“Αλογάκι, αποψε σε περιμένω από το πρώτο.”
Μεσημέρι χάζευα τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων που μόλις είχαν φτάσει από Θεσσαλονίκη και είχαν αναρτηθεί έξω από το πρακτορείο. Μεγάλη βδομάδα και δεν περιείχαν καμία είδηση που να κρατάει για πολύ το μάτι. Έτσι αφηρημένος όπως ήμουν, άκουσα και δεν άκουσα αυτή την αλλόκοτη φράση που ειπώθηκε πίσω από την πλάτη μου. Η φράση όμως επαναλήφθηκε αυτούσια “Αλογάκι, αποψε σε περιμένω από το πρώτο”, πιο δυνατά από την προηγούμενη φορά ενώ στο τέλος της, ένα χτύπημα στον ώμο με έκανε επιτέλους να καταλάβω ότι εγώ ήμουν ο αποδέκτης της, οπότε δεν μπορούσα άλλο να την αγνοώ.
Γυρίζοντας απορημένος είδα απέναντί μου ένα άγνωστο πρόσωπο με καλιμαύκι και γενειάδα. Μια γενειάδα πλούσια, βιβλική και κατακόκκινη. Αν δεν ήταν το μαύρο ράσο κάτω και το καλιμαύκι πάνω, θα έλεγα ότι εδώ, στη μικρή μας πόλη, χίλια μύρια κύματα μακριά από την πιο κοντινή θάλασσα, συνάντησα τον Μπαρμπαρόζα τον πειρατή αυτοπροσώπως.
Ο άγνωστος ιερέας με κοίταζε και περίμενε υπομονετικά να τον αναγνωρίσω. Ένα χαμόγελο που ήταν έτοιμο να διαγραφεί στο πρόσωπό του και το συγκρατούσε μετά βίας, πρόδιδε ότι διασκέδαζε αφάνταστα με την αμηχανία μου που μεγάλωνε, καθώς μου ήταν αδύνατον να θυμηθώ αν και από που τον ήξερα. “Μα κι αυτός ο ευλογημένος δεν βοηθάει καθόλου” σκέφτηκα όπως στεκόταν αμίλητος χωρίς να λέει το ονομά του ή έστω κάτι, να πιαστώ για να τον εντάξω στο χώρο και στον χρόνο.
Τελικά πρέπει να μην άντεξε το αστείο ύφος που μου έδινε η παρατεταμένη αμηχανία και με ένα δήθεν παραπονεμένο “δε με θυμάσαι, βρε αλογάκι;” έσκασε στα γέλια. Μόνο τότε, με οδηγό αυτό το έξω καρδιά γέλιο, κατάφερα να θυμηθώ. Ήμουν δέκα κι ήταν το πολύ έξι χρονών ο Αριστείδης, ένα πιτσιρίκι πούπουλο, όταν τον σήκωνα, τον ανέβαζα στους ώμους και κάλπαζα στο κτήμα με τις μηλιές. Τύλιγε τα χέρια του γύρω από το λαιμό μου τόσο σφιχτά που μου έκοβε την ανάσα, ακουμπούσε το πηγούνι του πάνω στο κεφάλι μου και φώναζε γελώντας: “Τρέξε, τρέξε αλογάκι μου”.
Το γέλιο του, χαρακτηριστικά κελαρυστό κι ασταμάτητο, φώτιζε το πρόσωπό του περισσότερο και από τα κόκκινα μαλλιά του. Ήταν η αδυναμία μου όχι μόνο γιατί ήταν ξεχωριστός, αλλά γιατί στα δέκα με έκανε να νοιώθω μεγάλος και δυνατός έτσι όπως τον σήκωνα στον αέρα και μπορούσα να τον πηγαίνω ατέλειωτες βόλτες παριστάνοντας το αφηνιασμένο άλογο. Κι εκείνος όμως μ` αγαπούσε πολυ. Όπου και να με συναντούσε, φώναζε “Αλογάκι!” άφηνε το χέρι της μητέρας του κι έτρεχε σε μένα περιμένοντας την καθιερωμένη πια βόλτα του.
