Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Summer`s tales 11. Επίλογος

 Στέκομαι σήμερα στο μώλο και προσπαθώ μάταια να υπολογίσω πόσα χρόνια πέρασαν από εκείνη τη μέρα ενός Αυγούστου που φαντάζει πια αρχαίος. Τότε που νόμιζα ότι είχαν έρθει να με συλλάβουν ο Μανούσος, η Σαπφώ κι ο Νομάρχης, επειδή κολυμπούσα γυμνός. Σεπτέμβρης στο τέλος του κι η θάλασσα, λίμνη ακύμαντη να απλώνεται από δω ως το αντικρινό νησί κι ακόμα πιο πέρα. Ιλαρή γαλήνη, που σου επιτρέπει να ακούς και τον παραμικρό ήχο: τα τρελόπουλα που φτερουγίζουν τιτιβίζοντας πίσω στην πλαγιά και τους γλάρους που πετούν και κρώζουν από τη μεριά της θάλασσας.

 Ζέστη και σήμερα όπως τότε. Το καλοκαίρι παίζει στην παράταση και για την ώρα κερδίζει κατά κράτος το φθινόπωρο. Κι εγώ είμαι πάλι (και ακόμα) εδώ: στο μώλο, χωρίς βιβλίο, μιας και το μόνο που θα ήθελα να ξαναδιάβαζα αυτές τις μέρες, δεν το έχω φέρει μαζί μου. Με ένα σημειωμάταριο όπου γράφω μέρες τώρα σκόρπιες φράσεις για τον επίλογο αυτής της ιστορίας που δεν ξέρει πώς να τελειώσει, μιας και τα καλοκαίρια που πέρασαν, μπερδεύονται γλυκά μεταξύ τους. Τα γεγονότα, οι μικρές ιστορίες, όλα, ένα κουβάρι μπλεγμένο. Μόνο ο τόπος ο ίδιος. Ή σχεδόν ίδιος.

 Ο μώλος δεν έγινε μαρίνα. Στέκει πάνω στα βράχια, φαγωμένος από κύμα και καιρό. Ακριβώς από κάτω, το θαλάμι του Βρασίδα με τα χρόνια έχει γίνει σωστή σπηλιά και έχει πια αλλάξει ενοίκους. Πίσω στην πλαγιά με τις βροχές που έφεραν οι τελευταίοι χειμώνες, έχουν φουντώσει μερικά πευκάκια. Τα βλέπω γερμένα προς το Νότο -φυτικές πυξίδες του τόπου, μα μόνο για εξασκημένα βλέμματα. Καμία τεράστια ξενοδοχειακή μονάδα δεν αλλοιώσε το τοπίο. Μόνο το χωριό γέμισε δωμάτια που γεμίζουν κάθε καλοκαίρι κάνοντας το Νησί να βουλιάζει και τους κατοίκους να τρέχουν πανικόβλητοι και να μην προλαβαίνουν.

 Η παραλία, η ωραιότερη του Νησιού, δε διαθέτει ούτε μπαράκι με μοχίτο και χιτάκια, ούτε ομοιόμορφες ομπρέλες και ξαπλώστρες σε στρατιωτική στοίχιση. Από το μώλο βλέπω τους λιγοστούς όψιμους παραθεριστές να απολαμβάνουν ξαπλωμένοι στην άμμο αυτές τις μέρες σαν ανέλπιστο δώρο, πριν επιστρέψουν, οι ξένοι στις χώρες τους κι οι Έλληνες στα ζόρικα που προσωρινά άφησαν πίσω τους.

 Όλοι σχεδόν είναι γυμνοί. Η Σαπφώ δεν τα κατάφερε τελικά, ούτε να μας διώξει, ούτε να μας ντύσει. Στο τέλος εκείνου του καλοκαιριού, όπως μάθαμε, έγινε ευρεία σύσκεψη στο χωριό. Όσοι είχαν ταβέρνες και δωμάτια ανέκοψαν την ορμή του κοινοτάρχη, έχοντας πάρει σαφή μηνύματα από τους πελάτες τους. Τη χαριστική βολή ωστόσο έδωσε ο παπά Στάθης όταν μπροστά σε όλους, είπε έξαλλος στη Σαπφώ: “Δεν μπορείς να διαφημίζεις το Νησί σαν παράδεισο και τη ίδια στιγμή να προσπαθείς να εκδιώξεις τους πρωτόπλαστους από εδώ.”

 Η Σαπφώ στις επόμενες εκλογές δεν εκλέχτηκε κι επέστρεψε πικραμένος στο ψάρεμα. Τελευταία όποτε τον συναντώ, από μακριά σηκώνει το αριστερό του χέρι και με χαιρετάει. Μια- δυο φορές μάλιστα που βρεθήκαμε στο καφενείο του χωριού επέμενε να με κεράσει. Έχει γκριζάρει για τα καλά και όσο πάει μοιάζει περισσότερο με το μακαρίτη τον Ομάρ Σαρίφ. Δεν του κρατάμε κακία για τα παλιά, ούτε τον λέμε πια Σαπφώ. Ο χρόνος έσβησε τις εντάσεις. Αλλά ακόμα και τότε, κοινωνοί της ομορφιάς αυτού του τόπου, η ψυχή μας ούτε για μια στιγμή δεν έστρεξε να σκεφτεί κακό για αυτόν. Έτσι -άλλος λίγο, άλλος πολύ- όλοι στεναχωρηθήκαμε όταν μάθαμε ότι έχασε το δεξί του χέρι. Αυτό το χέρι που μας κουνούσε τότε απειλητικά φωνάζοντας: “Σόδομα και Γόμορα!”, στριφογύρισε αποκομμένο στον αέρα μέσα στη λάμψη ενός δυναμίτη που έσκασε πριν την ώρα του και ύστερα χάθηκε στη θάλασσα. Κι ο Ομάρ, το θηρίο, ίδιος ο προ πάππους του ο πειρατής, αιμορραγώντας ποτάμια κατάφερε σφίγγοντας τα δόντια να οδηγήσει το καΐκι με το ζερβό από τα ανοιχτά μέχρι το λιμάνι.

 Ο Μανούσος έμεινε μερικά χρόνια ακόμα κι ύστερα πήρε μετάθεση για τη Λεβεντογέννα. Το Νησί όμως δεν το ξεχνάει. Σχεδόν κάθε χρόνο, θα περάσει λίγες μέρες εδώ με την οικογένειά του. Η κυρά του μια όμορφη κρητικιά, έξω καρδιά, τσαούσα, έδεσε μια χαρά με τον μαζεμένο Μανούσο. Τα κοπέλια του όμως καθόλου δεν του μοιάζουν. “Ρε συ, δεν είναι δικά σου παιδιά αυτά!” του λέω κάθε φορά που τα βλέπουμε να ξανοίγονται δελφινάκια σωστά στη θάλασσα ενώ αυτός τα κοιτάζει με την αγωνία του γονιού και με το φόβο του ανθρώπου που συνεχίζει πηγαίνει μόνο μέχρι εκεί που πατώνει. “Κουζουλέ Ρασκόλνικοβ...” απαντάει σταθερά εκείνος όταν τον πειράζω από τότε που του χάρισα και διάβασε μονορούφι το “Έγκλημα και Τιμωρία” στη μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου.

