Τρίτη 31 Μαρτίου 2015

Το όνειρο


Κοιμάται ήρεμα στη θέση της. Φαίνεται γαλήνια, σχεδόν ευτυχισμένη. Τα χέρια χαλαρά, σταυρωμένα πάνω στην τσάντα που έχει στην ποδιά της. Το κεφάλι έχει γείρει και ακουμπάει δίπλα στο παράθυρο. Ένα χαμόγελο σχηματίζεται κι αμέσως μετά, το στόμα της ανοίγει σε μια έκφραση έκπληξης και θαυμασμού.

Στο Σύνταγμα, με την αναστάτωση της αποβίβασης, ξυπνάει απότομα. Ανοίγει τα μάτια και ταυτόχρονα κλείνει το στόμα. Κάτι από την προηγούμενη ευτυχία χάνεται με μιας. Κοιτάζει προς την αποβάθρα απέναντι· την ταμπέλα με το όνομα του σταθμού, τους επιβάτες που περιμένουν. Το βλέμμα της είναι πια θλιμμένο.

Ο συρμός ξεκινάει και μετά από λίγο, γέρνει το κεφάλι της, ακουμπάει δίπλα στο παράθυρο και ξανακοιμάται. Η γαλήνη σταδιακά επανέρχεται στο πρόσωπό της. Όταν ανοίγει και πάλι το στόμα της με έκπληξη και θαυμασμό, σκέφτομαι ότι δεν μπορεί παρά να βλέπει και πάλι το ίδιο όνειρο.


Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015

Ο μικρός σπορέας

Όταν στην παιδική ηλικία έμαθα ότι θάβουμε τους σπόρους κι αυτοί μετά από καιρό φυτρώνουν, εντυπωσιάστηκα. Δεν είναι και λίγο· για σκέψου το! Χώνεις στο χώμα ένα σπόρο, ένα κουκούτσι, ένα βολβό και από αυτά φυτρώνουν ολόκληρα δέντρα και λουλούδια.
 
Σε μια στιγμή επιφοίτησης, σκέφτηκα κάτι που ήμουν σίγουρος ότι δεν το είχε σκεφτεί κανείς άλλος μέχρι τότε. Γιατί μόνο σπόρους, κουκούτσια και βολβούς; Γιατί όχι μολυβένια στρατιωτάκια; Να φυτρώσει από αυτά δέντρο ολόκληρο με καρπούς, μια μεραρχία ώριμη για μάχη.

Φύτεψα μερικά στρατιωτάκια, αρκετά κέρματα από το χαρτζιλίκι μου κι ένα χρυσό δαχτυλίδι της μάνας μου, που βούτηξα χωρίς να το καταλάβει. Καθώς δεν είχα την υπομονή του καλού καλλιεργητή, πήγαινα συχνά και σκάλιζα επίμονα το χώμα για να διαπιστώσω την πρόοδο της σποράς μου. Πλήρης απογοήτευση. 

Λασπωμένα τα στρατιωτάκια -ίδια με τους στρατιώτες του Qin Shi Huang- με τσακισμένες τις ξιφολόγχες τους, ούτε ρίζες είχαν βγάλει, ούτε φύτρες, ούτε κάτι που να μαρτυρά ανάπτυξη. Το ίδιο και τα κέρματα. Το δαχτυλίδι πάλι, δεν ήξερα πώς πάει, καθώς δε θυμόμουν σε ποιόν τενεκέ, από τη μεγάλη σειρά των ασπρισμένων τενεκέδων με τα χρυσάνθεμα, είχα φυτέψει.

Μού πήρε πολύ καιρό να το πάρω απόφαση ότι σοδειά από τη σπορά μου, δεν θα θέριζα, αλλά συνέχιζα να θάβω. Όχι πλέον αντικείμενα, μα σκέψεις και κυρίως επιθυμίες. Και να δεις ένα παράξενο: αυτές όχι μόνο φύτρωναν, αλλά θέριευαν με τον καιρό.


φωτο © Werner Bischof / Magnum Photos



Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

Watching the news




Συνάντηση  Μερκελ- Τσίπρα στο Βερολίνο



Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015

Η προηγούμενη έκλειψη




Πρέπει να ήταν Αύγουστος γιατί το Νησί ήταν γεμάτο και μεσημέρι γιατί είχαν ξυπνήσει όλοι, ακόμα και αυτοί που είχαν δει ξενυχτισμένοι την ανατολή. Από στόμα σε στόμα -μια που εφημερίδες δεν έφταναν τακτικά και τηλεόραση δεν βλέπαμε- η είδηση της επικείμενης έκλειψης είχε αρχίσει να διαδίδεται από την προηγούμενη, οπότε την ώρα που άρχισε να φαίνεται το πρώτο ίχνος σκιάς πάνω στον ήλιο, αρκετοί ήταν έτοιμοι για να την παρακολουθήσουν.


