώνεται τόσο που ούτε ο ευρυγώνιος δε θα τη χωράει ολόκληρη. Θα λογαριάσουμε τις διαδρομές που ήδη κάναμε, θα αποφασίσουμε για τη συνέχεια.



Τον παραλιακό δρόμο θα τον αφήσουμε για το βράδυ. Όταν θα έχουν κλείσει οι ταβέρνες στη σειρά και θα είναι έρημος. Θα καθίσουμε στα παγκάκια και θα ακούμε τις μουσικές όπως θα τις φέρνει ο αέρας. Τώρα με το zoom αντί για κιάλια, θα περάσουμε αργά, πάνω από όλες τις όψεις – ένα πολύχρωμο μέτωπο αντίκρυ στο γαλάζιο. Από παράθυρο σε παράθυρο και από μπαλκόνι σε μπαλκόνι, σαν την κοκέτα και εμείς.



Αμαξάδα μην ορέγεσαι. Δε θα έχει. Δεν είμαστε τουρίστες εμείς. Ταξιδευτές είμαστε. Σαν κι αυτούς που ζηλεύουμε, των περασμένων αιώνων. Αυτούς που ξεκινούσαν από τις χώρες τους για την Ανατολή και γύριζαν, γύριζαν για χρόνια στους τόπους μας στη Μεσόγειο. Κι έγραφαν για όλα τα θαυμαστά που συναντούσαν, έκαναν σκίτσα, χάρτες. Κι επέστρεφαν, πλούσιοι σαν τον Οδυσσέα που «πολλῶν δ’ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω..”

Ο κόλπος των Χανίων, ανοιχτή αγκαλιά στο βοριά είχε ανάγκη από κυματοθραύστη κι έτσι πρώτα οι Ενετοί και μετά οι Τούρκοι κατακτητές φροντίζουν να γίνει ασφαλές και λειτουργικό αυτό το λιμάνι, σημαντικός κόμβος στη Μεσόγειο. Ο Felix - Victor Raulin(1819-1905) σημειώνει: “Η πόλις των Χανίων έχει λιμένα τεχνητόν, τον μεγαλείτερον των τεχνιτών λιμένων των τριών μεγάλων Κρητικών πόλεων .Ο λιμήν είναι κλειστός από το μέρος του πελάγους δι’ ενός συγκροτήματος εκ βράχων οίτινες υπερέχουν ολίγων της θαλάσσης και επ’αυτών δια μολώσεως εκτείνειται εις κυματοθραύστης μήκους 377 μέτρων με ένα εν τω μέσω προμαχώνα και με ένα εις το άκρον Πύργον όστις χρησιμεύει ο φάρος. Ο λιμήν ούτος δεν δύναται να δεχθεί περισσότερα των 40 πλοίων των 300 τόνων




Τ` απόγευμα, θα περπατήσουμε αργά, κουβαλώντας την κούραση της μέρας, αυτά τα 377 μέτρα του λιμενοβραχίονα. Μαζί με τους άλλους περιπατητές. Τουρίστες και ντόπιους. Με το βλέμμα μας στραμμένο σταθερά στην πόλη. Πρώτα στα Ενετικά Νεώρια, όπου έβγαζαν το χειμώνα τα πλοία για τις απαραίτητες επισκευές, δίπλα στο μεγάλο Αρσενάλι που στεγάζει το Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μεσογείου.


Ύστερα, στο σκαρί με το κίτρινο φουγάρο, την “Ελπίδα” που είναι αραγμένη στο μώλο απέναντι από τον κυματοθραύστη, γέρικη και παραμελημένη και θα σκεφτούμε συγχρόνως τα ίδια: Πότε θα βάλουμε την Ελπίδα στον ταρσανά; Πότε θα είναι έτοιμη σαλπάρει πάλι; Πότε επιτέλους θα βρεθεί στα ανοιχτά όπως της πρέπει;  
Μετά, το βλέμμα θα πέσει μας στις τρυφερές καμπύλες των τρούλων του Γιαλί Τζαμισί. Χωρίς μιναρέ το τζαμί του γιαλού, δίπλα στο κύμα, εκεί ακριβώς που βρισκόταν πριν ένας μικρός μονόχωρος χριστιανικός ναός. Αλλεπάλληλα τα στρώματα της ιστορίας και πάνω τους, πάντα τ` αλάτι της θάλασσας να ασπρίζει στους τρούλους. 


