"May I join you?" Έτσι όπως ήμουν συγκεντρωμένος περιμένοντας να φτάσει η κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσω “ντιν ντιν” το πιρούνι στο ποτήρι μου, ακριβώς μετά από το “ τράγκα ντρουγκ” και πριν από το “καμπανάκι”, της έκανα νόημα να καθίσει στην άδεια καρέκλα δίπλα μου, χωρίς να γυρίσω να την κοιτάξω.
Είχαμε πάει για φαγητό πριν από ώρες στην ταβέρνα δίπλα στη θάλασσα, κι όταν μαζεύτηκαν τα πιάτα, βγήκε η κιθάρα και το μπουζούκι. Κούρδισαν, πήρε ο ένας τόνο από τον άλλο και άρχισαν να παίζουν. Έτσι όπως το ένα τραγούδι διαδεχόταν το άλλο, χωρίς να το καταλάβουμε πληθύναμε: οι πέντε γίναμε δέκα- προστέθηκε κι ένας μπαγλαμάς- ύστερα γίναμε δεκαπέντε, -βρέθηκε και ένα φλάουτο- βάλαμε κι άλλα τραπέζια και άλλες καρέκλες για τους νεοφερμένους, ύστερα γίναμε είκοσι. Κάποια στιγμή με ένα γκρινιάρικο ”Α, ρε! Τι ανάγκη έχετε; Για σας είναι η ζωή” ο Φάνης έκλεισε το μαγαζί, ρολά και φώτα, αλλά μας άφησε καβάντζα μπύρες και κρασιά.
Βραδιά μαγική με φεγγάρι μεγάλο, καλοκαιρινό να τρυπώνει από την καλαμιά στο στέγαστρο κι αύρα θαλασσινή ανάκατη με θυμάρι. Η ορχήστρα έδεσε κι ήταν τρεις- τέσσερις φωνές καμπάνες να τραβάνε μπροστά κι εμείς οι υπόλοιποι να τις ακολουθούμε σιγανά με συχνά “Εβίβα” και τσουγκρίσματα ποτηριών. Σε ένα τσούγκρισμα είδα μισοάδειο το ποτήρι της κοπέλας που κάθισε δίπλα μου και το γέμισα κρασί. Το σήκωσε και ύστερα με ένα έξω καρδιά “gia sou!” τσούγκρισε δυνατά το ποτήρι μου με το πάθος νεοφώτιστου.
Τσαχπίνικο μουτράκι, ηλιοκαμμένο, με ένα χαμόγελο που έλαμπε στο μισοσκόταδο, κατάξανθα μακριά μαλλιά. Βόρεια σίγουρα, αλλά από πού δεν μπορούσα, ούτε με ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή που είχε γίνει όλο το μαγαζί μια παρέα, να προσδιορίσω. Και κάτω από το κοντό της σορτσάκι, δυό μέτρα πόδια. Το χαμόγελό της έδυσε αργά και με σοβαρό ύφος μου είπε: “You have so nice music...” . Έσκυψα στο αυτί της και της απάντησα: “Που να ήξερες πόσο ωραίοι είναι οι στίχοι των τραγουδιών...”.
Θες γιατί με είχε συνεπάρει αυτή η μυρωδιά του αγριοκέρασου που ανέδυαν τα μαλλιά της- μαζί βέβαια με τη θέα των ατέλειωτων ποδιών της- θες γιατί θεώρησα εκείνη τη στιγμή ότι έπρεπε να γίνω πρεσβευτής της ελληνικής μουσικής, θες και τα δύο μαζί, άρχισα να της μεταφράζω τους στίχους, πάντα βέβαια ψιθυριστά στο αυτί της, τάχα για να μην ενοχλήσω τους άλλους που συνέχιζαν να τραγουδούν.
Δύσκολη υπόθεση να μεταφράζεις αέρα -πατέρα στίχους που άλλοι παιδεύονται με χαρτί και μολύβι χρόνια για να τα καταφέρουν. Όμως τα κίνητρα μου- ευγενή και ποταπά- ήταν τόσο ισχυρά που το αποτέλεσμα – με δεδομένη βέβαια την οινοποσία και τις ιδανικές συνθήκες της βραδιάς- ήταν αρκούντως αξιοπρεπές. Φαινόταν να το χαίρεται, οπότε ξεθάρρεψα κι άρχισα να δίνω πληροφορίες για στιχουργούς, ποιητές και συνθέτες ενώ παράλληλα έριχνα παραγγελιές ώστε “Το περιγιάλι το κρυφό”, να το ακολουθήσει “Κι αν ο αγέρας φυσά” για να έχει μια πιο ολοκληρωμένη αίσθηση, της ποίησης του Σεφέρη, μετά του Καββαδία και πάει λέγοντας.