Τον θυμήθηκα και λίγο μεγαλύτερο, παπαδάκι στην εκκλησία, το πιο μικρό στη σειρά, με τα άμφια σχεδόν να σέρνονται και να ακολουθεί τους άλλους αγκομαχώντας από το βάρος του εξαπτέρυγου που κρατούσε, με ύφος απίστευτα σοβαρό σαν να είχε απόλυτη συναίσθηση του καθήκοντος που επιτελούσε.
Μια από τις τελευταίες φορές που τον είδα ή μάλλον τον άκουσα πρέπει να ήμουν στο Λύκειο. Είχε έρθει στο σπίτι μας για κάλαντα και μου έκανε εντύπωση η φωνή του. Δεν ήταν απλώς σωστή, χωρίς τις παραφωνίες των μικρών, ήταν μια φωνή που τραγουδούσε “Χριστός γεννάται σήμερον..” και ένοιωθες απόλυτα τί σήμαινε αυτό το “αγάλλονται” που έλεγε παρακάτω.
Ύστερα έφυγα. Ερχόμουν βέβαια στις γιορτές και τα καλοκαίρια και πρέπει να τον είχα δει απο μακριά έφηβο, πια να με χαιρετάει ντροπαλά. Όμως, ανάμεσα στα νέα που μάθαινα από τους δικούς μου, πότε -πότε υπήρχε και μια είδηση για τον Αριστείδη: ότι τελείωσε το Λύκειο, ότι πέρασε σε κάποια οικονομική σχολή, μετά ότι έδωσε κατατακτήριες και πέρασε στη θεολογία... Αλλά όπως και να το κάνουμε "μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονούνται".
Μερικά δευτερόλεπτα ήταν αρκετά για να θυμηθώ όλα αυτά και ήμουν έτοιμος να τον αγκαλιάσω μα τελευταία στιγμή σταμάτησα. Άλλη αμηχανία με τη μορφή διλήμματος: να τον αγκαλιάσω ή μήπως έπρεπε να σκύψω να φιλήσω το χέρι του Αριστείδη, δηλαδή του παπά Αριστείδη πλέον;
Αυτή τη φορά δε με άφησε να παιδευτώ. Άνοιξε τα χέρια του και με αγκάλιασε ρίχνοντας μου δυό τρεις δυνατές στην πλάτη, στο ρυθμό των απανωτών “τι κάνεις βρε αλογάκι;” “πού χάθηκες;” “ μα πόσα χρόνια έχω να σε δώ;” . Μέσα σε λίγη ώρα καλύψαμε τα κενά των χρόνων που μεσολάβησαν από την εποχή που ήμασταν παιδιά κι ενώ προσπαθούσα ακόμα να συνηθίσω στην ιδέα ότι ο μικρός Αριστείδης ήταν πλέον ιερέας, μου είπε: “Θα σ` αφήσω τώρα γιατί με περιμένει η παππαδιά για φαγητό και δε θέλω να αργήσω...ξέρεις είναι έγκυος.” Γέλασε πάλι με την έκπληξή μου και προσέθεσε “Στο τρίτο” για να με αποτελειώσει. Φεύγοντας μου επεσήμανε για μια ακόμα φορά: Απόψε σε περιμένω από το πρώτο Ευαγγέλιο.
Αργά το απόγευμα, λίγο μετά που χτύπησε η καμπάνα ανηφόρισα για την εκκλησία. Είχε ήδη αρκετό κόσμο αλλά βρήκα ένα άδειο στασίδι στο δεξιό κλίτος. Έκανε ψύχρα και είχε αρκετή υγρασία. Οι εικόνες στο τέμπλο και οι πολυέλαιοι ήταν στολισμένοι με μαύρες κορδέλες. Μεγάλη Πέμπτη και σε ένα μανουάλι μπροστά στην Ωραία Πύλη δώδεκα μεγάλα κεριά θα άναβαν το ένα μετά το άλλο κατά την ανάγνωση των αντίστοιχων Ευαγγελίων.