Πλησιάζοντας στο τέλος του λιμενοβραχίονα και στον φάρο, θα δούμε  το  πλήρες ανάπτυγμα της πόλης· από το Γιαλί Τζαμισί μέχρι το Φρούριο Φιρκά. Εκείνη τη στιγμή, την ώρα που γλυκαίνουν οι όγκοι, καθώς το τελευταίο φως της μέρας συνυπάρχει με τα πρώτα φώτα των μαγαζιών της παραλίας, θα ενδώσουμε αμαχητί στην γοητεία της. Εκείνη τη στιγμή θα ξέρουμε με σιγουριά, πως είναι έρωτας κι αυτή η επίσκεψη δεν είναι παρά η πρώτη μιας σειράς μελλοντικών. 

Θα τους προσπεράσουμε βιαστικά, μα θα προλάβω με ένα βιαστικό, κάπως ένοχο κλικ να κρατήσω το αχόρταγο φιλί τους. Τόσο ίδιο με αυτό του Βυτίου – έστω και χωρίς μαύρα τιραντάκια- που θα μπορώ να πω με σιγουριά ότι ο έρωτας ξεχύθηκε πλησίστιος και κατέλαβε εισόδους πολυκατοικιών, δρόμους, πλατείες και φούνταρε άγκυρα στο λιμάνι. Δίπλα στο φάρο και κόντρα στον Πουνέντε. “...στην εσοχή της εισόδου μιας πολυκατοικίας βλέπω δύο παιδιά που ήταν καθισμένα εκεί αγκαλιά. Το κορίτσι ήταν ανεβασμένο πάνω στο αγόρι και τον φιλούσε. Η μισή πλάτη της ήταν έξω, τα περίφημα μαύρα τιραντάκια. Ούτε που κατάλαβαν πως κάποιος περνούσε από κει...”

Θα αφήσουμε τους ερωτευμένους στην ησυχία τους -το ζευγάρι στο παγκάκι και το άλλο ψηλά στη σκάλα, στην ίδια ακριβώς σταση να ανταλλάσσει τα ίδια αχόρταγα φιλιά- και θα καβαντζάρουμε τη βάση του παλιού φάρου, του πιο παλιού στη Μεσόγειο κι ενός από τους παλιότερους στον κόσμο. Θα αράξουμε εκεί καθισμένοι στα βράχια με την πλάτη στον πελεκημένο λευκό ψαμμίτη. Μέχρι τη στιγμή που θα ανάψει ο φάρος και γι αυτή τη νύχτα. Σταθερός Ερυθρός. Ορατός σε απόσταση 7 μιλίων. Τότε θα πάρουμε  το δρόμο της επιστροφής. Βιαστικά γιατί μας περιμένουν, φίλοι, ρακές και μουσικές. Με συχνές όμως στάσεις για μια ματιά πίσω. 



Ύστερα από ώρες, βήματα κατάκοπα, μουλιασμένα στη ρακή θα μας φέρουν και πάλι στο λιμάνι. Θα καθίσουμε σε ένα από τα παγκάκια απέναντι από το φάρο. Ο αέρας θα έχει πέσει. Θα πέφτουν κι αστέρια πάνω σε μαύρα νερά λουστρίνια. Και πάνω στα κεφάλια μας. Γεμάτοι από τη μέρα. Πλήρεις γιατί βρεθήκαμε γύρω από ένα τραπέζι με την πιο ετερόκλητη παρέα που μπορείς να φανταστείς. Ευλογημένοι κοινωνοί μιας εκρηκτικής σύνθεσης. Θα καθίσουμε μέχρι το τσιγάρο να μας κάψει τα δάχτυλα και θα μουρμουρίζουμε εκεί, στο τέλος ή στην αρχή του Κρητικού Πελάγους, το τραγούδι της βραδιάς.


Το ποστ με τίτλο “Στα Χανιά” 
που λόγω μεγέθους δημοσιεύτηκε σε δυο μέρη 
αφιερώνεται στον silent crossing



*η μετάφραση Κακριδή Καζαντζάκη.