Έλεγα : “...we saw her boαrding for the long journey...” όταν ξαφνικά την είδα να βουρκώνει. Ένοιωσα περήφανος που τα είχα καταφέρει τόσο καλά και ήμουν έτοιμος να της πω πόσο με συγκινεί και μένα αυτό το τραγούδι, το Άσμα Ασμάτων του Θεοδωράκη σε ποίηση Καμπανέλλη αλλά την είδα να κλαίει κανονικά. Δεν ήξερα τι να υποθέσω όταν μου είπε σκουπίζοντας τα μάτια της: “...εμείς που κάναμε τόσα...συγγνώμη...είσαστε τόσο φιλόξενοι...συγγνώμη, συγγνώμη...”. Ύστερα σηκώθηκε ρουφώντας τη μύτη, πήρε το σακίδιό της και ζητώντας άλλες δυο -τρεις φορές συγγνώμη, έφυγε βιαστική.
Έμεινα πίσω άναυδος να την κοιτάζω να απομακρύνεται. Δεν μπορούσα να καταλάβω τί είχε συμβεί κι ένας φίλος που καθόταν απέναντι με ρώτησε: “Ρε συ, τί της είπες της Γερμανίδας κι έγινε χάλια;”. Συνειδητοποιώντας τη γκάφα μου σηκώθηκα αμέσως και της φωναξα ένα απελπισμένο “Στάσου” - στη μέθη της βραδιάς δεν είχα ρωτήσει ούτε πώς τη λέγανε- κι ο φίλος που δεν φανταζόταν τι είχε συμβεί, θεώρησε σκόπιμο να συμπληρώσει το εξωφρενικό για κείνη τη στιγμή: “μύγδαλα”. Γύρισα και τον κοίταξα αγριεμένος κι εκείνος μάλλον κατάλαβε οπότε έκανε ένα νεύμα που το μετέφρασα “πάσο” και συνέχισα για να την προφτάσω.
Δεν σταμάτησε παρά μόνο όταν έφτασε στην παραλία. Την είδα από μακριά να έχει κουρνιάσει μπροστά στη θάλασσα- ένα κουβαράκι μόνο του που συνέχιζε να κλαίει κάτω από το φεγγάρι. Πλησίασα διστακτικά, έσκυψα και την χάιδεψα αμήχανα στον ώμο. Δεν γύρισε να με κοιτάξει και συνέχισε να κλαίει. Έτσι, μέσα σε αναφιλητά μού διηγήθηκε την παλιά οικογενειακή ιστορία που το βάρος της κουβαλούσε ακέραιο λες κι ήταν εκείνη κι όχι ο αδελφός του παππού της που υπηρέτησε στο Νταχάου περισσότερο από μισό αιώνα πριν.
Ούτε η εξομολόγηση της μα ούτε και τα παρηγορητικά μου λόγια που ακολούθησαν έφεραν αποτέλεσμα, οπότε απελπισμένος της είπα: “Τί θέλεις να κάνω για να νοιώσεις καλύτερα; Ότι μου ζητήσεις θα το κάνω. Στο υπόσχομαι”. Παραδόξως σήκωσε αμέσως το κεφάλι της, σαν να περίμενε να της πω κάτι τέτοιο– τα μάτια της ήταν ολοκόκκινα – και με παρακάλεσε να της τραγουδήσω “αυτό το τραγούδι”.
Έχω μέτρια φωνή. Ξέρω ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να μου ξεφύγει ένα φάλτσο και μόλις το συνειδητοποιήσω θα ακολουθήσουν κι άλλα. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα αρνιόμουν κατηγορηματικά, σε αυτήν όμως είχα δώσει το λόγο μου και δεν μπορούσα να τον πάρω πίσω. Σηκώθηκα με έκφραση ανθρώπου που είχε υπογράψει ο ίδιος την καταδίκη του, αλλά αποφασισμένος να πέσει με όσο το δυνατόν περισσότερη αξιοπρέπεια.
Από την ταβέρνα μόλις που έφτανε ο απόηχος των τραγουδιών. Το φεγγάρι είχε πια βασιλέψει κι ο ουρανός ήταν γεμάτος άστρα. Οι σκιές μας είχαν λιγοστέψει στην άμμο. Η θάλασσα ήταν ήρεμη- μια ατέλειωτη λαδιά να περπατήσεις πάνω της μέχρι το αντικρινό νησί. Ενώ στο μυαλό μου έπαιζε πυρετωδώς η εισαγωγή του Μίκη, σήκωσα λίγο τα μπατζάκια από το παντελόνι, μπήκα στη θάλασσα πήρα μια χούφτα νερό και την έριξα στο πρόσωπό μου.
Ύστερα γύρισα προς το μέρος της, πήρα βαθειά ανάσα και κοιτώντας τις βρεγμένες μου πατούσες άρχισα να τραγουδάω χαμηλόφωνα: “Τι ωραία που είναι η αγάπη μου με το καθημερινό της φόρεμα και το χτενάκι τα μαλλιά.” Στο “Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία” κι ενώ δεν είχα φαλτσάρει καθόλου μέχρι εκείνη τη στιγμή, σήκωσα το βλέμμα μου και την είδα. Είχε ηρεμήσει και ήταν απόλυτα προσηλωμένη. Πήρα κουράγιο και συνέχισα προσπαθώντας όμως να πω όσο πιο ψιθυριστά γινόταν τις λέξεις Άουσβιτς, Νταχάου, Μαουτχάουζεν και Μπέλσεν.
“Αν δεν ήξερα τι έλεγε το τραγούδι αυτό, από τη μουσική και από τον τρόπο που το τραγούδησες θα έλεγα αμέσως ότι είναι ένα ερωτικό τραγούδι ή ένα νανούρισμα” μου είπε μόλις τελείωσα. Άρπαξα στον αέρα την ευκαιρία και της πρότεινα να παίξουμε ένα παιχνίδι. Με κοίταξε απορημένη αλλά έτοιμη να δεχτεί. “Θα σου τραγουδήσω κι άλλα τραγούδια που τους στίχους έχει γράψει ο ίδιος στιχουργός και εσύ θα προσπαθήσεις να μαντέψεις τι λένε” . Πριν προλάβει να πει το “ναι” έχοντας δει και πάλι το χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπό της, ξεθαρρεμένος από την προηγούμενη- χωρίς φάλτσο- "ερμηνεία" μου, άρχισα να τραγουδάω ζωηρά:
“ Στην ποταμιά σωπαίνει το κανόνι στην ερημιά φτεροκοπάει ένα αηδόνι...” πριν προλάβω να ολοκληρώσω με αυτό το δύσκολο τελικό “γειτονιές αχολογάνεεε” πετάχτηκε λέγοντας: “Μιλάει για γιορτή, έτσι;”
Μετά από ένα μικρό δισταγμό- γιατί στα αλήθεια σκεφτόμουν αν μιλάει για γιορτή κι όχι γιατί ήθελα να παρατείνω την αγωνία της- είπα: “Μπράβο! Το βρήκες!” κι εκείνη φώναξε ενθουσιασμένη σαν παιδί: “Κι άλλο, πες μου κι άλλο!”. Το επόμενο που μου ήρθε στο μυαλό, ήταν το “Γιατί να ρθεις” αλλά το απέφυγα γιατί ήμουν σίγουρος ότι δεν το έβγαζα. Κι αυτό με πόνο ψυχής γιατί σκέφτηκα ότι οι στίχοι του ήταν πολύ ταιριαστοί με την περίσταση, ειδικά εκεί που λέει: “Και πέρασες με τα χρυσά μαλλιά σου απ` την καρδιά μου και γέμισε όνειρα ο γιαλός κι αγάπη ο ουρανός”.
