Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

Ανατροπή


Δεν την ήξερα. Για δουλειά βρεθήκαμε. Έξω, σε καφέ. “Τσαούσα” σκέφτηκα με το που την είδα. Ψηλή, γεροδεμένη, ξανθιά. Αν και δε χρειαζόταν, μού είπε ότι ήταν 68 χρόνων. Μετά για το μικρό της γιό και τα εγγόνια· για τη νύφη κουβέντα. Ροδάνι η γλώσσα της, ώσπου ξαφνικά φρέναρε. Βούρκωσε κι έπειτα είπε: “Ο άλλος, ο μεγάλος μου, είναι στον ουρανό”. Την έπιασαν τα κλάματα κι ας έλεγε μέσα σε αναφιλητά “...πάνε χρόνια τώρα”. Δεν ήξερα τί να κάνω, τί να πω. Φαινόταν γυναίκα που δε θέλει παρηγοριά, ούτε με λόγια, ούτε με άγγιγμα. Δυνατή. Έσπρωξα αργά το ποτήρι με το νερό προς το μέρος της και περίμενα σιωπηλά να σβήσει το κύμα της μνήμης και του συνακόλουθου του πόνου· όπως ήρθε. Μετά από λίγο συνήλθε. 

Σκούπισε τα μάτια και άρχισε να μιλάει για τα εγγόνια· η συνέχεια της γενιάς της, μοναδική σανίδα σωτηρίας. Από εκεί, πώς πέρασε στα γενικά, ούτε που το κατάλαβα. Τότε ήταν που άρχισε ένα μονόλογο με ανησυχία στην αρχή που όσο προχωρούσε, γινόταν οργή ανατροφοδοτούμενη από τα λεγόμενά της. Εκεί που είχα αρχίσει να τη συμπαθώ έχοντας ακούσει λίγο πριν το δράμα της, έχοντάς την δει να τσακίζει, παρέλυσα με το παραλήρημα που ακολούθησε. “...Τί δουλειά έχουν εδώ; Θα μας εξισλαμίσουν. Μας κλέβουν, μας βιάζουν. Ας έμεναν να πολεμήσουν. Κι οι αρρώστιες που κουβαλάνε; Θα κολλήσουν τα παιδιά μας στα σχολεία. Δε χωράμε. Εδώ δεν έχουμε εμείς να φάμε αυτούς θα ταΐζουμε; Δε θέλω ξένους στη χώρα μου. Απολίτιστοι, εγκληματίες...”


Αρχικά είχα σκοπό να πληρώσω για τους καφέδες μας. Όμως έβγαλα, μέτρησα κι άφησα στο τραπέζι το ακριβές αντίτιμο μόνο του δικού μου. Επιδεικτικά. Ύστερα σηκώθηκα απότομα. Με κοίταξε ξαφνιασμένη. Γύρισα κι έφυγα χωρίς να πω ούτε μια κουβέντα. Καθώς απομακρυνόμουν κάτι την άκουσα να μουρμουράει για τη δουλειά που δεν προλάβαμε να συζητήσουμε. “Ευτυχώς” σκέφτηκα κι έφτυσα στο πεζοδρόμιο. 

Illustration by Matt Mahurin