Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2014

Σκασιαρχείο


 Οι γραφομηχανές κροτάλιζαν απαίσια γύρω του. Μια πελάτισσα έκανε παράπονα στον προϊστάμενο. Ένας συνάδελφος φταρνιζόταν εδώ και μισήν ώρα χωρίς σταματημό.
  Γενικά, ήταν ένα απαίσιο πρωινό. Το μικρό γραφείο της Εφορίας τού φαινόταν σήμερα πιο πληκτικό, πιο στενόχωρο από κάθε άλλη φορά. Ίσως γιατί ξύπνησε κακοδιάθετος, ίσως πάλι γιατί έξω χαμογελούσε στον κόσμο ένας ήλιος μπερμπάντης, φλογερός, ξεμυαλιστής.
  Μπροστά του ένας χοντρός σωρός από χαρτιά περίμεναν ανελέητα να τα μουτζουρώσει. Κ` ήταν ακόμη 10 και 10 η ώρα. Αναστέναξε βαθιά, άναψε τσιγάρο και βάλθηκε να κάνει όνειρα- όνειρα για μια άλλη ζωή, που, αλίμονο, ποτέ δε θα αξιωνόταν να γνωρίσει.
  Ξαφνικά πετάχτηκε απάνω. Έβαλε τα τσιγάρα στην τσέπη του και τράβηξε κατά την πόρτα. Βγαίνοντας ψιθύρισε σ' έναν συνάδελφό του:
-Πάω στην τουαλέτα.
  Σε μισό λεπτό ήταν στο δρόμο. Πήρε βαθιά αναπνοή, κοίταξε τον ήλιο, κοίταξε τον ουρανό και του φάνηκε πως ξαναγιεννιόταν. Πόσο του είχαν λείψει το φως της μέρας, το γελαστό χρώμα, ο αέρας...
  Άρχισε να τριγυρνάει άσκοπα στους δρόμους. Ένοιωθε σαν μαθητής που το 'σκασε από το σχολείο κ' η καρδιά του πήγαινε να σκάσει από χαρά. Βέβαια την άλλη μέρα, ο δάσκαλος, δηλαδή ο προϊστάμενός του, θα τον κατσάδιασε άσχημα, ίσως και να τού βαζε πρόστιμο, αλλά δε βαριέσαι. Έτσι κι αλλιώς δεν είχε προκοπή σε εκείνο το παλιογραφείο. Έπειτα άξιζε στ' αλήθεια τον κόπο αυτή η εξαίσια βόλτα.
  Περπατώντας με το πάσο του έφτασε στην πλατεία του Δημαρχείου. Είδε τα καφενεία τριγύρω κι η καρδιά του τράβηξε καφέ κάτω από τις ακακίες. Κάθισε.

-Βαρύ γλυκό σε χοντρό φλιτζάνι, είπε στο γκαρσόνι. Σαν χάρηκε κι αυτή την ευτυχία σηκώθηκε. Πού να πήγαινε τώρα; Θυμήθηκε τα σκασιαρχεία των παιδικών του χρόνων. Πού πήγαινε τότε; Μα, βέβαια στο “Ροζικλαίρ”! Πήγε. Έπαιζε “Μασίστα” και καμπόϊκο. “Δύο έργα, δύο”, όπως έγραφε στην πρόσοψη. Χώθηκε στην σκοτεινή σάλα, αγόρασε πασατέμπο και ξάπλωσε σε ένα κάθισμα. Δίπλα του δύο νεαροί παρακολουθούσαν με κατάνυξη τα κατορθώματα του Όντι Μόρφι. Κάθε τόσο σφύριζαν με ενθουσιασμό: 
-Απάνω τους!
Άλλοτε με αγανάκτηση: 
-Χασάπη γράμματα!
  Στις τελευταίες σειρές κάποιοι μάλωναν. Έπεσε και λίγο ξύλο. Όταν άναψαν τα φώτα, όλα είχαν ησυχάσει. Λες και δεν είχε συμβεί τίποτα.
  Τα 'βλεπε όλα αυτά και νόμιζε πως ξαναγινόταν παιδάκι. Τότε που το 'σκαγε από το σχολείο. Που δεν είχε προβλήματα. Που έκανε τρελά όνειρα. Αλήθεια πώς ξέπεσε γραφεύς βήτα σ' εκείνο το απαίσιο γραφείο;
  Όταν βγήκε από τον κινηματογράφο ήταν μιάμιση. Είχε ακόμα μια ώρα καιρό. Ήξερε που έπρεπε να πάει. Πήρε το λεωφορείο των Πετραλώνων και κατέβηκε στο Θησείο. Μπήκε στον κήπο και την άραξε κάτω από ένα δέντρο. Κάπνισε το τσιγαράκι του σαν πασάς. Ήρθε και μια Γύφτισσα και τον πιλάτεψε μισήν ώρα:
   -Να σε πω το μοίρα σου...
  Στο τέλος τον κατάφερε. Ασήμωσε μ' ένα δίφραγκο και δυο τσιγάρα κ' η Γύφτισσα άρχισε:
  -Καλό παλικάρι είσαι, τίμιο, αλλά λίγο τεμπελχανάδικο. Μεγκάλη πόρτα ντεν τα διαβείς, μόνε τα σε διώξουν από κάπου...
  -Τον κακό σου τον καιρό, της πέταξε κατάμουτρα και σηκώθηκε.
  Ήταν περίπου δυόμιση. Στο γραφείο τώρα σχολνούσαν. Έπρεπε να φύγει κι αυτός. Από εδώ και πέρα δεν είχε αξία να γυρίζει στους δρόμους.
  Η Γύφτισσα παραξενεμένη από το φέρσιμό του, τον κοίταξε περίεργα. Καθώς έφευγε του φώναξε:
-Καλό παλικάρι είσαι, τίμιο μα κακορίζικο!
  Δεν της απάντησε. Του 'χει φύγει το κέφι. Συλλογιζόταν πως αύριο θα ξαναπήγαινε στο γραφείο. Κι ο προϊστάμενος ήταν πολύ αυστηρός. Κι οι γραφομηχανές κάνουν πολύ θόρυβο.



Το χρονογράφημα “Σκασιαρχείο” δημοσιεύτηκε στο Έθνος στις 16/10/1965. Το υπέγραφε ο Σεραφείμ Φυντανίδης, νεαρός τότε δημοσιογράφος και μετέπειτα διευθυντής της Ελευθεροτυπίας, θέση που κατείχε επί 31 χρόνια. Ο Σεραφείμ Φυντανίδης πέθανε χθες, σε ηλικία 77 ετών. 

