Πριν
πέντε μέρες πρέπει να ήταν. Είχαμε
μαζευτεί, κι από τίποτα, από μια κουβέντα
ξεκάρφωτη, μπήκε το πρώτο τραγούδι.
Γιουτουμπάκι. Κι ύστερα ήρθε το δεύτερο,
το τρίτο και γέμισε η νύχτα ρεμπέτικα.
Μια ο ένας, μια ο άλλος, μια ο τρίτος.
Ούτε στροφές, ούτε παλαμάκια. Τίποτα.
Ήρεμα με ένα ποτήρι στο χέρι. Να ακούς
τη μουσική να σιγομουρμουρίζεις τους
στίχους, να κοιτάς το κρασί σου. Να
μερακλώνεις και να το κρατάς, να μην το
βγάζεις και να μελώνει πατρίδα το μέσα
σου.
Κράτησα
για το τέλος το “Μάνα
μου Ελλάς”.
Δεν το ήξεραν. Άκουγαν σιωπηλοί την
εισαγωγή -”Ξαρχάκος”
τους
είπα- κι ύστερα στην πρώτη στροφή μετά
τον αμανέ κοιτάχτηκαν. “Γκάτσος
οι στίχοι, από την ταινία το Ρεμπέτικο”,
διευκρίνησα.
Πήγα να συμπληρώσω κάτι ακόμα μα με
έκοψαν. “Σώπα,
να ακούσουμε”
είπαν και δυνάμωσαν την ένταση. Εκεί
στο “και
δε δακρύζεις ποτέ σου μάνα μου Ελλάς/
που τα παιδιά σου σκλάβους ξεπουλάς”
τους
ένιωσα ραγισμένους. “Ρε
τι φωνάρα είναι αυτή”
είπαν στο τέλος και ύστερα με ρώτησαν
ποιός τραγουδούσε. “Νίκος
Δημητράτος. Θείος μου”
είπα με καμάρι.
Από
παιδί δεν έχανα συναυλία του. Ούτε και
παράσταση ή ταινία, μα πιο πολύ θυμάμαι
τις συναυλίες. Είχα πάντα μεγάλη αγωνία,
περίμενα να εμφανιστεί –με ένα άσπρο
πουκάμισο, εκτυφλωτικό κάτω από τους
προβολείς στο Λυκαβηττό- και έπειτα δεν
τον άκουγα, μόνο αφουγκραζόμουν το
πλήθος. Έπιανα στον αέρα τον κόσμο να
χαμηλώνει στο άκουσμα αυτής της φωνής που ήταν έτοιμη να τσακίσει χίλιες
φορές, με χίλιους τρόπους κι ύστερα ήξερε πώς να σηκωθεί αργά και να γεμίσει δοξαστικά για να σε
λυτρώσει. Χαμήλωνε κι άλλο ο κόσμος μπροστά στη σεμνότητα της σκηνικής
του παρουσίας, χαμήλωνε και τότε άπλωνε
πάνω στο πλήθος η φωνή, το κυρίευε
απόλυτα κι ανέσυρε μια μια τις
πιο ξεχασμένες μνήμες. Μνήμες από μια ατόφια Ελλάδα,
ιδανική και διαρκώς απούσα. Στο τέλος,
το ένιωθες: το χειροκρότημα του κόσμου
για το Δημητράτο, δεν είχε μόνο το “μπράβο”
ή τον θαυμασμό, είχε σεβασμό.
“Πάμε
να δεις την αυλή που μεγάλωσα”
πρέπει να μού είχε πει και από το
Μοναστηράκι πήραμε να ανηφορίζουμε τα
στενά στην Πλάκα. Μπροστά πήγαινε ο
Θωμάς – θα ήταν δώδεκα, το πολύ δεκατρία
τότε- κι εμείς ακολουθούσαμε. Ανηφορίζαμε
κι μού έλεγε για τα παλιά: πώς ήταν η
Πλάκα όταν ζούσε εκεί με τη μητέρα του,
πώς ξεκινούσε από το σπίτι πιτσιρίκι
για να πάει στη Μητρόπολη. Παπαδάκι
πρώτα και μετά στη βυζαντινή χορωδία. Όταν φτάσαμε, ακούμπησε το ντουβάρι
κι έτσι μου έδειξε το σπίτι τους. Θυμάμαι
ακόμα αυτή την εικόνα: το χέρι του πάνω
στην ξεφλουδισμένη ώχρα. Ευλαβικά.
Στενό
το σοκάκι κι ανηφόρισα λίγο ακόμα δω
το σπίτι ολόκληρο -ένα
ισόγειο, μικρό, ακατοίκητο. Κλειστά
πορτοπαράθυρα και χορτάρια να φυτρώνουν
στην άκρη της στέγης. Κι άλλη εικόνα
μπροστά μου σχεδόν κινηματογραφική: ο
Νίκος ακουμπισμένος στον τοίχο, να
αναπολεί με το κεφάλι του λίγο γερμένο
και αρκετά πιο πίσω, δίπλα στην πόρτα,
στην ίδια σχεδόν στάση ο Θωμάς. Με την
ίδια έκφραση. Ολόιδιοι πατέρας και γιος,
σαν να έβλεπες έναν άνθρωπο σε δύο
διαφορετικές ηλικίες.
