Το
πάθος μου για τα φυτά -όπως άλλωστε τα
περισσότερα πάθη- εμφανίστηκε ξαφνικά
και φούντωσε ανεξέλεγκτο σαν πυρκαγιά
στα μποφόρ του θέρους. Ήταν φθινόπωρο,
ήμουν πρωτοετής φοιτητής και είχα μόλις
εγκατασταθεί σε ένα πολύ μικρό διαμέρισμα
που διέθετε ένα τεράστιο μπαλκόνι.
Πρώτος όροφος, στο πίσω μέρος της
πολυκατοικίας και από κάτω, από τον
ελάχιστο ακάλυπτο χώρο που άφηνε η
οικοδομή στο οικόπεδο και οι άλλοι
ένοικοι αποκαλούσαν “κήπο”, έφταναν
μέχρι πάνω φουντωμένα τρία δέντρα που
κάλυπταν με τις φυλλωσιές τους το μπαλκόνι μου καθιστώντας το σχεδόν
αθέατο στους περίοικους.
Το
διαμέρισμα δεν είχε ούτε τα στοιχειώδη
αλλά παραδόξως δε με ένοιαζε καθόλου.
Αυτό που με πείραζε πολύ ήταν το άδειο
μπαλκόνι. Εκείνη την εποχή για καλή μου
τύχη, βρήκα πεταμένα στο δρόμο ένα παλιό
ξύλινο τραπέζι και δυο καρέκλες
σε κακά χάλια, τα μετέφερα, τα
ψευτοεπισκεύασα, τα έτριψα, τα έβαψα
-ώχρα το τραπέζι και κεραμιδί τις
καρέκλες- και τα έβαλα στο μπαλκόνι.
Στη συνέχεια αγόρασα πέντε- έξι φυτά που
τίναξαν εκείνο το μήνα τον πενιχρό
φοιτητικό μου προϋπολογισμό στον αέρα
αλλά και πάλι το μπαλκόνι μου φαινόταν
άδειο.
Κάπου
εδώ πρέπει να πω ότι, η μόνη γνώση
κηπουρικής που διέθετα εκείνη την εποχή
ήταν να ξεχωρίζω τα τριαντάφυλλα από
τις γαρδένιες αλλά το γεγονός δε με
πτόησε καθόλου. Βλέποντας αυτά τα πρώτα φυτά -που περιποιόμουν καθημερινά
με προσήλωση νεοφώτιστου κηπουρού- να
αναπτύσσονται είχα πάρει την απόφαση
να μετατρέψω πάση θυσία το μπαλκόνι σε ζούγκλα.
Έτσι
άρχισα τις κλοπές. Μικρές, ανεπαίσθητες
για τα θύματα, σχεδόν αθώες, πλην όμως
κλοπές. Στη διάρκεια της μέρας, φεύγοντας
ή επιστρέφοντας από το σπίτι, εντόπιζα
στην πορεία μου φυτά που υπέθετα ότι θα
μπορούσαν να πιάσουν αν φύτευα ένα κλαδί
τους και αργά το βράδυ έβγαινα για να
αρπάξω τη σταμπαρισμένη λεία μου,
εξοπλισμένος με το μοναδικό σύνεργο
που είναι απαραίτητο στους κλέφτες
αυτής της κατηγορίας: ένα κλαδευτήρι.
Μερικές
φορές, τη στιγμή της άνομης πράξης, που
μάλλον δεν χρειάζεται να πω πόση
ταχυπαλμία μου προξενούσε, όχι τόσο από
το φόβο μήπως με πιάσουν στα πράσα, όσο
γιατί εκείνη τη στιγμή που διάλεγα ποιο
κομμάτι θα κόψω, έτρεμαν τα χέρια μου
από τη λαχτάρα καθώς το φανταζόμουν ήδη
φυτεμένο να μεγαλώνει στο μπαλκόνι μου.
Βέβαια κάποιες φορές, αναγκάστηκα να
το βάλω στα πόδια γιατί κάποιος είχε
ανάψει ξαφνικά ένα φως, ή το χειρότερο,
κάποιος θυμόταν μέσα στη μαύρη νύχτα
να κατεβάσει τα σκουπίδια του.
Επέστρεφα
κατάκοπος ξημερώματα με τα κλοπιμαία
και τα φύτευα αμέσως. Έχοντας την τύχη
του πρωτάρη, κάποια από αυτά τα
κομμάτια-κάκτοι τα περισσότερα- έπιασαν
και άρχισαν να μεγαλώνουν. Η επιτυχία
με έκανε να θέλω ακόμα περισσότερα,
οπότε οι νυχτερινές εξορμήσεις γινόταν
ολοένα και πιο τακτικές και η συχνότητά
τους δεν μειωνόταν ούτε σε εξεταστικές
περιόδους.
Είχα
βέβαια και αρκετές αποτυχίες. Μερικά
από τα βλαστάρια παρά τη φροντίδα,
ξεραίνονταν αλλά έχοντας σημειώσει από
που είχα πάρει το καθένα μπορούσα να
ξαναπάω, να κόψω ένα ακόμα κομμάτι και
να κάνω μια ακόμα προσπάθεια. Ομολογώ
ότι δεν ήταν λίγες οι φορές που σκέφτηκα
να σηκώσω ολόκληρη τη γλάστρα αντί να
παιδεύομαι με τα βλαστάρια μα αντιστάθηκα
με όλη μου την δύναμη στον πειρασμό.
Μέχρι που συνέβη κάτι και μου έδωσε μια
πρώτης τάξεως δικαιολογία για να ενδώσω.