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

Το Χριστουγεννιάτικο Τραπέζι


Θεώνη! Τί κάνεις στο παράθυρο πάλι; Στη ρέμβη το έριξες τώρα που έπρεπε να βγάλεις φτερά στα πόδια σου; Σάλευε! Πρώτα στον μπουφέ· τα ασημένια μαχαιροπίρουνα θέλουν γυάλισμα με σόδα. Θέλω να βλέπω το πρόσωπό μου στα κουτάλια. Και ύστερα πιάσε να πλύνεις το καλό σερβίτσιο. Τι θα πει είναι καθαρό; Όχι κύριε, δε φωνάζω. Οδηγίες δίνω στη Θεώνη. Και τα κρυστάλλινα ποτήρια θέλουν φρεσκάρισμα. Το άσπρο τραπεζομάντιλο, κολλαριστό, θα στρωθεί αύριο και μεθαύριο, την παραμονή θα μπούνε τα σερβίτσια. Να εδώ, στην κορυφή, στη θέση του μακαρίτη, θα καθίσει ο θείος Χαρίλαος κι απέναντι ο κουνιάδος μου ο βουλευτής. Τρομάρα του. Εκατόν σαράντα στρέμματα έδωσε μπιρ παρά για να εκλεγεί. Τα είκοσι ποτιστικά. Μακριά οι δυο τους, γιατί θα αρπαχτούν πάλι για τα πολιτικά, χρονιάρες μέρες. Μπορώ να ξεχάσω τι έγινε τα Χριστούγεννα του `53; Όχι το `55 ήταν, γιατί εκείνη τη χρονιά είχαμε πάρει το πικ απ. Grundig, παρακαλώ. Εξαίρετος ήχος. Ακούγαμε “Λίγες καρδιές αγαπούνε, όταν ήρθαν στα χέρια. Είδαμε και πάθαμε να τους χωρίσουμε. Κι ότι είχαμε αρχίσει να χορεύουμε. “...οι πιο πολλές σε ξεχούνε, μόλις περάσει η βραδιά...” . Ω! Με συγχωρείτε κύριε, αλλά με το τραγούδι παρασύρομαι, δίκαιο έχετε, πιο σιγά...Μακριά λοιπόν! Μακριά για να έχω το κεφάλι μου ήσυχο. Οι άλλοι θα βολευτούμε. Πέντε από τη μια μεριά, πέντε από την άλλη. Δώδεκα μόνο φέτος -ζωή να έχουμε- άνετα θα είμαστε. Να αγιάσει η ψυχή της μανούλας μου που διάλεξε αυτό το τραπέζι. “Μεγάλο κόρη μου” έλεγε και ξανάλεγε, “να χωράνε όλοι στις γιορτάδες”. Εγώ βλέπεις δεν το ήθελα τόσο μεγάλο γιατί...


Χτυπάνε Θεώνη! Κουφή είσαι και δεν ακούς; Τρέχα γρήγορα να ανοίξεις. Ο παραγιός του χασάπη θα είναι. Αλλά πρόσεξε: όχι πολλά πολλά μαζί του. Ξέρω πολύ καλά τι λέω εγώ. Σουσουράδα. Τον έχω δει που κόβει βόλτες συνέχεια έξω από το σπίτι. Σοβαρή -σοβαρή να του ανοίξεις και να δεις αν τα έφερε όλα. Κιμά -δυο οκάδες χοιρινό, μια οκά μοσχάρι, για τη γέμιση και τα γιαπράκια- τη γαλοπούλα και το κεφάλι με τα ποδαράκια για την πηχτή. Αν δεν είναι διπλοκομμένος ο κιμάς, να του πεις να τον πάρει πίσω και να τον περάσει δεύτερη φορά στη μηχανή. Ύστερα βάλε την κεφαλή του χοίρου στο νερό να λευκανθεί και να καψαλίσεις καλά το πουλερικό. Θεώνη στάσου!!! Να την προλάβω ήθελα κύριε, γι αυτό φώναξα, να της δώσω το πουρμπουάρ του παραγιού. Καλά, καλά αφού επιμένετε θα του τα δώσω ιδιοχείρως όταν περάσω να πληρώσω το χασάπη. Αλλά αφήστε με τώρα. Πρέπει να δω τη συνταγή του μπακλαβά γιατί δεν την ενθυμούμαι καλώς. Διπλή δόση θα κάνω φέτος. Να στείλω και μια πιατέλα στην εξαδέλφη μου. Πέντε χρόνια και το κρατάει ακόμα το πένθος. Υπόδειγμα συζύγου η Χαρίκλεια. Να ο Τσελεμεντές, τα γυαλιά μου όμως πού τα άφησα; Εγώ στα τρία ξεπένθησα, ήμουν βεβαίως πολύ νεότερη, α τα φοράω! Πνιγόμουν με τα μαύρα, το ευρετήριο είναι στο τέλος, αλλά δεν ξανάφτιαξα τη ζωή μου, ευρετήριο, ευρετήριο και μου έκαναν δύο προξενιά. Μ...μ... Μπακλάβας! Σελίδα 339. Ο ένας ήταν καλός. Άνθρωπος του κόσμου, εύχαρης θα έχανα όμως τη σύνταξη. Σελίδα 337, στην επόμενη. Να! Το βρήκα. “Διακόσια δράμια ψίχα αμυγδάλων”. Όχι, εγώ βάζω εκατό δράμια αμύγδαλα, εκατό καρύδια. Έτσι τού άρεσε του μακαρίτη. Έτσι τον έφτιαχνε η πεθερά μου δηλαδή κι έτσι είχε συνηθίσει. Ανάμεικτα. Ορίστε, το έχω σημειώσει εδώ, στο τέλος της συνταγής, εδώ που λέει: “Θέτομεν δε αυτόν να ψηθή εις μέτριο φούρνον επί μίαν και ημίσειαν ώρα”.