 Τις προάλλες, στις 17 του μήνα γιόρταζε η Σοφία. Αγόρασα από το φούρνο κουλουράκια βανίλιας που της αρέσουν κι πήρα το μονοπάτι για το κονάκι τους. Πριν μερικά χρόνια πήραν ένα μικρό κομμάτι γης έξω από το χωριό με ένα ρημάδι, ψηλά, στην πάνω του πλευρά. Παλιά στάνη πετρόκτιστη, ένα ερείπιο που αρνιόταν σθεναρά να καταρρεύσει. Το επισκεύασαν με μεράκι και το μετέτρεψαν σε μόνιμο σπιτικό “για τα γεράματά” τους. Τώρα πια δεν μού φαίνονται τόσο μεγάλοι όσο μού φαινόταν όταν τους πρωτογνώρισα. Κι ας έχουν ασπρίσει εντελώς κι οι δυο τους. Κι ας συνεχίζει, η Σοφία τουλάχιστον να με φωνάζει “Μικρέ!”.

 Ανηφορίζοντας το μονοπάτι που φτάνει στο κτήμα τους, καθώς πλησιάζω, χωρίς να το καταλάβω πάντα αρχίζω να σφυρίζω. Μάλλον το κάνω γιατί φοβάμαι ότι μπορεί και πάλι να βρεθώ σε δύσκολη θέση. Κατά βάθος είμαι βέβαιος: αυτοί οι δύο εφευρίσκοντας τρόπους κι ανακαλύπτοντας δρόμους, συνεχίζουν να σμίγουν ακάθεκτοι. Και το λέω έχοντας αδιάσιστα στοιχεία: δεν ήταν λίγες οι φορές που έφτασα και στο βλέμμα τους διέκρινα ξεκάθαρα εκείνη την παλιά μπουνάτσα που είχα προσέξει τη στιγμή που με βοηθούσαν να ανέβω τη σκάλα στο μικρό ταχύπλοο.

 Μα κι αυτό να μην πρόσεχα, πρέπει να είσαι τυφλός για να μη δεις ότι σχεδόν δεν απομακρύνονται ο ένας από τον άλλον. Σαν να πονάνε τα κορμιά τους όχι από τα χρόνια που τους βαραίνουν πια, αλλά από την απόσταση που μπορεί να τους χωρίσει, έστω και για μια στιγμή. Μπαίνει ο Γιάννης στο σπίτι να φέρει κι άλλα μεζεδάκια κι τον ακολουθεί αμέσως η Σοφία με κάποια αστεία δικαιολογία. Και κάποια στιγμή, αργά το βράδυ, όταν πια σταματάμε να μιλάμε και κοιτάζουμε πλήρεις το θαύμα άλλης μιας νύχτας χωρίς φεγγάρι που απλώνεται μπροστά μας, μ` αφήνουν μόνο στο τραπέζι και αράζουν δίπλα στην στενή πεζούλα. Κι ύστερα από λίγο θα δεις τη Σοφία να γέρνει στον ώμο του και το Γιάννη να ακουμπάει το ένα χέρι του στον μηρό της και με το άλλο να την αγκαλιάζει, τάχα γιατί έβαλε ψύχρα.


 Δυο σιαμαία γεροντάκια, μα πάντα με εφηβική διάθεση. Έτοιμοι να σου προσφέρουν και πάλι όχι μόνο εκείνο τον αρωματικό καφέ μα κι όλα τα καλά από το μικρό περιβόλι τους. Και το πιο σημαντικό: ατέλειωτες ιστορίες, παλιές μα και καινούριες, του φετινού καλοκαιριού που τελείωσε κι εμείς επιμένουμε εδώ να κρατάμε τα ξέφτια του. Τόσες πολλές, που με κάνουν να πιστεύω ότι επίλογος σε αυτήν εδώ την ιστορία με τίτλο summer`s tales είναι σχεδόν αδύνατον να γραφτεί. 



Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

Η σύλληψη στα διεθνή ΜΜΕ

Greece: Golden Dawn party leader and lawmaker arrested, police say

Athens (CNN) -- The leader of Greece's extreme right wing Golden Dawn party and a party lawmaker have been arrested on charges of forming a criminal gang, Athens police said Saturday.
The arrests of the leader, Nikos Michaloliakos, and lawmaker, Elias Kassidiaris, are part of a crackdown following a controversial stabbing death. CNN

Not since the end of Greece's military dictatorship in 1974 have MPs been arrested. It is an extraordinary clampdown by a government long accused of taking a soft touch towards Golden Dawn.
Some 154 racist attacks were recorded here last year and 104 so far this year - most attributed to Golden Dawn members. Two immigrants have been killed, again blamed on the party. But only now, after the killing of the hip hop artist Pavlos Fyssas, have authorities moved in hard and fast. Mark Lowen, BBC

Greece Cracks Down on Far-Right Party With Arrests of Lawmakers

The counterterrorism police conducted an unprecedented crackdown on Greece’s neo-facist Golden Dawn party early Saturday morning, arresting four members of Parliament, including the head of the organization, and ten party officials. A search was under way for the arrest of two more lawmakers and more than twenty party members. New York Times

La policía griega detiene al líder y al portavoz del partido ultra Aurora Dorada

La policía griega ha detenido al líder de Aurora Dorada, Nikos Mijaloliakos, al portavoz parlamentario de la formación ultraderechista, Ilias Kasidiaris, y a otros altos cargos en conexión con el asesinato hace 10 días del rapero y activista Pavlos Fyssas, que desató disturbios en el país. La investigación del caso ha causado indignación ciudadana al revelar la profundidad de las relaciones entre la organización neonazi y la policía. EL PAÍS

"Goldene Morgenröte": Griechische Polizei nimmt rechtsextreme Abgeordnete fest

Griechenland hatte nach dem faschistisch motivierten Mord an einem Musiker ein hartes Durchgreifen versprochen und Gewalttaten der rechtsextremen Partei "Goldene Morgenröte" (Chrysi Avgi) von Anti-Terror-Diensten untersuchen lassen. Am Samstagmorgen folgten dem Versprechen erste Konsequenzen: Mehrere führende Mitglieder und Abgeordnete der rechtsradikalen Partei "Goldene Morgenröte" wurden festgenommen. Dies teilte die griechische Polizei mit.  SPIEGEL