Μετά από λίγο, έβλεπες παντού παραθεριστές και ντόπιους όρθιους, στη σειρά, να παρατηρούν την εξέλιξη του φαινομένου, με τα χέρια ψηλά κρατώντας αυτοσχέδια μέσα. Ότι μπορεί να φανταστεί κανείς είχε επιστρατευτεί: κομμάτια από σπασμένα μπουκάλια μπύρας, καπνισμένα τζάμια, κομμάτια από φιλμ και σε μια περίπτωση μάσκα οξυγονοκόλλησης.



Με τρεις φίλους αποφασίσαμε να πάμε στο θρόνο που, ως παλιοί,  ξέραμε  ότι ήταν το  σημείο με την καλύτερη θέα  και κυρίως βρίσκονταν μακριά από το πλήθος των παραθεριστών. Το καλοκαιρινό φως είχε αρχίσει να χάνει την έντασή του, όταν φτάσαμε στην πιο πολυσύχναστη παραλία του Νησιού που με έκπληξη διαπιστώσαμε ότι ήταν άδεια. Μόνο μερικά γλαροπούλια είχαν αράξει δίπλα στη θάλασσα.

Πηδήξαμε τη μάντρα κι ανηφορίσαμε ακολουθώντας το μονοπάτι που μόλις φαίνονταν. Φτάσαμε στο θρόνο κάθιδροι παρ` όλο που η απόσταση δεν ήταν μεγάλη. Θρόνο τον είχαμε βαφτίσαμε εμείς, όπως και άλλα σημεία του νησιού που στερούνταν τοπωνύμιου και τώρα τα βλέπουμε με αυτά, τα δικά μας ονόματα, σε τουριστικούς οδηγούς και ταξιδιωτικά αφιερώματα περιοδικών και γελάμε.

Δεν ήταν παρά ένας απλός τσιμεντένιος πάγκος με πλάτη, ακουμπισμένος πάνω στα βράχια, σε ένα σημείο που η κλίση του εδάφους ήταν ήπια και δημιουργούσε ένα μικρό πλάτωμα. Η θέα από κει ήταν μοναδική- εξ ου και η ονομασία- εφάμιλλη αυτής που απόλαυσε ο Ξέρξης το Σεπτέμβρη του 480 π.Χ από το όρος Αιγάλεω, τουλάχιστον πριν την τραγική για αυτόν κατάληξη της ναυμαχίας της Σαλαμίνας.


Καθίσαμε ο ένας δίπλα στον άλλο. Η παράσταση ήδη είχε αρχίσει. Το φως ολοένα και λιγόστευε καθώς η σελήνη κάλυπτε σταδιακά τον ήλιο. Το τοπίο έγινε φθινοπωρινό και είχε αρχίσει  αισθητά να δροσίζει. Στην αρχή ανταλλάξαμε δύο -τρεις κουβέντες σχεδόν ψιθυριστά. Μετά νοιώθοντας την ησυχία που απλώνονταν στη σάλα του σύμπαντος κόσμου μείναμε αμίλητοι.

Όλοι οι συνήθεις ήχοι- ομιλίες, πουλιά, τζιτζίκια, μηχανές καϊκιών, μουσικές, ήχοι κυμάτων- είχαν χαθεί. Ακόμα κι οι ανεπαίσθητοι ήχοι, αυτοί από το σύρσιμο μιας σαύρας ή μιας οχιάς είχαν εξαφανιστεί. Εκκωφαντική σιωπή! Τίποτα. Πουθενά όσο μπορούσε να δει το βλέμμα, τίποτα δε σάλευε, τίποτα δεν προκαλούσε τον παραμικρό ήχο. Κι η θάλασσα μπροστά μας, αγνώριστη χωρίς ρυτίδες, σκοτεινή.

Τη μεγάλη στιγμή της κορύφωσης, όταν πλέον ο σκοτεινός δίσκος της Σελήνης περιβάλλονταν  από το φωτεινό δακτύλιο του ήλιου, εκείνη τη στιγμή, που χωρίς να το θέλουμε κρατούσαμε τις ανάσες μας, εναρμονισμένοι απόλυτα με το περιβάλλον, άρχισε να ακούγεται ένα τακ, τακ, τακ. Δυνατό, επίμονο, αφύσικο και εξαιρετικά ασεβές. Καθώς δεν έλεγε να σταματήσει, ο Α. ανέβηκε εκνευρισμένος στη πλάτη του θρόνου από όπου φαινόταν η ολόκληρη η παραλία.