"Ακόμα σκέφτεσαι;Μάλλον δεν ξέρεις πολλά τραγούδια” είπε για να με πικάρει με ένα πονηρό χαμόγελο. Μου χρειαζόταν το τσίγκλισμα. Άπλωσα τα χέρια μου έτοιμος για χορό. Με πλησίασε, άπλωσε κι εκείνη τα δικά της καθώς μουρμούριζα την εισαγωγή, με έπιασε από τον ώμο κι άρχισε να με ακολουθεί στα αργά βήματα που υπαγόρευε η μουσική του Ξαρχάκου στο “Μην πιεις νερό”. Μου ξέφυγε ένα φάλτσο αλλά δε με πείραξε καθόλου έτσι όπως ένοιωθα το χέρι της πάνω στον ώμο μου. Γύρισα και την κοίταξα όταν έφτασα στο “Μην πιεις νερό και με ξεχάσεις, μην πιεις νερό της λησμονιάς...” αλλά δεν συνάντησα το βλέμμα της. Ήταν σκυμμένη και κοίταζε με αγωνία τα πόδια μου προσπαθώντας να ακολουθήσει σωστά τα βήματα στο πρώτο της συρτάκι. Ήμουν σίγουρος ότι στο τέλος δεν θα είχε να πει τίποτα για το τραγούδι αλλά με αιφνιδίασε λέγοντας προκλητικά: “Αυτό ήταν πολύ εύκολο. Κατάλαβα τη λέξη νερό” και ξεκαρδίστηκε στα γέλια βλέποντας την έκπληξή μου.
Ανέκαμψα αμέσως λέγοντάς της πολύ σοβαρά:”Και στο επόμενο θα ακούσεις τη λέξη “νερό”, όμως το τραγούδι μιλάει για κάτι άλλο...” και άρχισα αυτή τη φορά να σφυρίζω την εισαγωγή του “Ρίχνω την καρδιά μου στο πηγάδι”. Έβλεπα ότι της άρεσε οπότε την επανέλαβα ενώ την κοίταζα και σκεφτόμουν ότι στάθηκα πολύ τυχερός γιατί μέσα σε μια νύχτα είχα δει το πρόσωπό της χαρούμενο, ύστερα απελπισμένο και μέσα στα δάκρυα, μετά γλυκό και ήρεμο, έπειτα περιπαιχτικό, πάλι χαρούμενο κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, γεμάτο προσμονή. Της έπιασα τα χέρια σιγομουρμουρίζοντας το τραγούδι. Ήταν κρύα. Όταν έφτασα στο σημείο που λέει:”Στη φωτιά τη ρίχνω την καρδιά μου τα χεράκια σου έλα να ζεστάνεις”, τα ακούμπησα πάνω στο στέρνο μου.
Τελείωσα το τραγούδι και άφησα τα χέρια της. Με κοίταζε αμίλητη. “Λοιπόν; Τι έλεγε αυτό το τραγούδι;” ρώτησα με τη σειρά μου προκλητικά. Άρχισε να χαράζει γραμμές στην άμμο με το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού της και μια κοίταζε τα σχήματα, μια σήκωνε τα μάτια ντροπαλά και με έβλεπε χωρίς όμως να απαντάει. “Λοιπόν; Έλα, περιμένω...” επέμενα. Στάθηκε στο ένα της πόδι και άρχισε να γυρίζει γύρω από αυτόν τον άξονα, σχηματίζοντας ένα τέλειο κύκλο με το άλλο της πόδι. Κοίταξα τον κύκλο, μετά τα ατέλειωτα πόδια -διαβήτη κι ύστερα ξανά τον κύκλο. Τότε πρόσεξα πάνω στην άμμο μια πλακουτσωτή πέτρα που είχε ξεθάψει με τα παιχνίδια της. Έσκυψα, την πήρα και γύρισα στην θάλασσα. Έγειρα το σώμα μου αριστερά και την πέταξα με μαστοριά. Άρχισε να χορεύει φαλτσαριστά πάνω στο νερό. Μετρούσα τις αναπηδήσεις όταν την άκουσα πίσω μου να λέει: “Αυτό το τραγούδι μιλούσε για μια καρδιά που χτυπάει δυνατά. Για μια καρδιά που...”
Έκλεισα τα μάτια ακούγοντας τους χτύπους της καρδιάς μου και χωρίς να γυρίσω άρχισα να τραγουδάω: “Ο δρόμος είναι σκοτεινός...” . Την ένοιωθα πίσω μου να ακούει προσεκτικά και να περιμένει να γυρίσω. Δεν το έκανα παρά τη στιγμή που έφτασα στο ρεφρέν: “Στρώσε το στρώμα σου για δυο...”. Στεκόταν ακίνητη και με κοίταζε στα μάτια. Είχε μια έκφραση που δυσκολευόμουν να προσδιορίσω. Στην επανάληψη του ρεφρέν χωρίς να πάρει ούτε στιγμή το βλέμμα της από πάνω μου, έσκυψε, άνοιξε το σάκκο της, έβγαλε μια μεγάλη πετσέτα, την έστρωσε στην άμμο, ξάπλωσε πάνω της και στο “να ν` όλα αναστημένα” μου άπλωσε το χέρι.