Nikos Michaloliakos, il leader del partito di estrema destra greco Chrysi Avgi’ (Alba Dorata), è stato arrestato. Insieme con il segretario generale di Alba Dorata, come ha reso noto un comunicato diffuso dalla polizia di Atene, è stato tratto in arresto anche un deputato dello stesso gruppo politico del quale non è stata ancora precisata l’identità. La Stampa

Grecia, in manette il leader del partito neonazi "Alba Dorata"

Il leader partito neo-nazi greco Alba Dorata, Nikos Michaloliakos, è stato arrestato insieme ad un altro parlamentare. Lo ha comunicato la polizia dopo la scoperta di prove che collegherebbero i membri di Alba Dorata con l'assassinio del rapper anti-fascista Pavlos Fyssas il 18 settembre. L`Unità

Greek police arrest leader, deputies of far-right Golden Dawn party

Greek police arrested the leader, two lawmakers and party members from the far-right Golden Dawn party on Saturday, and charged one member with being an accomplice to the killing of an anti-fascist rapper, a police official said.
Police said party leader Nikolaos Mihaloliakos, spokesman Ilias Kasidiaris, two other lawmakers and 10 members had been arrested on charges of founding a criminal organization. They are due to appear in court this weekend to be formally charged. Reuters

Greek police arrest Golden Dawn leader Nikolaos Michaloliakos

Greek police have arrested the leader and other senior members of the far-right Golden Dawn party on charges of founding a criminal organisation.
Police announced the arrests of 16 Golden Dawn members, including party head Nikolaos Michaloliakos, spokesman Ilias Kassidiaris and two other politicians. Guardian 

Greek police arrest far-right party leader

Golden Dawn's Nikos Mihaloliakos among 16 party members, including four MPs, arrested by authorities on Saturday.

Greek police have arrested the leader of the Greek far-right Golden Dawn party on charges of forming "a criminal organisation", as well as 15 other members of his party, police say.
Nikos Mihaloliakos, the party's secretary-general, was arrested along with Ilias Kassidiaris, the party's spokesperson, two other members of parliament and other party members, police said on Saturday.
They are due to appear in court this weekend to be formally charged. ALJAZEERA

Grèce : le dirigeant du parti néonazi Aube dorée a été arrêté

La police antiterroriste grecque a arrêté, samedi 28 septembre, le dirigeant du parti néonazi Aube dorée Nikos Michaloliakos, ainsi que son député et porte-parole, Ilias Kassidiairis, et deux autres membres du parti, soupçonné d'être "une organisation criminelle", selon une source policière. Des mandats d'arrêt contre au moins cinq autres députés de ce parti et des dizaines contre des membres de ce parti ont été lancés par la Cour suprême grecque. Le Monde


Ülkeyi felç ederiz

Yunanistan’da Yüksek Mahkeme savcılarının organize suç örgütü olarak ilan edilmesi amacıyla geniş çaplı soruşturma yürüttükleri aşırı sağcı Altın Şafak ülkeyi siyasi istikrarsızlığa sürüklemekle tehdit etti.

Altın Şafak lideri Nikos Mihaliolakos, parlamentodaki 18 milletvekilinin toplu istifa etmesi, 15 bölgede yeniden seçime gidilmesi ve aynı taktiğin her ay tekrarlanması şantajı yaptı. “Partimizi korumak için bunu yapabiliriz” diyen Mihaliolakos, Altın Şafak’ın iki hafta öncesine kadar yüzde 11 civarında olan gücünün yüzde 6-7’ye düştüğünde birleşen kamuoyu araştırmalarının düzmece olduğunu iddia etti. HÜRRİYET



Greek police say the leader of the extreme right Golden Dawn party, Nikos Mihaloliakos, has been arrested on charges of forming a criminal organization.

Warrants for the arrest of another five Golden Dawn parliament deputies have been issued. The police counterterrorism unit is looking for the deputies. More warrants are expected. 

The arrests come several days after the killing of a left-wing activist rapper by an alleged Golden  The Times of India 



Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Αχ Ελισσάκι


Όταν αποφάσισα να παντρευτώ την Ελισσώ, την ήξερα ήδη μια ζωή. Κι ενώ μού είναι αδύνατον να προσδιορίσω πότε άρχισα να την αγαπάω, θυμάμαι ξεκάθαρα τη στιγμή που αποφάσισα ότι έπρεπε και ήθελα να την παντρευτώ: ήταν στην ώρα της Ωδικής. Η δασκάλα είχε γράψει στον πίνακα το τραγούδι που θα μαθαίναμε εκείνη τη μέρα και μας είπε να το διαβάσουμε πρώτα “από μέσα μας”.

Γυρνάς τόσον καιρό
και ποτέ δεν κοιμάσαι
ρολογάκι θαρρώ
κουρασμένο πως θα `σαι.
Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ

Δεν ήταν εύκολο. Ήμασταν στην αρχή της πρώτης δημοτικού και η ανάγνωση ήταν δύσκολη υπόθεση. Είχα κολλήσει στο πρώτο γράμμα της πρώτης λέξης και μού ήταν αδύνατον να πάω παρακάτω. Αυτό το κεφαλαίο “Γ” φάνταζε άλυτος γρίφος. Έσπαγα το κεφάλι μου να θυμηθώ ποιο γράμμα ήταν, δεν τα κατάφερνα κι η ώρα περνούσε. Αναζήτησα με απελπισμένο βλέμμα την Ελισσώ. Καθόταν στην άλλη σειρά, τρία θρανία μπροστά από μένα. Γύρισε αμέσως και χωρίς να ξέρει τί με βασάνιζε, χωρίς ήχο είπε συλλαβιστά: “Γυρ-νάς”. Εκείνη τη στιγμή πήρα την μεγάλη απόφαση να την παντρευτώ.

Όπως κάθε μέρα από την αρχή της χρονιάς, έτσι κι εκείνη, φύγαμε μαζί από το σχολείο. Δε χρειάστηκε να της πω τίποτα. Το έβλεπα στα μάτια της ότι είχε καταλάβει, ότι δεχόταν κι έτσι δε χρειάστηκε να μού πει κι εκείνη τίποτα. Το αμοιβαίο, μας γέμιζε χαρά και σε όλη τη διαδρομή τραγουδούσαμε το καινούριο τραγούδι φωνάζοντας πιο δυνατά στο ρεφρέν: “Τικ τακ, τικ τακ, τικ τάκ”. Μας άκουσε η γιαγιά της, βγήκε από το σπίτι τους, μας χαιρέτησε και μού είπε: “Έλα μέσα τζιέρι μου να σου δώσω ένα κομμάτι πίτα, πού είναι ζεστή ζεστή.”