Όταν έρθει η Θεώνη, θα της πω να κοπανίσει και κανελλογαρύφαλλα, τριάντα δράμια για τη διπλή δόση. Να πιάσει μετά να καθαρίσει και τα κάστανα για τη γέμιση, να βγάλει τα κοτσάνια και να πλύνει τη σταφίδα. Όταν μπαίνω στην κουζίνα  θέλω όλα τα υλικά έτοιμα και τη σακοράφα, εκεί  για το ράψιμο της γαλοπούλας. Με την κλωστή περασμένη. Διπλή πάντα για να αντέχει. Αλλά το πιπέρι και το μπαχάρι θα το τρίψει εκείνη τη στιγμή, όχι πριν. Αλλιώς χάνουν τη μυρωδιά τους. Τι μυρίζει; Πω πω τι άσχημη μυρωδιά είναι αυτή; Να δεις που καψαλίζει τη γαλοπούλα στην κουζίνα. Η τσαπατσούλα! Θεώνη!!! Δεν της κόβει να βγει στην αυλή. Πρέπει να τη σταματήσω. Αφήστε με. Θα βρομίσει όλο το σπίτι και περιμένω κόσμο. Αφήστε με σας λέω. Θεώνη!!! Πού είσαι; Ορίστε κατάστασις! Άφησε την πόρτα της κουζίνας ανοιχτή και τα κρέατα πάνω στο τραπέζι. Θεώνη!!! Δεν είναι. Έφυγε. Το έσκασε το παλιοθήλυκο με τον παραγιό του χασάπη. Το `ξερα. Αυτόν περίμενε στο παράθυρο. Αφήστε με! Μη με τραβάτε, χήρα γυναίκα! Αφήστε με! Αμάν! Μπήκε γάτα. Να την! Μα δεν τη βλέπετε; Διώξτε την! Θα πάει στα κρέατα! Ξουτ! Ξουτ! Παλιοθήλυκο κι εσύ. Θα μου τα μαγαρίσει! Αχ Θεώνη τί μού έκανες! Παλιόγατο, άστο κάτω το κεφάλι. Αφήστε με! Μη με κρατάτε. Τι είναι αυτό; Ένεση; Δεν θέλω ένεση. Δε θέλω να ηρεμήσω. Να κοιμηθώ; Γιατί να κοιμηθώ; Περιμένω κόσμο για το ρεβεγιόν. Έχω ετοιμασίες. Καταλαβαίνετε; Μη! Με πονάτε. Θα ενημερώσω τον κουνιάδο μου για τη συμπεριφορά σας. Είναι βουλευτής ξέρετε. Του κυβερνώντος κόμματος. Όχι κύριε, όχι. Μη μου κάνετε ένεση... Αααχ! Δεν πρέπει να κοιμηθώ γιατρέ. Έφυγε η Θεώνη, και... πρέπει να τα ετοιμάσω όλα μόνη μου... Με τον παραγιό του χασάπη... Έχω να μαγειρέ...




Σκηνικό: ευρύχωρο δωμάτιο κλινικής.
Ηλικιωμένη γυναίκα με νυχτικό, νοσοκόμος με άσπρη ρόμπα

Ο παραπάνω μονόλογος δημοσιεύτηκε το 2011
φωτογραφία -Χριστουγεννιάτικο δείπνο στον Λευκό Οίκο το 1952 επί Τρούμαν- από εδώ

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

Ο τελευταίος Δόγης

-Θα έρθεις παιδί μου;
-Θα κάνεις κουραμπιέδες;
-Έτοιμους τους έχω!
-Θα κάνεις και σαρμάδες;
-Αμέ!
-Βασιλόπιτα θα ετοιμάσεις;
-Γίνεται παιδί μου Πρωτοχρονιά χωρίς βασιλόπιτα;
-Με Δόγη;
-...
-Θειά, σε ρωτάω: θα βάλεις τον Δόγη στην πίτα;
-Πάει ο Δόγης παιδί μου. Πάει...


Στις 9 Μαρτίου του 1789 ένα πολύβουο πλήθος κατέκλυσε τους δρόμους της Βενετίας, έτοιμο να επευφημήσει τον νεοεκλεγμένο Δόγη. Εκείνη τη λαμπρή ανοιξιάτικη μέρα κανένας δε φαντάζονταν ότι μόλις 8 χρόνια αργότερα, με την είσοδο του γαλλικών στρατευμάτων στη Βόρεια Ιταλία και λίγο αργότερα με την εμφάνιση του γαλλικού στόλου στο Lido -που δεν κατάφερε να απωθήσει ο πάλαι ποτέ κραταιός ενετικός- η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, μετά από 11 αιώνες δόξας θα έχανε την ανεξαρτησία της από τον Βοναπάρτη και ο Ludovico Manin θα ήταν ο τελευταίος μιας μακράς σειράς Δόγηδων. Εκείνη τη μέρα όμως καμία δυσάρεστη σκέψη δε σκίαζε τη χαρά της ενθρόνισης. Μόνο ανυπομονησία ένοιωθε το πλήθος για τη στιγμή που ο Ludovico Manin, σύμφωνα με τη παλιά συνήθεια, θα πετούσε νομίσματα στους υπηκόους του. Αποζημιώθηκαν με το παραπάνω για την αναμονή· ο Δόγης σκόρπισε απλόχερα σχεδόν 500 χιλιάδες χρυσά νομίσματα.

 Ο Ludovico Manin

Μερικές από τις πιο όμορφες ιστορίες στη ζωή μου, τις έχω ακούσει από τη θεία. Άλλες φανταστικές, με δράκους και βασιλιάδες κι άλλες -οι περισσότερες- αληθινές. Προτιμούσα τις αληθινές γιατί αυτές ζωντάνευαν τα αμίλητα πορτραίτα στην καλή σάλα στον όροφο του παλιού σπιτιού. Έτσι έμαθα για τον ευκατάστατο προπάππου της που έφτασε στα μέρη μας αρχές του 1800 μαζί με τα αδέλφια του από την Ήπειρο. “...είχε λίρες πολλές και φλουριά κι αγόρασε γη από έναν Τούρκο που έφευγε γιατί είχε μυριστεί ότι η οθωμανική αυτοκρατορία κατέρρεε. Έχτισε αυτό το σπίτι παντρεύτηκε και μετά από λίγο γεννήθηκε η γιαγιά μου...”. Αυτή ήταν η βασική αφήγηση. Αλλά κάθε φορά, η ιστορία έπαιρνε ένα διαφορετικό δρόμο. Άλλοτε επικεντρώνονταν στο χτίσιμο αυτού του σπιτιού -που στηρίχτηκε σε θηριώδεις κορμούς πίσω από τους οποίους κρυβόμασταν τα ξαδέλφια στο σκοτεινό υπόγειο- άλλοτε, στις γιορτές, στα αρραβωνιάσματα και στους γάμους που γίνονταν στην καλή σάλα και βέβαια στο θρυλικό πουγκί με τα χρυσά νομίσματα που ολοένα και λιγόστευαν.


