Γυρίζοντας
εκείνο το βράδυ στο σπίτι, στην κουζίνα
βρήκα την κυρά- Ισμήνη.
Φορούσε όπως πάντα το μαύρο κεφαλομάντηλο
σφιχτά δεμένο και κάθονταν με τα χέρια
σταυρωμένα στην ποδιά -μαύρη κι αυτή- και πότε πότε, χάιδευε με το ένα,
τον καρπό του άλλου. Στο τραπέζι έστεκε
δελεαστικό ένα μεγάλο πιάτο γεμάτο
κομμάτια σπανακόπιτα που μας είχε
φέρει. Δίπλα του, το αλουμινόχαρτο που
το σκέπαζε, τούμπα κι ιδρωμένο. “Για
το παιδί...” μού είπε αναστενάζοντας και προσπάθησα
να θυμηθώ αν ήταν γιος, εγγονός ή
δισέγγονος, ο Γρηγόρης που γιόρταζε δυο μέρες πριν, στις 25 Ιανουαρίου και
με τις εκλογές και τη φούρια τους, τα
κεράσματα μετατέθηκαν στις επόμενες
μέρες.
Πεινούσα.
Είχα περάσει όλο το απόγευμα στο μπαράκι.
Έξω, μουντό ψιλόβροχο, παραπονιάρικο
και κρύο. Μέσα, ζέστη, καπνός κι η παρέα
ένας μεγάλος κύκλος. Φουντωμένη η
κουβέντα, χείμαρρος η ροή της κι όλα
ανάκατα: τα αποτελέσματα των εκλογών,
η σύνθεση της νέας κυβέρνησης που εκείνη
τη μέρα είχε ορκιστεί, οι προσδοκίες,
το μη παρέκει της κρίσης. Συμμετείχα,
μα περισσότερο προσπαθούσα να βγάλω
συμπεράσματα. Μπορεί το στατιστικό
δείγμα να ήταν μικρό, τα όρια της ηλικίας
κάπως περιορισμένα, μα καθώς ήξερα -όπως
μόνο σε μια μικρή πόλη μπορείς να
γνωρίζεις- την τοποθέτηση του καθενός
αναγνώριζα ανέλπιστη ποικιλία στην πολιτική προέλευση. Μέσος όρος αντιδράσεων;
Ελπίδα. Συγκρατημένη ίσως, ελπίδα όμως.
“...και
θα υπηρετώ το γενικό συμφέρον του
Ελληνικού λαού...”, ακούγονταν
εν χορώ να λένε οι νέοι υπουργοί στο
δελτίο ειδήσεων της τηλεόρασης που
έπαιζε χωρίς κοινό δίπλα στο καθιστικό,
όταν η κυρά Ισμήνη με παρακίνησε:
“Πάρε να φας τώρα που είναι ακόμα ζεστή”.
Δεν χρειάστηκε να το ακούσω δεύτερη
φορά. Έβαλα τρία κομμάτια για αρχή σε
ένα πιάτο -όλα γωνία- κι εκείνη επανέλαβε:
“για το παιδί την
έκανα...”. Με την πρώτη
μπουκιά στο στόμα, είπα “Χρόνια
Πολλά” για τον Γρηγόρη
της που δεν είχα ακόμα καταφέρει να
εντοπίσω μα η κυρά Ισμήνη με κοίταξε
απορημένη. Στο τέταρτο κομμάτι πια κι
αφού εκθείασα την πεντανόστιμη γέμιση
και το τραγανό φύλλο της
σπανακόπιτας, άρχισα να ρίχνω δολώματα·
ήθελα πολύ να ακούσω τη γνώμη
της ενενηντάχρονης για τις πολιτικές
εξελίξεις. Αν μη τι άλλο, η συμμετοχή
της θα έδινε μεγαλύτερο ηλικιακό εύρος
στην άτυπη έρευνά μου.
Εκτός
από το γεγονός ότι είχαν γίνει εκλογές
-στις οποίες είχε ψηφίσει μάλιστα- δεν
είχε πάρει τίποτα είδηση· ούτε καν το αποτέλεσμα. Ξαφνιάστηκα. Εκείνες τις μέρες, δεν
υπήρχε άνθρωπος στη μικρή μας πόλη -και
φαντάζομαι και σε όλη τη χώρα- που δεν
ήταν ενημερωμένος και δεν είχε διάθεση
να σχολιάσει. “Πώς έτσι
κυρά Ισμήνη;” τη ρώτησα. “Με το παιδί,
πού μυαλό για άλλα;”
απάντησε κουνώντας το κεφάλι της και
συνέχισε: “Πέντε λεπτά
να αργούσε να βγει, τώρα...”.
Δεν έβγαζα άκρη και έπιασε να μού εξηγεί
βουρκωμένη ότι ο εγγονός της, μηχανικός
αεροσκαφών, συμμετείχε στην νατοϊκή
άσκηση στην Ισπανία και βγήκε από το
υπόστεγο και απομακρύνθηκε, μόλις πέντε
λεπτά πριν την πτώση του F16.
“Πέντε λεπτά...” ξαναείπε
στο τέλος μ' έναν αναστεναγμό και
σκούπισε τα μάτια της με την άκρη της
ποδιάς της. Εκείνη τη στιγμή, στο δελτίο
έλεγαν: “...η έκρηξη ήταν
σφοδρή και το σύννεφο του καπνού σκέπασε
το Αλμπαθέτε...”.