Τζιέρι” έλεγε μόνο την εγγονή της κι όταν εκείνη τη μέρα με φώναξε και μένα έτσι, κατάλαβα ότι κι η κυρά Ελισσώ, συμφωνούσε με το γάμο μας. Δεν ήξερα τί θα πει αυτή η λέξη, αλλά μ` άρεσε πολύ και υποψιάστηκα ότι ήταν τουρκική. Ήταν Μικρασιάτισσα η γιαγιά, είχε έρθει πολύ μικρή στα μέρη μας και πολλές φορές -όταν ήταν πολύ χαρούμενη ή πολύ νευριασμένη- της ξέφευγαν τούρκικες λέξεις. Σπάνια το δεύτερο, συνέχεια το πρώτο. Όπως κι μικρή Ελισσώ που ήταν πάντα γελαστή και χαρούμενη. Αυτές οι δύο έμοιαζαν πολύ. Αλλά αυτό που ήταν ολόιδιο πάνω τους ήταν τα μάτια: ολοστρόγγυλα και πράσινα, σχεδόν λαδιά με κάτι ωραίες φωτεινές κίτρινες πιτσιλιές μέσα τους που σε ζάλιζαν άμα τις κοιτούσες πολλή ώρα.


Με την πίτα στο χέρι ζεστή, πήρα το δρόμο για το σπίτι. Ήταν πολύ κοντά στο σχολείο αλλά έκανα ολόκληρο γύρο για να φτάσω, γιατί πάντα πήγαινα πρώτα την Ελισσώ στο δικό της. Τα απογεύματα ερχόταν εκείνη. Καμιά φορά διαβάζαμε, πιο συχνά ζωγραφίζαμε κι ύστερα, αν ήταν καλός ο καιρός και μέχρι να νυχτώσει, βγαίναμε και παίζαμε στην αυλή μας. Εκείνο το απόγευμα, έβαλα μπρος να χτίσω το σπίτι μας. Γιατί αφού θα παντρευόμασταν, έπρεπε να έχουμε δικό μας σπίτι να μείνουμε.

Από μια αποθήκη που είχαμε χτίσει εκείνη την εποχή στην αυλή μας, είχαν περισσέψει πολλά τούβλα. Διάλεξα το πιο ωραίο σημείο, κοντά στην κυδωνιά μας που ήταν φορτωμένη και μετέφερα σιγά σιγά τα τούβλα. Ετοίμασα λάσπη με χώμα και νερό κι όταν ήρθε η Ελισσώ, της είπα να καθίσει εκεί. Κάθισα και εγώ δίπλα της -κολλητά, ώμο με ώμο ήμασταν- και με ένα κλαδί σημάδεψα τα όρια του σπιτιού μας. Ίσα – ίσα να μας χωράει.

Είχα δει τους μαστόρους να χτίζουν την αποθήκη κι έτσι ήξερα καλά τη δουλειά. Έβαλα την πρώτη σειρά των τούβλων και σχηματίστηκε το περίγραμμα του σπιτιού. 'Υστερα,  με τα χέρια έβαλα πάνω τους λάσπη. Συνέχισα με τη δεύτερη, την τρίτη, την τέταρτη σειρά. Με μπόλικη λάσπη πάντα ανάμεσα στα τούβλα. Κάθε λίγο και λιγάκι περνούσα από το μέτωπο την ανάστροφη της παλάμης μου όπως είχα δει να κάνουν οι χτίστες. Η Ελισσώ με βοηθούσε, μού έδινε τα τούβλα στο χέρι και η δουλειά προχώρησε γρήγορα. Όταν υπολόγιζα ότι το σπίτι μας είχε το σωστό ύψος, της ζήτησα να μπει από το ένα και μοναδικό άνοιγμα που είχα αφήσει μπροστά, και να καθίσει. Το ύψος ήταν εντάξει. Έμενε μόνο η σκεπή, αλλά δεν ήξερα πώς γίνεται. Ούτε είχαν περισσέψει κεραμίδια από την αποθήκη. Προσπαθούσαν να βρω μια λύση για να ολοκληρώσω το σπίτι μας, όταν η Ελισσώ με φώναξε να μπω κι εγώ. Κάθισα δίπλα της, γύρισε με κοίταξε, μού έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο κι ύστερα γέλασε. Οι πιτσίλες στα μάτια της ήταν ακόμα πιο φωτεινές. “Δε θα βάλουμε σκεπή” μού είπε “θα το αφήσουμε ανοιχτό και το βράδυ θα βλέπουμε τα αστέρια”.

Όταν έπεσε το πρώτο χιόνι της χρονιάς, η Ελισσώ σταμάτησε να μού μιλάει. Κουβέντα για μέρες. Ούτε στην τάξη, ούτε στα διαλείμματα. Όταν σχολάγαμε, πριν προλάβω να μαζέψω τα τετράδια στο σάκο, εκείνη είχε φύγει τρέχοντας. Την πρώτη μέρα την ακολούθησα. Φτάνοντας λαχανιασμένος στο σπίτι της είδα την εξώπορτά της να κλείνει βιαστικά. Δεν ήξερα τί να κάνω. Στεκόμουν μες το χιόνι και περίμενα χωρίς να ξέρω τί. Την είδα για μια στιγμή να περνάει -μια σκιά ήταν, αλλά ήταν σίγουρα η δική της- πίσω από την κουρτίνα στο παράθυρο της κουζίνας.  Το ίδιο έγινε και την επόμενη.

Την μεθεπόμενη η Ελισσώ δεν ήρθε στο σχολείο. Όλη μέρα δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από την άδεια της θέση στο θρανίο και μόνο στο τέλος, λίγο πριν σχολάσουμε η δασκάλα μας είπε: “Η Ελισσώ δεν ήρθε σήμερα γιατί αύριο θα φύγει με την οικογένειά της για την Γερμανία”. Κάποιος πετάχτηκε και ρώτησε: ”Πότε θα γυρίσει κυρία;”. Η απάντηση της δασκάλας περιείχε τη λέξη “μόνιμα” που δεν ήξερα τί σήμαινε, αλλά εκείνη τη στιγμή ήχησε δυσοίωνα.

Το ίδιο βράδυ πήγαμε με τους γονείς μου να τους αποχαιρετίσουμε. Το σπίτι τους ήταν γεμάτο από κόσμο και άδειο από έπιπλα. Παντού όμως, σε κάθε γωνιά υπήρχαν μεγάλα κιβώτια. Είδα την Ελισσώ να κάθεται σε ένα από αυτά. Έκλαιγε. Σκαρφάλωσα και κάθισα δίπλα της. Όχι κολλητά όπως καθόμασταν στο σπιτάκι μας, αλλά πολύ κοντά της. Κοιτούσαμε ίσια μπροστά μας και δεν είπαμε ούτε μια κουβέντα. Όταν η γιαγιά Ελισσώ μας έφερε δυο πιάτα με πίτα κι είπε: “Φάτε τζιέρια μου τώρα που είναι ζεστή” με το ζόρι κρατήθηκα για να μην κλάψω κι εγώ.