Κοίταζα την εκκλησία που γέμιζε σιγά σιγά, αναγνώριζα σχεδόν όλους τους μεγαλύτερους με τα σημάδια του χρόνου εμφανή πάνω τους, αναγνώριζα και μερικούς άγνωστους μικρότερους μόνο και μόνο γιατί ήταν κατ` εικόνα των γονιών τους που τύχαινε να τους ξέρω. Το βλέμμα μου πλανήθηκε στις εικόνες στο τέμπλο- που με σήκωναν παιδί να προσκυνήσω- τις αγιογραφίες στους τοίχους – θυμήθηκα πόσο με εντυπωσίαζε ο Άη Γιώργης που κάρφωνε με το δόρυ το θεριό- και ύστερα τον Παντοκράτορα, που δέσποζε ψηλά πάνω στον τρούλο, με τα μάτια του που σε κοίταζαν όπου και να βρισκόσουν- ο τα πάντα ορά- τρυφερά και αυστηρά μαζί. Το βλέμμα μου είχε μείνει όπως παλιά εκεί πάνω στην μορφή του και αναγνώριζα για πρώτη φορά την αρμονική συνύπαρξη βυζαντιών και στοιχείων της ιταλικής σχολής, όταν άκουσα: “Εκ του κατά Ιωάνη Αγίου Ευαγγελίου το ανάγνωσμα...”
Ήταν η ίδια εκείνη φωνή που έψαλλε τα κάλαντα πριν από τόσα χρόνια, ώριμη και στοιβαρή πλέον, βαθιά και βροντερή στην ησυχία της εκκλησίας, μια φωνή που διακρινόταν από τόση ηδύτητα που την έκανε συγκινητική. Το πρώτο κερί άναψε κι ο παπα-Αριστείδης ευθυτενής μπροστά στην Ωραία Πύλη με τα πένθημα άμφια της ημέρας, κρατώντας στα χέρια το ολόχρυσο ευαγγέλιο, διάβαζε: “Είπεν ο Κύριος τοις εαυτού μαθηταίς, νυν εδοξάσθη ο Υιός του ανθρώπου και ο Θεός εδοξάσθη εν αυτώ...”
Όσο περνούσε η ώρα η εκκλησία γέμιζε και είχε πια ζεσταθεί από από τις ανάσες του εκκλησιάσματος και τα αναμμένα κεριά. Στην αχλύ που απλωνόταν δύσκολα ξεχώριζες πια τις μορφές των αγίων και το λιβάνι που σκόρπιζαν τα θυμιατά μπερδευόταν μεθυστικά με άρωμα βιολέτας. Στο “Σήμερον κρεμάται επί ξύλου...” όλα τα φώτα έσβησαν με μιας και σταμάτησε αμέσως κι ο παραμικρός ψίθυρος. Τα μάτια δεν είχαν προλάβει ακόμα να συνηθίσουν στο μισοσκόταδο που έλαμπαν μόνο τα κεριά, όταν μέσα από το ιερό ακούστηκαν σφυριές.
Ανατριχιαστικός ο ήχος, ισχυρός, παράταιρος με τη ηδύτατη φωνή που συνέχιζε να διαβάζει από το έκτο, το κατά Μάρκο Ευαγγέλιο: “...Και σταυρώσαντες αυτόν, διαμερίζονται τα ιμάτια αυτού βαλλόντες κλήρον επ` αυτά...”. Μέταλλο πάνω σε μέταλλο, στο ημίφως, στην απόλυτη ησυχία και για μια στιγμή ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι εκεί μέσα στο ιερό, σφυριά με τη σφυριά, το καρφί τρυπούσε πρώτα σάρκα κι ύστερα βυθιζόταν βαθιά μέσα στο ξύλο.
Μετά το “Δι ευχών...” κι αφού έφυγε ο περισσότερος κόσμος είδα τον παπα Αριστείδη να βγαίνει από το ιερό. Τον πλησίασα, έσκυψα συγκινημένος και αυτή τη φορά με άφησε να του φιλήσω τό χέρι. “Δεν είχα δίκαιο που επέμενα να έρθεις από το πρώτο ευαγγέλιο;” με ρώτησε και ενώ του έγνεφα καταφατικά, ένα μικρό αγόρι, τριών χρόνων όπως έμαθα αργότερα, ήρθε με ξέφρενη τρεχάλα προς το μέρος μας, έπεσε πάνω του και τού αγκάλιασε τα πόδια. Πάνω στα μαύρα ράσα τα μαλλιά του φαινόταν ακόμα πιο κοκκινα.