Κοίταξε κάτω και αμέσως έβαλε τις παλάμες χωνί στο στόμα και άρχισε να ουρλιάζει με τόση ένταση που σίγουρα ακούστηκε στο μισό Αιγαίο:«Σταματήστε επιτέλους! Χαζογκόμενεες!». Ακούστηκαν άλλα δυο-τρία τακ τακ. Ύστερα σταμάτησαν κι επικράτησε πάλι απόλυτη ησυχία.  Ο Α κατέβηκε, πήρε  ανάσα και μας είπε εξοργισμένος, αλλά χαμηλόφωνα: «Έπαιζαν ρακέτες οι ηλίθιες!!!»





Ήταν 11 Αυγούστου του 1999. Είχε προηγηθεί -δύο βδομάδες πριν- έκλειψη σελήνης. Η σημερινή ολική έκλειψη ηλίου θα είναι μερικώς ορατή από την Ελλάδα. Η επόμενη, στις 2 Αυγούστου του 2027. 

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015

Μπούσουλας για τον Πάνο (μέρος ΙΙ)




Ι ό ν ι ο


Συρτός, Ζακύνθου


Ρούγα, Κέρκυρα

Μηλιά, Λευκάδα



Κ ρ ή τ η


Μαλεβυζιώτης


Πεντοζάλης

Χανιώτικος



Κ υ κ λ ά δ ε ς


Μπάλος


Συρτός


Συρτός

Χορέψετε, Χορέψετε


Δ ω δ ε κ ά ν η σ α


Μέρα Μέρωσε


Σούστα Ρόδου

Ισσος, Καλύμνου



Α ν α τ ο λ ι κ ό   Α ι γ α ί ο


Σούστα Βολισσού Χίος


Το Πλατανιώτικο Νερό, Σάμος


Φωτιές Μυτιλήνης

Ικαριώτικος


Π ό ν τ ο ς


Κότσαρι, Πόντος


Τικ

  
Πυρρίχιος


συνέχεια από το προηγούμενο ποστ. 

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015

Μπούσουλας για τον Πάνο (μέρος Ι)

Κάπου πήρε το αυτί μου ότι φέτος την 25η Μαρτίου, μετά την ολοκλήρωση της παρέλασης στο Σύνταγμα, θα ακολουθήσει λαϊκή εκδήλωση κατά την οποία, τρεις μπάντες του Στρατού, θα παίξουν δημοτικά τραγούδια για να χορέψουν οι πολίτες. Επίσης ανακοινώθηκε ότι στο Σύνταγμα εκείνη την ημέρα, θα βρίσκονται χορευτικά σωματεία από όλη την Ελλάδα.

Στη είδηση που άκουσα όμως, δεν υπήρχε καμία αναφορά στα τραγούδια που θα ακουστούν κι αυτή η ασάφεια γύρω από το πρόγραμμα της εκδήλωσης μού προκάλεσε αρχικά έντονη ανησυχία που όμως σύντομα μεταλλάχτηκε σε δημιουργικό οίστρο με αποτέλεσμα την κατάρτιση μιας λίστας “κλασσικών” δημοτικών τραγουδιών που μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει μπούσουλα για την εκδήλωση. Ελπίζω δε, ότι θα συμπληρώσετε τα κενά που σίγουρα θα υπάρχουν κι έτσι αυτή η πρωτοβουλία δε θα θεωρηθεί μονομερής ενέργεια.

Πέρα από την πλάκα όμως, έχοντας ήδη ανεβάσει πολλές αναρτήσεις με jazz μουσική, αρκετές με ελληνική των τελευταίων δεκαετιών αλλά και των αρχών του περασμένου αιώνα, εδώ και καιρό σκεφτόμουν ότι θα έπρεπε να ετοιμάσω τουλάχιστον μια ανάρτηση με δημοτικά τραγούδια, οπότε άρπαξα την ευκαιρία που παρουσιάστηκε.

Σήμερα λοιπόν, θα ακούσουμε δημοτικά τραγούδια από τη Θράκη, τη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο, ενώ το αυριανό μας πρόγραμμα θα περιλαμβάνει δημοτικά τραγούδια από το Ιόνιο, την Κρήτη, τις Κυκλάδες, το Ανατολικό Αιγαίο και τον Πόντο. Ας αρχίσουν οι χοροί! 