Το μόνο που είχε απομείνει, το τελευταίο, ένα παράξενο νόμισμα λίγο τσακισμένο, ήταν αυτό που έβαζε στη βασιλόπιτα. Το ήξερα καλά γιατί πάντα βρίσκονταν στο κομμάτι μου. Και πάντα το κοίταζα για ώρα εκστατικός, ειδικά τη μια πλευρά του που είχε αυτές τις δύο μορφές που μόλις ξεχώριζαν. Μετά, το αντάλλασσα με ένα γενναιόδωρο χαρτζιλίκι, η θεία το έπλενε, το σκούπιζε προσεκτικά και το έβαζε σε ένα μικρό κουτί που εσωτερικά ήταν ντυμένο με σκούρο βελούδο ύφασμα. Εκεί, παρέα με λίγα κοσμήματα, έμενε μέχρι την επόμενη πρωτοχρονιά. Πριν 3 χρόνια, αφού κόψαμε τη βασιλόπιτα, το χρυσό νόμισμα βρέθηκε στο κομμάτι του σπιτιού που είχε περάσει πια τα διακόσια χρόνια και ακόμα στεκόταν όρθιο, με αρκετές βέβαια φθορές, στηριγμένο στους κορμούς του υπογείου. Για πρώτη φορά αναρωτηθήκαμε τί είδους νόμισμα ήταν. Έκανε το γύρο του τραπεζιού, όλοι το κοιτάξαμε προσεκτικά, αλλά τελικά κανείς από τους συνδαιτυμόνες δεν είχε την παραμικρή ιδέα.


Λίγες μέρες αργότερα ξαναπέρασα από το σπίτι της θείας με τη φωτογραφική μηχανή. Έβγαλε το νόμισμα από το κουτί με τη βελούδινη επένδυση -πρόσεξα στο φως της ημέρας πόσο φθαρμένη ήταν-και το κολλήσαμε σε ένα χαρτόνι. Της ζήτησα να κρατήσει κάθετα το χαρτόνι -“έμενα μη με βγάλεις, είμαι αχτένιστη”- για να το φωτογραφίσω. Πρώτα τη μια κι έπειτα την άλλη πλευρά. Μετά της εξήγησα τί θα έκανα. Φάνηκε ενθουσιασμένη αλλά την ώρα που έφυγα, σκοτείνιασε κάπως και ζήτησε να μάθουμε εκτός από το είδος και την προέλευση και την αξία του νομίσματος. Δυο μέρες μετά, έλαβα απάντηση από ένα καλό φίλο που ζει στην Νέα Υόρκη και είναι φανατικός συλλέκτης νομισμάτων.



Country: Italy, Venice
Mint: Venice
Issuer: LUDOVICO MANIN (last Doge of Venice)
Date: ca. 1789 - 1797
Metal: gold
Type of coin: Zecchino (Ducat)
Weight: 3,4 grams
Inscription:
Front: S•M•VENET / DVX / LVDOV•MANIN (the Duck is knelling in front of St. Mark)
Back: REGIS•ISTE•DVCA•SIT•T•XPE•DAT•P•TV
Estimated auction price on 2012: € 130 - € 150 maximum


Πέρασα αρκετές ώρες αναζητώντας στο διαδίκτυο πληροφορίες για τη Βενετία και τον Δόγη. Όταν μάζεψα αρκετές, επισκέφτηκα και πάλι τη θεία. Εκείνο το απόγευμα, για πρώτη φορά οι ρόλοι αντιστράφηκαν. Ήμουν εγώ που εξιστορούσα κι εκείνη που με άκουγε. Προσπάθησα να κάνω όσο πιο συναρπαστική γινόταν την αφήγηση. Μίλησα σαν να ήμουν ανάμεσα στο πλήθος που υποδέχτηκε με ζητωκραυγές τον νεοεκλεγέντα Δόγη. Σαν να είχα πιάσει και εγώ ένα χρυσό νόμισμα από αυτά που πέταξε. Επέμενα στο φόβο και στην αγωνία των Βενετσιάνων, όταν οκτώ χρόνια αργότερα, στη λιμνοθάλασσα φάνηκε απειλητικός ο γαλλικός στόλος και περισσότερο όταν μετά από λίγες μέρες τα γαλλικά στρατεύματα μπήκαν στη πόλη και έφτασαν στην πλατεία του Αγίου Μάρκου. Μίλησα και για την απελπισία του Δόγη τη μέρα που αναγκάστηκε να παραδοθεί και να εγκαταλείψει “με σκυμμένο το κεφάλι” οριστικά το Παλάτι των Δόγηδων.

Τα στρατεύματα του Ναπολέοντα στην πλατεία του Αγ. Μάρκου


Η θεία με άκουγε προσεκτικά χωρίς να με διακόψει. Κάποια στιγμή μόνο, προς το τέλος την είδα να βγάζει τα γυαλιά της και με το μαντήλι -πάντα χωμένο στο αριστερό της μανίκι- να σκουπίζει τα μάτια της. “Τελευταία δακρύζουν με το παραμικρό” δικαιολογήθηκε, αλλά για μένα αυτό το βούρκωμα ήταν ένδειξη ότι σε ένα βαθμό τουλάχιστον, είχα ξεπληρώσει το μεγάλο χρέος μου: για τα παραμύθια και τις ιστορίες που μού είχε εξιστορήσει όταν ήμουνα παιδί και γιια το δουκάτο που φρόντιζε να είναι πάντα στο κομμάτι της πίτας που μου σέρβιρε. Και βέβαια χάρηκα πολύ. Μόνο στο τέλος, λίγο πριν φύγω, όταν επέμενε να μού ετοιμάσει ένα πιάτο με κουραμπιέδες για να πάρω μαζί μου, ένιωσα ένα παράξενο σφίξιμο. Τη στιγμή που τύλιγε το πιάτο με αλουμινόχαρτο και χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει, είπε αρκετά χαμηλόφωνα -τόσο που σχεδόν δεν την άκουσα- και τάχα αδιάφορα: “...και πόσο είπε ο φίλος σου ότι αξίζει ο Δόγης;”



Φέτος την πρωτοχρονιά η βασιλόπιτα της θείας θα έχει ένα δίευρο, τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο. Ο Δόγης, το τελευταίο από τα νομίσματα, το χρυσό δουκάτο που έφερε ο προπάππος της από την Ήπειρο στις αρχές του 1800 και που κατά πάσα πιθανότητα ήταν ένα από  τα νομίσματα που είχε σκορπίσει στο πλήθος ο τελευταίος Δόγης της Βενετίας τη μέρα της ενθρόνισής του, την άνοιξη του 1789 -ένα μόλις μήνα πριν τη Γαλλική Επανάσταση- και που για πολλές δεκαετίες έβγαινε από το κουτάκι με την βελούδινη επένδυση για να μπει στη ζύμη της βασιλόπιτας, είχε πουληθεί στο ήμισυ της αξίας του σε ένα κατάστημα “Αγοράζω χρυσό” για να συμπληρώσει η θεία το ποσό της δόσης που έπρεπε να πληρώσει στη εφορία.


