-“Ήτνα 'παθε αυτή ρε Μανώλη;” ρώτησα τον ιδιοκτήτη του καφέ και πριν προλάβω να συμπληρώσω “Λωλάθηκε;” στην τοπική διάλεκτο κι ενώ οι άλλοι γελούσαν, μού πέταξε στα μούτρα ένα οργισμένο “Σκάσε μαλάκα!” και έτρεξε να την προλάβει.
Μεγάλη
Παρασκευή στο Νησί πριν από μερικά
χρόνια, μεσημεράκι και στο καφέ του
Μανώλη, λιγοστοί οι θαμώνες. Ανέφελος
ουρανός, με τη θάλασσα πιάτο μπροστά
μας να σαλεύει ανοιξιάτικα κύματα κι
ιλαρό φως. Ράθυμοι γλάροι έκοβαν βόλτες,
κρώζοντας χαρά κόντρα στην καμπάνα του
Αη Γιώργη που σήμανε όλη μέρα πένθιμα
τα θεία πάθη.
Εμείς
-τέσσερις όλοι κι όλοι με τον Μανώλη
που καθόταν κι αυτός μαζί μας- πίσω στην
παγκάδα στη σκιά. Καφές, παξιμάδια και
τσιγάρα. Εκείνη κάθονταν, όπως και τις
άλλες φορές που την είχα δει τις
προηγούμενες μέρες, στο μπροστινό
τραπέζι, στη γωνία, μόνη της και μάζευε
ήλιο. Ξένη σίγουρα. Από πού; Κύριος οίδε.
Ξαφνικά
ακούσαμε ποδοβολητό κι ένα τσούρμο
πιτσιρικάδες ξεχύθηκε στην παραλία. Δε δώσαμε σημασία αλλά λίγο μετά, είδαμε μια τρομερή λάμψη και ακούσαμε το εκκωφαντικό μπαμ της πρώτης κροτίδας. Ακολούθησε κι
άλλες. Πέντε, δέκα, μπορεί και περισσότερες. Πόλεμος κανονικός.
Ήταν προφανώς η γενική πρόβα των μικρών
μπουρλοτιέρηδων για το επόμενο βράδυ
της Ανάστασης.
Στην
πρώτη κροτίδα -ή μήπως ήταν δυναμίτης;-
τιναχτήκαμε όλοι έτσι που έσκασε
αναπάντεχα σηκώνοντας σύννεφο άμμου.
Μετά όμως, γελάσαμε με την τρομάρα μας.
Τότε ήταν -μέσα στην ομοβροντία- που
είδαμε την ξένη να τινάζεται, να πέφτουν
από το τραπέζι φλυτζάνια, ποτήρια,
τασάκια και εκείνη να φεύγει αλλοπαρμένη
με μάτι που γυάλιζε, να πηδάει αγρίμι
τη μάντρα και να τρέχει στο δρόμο μέχρι
που χάθηκε. Πίσω της έτρεξε ο Μανώλης, μετά αυτό το “Σκάσε μαλάκα!” που
μού πέταξε.
Γύρισε
μόνος του μετά από ώρα. Στο παραξενεμένο
βλέμμα μας, δεν απάντησε μόνο έπιασε τη
σκούπα και το φαράσι. Μάζευε τα σπασμένα
και μουρμούραγε μονότονα μέσα από τα
δόντια του:
“Μαλακισμένα, ε μαλακισμένα.”
Τον ακούγαμε κι αναρωτιόμασταν αν
αναφερόταν σε μας που γελάσαμε εις βάρος της ή στα
παιδιά της παραλίας. Ύστερα κλείστηκε
στην κουζίνα και βγήκε μόνο όταν τον
φωνάξαμε για να τον πληρώσουμε· ήταν
ακόμα μουτρωμένος.
Την
ξένη, δεν την ξαναείδαμε τις επόμενες
μέρες. Δυο χρόνια αργότερα, καλοκαίρι
πια, έτυχε να τη γνωρίσω. Η
Layla,
με θυμόταν από εκείνη την επεισοδιακή
Μεγάλη Παρασκευή στο καφέ του Μανώλη.
Μού είπε ότι πέρασε όλες τις επόμενες
μέρες κλεισμένη στο δωμάτιό της, με το
κεφάλι κάτω από το μαξιλάρι κάθε φορά
που ακούγονταν μπαμ. “Από
τότε, δεν ξαναήρθα Πάσχα στο Νησί” μού
είπε.
Εκείνη
τη μέρα νόμιζε ότι θα πεθάνει. Με το που
έσκασε η πρώτη κροτίδα, ένοιωσε ότι
βρέθηκε πάλι στο Σεράγεβο, πίσω στην
άνοιξη του `92 που άρχισε η πολιορκία.
Ήταν σαν να ζούσε ξανά τους καθημερινούς
ανελέητους βομβαρδισμούς. Βρίσκονταν στο
Νησί, μίλια και χρόνια μακριά από το
κακό και άκουγε εκρήξεις, σειρήνες και ουρλιαχτά
πληγωμένων. Ήταν δίπλα στη θάλασσα και
μύριζε μπαρούτι, καμμένη σάρκα και αίμα.
Μύριζε τον ίδιο το φόβο του θανάτου πάνω
της.
Πριν
κλείσει χρόνος -η πολιορκία κράτησε
μέχρι τον Οκτώβρη του 1995- κατάφερε να
φύγει μόνη της, δεκάξι χρόνων, πρόσφυγας
όπως χιλιάδες άλλοι. Κατέληξε στο
Λονδίνο. Έφτιαξε εκεί της ζωή της και δεν
επέστρεψε ποτέ στο Σεράγεβο. Μέχρι εκείνη τη Μεγάλη Παρασκευή, νόμιζε ότι είχε αφήσει πίσω της οριστικά τον εφιάλτη του πολέμου, αλλά
αρκούσε μια γιορτινή ομοβροντία στην παραλία για να
την κάνει να γυρίσει στην κόλαση.
Κάθε
χρόνο τέτοια μέρα σκέφτομαι τη Layla.
Θυμάμαι έντονα το τίναγμα και το φευγιό
της από το καφέ του Μανώλη. Τον τρόμο
στο βλέμμα της. Φέτος, εκτός από τη Layla, σκέφτομαι κι όλους αυτούς που βρίσκονται στα μέρη μας έχοντας μόλις ξεφύγει από άλλους πολέμους.