Θ ρ ά κ η 


Μπαϊντούσκα

Ζωναράδικος


Μαντηλάτος



Μ α κ ε δ ο ν ί α


Λυτός (Πουστσενο)

Έντεκα

 Μήλο μου Κόκκινο, 



Ή π ε ι ρ ο ς 


Γιάννη μου το μαντήλι σου, με τη Δόμνα Σαμίου


Κοντούλα Λεμονιά.

 Μπεράτι, Πωγωνίσος, Ήπειρος



Θ ε σ σ α λ ί α 


Πουλιά μου διαβατάρικα, τσάμικος.


Καραγκούνα. 

Ο Ήλιος, τσάμικος



Π ε λ ο π ό ν ν η σ ο ς 


Ένας αητός καθότανε,Τσάμικος 

  
Μου παρήγγειλε τ' αηδόνι, Καλαματιανός 

Σαν πας πουλί μου στο Μοριά, κλέφτικο 


Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015

Ρωμαίος και Ιουλιέτα για 2

Σκοτάδι. Μουσική. Ξαφνικά ένας προβολέας ανάβει και στο κέντρο της σκηνής εμφανίζονται δύο νεαροί ηθοποιοί. Δηλώνουν ότι είναι τα φαντάσματα του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας που επανέρχονται διαρκώς για να ξαναζήσουν, πάλι και πάλι, την πιο γνωστή παγκοσμίως ιστορία έρωτα. Από την αρχή της ως το μοιραίο και αναπόφευκτο τέλος.

Ογδόντα λεπτά αργότερα όταν πέφτει η αυλαία, χωρίς να το θες, κοιτάζεις διερευνητικά έναν -έναν τους θεατές μπας και αναγνωρίσεις ανάμεσά τους, ένα ακόμα φάντασμα· εκείνο του Ουίλιαμ που όρθιος χειροκροτεί ενθουσιασμένος -ίσως περισσότερο ακόμα και από τον πιο καταγοητευμένο θεατή- καθώς το έργο του, 420 χρόνια από τη στιγμή που έγραφε τις δυο τελευταίες αράδες, “Τι έτσι πικρή δε στάθη άλλη καμία/ σαν των παιδιών αυτών την ιστορία”, είχε την τύχει να ανέβει από την ομάδα Ιδέα. 
 
Όλα άρχισαν στο 3o Low Budget Festival στο Ίδρυμα Κακογιάννη το Δεκέμβρη του 2012, όταν ο Κώστας Γάκης είχε την παράτολμη ομολογουμένως ιδέα, να παρουσιάσει το κλασσικό, πολυπρόσωπο έργο του Σαίξπηρ με δυο μόνο ηθοποιούς.
 
Από τότε, μέχρι και σήμερα που παίζεται στο Θησείο, η παράσταση ως ζωντανός οργανισμός, δεν παύει να εξελίσσεται και να αλλάζει· όχι όπως συμβαίνει πάντα με τις παραστάσεις, που καμία δεν είναι ίδια με την άλλη, αλλά λόγω των ακάματων συντελεστών της που συνεχίζουν να διερευνούν, να πειραματίζονται, κάνοντας το ούτως ή άλλως μοναδικό αποτέλεσμα, καλύτερο. Κι ακόμα καλύτερο. 
 
Ο Άγγελος Τερζάκης, στην εισαγωγή* του στο σαιξπηρικό έργο σημειώνει μεταξύ των άλλων: “Το ερωτικό στοιχείο στον “Ρωμαίο και Ιουλιέτα” είναι βαθύ και βίαιο, ηρωικό και αδιάλλακτο. Το ειδύλλιο στο έργο τούτο, έχει αυθορμησία και δύναμη νεαρού θηρίου, που συνδυάζει με τρόπο μυστηριώδη τη χάρη με την ορμή του φυσικού στοιχείου, την εωθινή δροσιά με το ενστιγματικό πάθος που βρίσκει την πλήρωσή του μονάχα στο μη περαιτέρω του θανάτου.” 

Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά του ερωτικού στοιχείου και βέβαια του ίδιου του έργου που αναφέρει ο Τερζάκης, το βαθύ, το βίαιο, το ηρωικό, το αδιάλλακτο, η αυθορμησία, η δύναμη, η χάρη, η ορμή, η εωθινή δροσιά, το ενστιγματικό πάθος, χαρακτηρίζουν απόλυτα και την παράσταση “Ρωμαίος και Ιουλιέτα για 2”. 
 
Οι νεαροί συντελεστές, προσέγγισαν το νεανικό έργο του Σαίξπηρ -γράφτηκε όταν ο δραματουργός ήταν περίπου 30 χρόνων- χωρίς φόβο, χωρίς δέος, αλλά με ιερόσυλο σεβασμό και απίστευτο πάθος. Το πάθος του πραγματικού καλλιτέχνη που κάθε φορά, αν θέτει κάποια όρια -σωματικά, ψυχικά- είναι μόνο και μόνο για να τα ξεπεράσει την επόμενη.
 
Το αποτέλεσμα είναι μια εκπληκτική παράσταση με καταιγιστικό ρυθμό που ξεπερνάει και το πιο γρήγορο κινηματογραφικό μοντάζ. Δεν είναι απλώς μια άλλη, μια νέα ανάγνωση του χιλοπαιγμένου έργου του Σαίξπηρ, είναι ένα αυθεντικά λαϊκό θέατρο, λιτό στα μέσα του, που απευθύνεται και ικανοποιεί τους πάντες, καθώς επιστρατεύει όλους τους δυνατούς και ήδη δοκιμασμένους ανά τους αιώνες τρόπους και δρόμους του θεάτρου, τους ομογενοποιεί προκειμένου να αρθρώσει την ουσία του έργου, επανεφευρίσκοντας τελικά την ίδια την ουσία του Θεάτρου. 

Ό,τι και να γράψει κανείς για τους δύο ηθοποιούς -την Αθηνά Μουστάκα και τον Κωνσταντίνο Μπιμπή- που ερμηνεύουν όλους τους ρόλους, με όσα επίθετα και αν συνοδεύει το ταλέντο τους, το πάθος, την ενεργητικότητά τους και τη φρεσκάδα τους, είναι αδύνατον να περιγράψει έστω και στο ελάχιστο τον άθλο που πραγματοποιούν επί της λιτής σκηνής.
 
Το ίδιο ισχύει απόλυτα και για τον Κώστα Γάκη που είχε την αρχική ιδέα, υπογράφει την σκηνοθεσία και τη διασκευή μαζί με τους δύο ηθοποιούς, συμμετέχει ουσιαστικά στη παράσταση, αλλά και έχει συνθέσει και παίζει ζωντανά την πρωτότυπη μουσική που αποτελεί οργανικό μέρος της παράσταση.
 

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Σκηνοθεσία – διασκευή: Κώστας Γάκης, Αθηνά Μουστάκα, Κωνσταντίνος Μπιμπής
Live Μουσική: Κώστας Γάκης
Σκηνικά – Κοστούμια: Έλλη Λιδωρικιώτη
Βοηθός Σκηνογράφου: Θεοδώρα Βεστάρχη
Μετάφραση: Διονύσης Καψάλης
Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης
Μουσική Σύνθεση: Κώστας Γάκης – Κώστας Λώλος
Ερμηνεύουν οι Αθηνά Μουστάκα, Κωνσταντίνος Μπιμπής

Θησείον – Ένα Θέατρο για τις Τέχνες, Τουρναβίτου 7, Θησείο
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Παρασκευή, Σάββατο στις 21.00 και Κυριακή στις 19.00
Διάρκεια παράστασης: 80 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)
Πληροφορίες – Κρατήσεις θέσεων: 2103255444
Τιμές εισιτηρίων: 12 ευρώ, 10 ευρώ (μειωμένο)


*Ρωμαίος και Ιουλιέτα,  μετάφραση Κ. Καρθαίου, εκδοτικός οίκος Ι.Γ. Βασιλείου

Ρωμαίος και Ιουλιέτα για 2, στιγμιότυπα (βίντεο) 

Δευτέρα 9 Μαρτίου 2015

Επτά νύχτες

Έξι μέρες στη σειρά, ξυπνούσε το πρωί και οι πιτζάμες, τα χέρια και το πρόσωπό του ήταν γεμάτα πιτσιλιές. Σηκώνονταν, έβγαζε τις πιτζάμες και προσπαθούσε βιαστικά να απαλλαγεί από τα χρώματα στο σώμα του. Με σκέτο νερό πρώτα και μετά με σαπούνι. Δεν έβγαιναν. Έτσι δοκίμασε νέφτι, που από ένα σημείο και μετά, το είχε μόνιμα στο νιπτήρα του μπάνιου.

Στην αρχή, την πρώτη μέρα, τού ήταν αδύνατον να βρει μια εξήγηση για το φαινόμενο. Τον απασχόλησε έντονα μέχρι να φύγει από το σπίτι και λίγο λιγότερο στη διαδρομή για τη δουλειά. Ύστερα -καθώς η μέρα αποδείχτηκε δύσκολη με πολλές και σοβαρές υποχρεώσεις- το ξέχασε. Στο μεσημεριανό διάλειμμα ωστόσο, πρόσεξε ότι ένα σημείο -και συγκεκριμένα η κόψη της παλάμης του δεξιού χεριού- παρέμενε βαμμένο σκούρο πράσινο. Σχεδόν λαδί. Η πρωινή απορία επανήλθε δριμύτερη.