Πολύ
κοντά στην πολυκατοικία που ήταν το
διαμέρισμά μου, υπήρχε μια μονοκατοικία
που έμενε μόνη της μια μικροκαμωμένη
ηλικιωμένη γυναίκα. Μια μέρα που δεν
έβρισκα χώρο στάθμευσης, άφησα τη μηχανή
μου πάνω στο πεζοδρόμιο έξω από το σπίτι
της. Όταν πήγα την επόμενη να την πάρω,
η ηλικιωμένη, βγήκε στο μπαλκόνι της
εισόδου -σωστή ζούγκλα γεμάτο με μεγάλες γλάστρες- και μού έβαλε τόσο άγριες φωνές
που ακούστηκαν σε όλη τη γειτονιά. Όσο
μπόι της έλειπε, τόσο δυνατή φωνή
διέθετε. Μπορεί να είχε δίκαιο, μα ο
τρόπος που το διεκδικούσε μού φάνηκε
απαράδεκτος. Μερικές μέρες αργότερα,
αναγκάστηκα να ξαναφήσω τη μηχανή στο
ίδιο σημείο. Τη δεύτερη φορά, δεν
περιορίστηκε στις φωνές αλλά θεώρησε
σωστό να με καταβρέξει ρίχνοντάς μου
νερά από τον κουβά που μόλις είχε
σφουγγαρίσει.
Δεν
είπα κουβέντα κι έφυγα καταβρεγμένος,
μα το ίδιο βράδυ άνοιξα με χίλιες
προφυλάξεις την πόρτα της αυλής της.
Μέχρι εκείνη τη νύχτα -το είπα άλλωστε
από την αρχή, οι κλοπές που διέπραττα ήταν σχεδόν αθώες- ουδέποτε είχα τολμήσει
να μπω σε σπίτι κι έκοβα μόνο βλαστάρια
από φυτά που προεξείχαν από τα κάγκελα.
Ανέβηκα λοιπόν με κομμένη ανάσα
ακροπατώντας τα σκαλοπάτια μέχρι τη
βεράντα και σήκωσα αποφασιστικά την
πρώτη από τις τέσσερις πήλινες
ζαρντινιέρες με σπαράγγι που βρισκόταν
πάνω στο στηθαίο της βεράντας. Ήταν
τεράστια, βαριά κι ασήκωτη όπως διαπίστωσα
κατά τη μεταφορά και το σπαράγγι, ζωηρό
πράσινο, θεριεμένο κρέμονταν αυτάρεσκα
σε εντυπωσιακά μεγάλο μήκος. Όπως
καταλαβαίνετε δεν ήταν τόσο η εκδίκηση
για την ψυχρολουσία και το βρισίδι που
είχα υποστεί, μα γιατί επιθυμούσα
παράφορα αυτές τις ζαρντινιέρες κάθε
φορά που περνούσα και τις έβλεπα στη
βεράντα της γριάς. Έτσι δεν περιορίστηκα
στην πρώτη, αλλά σε τέσσερις διαδοχικές
διαδρομές τις σήκωσα όλες.
Με
αυτές μπορεί να είχα παραβεί χωρίς καμία
αμφιβολία τη εντολή “ου κλέψεις”, μα
το μπαλκόνι μου ήταν επιτέλους η ζούγκλα
που επιθυμούσα. Κι ως αρκετά έμπειρος
κηπουρός πλέον, το επόμενο φθινόπωρο
αραίωσα το σπαράγγι που με τη δύναμη
των ριζών του κόντευε να σπάσει τις
πήλινες ζαρντινιέρες. Με τα αλλεπάλληλα
αραιώματα είχε πολλαπλασιαστεί σε
τέτοιο βαθμό που δέκα χρόνια αργότερα,
όταν μετακόμιζα πια από αυτό το σπίτι
σε ένα άλλο, είχα τόσες γλάστρες με
σπαράγγι που ούτε σε φυτώριο δεν βρίσκει
κανείς.
Τότε
ήταν που αποφάσισα να επιστρέψω τις
αρχικές. Έτσι την τελευταία νύχτα σε εκείνο το σπίτι, έκανα
την αντίστροφη μεταφορά, πάλι με χίλιες
προφυλάξεις και τοποθέτησα προσεκτικά
τις ζαρντινιέρες πίσω, στο στηθαίο της
βεράντας. Την επόμενη μέρα, περνώντας
με το φορτηγό της μετακόμισης μπροστά
από τη μονοκατοικία είδα την ηλικιωμένη
να στέκεται στην βεράντα της και να
κοιτάζει απορημένη τις ζαρντινιέρες
της που μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια
απουσίας, επέτρεψαν στην θέση τους με
τον ίδιο ακριβώς μυστήριο τρόπο που
είχαν φύγει.
Η
εικόνα αυτή ήταν η τελευταία από την
γειτονιά που άφηνα κι από μια περίοδο
της ζωής μου που το τέλος της σηματοδοτούσε
η μετακόμιση. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα
ότι κάπως είχα εξιλεωθεί για την πράξη
μου. Ωστόσο πρέπει να ομολογήσω ότι
συνεχίζω με το ίδιο πάθος που είχα στην
αρχή, να διαπράττω τις μικρές, αθώες
κλοπές. Μόνο που τώρα κλέβω αποκλειστικά
βλαστάρια από σπάνια φυτά, όποτε τα
συναντήσω και μόνο αν προεξέχουν από κάγκελα
κήπου.
Η
σημερινή ανάρτηση, είναι η συμμετοχή
του Τσαλαπετεινού στο διιστολογικό
αφιέρωμα με θέμα: Guilty
Pleasures.
Περισσότερες
εξομολογήσεις, θα βρείτε σήμερα στα ιστολόγια
των συναδέλφων: