Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017

Λούλα Αναγνωστάκη 1934-2017


(Στη σκηνή βρίσκονται η ΑΛΙΚΗ και ο ΑΝΤΟΝΙΟ. Ο φωτισμός είναι χαμηλός και κόκκινος. Η ΑΛΙΚΗ ειναι καθισμένη σε μια καρέκλα σε πρώτο πλάνο, απέναντι στην πλατεία. Φορά ένα κλειστό μαύρο φόρεμα. Κρατά το μέτωπό της σαν να θέλει να συγκεντρωθεί. Ο ΑΝΤΟΝΙΟ, στο βάθος, ζωγραφίζει αργά, με κόπο. Η ΑΛΙΚΗ αφήνει να πέσει το χέρι της, ανασηκώνει το κεφάλι, κοιτάζει ίσια μπροστά της. Το πρόσωπο της είναι σα μασκα. Μοιάζει σχεδόν σα μια γριά γυναίκα. Παύση. Έπειτα αρχίζει να μιλά χωρίς ν' αλλάξει έκφραση και κοιτάζοντας πάντα μποστά της. )

ΑΛΙΚΗ: Αντόνιο. Αντόνιο εδώ είσαι; Έλα να καθίσεις δίπλα μου. Έλα, σου λέω! Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο. Οι άλλοι θα γυρίσουν από στιγμή σε στιγμή και δε θα είμαστε πια μόνοι. Δε θα μπορούμε να μιλήσουμε ο ένας στον άλλον. Δεν έχουμε καιρό. Έλα. (Παύση) Δεν έχω καιρό. Είμαι βιαστική- γερνάω. Πόσο χρονών είσαι εσύ; Είκοσι; Εικοσιδύο. Σε σένα δεν έχει σημασία η ηλικία. Γι` αυτό σ` αγαπώ. Δε θα μεγαλώσεις ποτέ. Δε θα φύγεις ποτέ μακριά από τη μαμά σου. Την καλή-γριά μαμά σου. (Άργα) Έλα λοιπόν που σού λέω! Δεν έχουμε καιρό! Έλα, πρέπει ν` αρχίσουμε. (Παύση) Αχάριστο πλάσμα. Ξεχνάς τί ήσουν όταν σ` έφερα εδώ. Ένα ζώο. Ένα ζώο που τρεμούλιαζε στη γωνιά του δρόμου. Κι εγώ σού έμαθα να ντύνεσαι, να τρως, να ζωγραφίζεις, να σκέφτεσαι. Να μιλάς. Ναι ακόμα και να μιλάς σου έμαθα. Μίλα! Τώρα! (Παύση) Αχάριστε. Δε λες λέξη. Αναρωτιέμαι τί θα ήσουν χωρίς εμένα. Ένα σκυλί που του πετούν πέτρες. (Ξεσπά) Ώρες- ώρες μού 'ρχεται ν' ανοίξω την πόρτα και να σε πετάξω έξω! Έτσι. Να σ' ακούσω να γαβγίζεις μέσα στην κρύα νύχτα. Το ξέρεις πως μ' έχεις ανάγκη; Με χρειάζεσαι! Το ξέρεις ναι ή όχι; (Παύση) Εντάξει κι εγώ σε έχω ανάγκη. Έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλον. Το παραδέχομαι. Τί ήμουν πριν σε φέρω εδώ; Μια γριά έρημη γυναίκα. Τέτοια ήμουν πάντα- σε όλη μου τη ζωή- έτσι γεννήθηκα. Ακόμα κι όταν ζούσα με τους γονείς μου. Ακόμα κι όταν ζούσα με τον άντρα μου. Ο άντρας μου μού το λεγε από τον πρώτο κιόλας καιρό και ήμουν δεν ήμουν είκοσι χρονών τότε. Είσαι μια γριά έρημη γυναίκα, μού έλεγε. Γριά και άσχημη. Μια μέρα θα σε εγκαταλείψω. Θα φύγω και δε θα με ξαναδείς. Κι οι φίλοι μου μού το έλεγαν κι εκείνοι. Ή μάλλον όχι- δε θυμάμαι πια. Δεν θυμάμαι αν