Ο παπά Αριστείδης τον σήκωσε στην αγκαλιά του, τον φίλησε και του είπε δείχνοντάς με: “Αυτός είναι ο φίλος που σου έλεγα ότι όταν ήμουν μικρός σαν κι εσένα με ανέβαζε στους ώμους του και με πήγαινε βόλτα. Το αλογάκι μου.” Ο πιτσιρίκος γύρισε και με κοίταξε με σοβαρό αλλά μάλλον δύσπιστο ύφος. Βγαίνοντας στο προαύλιο κι ενώ ο παπά Αριστείδης κρατούσε την ετοιμόγεννη παπαδιά, άρπαξα τον νυσταγμένο μικρό και τον ανέβασα στους ώμους μου. Έσφιξε αμέσως τα χέρια του γύρω από το λαιμό μου -τόσο που σχεδόν μου κόπηκε η ανάσα- και ακούμπησε το πηγούνι του πάνω στο κεφάλι μου. Κάλπασα για λίγο κι από ψηλά, άκουσα πρώτα το κελαρυστό γέλιο του μικρού κι ύστερα τη φωνή του να λέει: “Τρέξε, τρέξε αλογάκι μου”.
Από την εκκλησία έφταναν μέχρι που έσβησαν καθώς απομακρυνόμασταν οι φωνές των γυναικών που έψελναν στολίζοντας τον επιτάφιο.
Στον Αλέξανδρο Μ.
25 σχόλια:
Ωωωωωω.....
α ρε αλογάκι....
καλήν Ανάσταση
ΚΚΜ
έχετε όμορφες ιστορίες να μοιραστείτε.
καλή Ανάσταση !
πόσο γλυκό είναι το συναίσθημα όταν συναντάμε πρόσωπα απ' τα παλιά
καλή ανάσταση
Χα, τελικά τον έπεισες τον μικρό...
Καλά να περάσεις!
Με έκανες (καταρχήν) να σταματήσω για λίγο και να συνειδητοποιήσω πως είναι Μεγάλη βδομάδα..
Καλή Ανάσταση Τσαλαπετεινέ μου..
Τρυφερή ιστορία!!!
*Καλή Ανάσταση*
Καλή Ανάσταση....κι από εμένα.
:)
ΥΣ: Φέτος ξέχασες τα πασχαλινά μας αυγά!
Φίλε Τσαλαπετεινέ νομίζω πως κάτι τέτοιες συναντήσεις είναι το Πάσχα. Πολυ ωραία η ιστορία σου. Ακόμη πιο ωραίο ότι πήρες τον πιτσιρίκο στους ώμους. Να είσαι καλά να το κάνεις πάντα (έστω και με τις ιστορίες σου..)
αυτοκινητάκια θυμάμαι που παίζαμε στο δημοτικό. αγκαλιασμένοι με τον κολλητό και τα χέρια τιμόνι νοητό.
πολύ γλυκά δοσμένη η ιστορία.
καλή σου ανάσταση!
όμορφη. χαμογελαστή. αληθινή.
φιλιά πολλά!
Μαύρος Γάτος: Να μεταφράσω το ουρανομήκες “ωωω...” σε Καλή Ανάσταση;
ΚΚΜοίρης: Είδες ο τσαλαπετεινός; Τελικά ήταν αλογάκι που έβγαλε φτερά.
Καλό Πάσχα!
scarlett: Να σαι καλά!
Σου εύχομαι να περάσεις υπέροχα.
Καλήν Ανάσταση και πολλά φιλιά
logia: Όχι πάντα. Τις περισσότερες φορές πάντως ναι. Μας γυρίζουν στο παρελθόν και ανασύρουν ξεχασμένες ιστορίες. Καλό Πάσχα! Να περάσεις υπέροχα.
Riski: Δεν υπήρχε περίπτωση να τον αφήσω να παριστάνει δέκα μέρες νωρίτερα τον άπιστο Θωμά. (Κατά φοβερή σύμπτωση, το όνομα του μικρού είναι Θωμάς)
Πολλά αναστάσιμα φιλιά
Margo: Μα εκεί, στο νησί σου δεν χρειάζονται ιστορίες από τα παλιά για να συνειδητοποιήσεις ότι είναι Μεγάλη Βδομάδα.
Νοσταλγώ ένα ηλιόλουστο και λουλουδιασμένο Πάσχα στο νησί σου πριν από μερικά χρόνια.