Δε φάγαμε μπουκιά. Καθόμασταν  αμίλητοι κρατώντας τα πιάτα μας και ακούγαμε τους μεγάλους που μιλούσαν για μια άγνωστη πόλη με άγριο όνομα -Φρανκφούρτη- που ακούγαμε για πρώτη φορά. Μιλούσαν ακόμα για δουλειές, για φάμπρικες, για μεροκάματα. Κι ύστερα μετά από πολλή ώρα, κάποιος είπε: “Να πηγαίνουμε, έχουν μεγάλο ταξίδι αύριο οι άνθρωποι και πρέπει να ξεκουραστούν.” Στην αναστάτωση με τις αγκαλιές, τις ευχές και τα φιλιά που ακολούθησαν, η Ελισσώ εξαφανίστηκε. Σαν κατάδικος ακολούθησα τους γονείς μου στο αυτοκίνητο χωρίς να την αποχαιρετίσω. Μπορεί να μην είχα καταλάβει τί σήμαινε αυτό το “μόνιμα” που είχε πει η δασκάλα, αλλά ήξερα καλά πως πονούσε πολύ.

Την στιγμή που κλείσαμε τις πόρτες στο αυτοκίνητο, είδα την Ελισσώ να βγαίνει από το σπίτι. Πετάχτηκα έξω κι έτρεξα. Ήμουν έτοιμος να την αγκαλιάσω και της πω: “Αχ Ελισσάκι μου, μην κλαις, εγώ σ`αγαπάω και θα περιμένω να γυρίσεις, δε θα βάλω σκεπή στο σπιτάκι μας, θα γυρίσεις και θα καθόμαστε εκεί τα βράδια και θα κοιτάζουμε τα αστέρια, αχ Ελισσάκι, μην αργήσεις, εγώ θα περιμένω αλλά εσύ μην αργήσεις, Ελισσάκι, θα βάλω και πόρτα στο σπιτάκι μας, πόρτα που θα κλείνει καλά για να μην μπορείς να ξαναφύγεις ποτέ...”

Όταν βρέθηκα κοντά της στα σκαλιά της εισόδου, κουβέντα δε βγήκε από το στόμα μου. Κοίταζα μια τα παπούτσια μου που είχαν γεμίσει χιόνι, μια τα καλτσάκια της που ήταν βρεγμένα, έτσι ξυπόλυτη που βγήκε να με χαιρετίσει. Και κείνη κοίταζε κάτω και κάθε τόσο σκούπιζε τα μάτια της. Ακούστηκε η κόρνα από το αυτοκίνητό μας. Σήκωσα το κεφάλι και την κοίταξα. Με κοίταξε κι κείνη. Το ασπράδι των ματιών της ήταν κόκκινο. Οι κίτρινες πιτσίλες όμως μουσκεμένες, πάνω στα λαδιά, έλαμπαν πιο πολύ από κάθε άλλη φορά. Στη δεύτερη κόρνα, της έδωσα το χέρι σα μεγάλος, της είπα: “Θα σου γράφω” κι έτρεξα στο αυτοκίνητο.


Κράτησα την υπόσχεσή μου. Για μήνες έσχιζα σελίδες από το μπλοκ της ιχνογραφίας, έκανα ζωγραφιές έγραφα και μερικές σειρές,  δίπλωνα τις σελίδες, τις έβαζα σε φάκελλο, έγραφα απ` έξω το όνομά της κι ύστερα από κάτω Φρανκφούρτη, πιο κάτω Γιαρμανία και το έριχνα στο κίτρινο γραμματοκιβώτιο της πλατείας. Χωρίς γραμματόσημο. Δε φανταζόμουν ότι ήταν απαραίτητο. Ούτε το γραμματόσημο, ούτε η ακριβής διεύθυνση. Ήμουν βέβαιος ότι ο ταχυδρόμος της Φρανκφούρτης, όπως κι ο δικός μας θα ήξερε απ` έξω κι ανακατωτά που έμεναν όλοι οι κάτοικοι. Επομένως θα ήξερε και το σπίτι της Ελισσώς για να της πηγαίνει τα γράμματά μου. Έγραφα, έστελνα, περίμενα, περίμενα μα   απόκριση δεν πήρα.


Την Ελισσώ, δεν την ξαναείδα ποτέ.



Το ποστ γράφτηκε για το διιστολογικό αφιέρωμα με θέμα “Πρώτη Αγάπη”. Συμμετέχουν οι εκλεκτοί συνάδελφοι:  

 Ο ήχος του ανέμου: ο πρώτος έρωτας
A mother’s diary: Οι πρώτες αγάπες
Η ποδηλάτισσα: Πρώτη αγάπη
Rubies  and Clouds (RubinakiM): Έρωτες
Rubies  and Clouds (Nefosis): Σ’ αγαπώ μα δεν το κχέρεις
Κυνοκέφαλοι: Ο Ταρζάν κι η αβωνιάρα
Σταυρούλα: Πρώτο Σκίρτημα.
Kos Pandi: Δυο αγάπες κι ένα ταξίδι στο μέλλον
EvZin: Η Τριανταφυλλένη 
Kizilkum: Αν ήσουν
Polyanna' s days:  
Όταν πηγαίναμε μαζί σχολείο
Χαμένα επεισόδια: 
And burn your bridges down
Μια καπότα γράφει: 
η πρώτη αγάπη 



Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

Summer`s tales- 10. Αν ζευγαρώσεις στο Νησί


 “Μην ανησυχείς! Τίποτα δεν πρόκειται να γίνει. Αυτά τα ακούμε από τότε που πρωτοήρθαμε στο Νησί κι έχουν περάσει από τότε, κοντά τριάντα χρόνια”, διέκοψε τις σκέψεις μου η Σοφία και προσπαθώντας να με καθησυχάσει συνέχισε: “Το Νησί δεν προσφέρεται για τις επενδύσεις που ονειρεύεται ο Κοινοτάρχης. Η συγκοινωνία, άγονης γραμμής, με ένα καράβι τη βδομάδα, δε βοηθάει καθόλου. Η παραλία είναι πολύ μικρή για να σηκώσει μεγάλη ξενοδοχειακή μονάδα και τα περισσότερα κτήματα στην πλαγιά, ανήκουν σε οικογένεια που δεν πρόκειται να πουλήσει ούτε σπιθαμή. Όσο για τη μαρίνα που θέλει να φτιάξει επεκτείνοντας το μωλαράκι, τα νερά εδώ είναι τόσο αβαθή που είναι εντελώς ασύμφορο. Η Σαπφώ όμως, δεν τα καταλαβαίνει αυτά και νομίζει ότι τους επενδυτές τους διώχνουν οι γυμνιστές...”