Άρχισε να ξύνει νευρικά τα υπολείμματα χρώματος με το νύχι του αριστερού δείκτη. Όταν είδε ότι με αυτόν τον τρόπο έφευγαν μικρά τμήματα μπογιάς, το έκανε πιο αργά και μεθοδικά. Για μια στιγμή έκλεισε τα μάτια και τότε ένοιωσε το νύχι του, να κινείται πάνω στο δέρμα σαν να ήταν ένα πινέλο με σκληρή τρίχα που επίμονα περνούσε και ξαναπερνούσε από το ίδιο σημείο αφήνοντας χρώμα.


Τότε θυμήθηκε το όνειρο. Ήταν ακίνητος σε ένα μάλλον σκοτεινό δάσος, από όπου άκουγε τη ροή ενός χειμάρρου -ή μήπως ήταν ποτάμι;- και στο βάθος, σε μεγάλη απόσταση και σε ένα σημείο που ήταν αρκετά ψηλότερα από αυτό που στεκόταν ο ίδιος, ήταν καθισμένη μια γυναίκα. Διέκρινε μόνο την πλάτη της. Ακόμα πιο πέρα, κοντά όμως στη γυναίκα, ξεχώριζε το πίσω μέρος ενός τελάρου, στημένου πάνω σε ένα καβαλέτο, από το οποίο κάποια στιγμή πρόβαλε μια μορφή. Τόσο το τοπίο, όσο και η μορφή τού θύμιζαν κάτι. Χρειάστηκε να μεταφερθεί νοερά από το δάσος, ως εκεί ψηλά που βρίσκονταν το μοντέλο και ο ζωγράφος, να σταθεί πίσω του για να δει τη μορφή της γυναίκας. Όλα ήταν ξεκάθαρα πλέον.

Το βράδυ, πριν βάλει καθαρές πιτζάμες, έγραψε στο σημειωματάριό του: “Δευτέρα. Μόνα Λίζα, Ντα Βίντσι”. Την επόμενη ξύπνησε με έντονη ζαλάδα, έντονη όσο το μπλε που ήταν καλυμμένα και πάλι, πιτζάμες, χέρια και πρόσωπο. Σηκώθηκε, έβγαλε και πέταξε τις πιτζάμες στα άπλυτα και έριξε σε ένα σφουγγάρι μπόλικο νέφτι. Καθώς καθάριζε το δέρμα του, πρόσεξε ότι το χρώμα αυτή τη φορά είχε απλωθεί σε παχύ στρώμα και δεν ήταν ομοιόμορφο, αλλά το μπλε  χάραζαν λευκές και κίτρινες πινελιές.

Στο μετρό για δυο δευτερόλεπτα έσβησαν τα φώτα κι όταν άναψαν και πάλι, ως επιφοίτηση φανερώθηκε ο πίνακας στου οποίου το φόντο βρέθηκε την προηγούμενη νύχτα. Χωρίς να το θέλει, του ξέφυγε ένα κάπως δυνατό “Μπαγάσα Βίνσεντ!” που άκουσαν οι διπλανοί του και διακριτικά απομακρύνθηκαν, όσο βέβαια ήταν δυνατόν, καθώς το βαγόνι ήταν γεμάτο. Δεν το πρόσεξε καν καθώς σκεφτόταν ότι σε αυτές τις άγριες κυκλικές πινελιές του Ολλανδού αυτόχειρα οφείλονταν η πρωινή του ζαλάδα.

Την Τετάρτη βγήκε από τον ύπνο και από το φόντο κατάμαυρος. Ήταν η Νυχτερινή περίπολος που δυσκολεύτηκε αρκετά να εντοπίζει. Μετά τη δουλειά, πήγαινε για ψώνια. Αγόρασε τρία καινούρια ζευγάρια πιτζάμες και ένα λίτρο νέφτι καθώς αυτό που είχε, κόντευε να τελειώσει. Το Σάββατο, έβαλε στο πλυντήριο τις παλιές και τις καινούριες πιτζάμες, ξέροντας εκ των προτέρων ότι τα λάδια δεν θα έβγαιναν. Τις άπλωσε με τη σειρά μουρμουρίζοντας τις αντίστοιχες μέρες, τους τίτλους των έργων και τους ζωγράφους.