Καλή Ανάσταση Margo μου με όλη μου την αγάπη.
Thalassenia: Οι περισσότερες παιδικές ιστορίες έχουν μια τρυφερή αίσθηση. Ίσως τη δίνει η απόσταση που έχουμε πλέον από εκείνη τη μακρινή εποχή. Πολλά φιλιά και Καλό Πάσχα!
antinetrino: Να σαι καλά φίλε μου! Καλό Πάσχα.
Υ.Γ. Πριν χτυπήσουν οι καμπάνες της ανάστασης θα υπάρχει κόκκινο αυγό εδώ. ;-)
Τελικά – τώρα που τα ξαναβλέπω- το δικό σου αυγό πρόπερυσι ήταν το καλύτερο
Γιώργος Κατσαμάκης: Μπορείς να πεις στην κοκώνα σου ότι έχεις ένα φίλο τσαλαπετεινό που καμιά φορά γίνεται αλογάκι. Να την προετοιμάσεις σιγά σιγά για τη βόλτα. (Ο μεγάλος πόσα κιλά είναι;)
Καλό Πάσχα και φιλιά σε όλη την οικογένεια.
b|a|s|n\i/a: Άσε μη μου θυμίζεις κι άλλα γιατί θα μείνω οριστικά στην παιδική ηλικία και δεν πρόκειται να επιστρέψω!
Μια χαρά ήταν εκεί, τότε.
Πολλά φιλιά κι από μένα και Καλή Ανάσταση.
Πέρασα να σου αφήσω τις ευχές μου,
απο καρδιάς καλή ανάσταση....
Αν και μυρίζει πολύ... λιβάνι η πασχαλινή σου ανάρτηση αδερφούλη, δεν μπορούσα να μην εμφανιστώ για να ευχηθώΚαλή (Επ)Ανάσταση, δηλαδή ανάσταση στα πλαίσια του μαρξιστικού εποικοδομήματος. Ενδιαφέρουσα και η συνάντησή σου, αν και να σου θυμίζω ότι κοκκινομάλλης και κοκκινογένης, εκτός από τον καπιτάν Μπαρμπαρόχα ήταν και ο... Τζούντας Πριστ!
Τελικά είστε μεγάλος παραμυθάς(ασχέτως από το αληθές ή όχι της εκάστοτε ιστορίας).Σας στέλνω γνησίως εγκάρδιες ευχές-κι εύχομαι νά 'χετε πάντα το κουράγιο για πολιτιστικά ρεπορτάζ και όμορφες ιστορίες.
loulou: Σε ευχαριστώ για τις ευχές σου. Αν περάσεις αύριο το πρωί θα βρεις κι ένα κόκκινο αυγό. ;-)
Καλήν Ανάσταση και πολλά φιλιά
tsalapeteinos: Μόνο λιβάνι; Βιολέτα που έβαλα μπόλικη δε σου μύρισε καθόλου;
Καλήν Ανάσταση αδελφέ μου (με όποια πρόθεση θέλεις μπροστά)και πολλά φιλιά.
Σελιτσάνος: Αγαπητέ κύριε, μόλις σας απέστειλα δια του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μήνυμα ον περιέχει εικόνες του παπά Αριστείδη - έγχρωμες ώστε να διαπιστώσετε ιδίοις όμασι το αληθές των λόγων μου τουλάχιστον περί της γενειάδας αυτού - από την Ακουλουθίαν του Επιταφίου η οποία ετελέσθη μετά κατανύξεως εν τη μικρά μας πολει, προ μερικών ωρών.
Σας ευχαριστώ για τις ευχές και υπόσχομαι ότι θα παραμείνω ακμαίος εις τας επαλξεις του παρόντος ιστολογίου.
Καλό Πάσχα!!!
μπα σε καλό σας, συγκινήθηκα
πόσο παραστατικά το περιγράψατε..!
Καλό Πάσχα αλογάκι
aura : Η απόσταση και μόνο από την παιδική ηλικία κάνει τις ιστορίες συγκινητικές. :-)
Καλό Πάσχα Αύρα μου.
Υπέροχο. Γλυκές θύμησες :)
renata: Καλή Ανάσταση Ρενάτα ;-)
Δημοσίευση σχολίου