αυτοί μού το έλεγαν. Το σκέφτονταν όμως, όσο γι αυτό είμαι βέβαιη. Το σκέφτονταν. Κι όταν εκείνος, ο άντρας μου έφυγε, τότε σίγουρα το σκέφτηκαν γι άλλη μια φορά. Το είδα στα μάτια τους. Δε γελιέμαι εγώ. Όμως είχα γνωρίσει κάποτε μια γυναίκα που ήταν χαρούμενη κι όμορφη. Η πιο χαρούμενη κι όμορφη γυναίκα που είδα ποτέ στη ζωή μου. Έμενε πλάι απο το πατρικό μου σπίτι. Κι είχε ένα παράξενο όνομα. Αμίνα. Έτσι την έλεγαν. Η μητέρα μου έλεγε: Πήγαινε στο παράθυρο να δεις την Αμίνα. Η Αμίνα βγήκε στο μπαλκόνι. Η Αμίνα φορά το άσπρο της φόρεμα. Η Αμίνα έκανε τα μαλλιά της κοτσίδα. Και μια μέρα μού είπε: Η Αμίνα κρεμάστηκε γιατί την άφησε ο άντρας της.
(Γελά σιγά)
Μια γριά έρημα γυναίκα. Πάντα. Σε όλη μου τη ζωή. Τριγύριζα στ' άδεια πάρκα. Στους άδειους δρόμους. Στ΄'αδεια σπίτια. Παντού πάρκα και δρόμοι. Σπίτια Φωνές. Άνθρωποι. Ποτέ δεν ένιωθα καλά με τους ανθρώπους. Πώς μπορεί να νιώθει κανείς καλά μαζί τους όταν- όταν υπάρχει αυτή η έλλειψη συντονισμού στις σχέσεις τους. Συντονισμός! Αυτό ακριβώς. Αντόνιο, τη βρήκα τη λέξη! Όλα μπορεί κανείς να τ` αντέξει στη ζωή. Γιατί όλα έγιναν για να σε βασανίζουν- στο τέλος συνηθίζεις. Το ανυπόφορο είναι πως πρέπει να τ' αντέξεις μονάχος. Οι άλλοι δεν μπορούν ποτέ να σε φτάσουν στη δυστυχία σου. Οι άλλοι αισθάνονται πάντα διαφορετικά από σένα- ακόμα κι αν λεν πως σ' αγαπούν- ακόμα κι αν λεν πως θέλουν να σε βοηθήσουν-πάντα ο πόνος τους θα είναι λιγότερος απ' το δικό σου. Είναι άδικο, δεν είναι; Εγώ δεν μπορώ να το υποφέρω. Εγώ όταν είμαι δυστυχισμένη θέλω όσοι με τριγυρίζουν να είναι και εκείνοι το ίδιο δυστυχισμένοι όπως εγώ. Για αυτό και φροντίζω να γίνουν. Τους βασανίζω, Αντόνιο, καταλαβαίνεις; Τους βασανίζω. Γιατί δεν τους ζητάω συμπόνια. Δυστυχία όση και η δική μου, τους ζητάω, στον ίδιο βαθμό, ούτε τόσο δα λιγότερη. Και δυστυχία αληθινή μόνο για δική τους αιτία μπορούν να νιώσουν, ποτέ για ξένη. Γι' αυτό και τους τη δίνω: την αιτία. Για να μη μείνω μόνη και αβοήθητη σε τέτοιες στιγμές. Είμαι σαν εκείνη τη γυναίκα που όταν πέθανε το παιδί της, σκότωσε το παιδί της αδελφή της για να έχει αληθινό σύντροφο στον πόνο της. Συντονισμός! (Γελά ανόρεχτα) Όμως πώς να τους το εξηγήσεις αυτό- πώς να τους δώσεις να καταλάβουν. Τα ηλίθια μούτρα τους- τα άδεια τους μάτια- οι στριγγλιάρικες φωνές τους. Θαρρώ πως ο μόνος που το κατάλαβε ποτέ ήσουν εσύ. Γι αυτό και σε