 Τα επιχειρήματα της Σοφίας - που φαινόταν ότι ότι ενστερνίζονταν απόλυτα κι ο Γιάννης- ήταν ατράνταχτα, ωστόσο η προοπτική της “ανάπτυξης” που επεδίωκε η Σαπφώ, με ανησυχούσε πολύ. Είχα αποβιβαστεί τυχαία για πρώτη φορά μόλις πριν μερικά χρόνια - με λογάριαζαν ήδη στους “παλιούς”- κι αν όχι από την αρχή, σίγουρα όμως από το τρίτο συνεχόμενο καλοκαίρι και μετά, συνειδητοποίησα ότι αυτό το Νησί δεν ήταν απλώς ένας ιδανικός προορισμός διακοπών, αλλά η ίδια η Ιθάκη μου. Οπότε το ενδεχόμενο να ενσκήψουν μνηστήρες που θα άλλαζαν ριζικά το Νησί, μού φάνηκε εκείνη τη στιγμή αβάσταχτο. Ωστόσο ο Γιάννης και η Σοφία επέμεναν ότι δραματικές αλλαγές δε θα βλέπαμε. Ή τουλάχιστον αλλαγές που δεν θα αντέχαμε και θα μας ανάγκαζαν να βγούμε στο πηγαιμό για αναζήτηση άλλου προορισμού. Κι αν το πίστευαν εκείνοι, που σε σχέση με εμένα τον “παλιό” ήταν “αρχαίοι”, πραγματικά δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας.

 “Μα αλήθεια έρχεστε τριάντα χρόνια;” τους ρώτησα και μού είπαν ότι εκείνη τη χρονιά συμπλήρωναν τα εικοσιοκτώ· καλοκαίρια στο Νησί αλλά και εικοσιοκτώ χρόνια κοινού βίου. 'Εφτασαν την προϊστορική εποχή. Tότε που το Νησί δεν είχε καν λιμάνι· άραζε στα ανοιχτά το πλοίο κι ερχόταν μια λάντζα για να μεταφέρει τους ελάχιστους επιβάτες και τα ζωντανά στη στεριά. Είδαν να κατεβάζουν γάιδαρο με βίντζι. Από το πλοίο μέχρι τη λάντζα, “πετούσε ο γάιδαρος ” πάνω από τη θάλασσα, κοίταζε από ψηλά τρομαγμένος και γκάριζε όλο παράπονο για το κακό που τον βρήκε.

 Δωμάτια υπήρχαν δυο- τρία όλα κι όλα· για κανέναν εμπορικό αντιπρόσωπο που ερχόταν μια στο τόσο, για τον δικαστικό επιμελητή που έφτανε στις εκλογές -που οι ντόπιοι τον αγγάρευαν μετά την κάλπη και πριν την αναχώρηση, να λύσει τις διαφορές που είχαν μεταξύ τους- και ακόμα πιο σπάνια για κανένα “λωλό” ταξιδιώτη που αποβιβαζόταν στο Νησί. Όμως και περισσότερα δωμάτια να υπήρχαν τότε, εκείνοι θα προτιμούσαν να κοιμούνται “στο μοναδικό ξενοδοχείο των χιλιάδων αστέρων”: έξω, στην παραλία. Νερό έπαιρναν από το πηγάδι που υπάρχει ακόμα, μα έχει χρόνια τώρα στερέψει· έκαναν ντους πετώντας παγωμένα μπουγέλα ο ένας στον άλλον. 

 Γυμνοί όλοι μέρα, ντυνόταν μόνο όταν κρύωναν ή για να πάνε στο χωριό για φαγητό. Ταβέρνα δεν υπήρχε· στο μοναδικό μπακάλικο, σε ένα τραπέζι της αυλής, τους ετοίμαζαν αυγά, πατάτες, φάβα και πότε πότε κανένα ψάρι. Δεύτερο, γιατί τα πρώτα έφευγαν για άλλους προορισμούς. Όλα μαγειρεμένα σε πετρογκάζ. Έτρωγαν υπό το φως μιας λάμπας πετρελαίου γιατί ούτε ηλεκτρικό είχε τότε το Νησί. Μόνο μια -δυο γεννήτριες που τους έπαιρναν τα αυτιά από το θόρυβο που έκαναν όταν δούλευαν· στα πανηγύρια -κυρίως του Δεκαπεντάγουστου- και στους γάμους που ήταν όλοι, ντόπιοι και ξένοι καλεσμένοι στη χαρά.


Ο Γιάννης κι η Σοφία που τότε ήταν φοιτητές, έφτασαν στο Νησί χωριστά, με διαφορετικές παρέες. Υπολόγιζαν να μείνουν μια βδομάδα, μα όταν έφυγαν ζευγαρωμένοι, είχαν σαραντίσει. Θα είχαν μείνει σίγουρα περισσότερο -και θα έχαναν την εξεταστική του Σεπτεμβρίου- αν δεν είχαν πανικοβληθεί οι γονείς  με την πολυήμερη εξαφάνισή τους. Μια φορά τη βδομάδα, πήγαιναν στο τηλεφωνείο του χωριού και ξεστόμιζαν μέσα από παράσιτα, κάθε φορά κι άλλη δικαιολογία. Ήταν απίστευτο το τί τους είχαν πει για την παράταση της διαμονής τους: τα πάντα πλην της μιας και αληθινής αιτίας. Αλλά εκείνοι παρέμεναν έξαλλοι. Γιατί, άντε να καταλάβουν οι γονείς, πώς είναι να έχεις βρεθεί στον Παράδεισο και άντε να θυμηθούν πώς είναι να είσαι μέχρι τα μπούνια ερωτευμένος.



Ο Γιάννης έφερε την κανάτα με τον καφέ, αλλά αρνήθηκα συμπλήρωμα. Με την κουβέντα, είχα μείνει μαζί τους πάνω από δυο ώρες, κόντευε μεσημέρι και σκεφτόμουν ότι αν παρέμενα κι άλλο θα ήταν κατάχρηση της φιλοξενίας. Επι πλέον, από το σκάφος έβλεπα την παραλία που είχε γεμίσει πια. Όλοι οι φίλοι μου ήταν εκεί – μάλιστα η Λ, που με είχε δει στο σκάφος, λίγο πριν μπει στη θάλασσα, με χαιρέτισε από μακριά. 

Τους ευχαρίστησα  και πήγα να βουτήξω από την πλώρη. Τελευταία στιγμή, άλλαξα γνώμη και πήγα στην πρύμνη. Από εκεί θα έφτανα πιο γρήγορα τη Λ που είχε ξανοιχτεί. Η Σοφία το πρόσεξε, υποψιάστηκε το λόγο της αλλαγής και την ώρα που βουτούσα, την άκουσα να λέει γελώντας: “Πρόσεχε μικρέ! Αν ζευγαρώσεις στο Νησί, θα είναι για πάντα.”