η ανάρτηση αφιερώνεται στον φίλο μου στην Νέα Υόρκη 
και στο Ρογήρο που με βοήθησαν, 
ο καθένας με τον τρόπο του



Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Αν δεν βγει Πρόεδρος...


"...με Δήμα κάνουμε ρεβεγιόν, χωρίς, όχι..." ακούσαμε τις προάλλες να αναφέρει σχολιαστής στο κεντρικό δελτίο του ΣΚΑΙ. Η φράση αυτή προβλημάτισε πολύ τους πάντες, ιδιαίτερα όμως το Ερυθρό Καγκουρό και τον Τσαλαπετεινό οι οποίοι συναισθάνθηκαν αμέσως το μέγεθος και τη βαρύτητα του προβλήματος. Ταυτόχρονα όμως απόρησαν γιατί ο σχολιαστής περιορίστηκε αποκλειστικά και μόνο στο πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν. Έτσι, από κοινού, οι δυο ιστολόγοι αποφάσισαν να εμβαθύνουν στο ζήτημα που μόνο ακροθιγώς- και ίσως δικαιολογημένα λόγω των ασφυκτικών χρονικών πλαισίων ενός τηλεοπτικού δελτίου- έθιξε ο έγκριτος σχολιαστής. 
Με αλλεπάλληλες λοιπόν τηλεδιασκέψεις τις μέρες που ακολούθησαν, καγκουρό και τσαλαπετεινός ερεύνησαν διεξοδικά και κατέγραψαν τις ολέθριες επιπτώσεις της μη εκλογής του υποψήφιου κυρίου Δήμα στο αξίωμα του Προέδρου Δημοκρατίας από την παρούσα Βουλή, στην εορταστική περίοδο που ήδη διανύουμε. Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας παρουσιάζονται σήμερα αναλυτικά, με την ελπίδα ότι θα συμβάλλουν ουσιαστικά τόσο στην αποσόβηση της πολιτικής κρίσης που ταλανίζει τη χώρα και πανικοβάλει τις αγορές όσο και στη διατήρηση αλλά και την περαιτέρω ανάπτυξη του εορταστικού κλίματος.


Το γιορτινό τραπέζι. Η πρώτη σημαντική επίπτωση θα εμφανιστεί στο γιορτινό τραπέζι. Θα είναι τόσο λιτό και πενιχρό που το σαρακοστιανό θα φαντάζει λουκούλειο μπροστά του. Ειδικότερα επισημαίνουμε ότι: Οι βασιλόπιτες δεν θα έχουν φλουρί, οι κουραμπιέδες δεν θα έχουν άχνη, τα μελομακάρονα και οι δίπλες δε θα έχουν ούτε μέλι ούτε καρύδια και η γαλοπούλα δε θα έχει γέμιση.

Το δέντρο. Τα φυσικά χριστουγεννιάτικα δέντρα θα μαραίνονται πριν φτάσει καν η Πρωτοχρονιά. Τα δε ψεύτικα, δε θα ανοίγουν τα κλαδιά τους με αποτέλεσμα να είναι αδύνατος ο στολισμός τους. Τα λαμπάκια τους θα καίγονται με διαδοχικές εκρήξεις. Το αστέρι της κορυφής θα πέφτει συνεχώς και μάλιστα τόσο γρήγορα που δε θα προλαβαίνει κανείς να κάνει ευχή και οι μπάλες τους θα σκάνε ξαφνικά και με τόσο θόρυβο που θα φτάνει αμέσως η Μίνα Καραμήτρου με το συνεργείο του Mega, βέβαιη ότι ήταν ο Ξηρός που τα πυροδότησε και αμέσως μετά η αντιτρομοκρατική υπηρεσία.

Τα κάλαντα. Αν δεν εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κάλαντα δεν θα ακουστούν φέτος στις γιορτές. Θα παρατηρηθεί τεράστια έλλειψη τριγώνων στην αγορά ενώ για ευνόητους λόγους θα είναι αδύνατη η εισαγωγή τους. Των παλιών τριγώνων η αξία θα ακολουθήσει την ιλιγγιώδη αυξητική πορεία των σπρέντς με αποτέλεσμα να παρατηρηθούν ουρές πιτσιρικάδων στα καταστήματα “Αγοράζω χρυσό και άλλα τιμαλφή”, που θα προσπαθούν να πιάσουν την υψηλότερη δυνατή τιμή πουλώντας τα. Κι όσα παιδιά τελικά βγουν για κάλαντα α καπέλα, θα τα έχουν ξεχάσει και θα τραγουδούν λυπητερά: “Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα, σήμερα όλα θλίβονται και τα βουνά λυπούνται” χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι απέχουμε μήνες από την Μεγάλη Παρασκευή.

Οι ευχές. Οι ελάχιστες ευχετήριες κάρτες που θα αποσταλούν, θα φτάσουν στα γραμματοκιβώτια των παραληπτών το νωρίτερο γύρω στον Δεκαπενταύγουστο. Στα sms, θα επεμβαίνει ο αυτόματος διορθωτής και θα αποστέλλονται τελικά κακόβουλα μηνύματα που θα λένε: “Κακά Χριστούγεννα” και Happy new Fear και θα μπλοκάρουν τα κινητά τηλέφωνα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί κανείς να επικοινωνήσει με κανέναν και το χειρότερο θα ερημώσει το face book, τόσο που θα θυμίζει tsu. Οι δε ευχές που θα σταλούν με ηλεκτρονικά μηνύματα, θα καταλήγουν άδοξα στα spams.

Τα τυχερά παιχνίδια. Η μη εκλογή προέδρου από την παρούσα Βουλή θα είναι ολέθρια και για τα τυχερά παιχνίδια αλλά και για το πρωτοχρονιάτικο λαχείο. Θα εξαφανιστούν οι μπαλαντέρ από τις τράπουλες, θα είναι αδύνατον να πετύχει κανείς τριανταμία, οι τσόχες στα τραπέζια θα σκίζονται και οι ρουλέτες θα πάψουν να γυρίζουν. Το μεγαλύτερο όμως φιάσκο θα παρατηρηθεί στο πρωτοχρονιάτικο λαχείο καθώς δε θα αναδειχτεί κανένας νικητής και μόνο οι λήγοντες θα κερδίζουν μηδαμινά ποσά τα οποία θα φορολογηθούν άγρια.