Γονάτισα μπροστά της, έκλεισα το χέρι της μεσ` στα δυο μου χέρια και επιτέλους τη ρώτησα:”Πώς σε λένε;” Χαμογέλασε γλυκά αλλά με ένα ύφος "καλά που το θυμήθηκες" και μου είπε: “Margarete”. Την αγκάλιασα και ενώ μύριζα και πάλι το αγριοκέρασο στα μαλλιά της, τραγούδησα ψιθυριστά στο αυτί της το τελευταίο τραγούδι της βραδιάς:”Αχ Μαργαρίτα Μαγιοπούλα, αχ Μαργαρίτα μάγισσα”.
Στη μνήμη του Ιάκωβου Καμπανέλλη
Διαβάστε στον Guardian.
O Sam σήμερα στο αθόρυβο για ευνόητους λόγους.
30 σχόλια:
Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς ;
Την εξαιρετική αφήγηση ή την εκπληκτική επιλογή αγαπημένων τραγουδιών ;
Υπέροχες οι εμπνεύσεις σου!
Καλή σου μέρα, Τσαλαπετεινέ!
:)
τι μύριζε το αυτί της ;
(εντάξει,από τη στιγμή που παρεμβλήθηκαν δίμετρα πόδια νιώθω μιαν εύλογη αδυναμία να σχολιάσω)
KKM
Η μουσική και το βλέμμα γκρεμίζουν τα σύνορα...
Εξαίσια αφήγηση πραγματικά...
πόσο μακρινές μοιάζουν αυτές οι ξέγνοιαστες εικόνες. μεγαλώσαμε τόσο πολύ;
(ο πληθυντικός είναι συμπαράστασης. :))
πολύ σου καλημέρα!
Μη θεωρήσεις ότι προσπαθώ να σου τη χαλάσω, αλλά η Τάνια ξέρει για τη Μαργαρίτα; Πόσα καλοκαίρια μεσολαβούν μεταξύ τους;
(Μερικές φορές εκεί που δεν το περιμένεις, δίνεται μία εξήγηση σε άλλα, φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους, γεγονότα. Εγώ δηλαδή, να βοηθήσω θέλω.)
Αααααχ!(Αναστεναγμός.)
(Κι ας μη μιλήσατε για το στήθος της-αιτία μόνιμης προστριβής με τον ΚΚΜ.)
Σελιτσάνος, εγώ είμαι της ΣΤΚΑ
KKM
Ζωντανη αφηγηση.
Η μουσικη χαριζει μια γλυκοτητα στη ζωη...ή μηπως η ζωη μας χαριζει μουσικη;
Τι όμορφα που ζευγαρώνουν τα πουλιά- πόσα τραγούδια εκμεταλλεύτηκες αδίστακτο πουλί, πόση ποίηση, πόσες μουσικές, πόσες φιγούρες, πόσα μύγδαλα για δυο ατέλειωτα πόδια; Τίναξες το λοφίο σου για να κάνεις εντύπωση, άπλωσες τα φτερά, άρχισες το χορό- νόμιζα πως ήσουν άνθρωπος.... πλανήθηκα.
γλυκί :)
και αισθαντικό. καλησπέρα σας, Τσαλαπετινέ. :)
Απλά συγκινητικό... :)
Αυτό δεν έπρεπε να το κάνεις ...
σ' ορκίζομαι , από την σελίδα σου θα περνάω πάντα στο τέλος της "διαδικτυακής" μου ημέρας !
Όπως και νάχει , μ' αρέσεις :)
scarlett: (Ξέρεις τι παθαίνω; Όταν γράφω αληθινές ιστορίες όλοι νομίζουν ότι τις καεβάζω από την κούτρα μου. Κι όταν τις κατεβάζω από την κούτρα μου, όλοι πιστεύουν ότι είναι αληθινές. Και κοντεύω να τους/σας πιστέψω)
Καλό απόγευμα.
KKM : Αγριοκέρασο! Το είπα τρεις φορές...αμάν πια! Έτσι και υπάρχουν σε ποστ δίμετρα πόδια – είτε σε εικόνα είτε σε κείμενο-δε μυρίζεις καθόλου.
kovo voltes... : Ή αλλιώς – όπως θα έλεγε κι ο Καμπανέλλης - “ αν θες τη μάχη να κερδίσεις, μια κοπελίτσα κοίτα ν' αγαπήσεις” Να σαι καλά και καλό σου απόγευμα.
b|a|s|n\i/a : Δεν είναι καθόλου μακρινές. Το καλοκαίρι πλησιάζει και παραλίες σίγουρα υπάρχουν. (ακόμα)
Και ναι, μεγαλώσαμε αλλά όχι τόσο πολύ. ;-)
καλό απόγευμα.
Riski: Πω πω! Κοίτα να δεις τι σκέφτηκε το γυναικείο μυαλό.
Φοβάμαι ότι τώρα που το επεσήμανες πρέπει να αποσύρω μια από τις δύο αναρτήσεις. Για να μη γίνει καμία παρεξήγηση κι άντε μετά να δίνεις εξηγήσεις. Πω, πω ήντα `παθα ο καψερός...
Σελιτσάνος : Κοιτάξε...γκουχ γκουχ. Το στήθος αντίθετα με τα πόδια προσλαμβάνεται δι άλλης αισθήσεως, οπότε αν προχωρούσα -με καταλαβαίνετε; -θα έπρεπε να βάλω την ειδική σήμανση, ενώ τώρα με ένα “απαραίτητη η γονική συναίνεση” καθάρισα.
(Η μόνιμη προστριβή έχει να κάνει με την αναφορά ή με το μέγεθος;)
KKM : Πες τι είναι γιατί μπορεί να είμαι κι εγώ και να μην το ξέρω.
Σημειώσεις Ανυπομονησίας : Από τη ζωή βγαίνουν τα τραγούδια για να ντύσουν με τη σειρά τους τις στιγμές της ζωής, από όπου θα βγουν καινούρια τραγούδια και πάει λέγοντας. Καλώς όρισες. ;-)
Γιώργος Κατσαμάκης: Όταν σου λέω ότι μου τρώει χρόνο και ενέργεια το ζευγάρωμα δε με πιστεύεις!
(Υπάρχει μια φράση στο Γλάρο του Τσέχοφ που λένει η Νίνα “Εγώ είμαι γλάρος...” κάπως ονειροπόλα. Ε λοιπόν εγώ τη λέω πολύ αποφασιστικά με την κατάλληλη προσαρμογή: “Εγώ είμαι τσαλαπετεινός!” )
(αναποφάσιστη) : Αν και αναποφάσιστη, βλέπω δε διστάσατε καθόλου... Καλό μας απόγευμα
#FN$# : Ίσως όπως όλες μας οι αναμνήσεις. Καλως ήρθες ;-)
ο κύριος "αμ": Να περνάς όποτε θέλεις. Έχω πάντα ανοιχτά. Μόνο στα μεγάλα κρύα κλείνω πορτοπαράθυρα αλλά αφήνω το κλειδί στη γαρδένια, αυτή δίπλα στην είσοδο. ;-)
Εξωτικό πουλάκι, πάλι μας διαλύσατε...
Αχ, τι σας κάνει αυτή η κακούργα η άνοιξη!...
Οϋτε θέμα μεγέθους ούτε θέμα αναφοράς.Θέμα οπτικής γωνίας(εκείνος είναι ψηλότερος από μένα κι ό,τι βλέπεις συνεχώς το βαριέσαι).
Σχολή
Των
Κάτω
Άκρων
(εσύ είσαι νεαρός ακόμη, είσαι στα pre-courses) ))))
KKM
Πολύ όμορφο το σενάριο, άξια αφιέρωση στη μνήμη του τιμώμενου προσώπου. Περιμένουμε, γιατί όχι, να γυριστεί και ταινία. Αν μη τι άλλο η αποψινή επιτυχημένη πρεμιέρα του Debtocracy έδειξε πως οι "ερασιτεχνικές" παραγωγές δεν έχουν να ζηλέψουν από τις "επαγγελματικες".
Theorema: Την άνοιξη – όπως και το καλοκαίρι – το κουβαλάμε μέσα μας και δε χρειάζεται να μας επισκεφτούν ημερολογιακά.
Καλό σας βράδυ.
Σελιτσάνος : Είμαι της άποψη ότι πρέπει να υπάρχει ένα διαρκές zoom in και zoom out- από το όλον στο μέρος με λίγα λόγια- ώστε να έχουμε πλήρη σαφή και εμπεριστατωμένη αντίληψη του “αντικειμένου”. Στην συνέχεια βέβαια γίνεται σύνθεση πλάνων, αλλά καλύτερα να μην επεκταθώ περισσότερο...με καταλαβαίνετε φαντάζομαι.
Αν πάντως κάνω λάθος διορθώστε με. Είμαι στα pre-courses. (ακομα)
KKM : Μα αυτή είναι ΑΣΤΚΑ! Για αυτό μπερδεύτηκα. Ανωτάτη φίλε μου, Ανωτάτη.
Tsalapeteinos: Αν γυριστεί ταινία θα είναι πολύ φτηνή παραγωγή, μόνο εξωτερικά γυρίσματα. Εσύ πάντως θα παίξεις τον ρόλο μου. Εγώ να ξανατραγουδήσω σολο και A cappella αποκλείεται.
Πάω να δω τη συνέχεια του Debtocracy
Είστε υπέροχο πτηνό, πώς να το κάνουμε.
Ελπίζω να συνεχίστηκε η γνωριμία με τη Μαργαρίτεν, γιατί κι αυτή φαίνεται υπέροχο αγριοκέρασο.
Σ:-)
Όσο για τον Παππού Καμπανέλλη... ένα από τα πιό αγαπημένα μου νησιά είναι η Νάξος, πηγαίνω σχεδόν κάθε χρόνο, και μένω πάντα στη Γκρόττα. Ντρέπομαι που δεν ήξερα πως μένει εκεί...σίγουρα θα τού χτυπούσα την πόρτα. Ας είναι η Μνήμη του μαζί μας να μάς φυλάει από τους Σκοτεινούς...
Όχι αδερφέ, μακριά από μένα το ποτήριον τούτον... μπορεί να έχω άλλα ταλέντα, αλλά στο τραγούδι και το χορό δεν έχω καθόλου κλίση. Αν όμως αλλάξει λίγο το σενάριο και το κάστινγκ και η πρωταγωνίστρια είναι μουλάτα αντιλιάνα, τότε μπορεί να με δεις και σε ρόλο ζεν πρεμιέ... Τύφλα να χει ο Αλέν Ντελόν - αν και θα προτιμούσα να ήμουν σαν τον Υβ Μοντάν.
...όμορφη και άρτια ....
λέξεις...που φτερουγίζουν με εικόνες....
εικόνες που ταξιδεύουν με λέξεις....
....και ένας στίχος του Ι.Καμπανέλλη...
''να σπείρω ένα χωράφι, και κάθε πρωινό,
πόση ζωή έχει πάρει...να βγαίνω, να μετρώ''.
να είστε πάντα καλά.
Σίρο Ρεδόνδο.
Μαύρος Γάτος 1, 2: Δεν μου επιτρέπεται να πω περισσότερα για τη γνωριμία μου με τη Μαργαρίτεν – αγροκέρασο. Ελπίζω να με καταλαβαίνεις... ;-)
Για τη Ναξιώτικη καταγωγή του Καμπανέλλη- που κι εγώ αγνοούσα- πλέον μπορούμε να ντρεπόμαστε παρέα. Αγαπημένο νησί η Νάξος. Πολύ αγαπημένο...
tsalapeteinos : Μην ανησυχείς. Για το χορό λύνεται εύκολα το πρόβλημα. Θα σου δείξω τα βήματα, θα κάνουμε μαζί μερικές πρόβες και έπειτα θα είσαι καλύτερος κι από τον Αλέξη Ζορμπά στην παραλία. Όσο για το τραγούδι...υπάρχει πάντα το play back. Αλλά και γι αυτό θα χρειαστείς αρκετές πρόβες ώστε να ανοιγοκλείνεις σωστά το ράμφος σου.
Σίρο Ρεδόνδο. : Σας ευχαριστώ Σιρο...Να είσαστε καλά.
Δημοσίευση σχολίου