(στο επόμενο ποστ, ο επίλογος)

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

Φεγγάρι βάλσαμο



(σύνθεση Isaac Albeniz, κιθάρα John Williams)

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013

Το Μάθημα

Ήταν ειδικό μάθημα επιλογής. Την πρώτη μέρα ο καθηγητής μας εξήγησε τη δομή του: τη μία εβδομάδα το μάθημα θα ήταν καθαρά ιστορικό και την επόμενη, θα εξετάζαμε το αντικείμενο του μαθήματος στο συγκεκριμένο πλαίσιο. Με αυτόν τον τρόπο, θα καλύπταμε την σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, με παράλληλες αναφορές -όπου ήταν απαραίτητο- στην Ευρωπαϊκή. Για πρακτικούς λόγους η περίοδος αυτή εξεταζόταν ανά εικοσαετία και κάλυπτε όχι μόνο τα ιστορικά, αλλά και τα πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτιστικά γεγονότα με τη βοήθεια σπάνιου οπτικοακουστικού υλικού.

Την ημέρα που ήταν η σειρά της περιόδου 1930-1940, μπαίνοντας στο αμφιθέατρο τα φώτα ήταν ήδη κλειστά και στην οθόνη είδαμε να προβάλλεται μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Έδειχνε έναν άντρα που ήταν καθισμένος σε πολυθρόνα. Πίσω του, αλλά και δεξιά κι αριστερά, διακρινόταν ένα δωμάτιο χωρίς ιδιαιτέρα χαρακτηριστικά. Το φως ερχόταν από ένα παράθυρο που δεν φαινόταν στην εικόνα, φωτίζοντας έντονα τη μια πλευρά  κι άφηνε όλο τον υπόλοιπο χώρο στη σκιά. Ο άντρας πάντως, δε μας θύμιζε τίποτα.

Σήμερα το μάθημα περιλαμβάνει αποκλειστικά την ιστορία αυτής της φωτογραφίας”, ξεκίνησε ο καθηγητής. Μας ξάφνιασε αυτή η εισαγωγή, γιατί στο προηγούμενο είχε αναφέρει ότι το θέμα του μαθήματος εκείνης της μέρας θα ήταν ο φασισμός. Στην συνέχεια έκανε κλικ στο τηλεχειριστήριο του προτζέκτορα. Με το ζουμ που έγινε στην εικόνα, ένα μέρος του περιβάλλοντα χώρου χάθηκε κι ο καθισμένος άντρας πρόβαλε μεγαλύτερος. Τότε μας είπε ότι ο εικονιζόμενος ήταν ο Γιόζεφ Γκαίμπελς, ο υπουργός προπαγάνδας του Χίτλερ. Συνέχισε λέγοντας ότι στα τέλη της δεκαετίας του `30, ο Γκαίμπελς ζήτησε από κάποιο φωτογράφο να τον φωτογραφίσει στο γραφείο του. Η φωτογράφιση έγινε και στη συνέχεια ο φωτογράφος πήγε να εμφανίσει τα αρνητικά. Εκείνη τη στιγμή ο καθηγητής, πάτησε το κουμπί και ζούμαρε περισσότερο την εικόνα. Φαινόταν πλέον μόνο ο κορμός και το πρόσωπο. 

Ο φωτογράφος στο σκοτεινό του θάλαμο, εμφάνισε και άρχισε να τυπώνει τις εικόνες. Τις είχε κρεμάσει για να στεγνώσουν και τις κοίταζε προσεκτικά με έναν μεγεθυντικό φακό μέσα στο μισοσκόταδο. Με τη λέξη “μισοσκόταδο” ακούστηκε ένα ακόμα κλικ στο αμφιθέατρο και αυτό το ζουμάρισμα της εικόνας, έκανε την οθόνη να γεμίσει από το πρόσωπο του Γκαίμπελς. Βλέποντας από κοντά ο φωτογράφος τις εικόνες που είχε τραβήξει, ειδικά μία, -αυτή που βλέπαμε εκείνη τη στιγμή και εμείς στην οθόνη του αμφιθεάτρου- ένοιωσε να παραλύει από φόβο. Είχε την ατυχία, να αποτυπώσει κάτι αποτρόπαιο, τον ίδιο το ζόφο, στο πρόσωπο του πανίσχυρου αρχηγού προπαγάνδας, πράγμα που τον έκανε να σκεφτεί ότι αν παρέδιδε αυτές τις φωτογραφίες, μπορεί να τον εκτελούσε ο ίδιος επί τόπου. Την στιγμή που αποφάσιζε να καταστρέψει αρνητικά και τυπωμένες εικόνες, ακούστηκαν χτυπήματα στην πόρτα του εργαστηρίου κι ένα ακόμα κλικ/ζουμ στο αμφιθέατρο.

Λίγη ώρα μετά, συνοδεία αξιωματικών ο φωτογράφος στεκόταν όρθιος μπροστά στον Γκαίμπελς που καθισμένος στο γραφείο του, έβλεπε εντελώς ανέκφραστος τις εικόνες που δεν είχαν καλά καλά στεγνώσει. Αφού τις κοίταξε όλες προσεκτικά δυο -τρεις φορές, ξεχώρισε μια, σηκώθηκε και κρατώντας την πλησίασε το φωτογράφο. Ο φωτογράφος διέκρινε ότι η εικόνα που κρατούσε στα χέρια του ο Γκαίμπελς ήταν ακριβώς εκείνη που που τον είχε κάνει να παγώσει.

Με το επόμενο ζουμ, στην οθόνη φαινόταν πλέον τεράστιο το μισό πρόσωπο του Γκαίμπελς. Χωρίς να  καταλάβουμε πώς, εκείνη τη στιγμή θυμηθήκαμε εικόνες με σωρούς πτωμάτων από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που ακολούθησαν. Χωρίς να το καταλάβουμε, κρατούσαμε την ανάσα μας περιμένοντας τη συνέχεια και το τέλος της ιστορίας. Ο Γκέμπελς, κοίταξε στα μάτια τον φωτογράφο -και πάλι ανέκφραστος- κι ύστερα του έσφιξε δυνατά το χέρι, δίνοντάς του συγχαρητήρια για τη δουλειά του. Τόνισε μάλιστα ότι αυτή η φωτογραφία ήταν ακριβώς αυτό που ήθελε.