έχω τόσο ανάγκη. Μη μ' αφήσεις ποτέ Αντόνιο! Μη μ' αφήσεις. Μη βγεις ποτέ μονάχος έξω τη νύχτα! (Κοιτάζει γύρω της) Τα παγωμένα δωμάτια. Το σκοτάδι. Εγώ κι εσύ είμαστε ένα τώρα. Βλέπεις πριν με γνωρίσεις δεν ήξερες τίποτα και τα 'μαθες όλα από μένα. Τώρα εσύ και εγώ είμαστε το ίδιο. Κλαίμε μαζί, χαιρόμαστε μαζί, έχουμε τα ίδια αισθήματα για τους άλλους κι όλα αυτά στον ίδιο βαθμό.Ούτε τόσο δα παρά κάτω ο ένας από τον άλλον. Ο συντονισμός. Τί σού έλεγα; Θυμήσου αυτή τη λέξη όσο κι αν είναι δύσκολη για σένα. Τότε που είχε πέσει το πριόνι και σού 'χε κόψει βαθιά το πόδι κι έτρεχε αίμα και ούρλιαζες και το πήρα κι εγώ κι έκοψα το δικό μου βαθιά- πονούσαμε μαζί, θυμάσαι, δεν ήσουν μόνος. Κανείς στον κόσμο δεν πέτυχε αυτό που πετύχαμε εμείς οι δυο. (Από ένα σημείο και πέρα ο ΑΝΤΟΝΙΟ έχει αρχίσει να τακτοποιεί τα χαρτιά του. Σηκώνεται αργά, πλησιάζει την ΑΛΙΚΗ, έχει πάρει μια καρέκλα και κάθεται. Είναι και οι δυο με τα πρόσωπα προς την πλατεία, στο προσκήνιο και κολλητά σχεδόν ο ένας στον άλλον. Το πρόσωπο της ΑΛΙΚΗΣ έχει μεταμορφωθεί. Το έχει πλημμυρίσει η τρυφερότητα) Ήρθες- ήρθες αγόρι μου. Δώσε μου το χέρι σου. Μικρό μου, τρυφερό χεράκι. Τί βλέπω; Τα δάχτυλά σου είναι γρατσουνισμένα. Τί έκανες πάλι, ε; Θα σε μαλώσω. Ξέρω, ξέρω τί κάνεις όταν δε σε βλέπω. Σκαρφαλώνεις τα μεσάνυχτα ως τις χελιδονοφωλιές και κλέβεις τα αυγά τους. Αυτό δεν κάνεις; Κακό παιδί, γι αυτό τα χέρια σου έχουν όλο γρατσουνιές. Έλα, αστεία το είπα, εσύ δεν κάνεις ποτέ τέτοια πράγματα. Εσύ δεν βγαίνεις ποτέ τις νύχτες έξω σαν τα άλλα αγόρια της ηλικίας σου. Εσύ δεν παρατάς τη γριά μάνα σου μόνη. (Παύση. Η ΑΛΙΚΗ αφαιρείται απότομα και κοιτάζει μπροστά της ακίνητη. Έπειτα στρέφεται προς την πόρτα. Η έκφρασή της αλλάζει πάλι) Όμως χάνουμε χρόνο. Δεν έχουμε καιρό. Και πρέπει να μιλήσουμε οι δυό μας, πριν έρθουν οι άλλοι. Τους ακούς; Έρχονται. Εγώ τους ακούω κιόλας. Εμπρός, μίλα. Θέλω ν' ακούσω τη δική σου φωνή. Τί μέρα έχουμε σήμερα;

ΑΝΤΟΝΙΟ: Κυριακή.

Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη “Αντόνιο ή το μήνυμα”. (1972) Η σπουδαία θεατρική συγγραφέας, πέθανε σήμερα, Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017 σε ηλικία 83 ετών. Ήταν η μικρότερη αδελφή του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη και σύζυγος του ψυχιάτρου και συγγραφέα Γιώργου Χειμωνά. 


Η φωτογραφία, του Σπύρου Κατωπόδη.