Η γέννηση του ΘεανθρώπουΟ Ιωσήφ και η Μαρία παρά την απεγνωσμένη αναζήτηση καταλύματος, δε θα βρίσκουν όχι φάτνη, ούτε καν μια αποθήκη να σταθούν και έτσι θα καταλήξουν στην πλατεία Συντάγματος. Πριν προλάβουν να ξαποστάσουν Καμίνης, Άδωνης και Πλεύρης θα απειλούν να τους εκδιώξουν με συνοπτικές διαδικασίες για καθαρά αισθητικούς και εμπορικούς λόγους. Τότε εκείνοι θα αρχίσουν απεργία πείνας διεκδικώντας μια αξιοπρεπή φάντη αλλά θα τη σταματήσουν αμέσως μόλις εμφανιστεί για συμπαράσταση ο βουλευτής Μιχελογιαννάκης. Ξημερώματα της 25ης Δεκεμβρίου ο υπουργός προστασίας του πολίτη, κύριος Κικίλιας μετά από μυστική επιχείρηση απομάκρυνσής τους θα δηλώσει συγκινημένος: «Σήμερα, η Ελληνική Αστυνομία έδειξε το ανθρώπινο πρόσωπό της απεγκλωβίζοντας τους δυστυχισμένους Ιωσήφ και Μαρία οι οποίοι διεκδικούσαν την νόμιμη στέγασή τους σε μια φάτνη”
Ο μικρός Χριστός θα γεννηθεί τελικά μέσα σε αστυνομική κλούβα, καθ` οδόν για την Αμυγδαλέζα, θα αποσπαστεί βίαια από τη μητέρα του και θα στεγαστεί επ` αόριστον σε ένα κλουβί προσφύγων με τα άλλα ασυνόδευτα ανήλικα που σώθηκαν από το δουλεμπορικό της Κρήτης.

Οι ΜάγοιΜεγάλη περιπέτεια περιμένει και τους μάγους με τα δώρα. Ενώ θα έχουν συνδεθεί με το δωρεάν wi fi που υπάρχει σε όλη την επικράτεια -μετά την πραγματοποίηση της υπόσχεσης του πρωθυπουργού- θα χάσουν το gps τους και τελικά και το δρόμο τη φάτνη. Έτσι θα γυρίζουν ψάχνοντας απελπισμένοι οπότε -επειδή είναι κάπως μελαχροινοί, μουσάτοι, ντυμένοι περίεργα και σαφώς ξενοφέρνουν- θα συλληφθούν και θα διακομιστούν σιδηροδέσμιοι στο Αλλοδαπών. Εκεί θα τους υποδεχτούν ως συνήθως και τελικά ούτε οι εξπέρ του φωτοσοπ δε θα μπορέσουν να καλύψουν τους μώλωπες και τα τραύματα που θα φέρουν με αποτέλεσμα κανείς να μην τους αναγνωρίσει. Το χρυσό, τη σμύρνα και το λιβάνι, τα δώρα που προοριζόταν να προσφερθούν στο θείο βρέφος, θα κατασχεθούν και θα η ομάδα Δ, θα επιτάξει τις καμήλες τους.

Η πρωτοχρονιά. Η μη εκλογή Δήμα και η αναγκαστική προκήρυξη εκλογών, δεν θα σημάνει απλώς την καταστροφή της χώρας, αλλά θα αποτρέψει την έλευση του νέου χρόνου. Στο δώδεκα παρά πέντε, το 2014 θα σκαλώσει επικίνδυνα και θα παραμείνει, οπότε το 2015 μη βρίσκοντας χώρο να εισέλθει, θα αποχωρήσει. Πολλοί ξένοι αναλυτές αλλά και παράγοντες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, υποστηρίζουν σε όλους τους τόνους ότι το ίδιο θα συμβεί και την επόμενη αλλά και τις μεθεπόμενες χρονιές. Ήδη μάλιστα έχουν προτείνει να ονομαστεί αυτή η χρονιά, αποκλειστικά για τη χώρα μας, η Χρονιά της Μαρμότας. Τον μόνον που δεν ανησυχεί καθόλου η προοπτική της αέναης επανάληψης του 2014, είναι ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιουνκερ, που δήλωσε ότι για εκείνον το 2014 “είναι μια οικεία χρονιά”


Ο Άγιος ΒασίληςΕίναι προφανές ότι ο Άγιος Βασίλης δε θα επισκεφτεί κανένα σπιτικό της χώρας μας φέτος την πρωτοχρονιά αλλά δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτή την απόφαση. Λέγεται ότι πέρυσι υπέστη σοβαρά εγκαύματα στην προσπάθειά του να κατέβει από τις καμινάδες, καθώς όλα τα τζάκια ήταν αναμμένα και δεν θέλει να πάθει και φέτος τα ίδια, παρ` όλο που η τιμή του πετρελαίου αλλά και του φυσικού αερίου έχει πέσει. Άλλοι υποστηρίζουν ότι για την επίμαχη μέρα έχει ανακοινωθεί ότι θα πραγματοποιηθεί πανευρωπαϊκή απεργία ταράνδων που αντιδρούν στις περικοπές των μισθών και των συντάξεών τους, στις αντίξοες συνθήκες εργασίας τους και αποκλείεται να βρεθούν απεργοσπάστες ή εθελοντές τάρανδοι που θα αποζημιωθούν με μόρια. Οι δε γονείς που τυχόν θα θελήσουν να υποκαταστήσουν τον εκ Καισαρείας ή Ροβανιέμι Άγιο, για πρώτη φορά στα χρονικά, θα διαπιστώσουν ότι το βαλάντιό τους δεν θα είναι αρκετό για να ψωνίσουν δώρα.


Οι καλικάντζαροι. Η μόνη περίπτωση να αποχωρήσουν οι εποχιακοί καλικάντζαροι, όπως αντιλαμβάνονται όλοι όσοι έχουν διαβάσει προσεκτικά αυτή την εμπεριστατωμένη μελέτη, είναι έστω με την τρίτη ψηφοφορία, να εκλεγεί ο πολυπόθητος -τουλάχιστον για τους συνετούς πολιτικούς που ενδιαφέρονται ουσιαστικά για την αναπτυξιακή πορεία της χώρας, τη σταθερότητα και την παραμονή μας στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Πρόεδρος της Δημοκρατίας από την παρούσα Βουλή. Σε αντίθετη περίπτωση είναι βέβαιο ότι οι εποχικοί καλικάντζαροι, τα παγανά, θα παραμείνουν στον πάνω κόσμο, αλλά με τις εκλογές που θα ακολουθήσουν, θα αποχωρήσουν δια παντός, οι παντός είδους καλικάντζαροι της πολιτικής και οικονομικής ζωής του τόπου.

Τελικά, όπως καταλάβατε θρασίμια, αν δεν βγάλουμε το Δήμα πρόεδρο, μαύρες γιορτές θα κάνουμε. Κανονίστε λοιπόν...