Ο καθηγητής πάτησε και πάλι το κουμπί στο τηλεχειριστήριο και με το τελευταίο ζουμ η οθόνη πλημμύρισε από εκατομμύρια μικρούς άσπρους, μαύρους και γκρι κόκκους. Αν μισόκλεινες όμως τα μάτια, έβλεπες ξεκάθαρα μπροστά σου τα μάτια του Τέρατος. Μετά από μια μικρή παύση, ο καθηγητής κατέληξε: “Αυτό είναι φασισμός”


Τα τελευταία χρόνια, όλο και πιο συχνά, μού έρχεται στο νου εκείνο το ιδιαίτερο Μάθημα και ήθελα να γράψω γι αυτό, αναφέροντας μάλιστα στο τέλος, ότι εκείνη τη μέρα, βγήκαμε όλοι από το αμφιθέατρο αμίλητοι, σοβαροί και με σφιγμένο στομάχι, αλλά μετά από λίγο το ξεχάσαμε, ίσως γιατί σκεφτήκαμε ότι δεν ήταν παρά ένα ακόμα μάθημα ιστορίας. Ένα μάθημα για κάτι που συνέβη πολύ παλιά. Κάτι που αποκλειόταν να συμβεί και πάλι στο μέλλον.

Επιχείρησα μερικές φορές να βρω τη συγκεκριμένη εικόνα -που μέχρι σήμερα θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια- αλλά και το όνομα του φωτογράφου -που μού διαφεύγει- και καθώς δεν τα κατάφερα, το άφηνα κάθε φορά στην άκρη. Μετά το χθεσινό όμως, δε σήκωνε άλλη αναβολή. Έστω και χωρίς την αυθεντική εικόνα... 





-Το ποστ αναδημοσιεύτηκε  

στο tvxs,  στο Paganeli,  





Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

Summer`s tales- 9. On board


 Παραδόξως, η φράση μου δεν προκάλεσε ούτε ένα χαμόγελο στους αποδέκτες της -γεγονός που με έκανε να νιώσω ακόμα πιο άβολα. Το έλεγα σοβαρά, σχεδόν το πίστευα και για να αποδείξω του λόγου το αληθές, τους έκανα νόημα να κοιτάξουν στο μώλο. Ούτε καν γύρισαν. “Αυτό τρέμει σαν το ψάρι” είπε η καπετάνισσα στον σύντροφό της κι ύστερα, ανήσυχη σε μένα: “Εσύ έχεις μελανιάσει παιδί μου, έλα πάνω!” Έκανα μια προσπάθεια, αλλά έτσι όπως οι δυνάμεις μου είχαν εξαντληθεί φάνταζε σχεδόν ακατόρθωτο να ανέβω την κάθετη σκάλα της πρύμνης. Άπλωσαν χέρια και οι δύο, με τράβηξαν και βρέθηκα στο σκάφος. Ήμουν σε ασφαλές και σε στέρεο έδαφος· το μικρό σκαρί έστεκε πλέον ασάλευτο. Ασάλευτη ήταν κι η σκιά του κάτω, στον πυθμένα· ενδιάμεσα τα πράσινα νερά του Νησιού.

 Τί είναι Παράδεισος; Πολύ σχετικό. Εξαρτάται ποιόν θα ρωτήσεις και ποια δεδομένη στιγμή. Για μένα, εκείνη τη μέρα, εκείνη τη στιγμή ο Παράδεισος είχε πολύ συγκεκριμένο στίγμα -ίδιο με αυτό του σκάφους- και τα βασικά συστατικά του ήταν μια μεγάλη πετσέτα, μια κούπα εξαίσια αρωματικός καφές και ένα πιάτο γεμάτο κουλουράκια βανίλιας που μού πρόσφεραν οι σωτήρες μου, ο Γιάννης και η Σοφία. Την αίσθηση του Παραδείσου, συμπλήρωνε η θαλπωρή που με έκαναν να νοιώθω με τις φροντίδες τους· θα τις χαρακτήριζα γονεϊκές, αν δεν ήταν τόσο διακριτικοί και οι δυο τους.

 Όταν συνήλθα κάπως κι αφού απαίτησαν επίμονα να μην τους μιλάω στον πληθυντικό, με ρώτησαν γιατί είχα μείνει τόσην ώρα στο νερό. Τους εξιστόρησα τί είχε συμβεί, δείχνοντας τους και πάλι το μώλο και την κουστωδία που εκείνη τη στιγμή επιτέλους έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής στο χωριό. Με άκουγαν προσεκτικά, χαμογελώντας αλλά όταν είπα: “...έφτασε στο σημείο να φέρει τον Νομάρχη από τη Σύρο...” δεν κρατήθηκαν κι έβαλαν τα γέλια. ”Ποιός Νομάρχης; Ένας γνωστός του Κοινοτάρχη είναι που τον έφερε για επενδύσεις στο Νησί ή έτσι τουλάχιστον διαδίδει η Σαπφώ.” ξεκαθάρισε ο Γιάννης και στη φωνή του, ειδικά όταν πρόφερε τη λέξη “επενδύσεις”, διέκρινα σαρκασμό που εντάθηκε στη συνέχεια καθώς πέρασε σε λεπτομέρειες που αγνοούσα.

 Το σενάριο που είχε πλάσει η φαντασία μου κατέρρευσε, αλλά αυτό που ξεπρόβαλε από τα λεγόμενα του Γιάννη, -το όραμα του Κοινοτάρχη για την “ανάπτυξη” του Νησιού και ειδικά αυτής της παραλίας- μού φάνηκε πολύ χειρότερο. Γύρισα και κοίταξα την θάλασσα. Μέσα από τα λαμπυρίσματα, κοντά στο σκάφος, ξεπήδησε δυο- τρεις φορές ένα κοπάδι αθερίνες τρομαγμένες από κάποιο περαστικό μεγάλο ψάρι κι ύστερα χάθηκαν. Στην επιφάνεια έμειναν για λίγο ίχνη από το πέρασμά τους ώσπου έσβησαν κι αυτά. 


Γύρισα και κοίταξα την παραλία, από το μώλο μέχρι τον ανατολικό κάβο. Ύστερα το μάτι μου τριγύρισε στην πλαγιά, στα δύο της αλμυρίκια, στο θυμάρι και στη ρίγανη που φύτρωνε στα βράχια. Στις φραγκοσυκιές που έβαιναν πάνω από την ξερολιθιά. Φαντάστηκα εκεί χτισμένο ένα μεγαθήριο με μπετονένιες καμάρες και πορτοπαράθυρα βαμμένα με το πιο κοινό μπλε του εμπορίου, στην παραλία -την πιο όμορφη του Νησιού- αυστηρά παρατεταγμένες ομοιόμορφες ομπρέλες και ξαπλώστρες, πίσω στη μάντρα, ένα beach bar να εκπέμπει δυνατά τα μπιτάκια της μιας σαιζόν· και  το μώλο μαρίνα με κότερα δεμένα στη σειρά. Εφιάλτης. 

Μην ανησυχείς! Τίποτα δεν πρόκειται να γίνει. Αυτά τα ακούμε από τότε που...


 (συνεχίζεται)