Μια
μέρα πέρασα απροειδοποίητα από το σπίτι
στο Βύρωνα και τον πέτυχα στη ραπτομηχανή.
Γάζωνε παντόφλες με τη σιγουριά
επαγγελματία. Σίγουρα κι από αυτή τη
δουλειά είχε περάσει. Είτε μικρός στο
ξεκίνημα για βιοπορισμό είτε αργότερα,
μεγάλος, όταν πάλευε να πλάσει τους
ρόλους του -όπως κανένας άλλος ηθοποιός-
άλλαξε δεκάδες δουλειές. Τρεις μήνες
ήταν σε κρεοπωλείο για το Άντε
Γεια του
Τσεμπερόπουλου. “Εδώ
είχα βάλει σχεδόν είκοσι κιλά για το
ρόλο, θα έκανα το χασάπη, χωρίς να ξέρω
να κόβω το κρέας σαν επαγγελματίας;”
μου
είχε πει κάποτε.
Για
τις παντόφλες κατέβαινε στου Ψυρρή,
έπαιρνε δέρματα, τις σχεδίαζε και τις
έφτιαχνε για όλους στην οικογένεια. Όχι
μόνο τη στενή μα την ευρύτερη: ανίψια,
ξαδέλφια, θείοι, όλοι έλαβαν. Διαφορετικό
το κάθε ζευγάρι. “Να δεις που θα σου
πάρει μέτρα για να σου φτιάξει και σένα”
είπε η Χαρά. Μέτρα δε μού πήρε εκείνη τη
μέρα μα σηκώθηκε κι έβαλε να φτιάξει
μακαρονάδα. Εκεί να δεις μεράκι και
σιγουριά. Σιγοσφύριζε κι ανακάτευε τη
σάλτσα. Με τραγούδι τα σούρωσε. Καθόμασταν
στο τραπέζι της κουζίνας με τη θεία τη
Χαρά κι έλεγα μέσα μου, να αργήσει το
φαγητό να τον ακούσω κι άλλο. Δεν άργησε
το φαγητό κι έτσι τραγουδισμένο που
ήταν, μού φάνηκε πιο νόστιμο.
Καλοκαίρι
στα Κύθηρα στο σπίτι τους, λίγο πριν το
γάμο της Μαρίας της μοναχοκόρης του.
Άρχοντας στην αυλή, μπροστά στη θέα του
πελάγους, ένιωθες ότι ήταν πλήρης. Όλα
τα σπουδαία του βίου -για άλλους ασήμαντα-
τα είχε γευτεί και συνέχισε να τα γεύεται
με τον δικό του απλό τρόπο. Το έβλεπες
στο σπίτι που έχτισε με τα χέρια του.
Στον τρόπο που τραγουδούσε, που έπιανε
το χέρι της Χαράς, που αγκάλιαζε τα
παιδιά του- με τα χέρια ή με το βλέμμα.
Στις μετρημένες κουβέντες του. Στον
τρόπο που κρατούσε το ποτήρι στο χέρι
του. Στο καθαρό του γέλιο. Το έβλεπες ξεκάθαρα στον τρόπο με
τον οποίο πατούσε το χώμα.
Καλό δρόμο Νίκο
οι εικόνες από το Ρεμπέτικο
6 σχόλια:
Τι ευλογημένος που τον γνώρισες, τον ένιωσες, τον είχες στην οικογένεια. Άνθρωποι σαν αυτόν, 'ατόφιοι', είναι πολύτιμα διαμάντια. Καλό του ταξίδι απο καρδιάς...
Μακάρι ό,τι αφήνουν πίσω τους οι άνθρωποι που αγαπήσαμε να είναι η τέχνη της ψυχής τους- γιατί τότε ο θάνατός τους μοιάζει λιγότερο θάνατος.
Ευλαβικό και ατόφιο αφιέρωμα. Εξαιρετικής ποιότητας συγκίνηση ( αν μου επιτρέπεται να το πω έτσι).
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει.Αυτή η ευχή νομίζω ότι ταιριάζει,γιατί το R.I.P. θα ήταν ύβρις.
Λυπάμαι για την απώλεια του καλλιτέχνη, του άρχοντα όπως πολύ όμορφα γράφεις, αλλά περισσότερο για την απώλεια του δικού σου Νίκου...
Καλό του ταξίδι
kovo voltes... , Γιώργο, Αγράμπελη, Σελιτσάνε, Margo, σας ευχαριστώ πολύ για τα σχόλιά σας. Ήταν μεγάλη παρηγοριά.
Άμα βρίσκεσαι μακριά και μαθαίνεις τέτοια μαντάτα μην έχοντας τη δυνατότητα να παραστείς στην κηδεία, να συμπαρασταθείς στην οικογένεια, να ρίξεις δυο χούφτες χώμα, να αποχαιρετίσεις όπως πρέπει τον εκλιπόντα, το ζόρι της απώλειας γίνεται ακομα μεγαλύτερο.
Δημοσίευση σχολίου