Aναδημοσιεύτηκε στο tvxs 

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

Λίγο ακόμα



Μετά την πρώτη ανάσα ανακούφισης, να βουβαίνεσαι από χαρά. Αυτό. Να βουβαίνεσαι καθώς φουντώνει μέσα σου, έτοιμη να εκραγεί σε κραυγή. Στην πρώτη κραυγή χαράς μετά από χρόνια βιωμένα στον απόλυτο ζόφο. Να μη βρίσκεις λόγια να  την εκφράσεις και να ψάχνεις μουσικές μπας και αυτές της δώσουν μορφή και ανακουφιστική διέξοδο. 

Να ακούς από την Ωδή στη χαρά, μέχρι το Gracias a la vida, από τους Ούγγρικους χορούς του Μπραμς μέχρι το El pueblo unido jamás será vencido και να καταλήγεις να τραγουδάς "Λίγο ακόμα να σηκωθούμε" -δυνατά, άγρια, παράφωνα- "λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα"

Και για πρώτη φορά -έστω και αν σε λίγο και πάλι διαψευστείς καθώς η άγρια εποχή συνεχίζεται- για πρώτη φορά, να ανασαίνεις βαθιά πάλι και πάλι αυτή την πρώτη ανάσα ανακούφισης κι ύστερα επιτέλους να ελπίζεις. 

Σιωπηλή Αγωνία






Συγκέντρωση Αλληλεγγύης στον Νίκο Ρωμανό που διανύει την 30η ημέρα απεργίας πείνας στο Σύνταγμα το βράδυ της Τρίτης. Την Τετάρτη στις 12:00 η ονομαστική ψηφοφορία για την ηλεκτρονική επιτήρηση φυλακισμένων. Ο υπουργός Δικαιοσύνης Χ. Αθανασίου μετά τις αγωνιώδεις εκκλήσεις συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης δεσμεύτηκε να εξετάσει τις τροπολογίες  που κατατέθηκαν και να παρουσιάσει νέα λύση-πρόταση πριν την ψηφοφορία.

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Η ώρα της Ιστορίας


Άκεφος, με χαλκάδες στα μάτια, ο Κίτσος σούρθηκε το άλλο πρωί στην τάξη. Πρώτη ώρα είχαν το Γαβριάδη- πράγμα που πάντα σκοτείνιαζε τη μέρα κι έφερνε προκαταβολικά γρουσουζιά. Με το που μπήκε στην τάξη, ο Ιστορικός είχε κιόλας αρχίσει να φωνάζει απουσιολόγιο. Με εκείνη τη λαρυγγική φωνή του- σα γυναίκα που βιάζουν.
Τί ώρα είναι αυτή;” σταμάτησε για να μιλήσει στον Κίτσο.
Οκτώ και τέταρτο”, είπε ο Κίτσος βραχνά.
Πήγαινε να καθίσεις στη θέση σου”, τούπε, “αμέσως”
Ο Κίτσος κάθισε δίπλα στον Άκη, όπως πάντα. Ανήσυχος ο φίλος του στήλωσε πάνω του τα μάτια ερωτηματικά. Σκυμμένος στο βιβλίο της Ιστορίας ο Κίτσος έβλεπε την Άρτεμη με το κινηματογραφικό στήθος της και το αιώνιο στάχυ στο στόμα, να βαδίζει ανάμεσα στα παλικάρια του εικοσιένα σκορπίζοντας μικρές φλόγες που απειλούσαν να γίνει επανάσταση. Ώσπου κάποτες ένιωσε τον Άκη να τον σκουντάει.
Μάθημα”, είπε η υστερική φωνή απ` την έδρα.
Σηκώθηκε επί τόπου, στηρίζοντας τα γόντά του πάνω στην κόψη του θρανίου.
Εις τί ωφέλησε η υποστήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων την επανάστασιν του εικοσιένα;” ρώτησε ο Γαβριάδης.
Ο Κίτσος ένιωσε όλα τα μάτια στραμμένα καταπάνω του. Θαρρείς και τούτη την ώρα να του έπεφταν από τον ουρανό μαζωμένες όλες οι ευθύνες. Τεντώθηκε όλος.
Στο να διαιρέσει ακόμα περισσότερο το ήδη διαιρεμένο Έθνος” είπε με φωνή σιγανή, ωστόσο σταθερά.
Τί εννοείς;” είπε ο Γαβριάδης κρεμώντας τα πουλίσια χέρια του πάνω από την έδρα.
Εννοώ ότι οι αγωνιστές στάθηκαν μπαίγνιο της Ευρώπης και μοιράστηκαν σε αγγλόφιλους, ρωσόφιλους και γαλλόφιλους κατά το πρότυπο της πολιτική: “διαίρει και βασίλευε”
Πού τα είδες αυτά γραμμένα;” είπε ο Γαβριάδης. “Σε ποιά σελίδα του βιβλίου;”
Το βιβλίο το διάβασα κι αυτό κατάλαβα. Σελίδες δε θυμάμαι”
Ένα μουρμουρητό πέρασε πάνω απ' την τάξη. Όλοι κοίταζαν τον Κίτσο.
Ποία ήτο η πρώτη επίσημος μορφή διακυβερνήσεως εις την ελευθέραν Ελλάδα;”
Η βασιλεία του Όθωνα και των Βαυαρών. Μοναρχία απολυταρχική και κυβέρνηση παρακρατική”, είπε ο Κίτσος.
Παρακρατική· τί πάει να πει η λέξις αυτή;”
Στο μυαλό του Κίτσου ήταν σα νάχε ανοίξει μια τρύπα και νάπεφτε ένα φως από ψηλά.
Παρακρατικό είναι το σύστημα που κυβερνούν οι χαφιέδες και που το κράτος αστυνομεύεται από δυνάμεις αντισυνταγματικές. Όταν η ελευθερία του λαού διακυβεύεται και πνίγεται στα μπουντρούμια”
Σιωπή!” βρόντηξε το χέρι πάνω στην έδρα ο Ιστορικός. “Απάντησε σωστά ειδεμή σε καθίζω χάμω”.
Κίτσο” του είπε χαμηλόφωνα ο Άκης ταμπουρωμένος πίσω από το βιβλίο του, “το νου σου!”
Και τί έχεις να πεις διά τον ρόλον τον οποίον διαδραμάτισε ο Μέτερνιχ εις την Ευρώπην;” ρώτησε ο ιστορικός κρεμνώντας τα γαμψά, πουλίσια χέρια του πάνω από την έδρα.
Ο Μέτερνιχ ήταν μια φυσιογνωμία ξεχωριστή” είπε ο Κίτσος, “ένας αριστοτέχνης της διπλωματίας”.
Τότε πώς εξηγείς τον ανθελληνικό ρόλο που έπαιξε εις την επανάστασιν;”
Όλες οι φυσιογνωμίες σφάλλουν κάποτες στην εκτίμησή τους· τουλάχιστον αυτός ήταν κηρυγμένος ανοιχτά εναντίον της Ελλάδος. Δε συνομώτησε κρυφά, κι ούτε μας έκανε ποτέ το φίλο.”
Με άλλα λόγια εσύ που φαίνεται να τον θαυμάζεις, είσαι και εσύ ανθέλλην...”
Η τάξη σώπαινε με κομμένη την αναπνοή.
Μια τελευταία ερώτησις”, είπε ο Ιστορικός.
Πού, πότε και υπό ποίας συνθήκας σκοτώθηκε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης;”
Στο Φάληρο, τον Απρίλη του 1827· ποιός σκότωσε τον Καραϊσκάκη μένει ανεξακρίβωτο, μπορεί και να δολοφονήθηκε· νομίζω πάντως πως όπως και να έχει το πράγμα ο Καραϊσκάκης έπεσε θύμα της Εγγλέζικης πολιτική που εμπνευστής της στην Ελλάδα στάθηκε ο Μαυροκορδάτος”.
Σώπα”, είπε κατακόκκινος ο Γαβριάδης. “Δε σε ρώτησα να μας πεις τί νομίζεις. Πού τα έμαθες όλα αυτά; Για πες μας, κουμουνιστής είσαι;”
Κουμουνιστής δεν είμαι”, είπε ο Κίτσος, ¨εκτός αν με κουμουνιστή εννοείτε έναν άνθρωπο που μπορεί και εκτιμάει τα πράγματα και προχωρεί πέρα απ' αυτό που τού δίνουν να πιστέψει”
Ποιός τού δίνει να πιστέψει, τί;”
Να αυτό”, είπε ο Κίτσος πιάνοντας απ' τη ράχη το βιβλίο της Ιστορίας και ανεμίζοντάς το. “Αυτό το κουρελόχαρτο”.
Ξαφνικά ο Γαβριάδης απόμεινε ακίνητος· όλο το αίμα ήρθε και μαζεύτηκε στο κεφάλι του, θαρρείς το τριγωνικό του κρανίο με τη χωρίστρα στη μέση ήταν έτοιμο από στιγμή σε στιγμή να χωρίσει στα δύο. Χτύπησε με το χάρακα την έδρα.
Αναρχικός!” αναφώνισε, “έξω γρήγορα, έξω είπα...”
Ο Κίτσος έσκυψε κι άρχισε αργά να μαζεύει τα βιβλία του. Η τάξη παγωμένη κοίταζε πότε τον Κίτσο, πότε το Γαβριάδη. Μέσα σε νεκρική σιωπή ο Κίτσος μάζεψε ένα-ένα τα βιβλία του.
Άσε τα και έβγα έξω αμέσως”, βρόντηξε η φωνή του Ιστορικού.
Δε βγαίνω”, είπε ο Κίτσος ήσυχα.
Τί είπες;”
Είπα, δε βγαίνω. Πληρώνω σ' αυτό το σχολείο, κι έχω δικαίωμα σαν όλους εδώ μέσα ν' ακούσω το μάθημα και να εξεταστώ”.