Δευτέρα, Μόνα Λίζα, Ντα Βίντσι. Τρίτη, Έναστρη νύχτα, Βαν Γκογκ. Τετάρτη, Νυχτερινή περίπολος, Ρέμπραντ. Πέμπτη, Η Κραυγή, Μουνκ. Παρασκευή, Γκουέρνικα, Πικάσο και Σάββατο, Τα Νούφαρα, Κλωντ Μονέ”. Άπλωνε μουρμούριζε και θυμόταν ακόμα και την παραμικρή λεπτομέρεια των ονείρων της βδομάδας. Όταν τέλειωσε, κοιτάζοντας τα δώδεκα ρούχα κρεμασμένα στο σχοινί με εικοσιτέσσερα μανταλάκια, αναρωτήθηκε ποιός θα ήταν ο επόμενος πίνακας. Γιατί ήταν σχεδόν βέβαιος ότι αυτά τα όνειρα θα συνεχίζονταν.

Το βράδυ του Σαββάτου, επέστρεψε στο σπίτι αργά, ελαφρώς μεθυσμένος. Άφησε τις κυριακάτικες εφημερίδες που είχε αγοράσει στο τραπέζι της κουζίνας και βγήκε στο μπαλκόνι για να μαζέψει τις πιτζάμες. Ήταν ακόμα νωπές. Κοίταξε τον ουρανό. Είχε ξαστεριά, όχι λαμπρή σαν του Βίνσεντ, μα ξαστεριά . Μπήκε μέσα και ήπιε μονορούφι ένα ποτήρι νερό. Ξεντύθηκε και έπεσε στο κρεβάτι γυμνός. Είχε ακόμα ανοιχτά τα μάτια του όταν άκουσε ένα μακρινό επαναλαμβανόμενο ήχο. Ένα απροσδιόριστο τικ τικ τικ. Προσπαθούσε να εντοπίσει την πηγή και να ορίσει την υφή του ήχου αλλά πριν τα καταφέρει, αποκοιμήθηκε. Ο ύπνος του ήταν ταραγμένος.

Πριν ανοίξει τα μάτια του την επόμενη, ένιωσε μετά από πολύ καιρό  την πρωινή του στύση. Τη ζύγισε με το χέρι του, τη θαύμασε σαν ξένη μα καθόλου φορτική, αλλά ξαφνικά σταμάτησε. Πέταξε τα σκεπάσματα με την αγωνία “τώρα θα πρέπει ολόκληρος να τριφτώ με νέφτι” και κοίταξε το σώμα του. Ήταν καθαρό, τουλάχιστον όσο μπορούσε να δει. Με την παλάμη του αναζήτησε ίχνη χρώματος στην πλάτη. Η κίνηση τού προξένησε δυνατό πόνο, που έκανε τη στύση του να υποχωρήσει. Με τις άκρες των δακτύλων του εντόπισε σκόνη. Παραξενεύτηκε. Διέτρεξε το σώμα του με προσεκτικές κινήσεις· ήταν όλο καλυμμένο. Μόλις τα μάτια του συνήθισαν στο μισοσκόταδο του δωματίου, διαπίστωσε ότι και τα σεντόνια ήταν γεμάτα με αυτή τη μυστηριώδη άσπρη σκόνη.

Σηκώθηκε με δυσκολία από το κρεβάτι. Ήταν πιασμένος σαν να πάλευε άγρια όλο το βράδυ. Μπήκε στη ντουσιέρα και άφησε για ώρα καυτό νερό να πέσει στην πλάτη του. “Τί διάολο!” σκέφτηκε, “ούτε αν κουβαλούσα όλη τη νύχτα μάρμαρο δεν θα ήμουν σε αυτά τα χάλια”. Ντύθηκε κι ετοίμασε καφέ τόσο κακόκεφος που δεν μπήκε καν στον κόπο να κάνει εικασίες για την προέλευση της σκόνης. Κάθισε και άρχισε να ξεφυλλίζει τις εφημερίδες διαβάζοντας αποσπασματικά αδιάφορα άρθρα. Πότε πότε έσκυβε να δει το αριστερό του πόδι. Είχε διαρκώς την αίσθηση ότι κάποιος τού το τραβούσε. Πολύ γρήγορα βαρέθηκε.

Σηκώθηκε για να βάλει δεύτερο καφέ. Πριν κάνει το πρώτο βήμα τεντώθηκε. Δεν πονούσε όσο πριν κι έτσι τεντώθηκε ακόμα περισσότερο. Ήταν ανακουφιστικό. Μόλις πήγε να χαλαρώσει, στο κατέβασμα των χεριών ένιωσε ξαφνικά, ότι ένα παλλόμενο σώμα πάλευε να ξεφύγει μακριά από το δικό του. Το σώμα της γυναίκας που κρατούσε άγρια στα χέρια του. Έκλεισε τα μάτια κι είδε λευκό. Όχι, δεν ήταν το κόντρα φως που έμπαινε από το παράθυρο· ένα πάλευκο στήθος έστεκε μπροστά στο πρόσωπό του. Έτσι να έκανε, θα άρπαζε στο στόμα του τη σκληρή, πέτρα ρώγα της Σαβίνας.

