Το βράδυ της
περασμένης Τετάρτης 11 Φεβρουαρίου, στο
Σύνταγμα, συνάντησα τον Γιώργο Αυγερόπουλο.
Κόντευε
δέκα, ο κόσμος που είχε συγκεντρωθεί από
τις 6 το απόγευμα, είχε αρχίσει να
αραιώνει, όταν τον είδα σκυμμένο, να
κλείνει το σακίδιό του που φαίνονταν
ιδιαίτερα βαρύ. Δίπλα του, μερικοί από
την ομάδα του Εξάντα. Ο Γιάννης, ο οπερατέρ
του, ήταν ακόμα με τη μηχανή επ` ώμου.
Αν και έχουμε συναντηθεί ελάχιστες
φορές, ο χαιρετισμός ήταν πολύ εγκάρδιος.
Στην αρχή όμως, τα πρώτα δευτερόλεπτα,
δεν είπαμε κουβέντα. Κοιταζόμασταν και
χαμογελούσαμε. Σκεφτόμουν, και είμαι
βέβαιος ότι κι εκείνος σκέφτονταν,
ακριβώς το ίδιο: το βράδυ που γνωριστήκαμε.
Τον χρόνο που μεσολάβησε, τα γεγονότα
που τον σημάδεψαν, καθώς και τις συνθήκες·
τότε και τώρα. Τις ομοιότητες
του σκηνικού, αλλά κυρίως τις διαφορές.
Ήταν το βράδυ της
Τρίτης 11 Ιουνίου του 2013. Είχα καβαλήσει
το παράθυρο και είχα βρεθεί από το
κυλικείο του πρώτου ορόφου της ΕΡΤ πάνω
στο στέγαστρο της εισόδου. Εκεί, στην
άκρη, γονατισμένος, βρισκόταν ήδη κάποιος
με κάμερα. Μετά από λίγο, θα κατέβαιναν
στο στέγαστρο και άλλοι, με φωτογραφικές
μηχανές, κάμερες ακόμα και κινητά
καβαλώντας το παράθυρο. Κάτω, σε όλο το
προαύλιο και στη Μεσογείων, μέχρι την
πλατείας της Αγίας Παρασκευής, ο κόσμος
που από το απόγευμα είχε αρχίσει να
καταφθάνει στην ΕΡΤ, ολοένα και πλήθαινε. Τρεις, τέσσερις, πέντε χιλιάδες κόσμου;
Ποιός μπορεί να υπολογίσει με ακρίβεια;
Το μόνο σίγουρο και μετρήσιμο εκείνο
το βράδυ ήταν η οργή που χτυπούσε κόκκινα,
η ένταση των τραγουδιών και των συνθημάτων
και τα γιουχαρίσματα της αποδοκιμασίας,
κάθε φορά που παιζόταν η αυταρχική
ανακοίνωση του κυβερνητικού εκπροσώπου
Σίμου Κεδίκογλου. “...δεν μπορούμε να
ανεχόμαστε θύλακες αδιαφάνειας και
δημόσιας σπατάλης...” . Ειδικά στις
23:17 που τελικά έπεσε το
μαύρο μετά από 75 χρόνια αδιάλειπτης
λειτουργίας, η κραυγή του πλήθους ήταν
ανατριχιαστική.
Δεν μπορώ να
υπολογίσω πόσο χρόνο έμεινα εκεί ψηλά
στο στέγαστρο, πάντως κάποια στιγμή
γυρίζοντας, είδα τον Γιώργο Αυγερόπουλο.
Κάτι είπε στον οπερατέρ κι έπειτα
στάθηκε για αρκετή ώρα στο παράθυρο
κοιτάζοντας κάτω το πλήθος. Σκέφτηκα
τότε ότι αυτά τα πλάνα που τραβούσε ο
οπερατέρ του, θα αποτελούσαν την πρώτη
ύλη για ένα ακόμα ντοκιμαντέρ του Εξάντα.
Μετά από δεκάδες ντοκιμαντέρ στα
πέρατα του κόσμου -από την Αργεντινή
μέχρι την Ιαπωνία και από
την Νότιο Αφρική ως την Τσετσενία- είχε
δυστυχώς φτάσει η ώρα για ένα ντοκιμαντέρ
για την ΕΡΤ. Για την Ελλάδα της κρίσης.
Τού το είπα μάλιστα και χαμογέλασε
κουνώντας το κεφάλι του. Λίγο μετά, έφερε
νερό για τον οπερατέρ του -ήταν πολύ
ζεστό εκείνο το βράδυ του Ιουνίου- και
έδωσε και σε μένα ένα μπουκάλι. Όταν
αποφάσισα να σκαρφαλώσω στο παράθυρο
για να φύγω, προθυμοποιήθηκε να πάρει
το σάκο μου για να με διευκολύνει.
Ακριβώς
είκοσι μήνες μετά από εκείνη τη πρώτη
συνάντηση και τη γνωριμία μας κι ενώ
έχει ολοκληρωθεί όχι μόνο Το
χαμένο σήμα της Δημοκρατίας, αλλά
και το AGORÁ,
βρισκόμασταν
και πάλι, αυτή τη φορά στο Σύνταγμα μετά
από μια μεγάλη διαδήλωση με κεντρικό
σύνθημα “Ανάσα Αξιοπρέπειας”. Είχαν
μεσολαβήσει τόσα οδυνηρά γεγονότα που
σε έκαναν να πιστεύεις ότι είχε περάσει
ένας αιώνας από την νύχτα της 11ης Ιουνίου του 2013.
Αλλά λόγω της συναισθηματικής φόρτισης,
θα μπορούσες να πιστέψεις ότι δεν παρεμβλήθηκαν παρά μόνο λίγες στιγμές. Είχα κάθε λόγο να
πιστεύω ότι και πάλι βρισκόμουν εν τη γενέσει ενός ακόμα ντοκιμαντέρ του
Εξάντα. Τού το είπα και είχε ακριβώς την
ίδια αντίδραση: χαμογέλασε και κούνησε
το κεφάλι του. Με μόνη διαφορά, ότι το
χαμόγελό του αυτή τη φορά μού φάνηκε
πιο πλατύ και αισιόδοξο.
2 σχόλια:
Πράγματι, μετά από πολλά χρόνια, βλέπουμε γύρω μας χαμόγελα πλατιά και αισιόδοξα. Για να δούμε!
Ανώνυμος: Αυτά τα χαμόγελα κάνουν τις ανάσες μας πιο βαθιές ;-)
Δημοσίευση σχολίου