Για μια απειροελάχιστη στιγμή, η τάξη έχασε την αίσθηση του χρόνου. Θαρρείς και μεγάλα κύματα νάχαν ορμήσει μέσα στην κάμαρη, σκαμπανεβάζοντας, που άλλοτες σήκωναν τον Κίτσο ψηλά, κι άλλοτε τον άφηναν να πέσει. Κι ανάμεσα ακουγόντουσαν φωνές υπόκωφες, σαν από μια επανάσταση που μαίνονταν στο βυθό και γύρευε αφορμή, τρόπο να ξεσπάσει. Ύστερα καθώς ο χρόνος ξαναβρήκε την κανονική του ροή, ένα κύμα γέλιου απλώθηκε στην τάξη, στην αρχή σιγανό, έπειτα ακράτητο. Ο Γαβριάδης έκανε να κατέβει απ' την έδρα, το πόδι του μπλέχτηκε στο σχοινί απ' όπου κρεμόταν ο σπόγγος του μαυροπίνακα, κι ήρθε να πέσει φαρδύς- πλατύς χάμω.

Τότε είναι που η τάξη σηκώθηκε στο πόδι, ανεμίζοντας βιβλία, πετώντας μολύβια και γόμες, ανοίγοντας τα παράθυρα, ωσότου οι φωνές σκόρπισαν, ήρθαν χτυπήθηκαν στους στενούς δρόμους της πόλης· έβλεπες τους διαβάτες όρθιους να αφουγκράζονται, τους μαγαζάτορες βγαλμένους στα κατώφλια τους, τις νοικοκυρές σταματημένες στις μπουγάδες τους. Έπειτα τα παιδιά, ακράτητα, άλλοι από τις πόρτες κι άλλοι από τα παράθυρα, ξεχύθηκαν στους δρόμους. Άλλοι ήθελαν να σηκώσουν τον Κίτσο στα χέρια, άλλοι να τον φιλήσουν, εκείνος όμως τους ξέφυγε κι από μια πάροδο έτρεξε να κρυφτεί.

Εκείνο το βράδυ, ο Κίτσος δε γύρισε στο σπίτι του. Άλλοι είπαν πως τον είδαν να μπαίνει στο σπίτι της Άρτεμης, άλλοι πως τον είδαν από μακριά να περπατάει στον Χλωμό, ανάμεσα σε βράχια και πυκνές λόχμες, σαν άγριος να ταίζεται μέλι και ακρίδες. Το επεισόδιο έκανε το γύρο της πόλης, μα γρήγορα καταλάγιασε κι αυτό. Σαν τους αέρηδες που φύσηξαν ότι ήταν να φυσήξουν κι έπειτα παγωμένοι, άσπλαχνοι, έπεσαν να κοιμηθούν.


Το απόσπασμα (σελ 139- 144) προέρχεται από  Τα Μηχανάκια, του Μένη Κουμανταρέα που εκδόθηκε από τον Κέδρο το 1962 . Ο συγγραφέας βρέθηκε σήμερα το πρωί δολοφονημένος στο σπίτι του στην Κυψέλη. Τον Οκτώβριο του 2012 ο Μένης Κουμανταρέας είχε υποστεί επίθεση από ακροδεξιό, λίγες μέρες μετά από την συμμετοχή του σε αντιρατσιστική εκδήλωση στον Άγιο Παντελεήμονα.


Η πρώτη φωτογραφία,  από το εξώφυλλο του βιβλίου που φιλοτέχνησε ο Χρόνης Μπότσογλου.