Πήγε στην κουζίνα, έβαλε καφέ και ήπιε μια γουλιά. Κοίταξε έξω. Στο μπαλκόνι, οι πιτζάμες του φτεροκοπούσαν στον αέρα που είχε σηκωθεί, καθαρές, χωρίς ίχνος χρώματος, απλωμένες από την προηγούμενη στο σχοινί της μπουγάδας. Φαινόταν στεγνές. Άφησε το φλιτζάνι στον νεροχύτη και βγήκε να τις μαζέψει. Ένα μανταλάκι έπεσε και το τικ στο δάπεδο του μπαλκονιού, έμοιαζε κάπως με τα επαναλαμβανόμενα τικ τικ τικ της σμίλης του Τζιοβάνι ντα Μπολόνια που τον λάξευε όλη τη νύχτα.


*Η εικόνα, λεπτομέρεια από τη Μόνα Λιζα. 

Παρασκευή 6 Μαρτίου 2015

Αποχαιρετισμός με το πενάκι










Τα παραπάνω σκίτσα, των Διογένη Καμμένου, Δημητρη Χαντζόπουλου, Σπύρου Ορνεράκη και Κώστα Μητρόπουλου δημοσιεύτηκαν στα ΝΕΑ και στην Ελευθεροτυπία αμέσως μετά το θάνατο της Μελίνας Μερκούρη στην Νέα Υόρκη, στις 6 Μαρτίου του 1994. 


Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

Just Crazy

Τον Big Jay McNeely δεν τον ήξερα. Σήμερα, τυχαία, ψάχνοντας κάτι άλλο έπεσα πάνω σε μια εκπληκτική φωτογραφία από τη συναυλία του στο Olympic Auditorium του Λος Άντζελες το 1953.


Ο 87χρονος σήμερα σαξοφωνίστας, τραγουδιστής και ανυπέρβλητος περφόρμερ από το Λος Άντζελες, όταν είδε αυτή και μερικές ανάλογες εικόνες του φωτογράφου Bob Willoughby, έμεινε έκπληκτος. 


Έπαιζε πάντα με την ψυχή του, έδινε όλο του το είναι στις συναυλίες του, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί, πώς ήταν ο ίδιος αυτές τις μοναδικές στιγμές. 


Ωστόσο το συγκλονιστικό για τον Big Jay είναι η αποτυπωμένη ανταπόκριση του κοινού. Του κοινού που πιστεύει ότι ήταν “υπεύθυνο” για την απογείωσή του που τον έκανε συχνά να... προσγειώνεται στην σκηνή. 

Συνέχισα να αναζητώ φωτογραφίες από συναυλίες του Big Jay McNeely με τη μουσική του να παίζει με μεγάλη ένταση. Ξεχώρισα το Rock´n´Roll. Ενώ άκουγα το εκπληκτικό Deacon's Hop, έπεσα σε μια ακόμα ιδιαιτερη φωτογραφία και στην ιστορία της.

Συνήθως δεν τον χωρούσε η σκηνή, γεγονός που μπορεί να διαπιστώσει κανείς αν δει μερικά γουτουμπάκια όπου εμφανίζεται να παίζει ανάμεσα στο κοινό που χορεύει. Εκείνο το βράδυ όμως στο San Diego, δεν αρκέστηκε σε αυτό. Άφησε τους άλλους μουσικούς στη σκηνή, κατέβηκε, προχώρησε και τελικά βγήκε έξω από το κλαμπ που έπαιζαν. Το κοινό τον ακολούθησε έξω και εκείνος τα έδωσε όλα στο πεζοδρόμιο, ως τη στιγμή που τον συνέλαβε η αστυνομία καθώς υπήρχε νόμος στο San Diego που απαγόρευε να παίζει κανείς “με αυτόν τον τρόπο”. Στο μεταξύ η μπάντα, που αγνοούσε τί είχε συμβεί, συνέχισε να παίζει μέσα περιμένοντάς τον να επιστρέψει. Όταν τελικά το έμαθαν έγιναν έξαλλοι μαζί του αλλά κάποιος από τους μουσικούς, έτρεξε στην αστυνομία, τον έβγαλε με εγγύηση για να βρεθεί και πάλι πάνω στην σκηνή. 

Ή μάλλον, κάτω στη σκηνή. O Just Crazy, Big Jay McNeely.