Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2021

Θαλάσσια Πρόωση

 


Αμφιάλη, Πειραιάς 1962


-Τί θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;

-Είμαι μεγάλος.

-Ναι, τί θα γίνεις όμως;

-Μηχανικός στα καράβια.

-Το ξέρω!

-Τότε γιατί ρωτάς;

-Τώρα ρώτα με κι εσύ.

-Τί;

-Ρώτα με τί θα γίνω όταν μεγαλώσω.

-Εσύ μικρό αργείς πολύ να μεγαλώσεις.

-Ρώτα με σου λέω!

-Άντε καλά. Τί θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;

-Ζωγράφος!

-Χα χα χα! Σιγά...

-Δε με πιστεύεις;

-Όχι!

-Δώσε μου ένα χαρτί και θα δεις!

-Δεν έχω.

-Ε...Δώσε μου το βιβλίο!

-Ποιό βιβλίο;

- Αυτό, εκεί, πάνω στο τραπέζι σου.


O Λευτέρης το είχε σκυλομετανιώσει που άνοιξε το παράθυρο και  δεν μπορούσε να ξεφύγει πια από τη μικρή. Γύρισε και πήρε το βιβλίο. Καιρό τώρα δανεικό κι αγύριστο από τον φίλο του και γείτονα, τον Ανέστη που πριν μια βδομάδα τού έστειλε γράμμα από το Βισκαϊκό. “Υγεία έχω κι αυτό επιθυμώ για σένα” άρχιζε και έκλεινε με ένα βασανιστικό υστερόγραφο: “Η θάλασσα σε περιμένει.”. Μόλις τελείωσε τη σχολή ο Ανέστης μπάρκαρε για τα καλά. Γύρισε το μισό κόσμο κι αυτός ακόμα εδώ. “Ατμολέβητες” ο τίτλος του βιβλίου. Το ξεφύλλισε κι ένοιωσε ένα κόμπο στο στομάχι διαβάζοντας σε μια τυχαία σελίδα: Η ναυτική μηχανική είναι το επάγγελμα που ασχολείται με τη διαδικασία σχεδιασμού μηχανικών συστημάτων θαλάσσιας πρόωσης” και λίγο παρακάτω ''...με την εισαγωγή της παλινδρομικής μηχανής τριπλής εκτόνωσης και στη συνέχεια του ατμοστροβίλου διαπιστώθηκε ότι οι φλογαυλωτοί παρά τις βελτιώσεις τους ήταν πλέον ανεπαρκείς.” Αυτός που από μικρός έλυνε και έδενε μηχανάκια, ραδιόφωνα, αντλίες νερού, δεν καταλάβαινε λέξη. Προσπάθησε πολύ στην αρχή. Παιδεύτηκε για μήνες, μα στο τέλος τα παράτησε.


-Έλα, δωσ`το μου, άκουσε τη φωνή της δίπλα του. Πότε πρόλαβε πάλι το μικρό να καβαλήσει το περβάζι της κουζίνας τους, να σκαρφαλώσει στο ταρατσάκι της αποθήκης πατώντας στο σκουριασμένο βαρέλι της αυλής στηριγμένη στο σίδερο που κρατούσε το σχοινί της μπουγάδας κι απο κεί να μπουκάρει στο δωμάτιό του! Το έκανε συνέχεια από τη στιγμή που απολύθηκε από το στρατό και γύρισε σπίτι. “Πρέπει να της κόψω τη συνήθεια” σκέφτηκε, μα μετάνιωσε· στο κάτω κάτω με το ναυτικό φυλλάδιο έτοιμο να περιμένει κάτω από το στρώμα του, κρυφά από όλους, το πολύ σε ένα μήνα θα είχε φύγει. Όχι σα μηχανικός όπως λογάριαζε. Κατώτατο πλήρωμα μηχανής. ''Καθαριστής χωρίς άδεια θερμαστού''. Αρκεί να έφευγε.

Μετακίνησε με φούρια την καρέκλα δίπλα στο παράθυρο και τον έβαλε να καθίσει. Έτσι όπως ήταν από τον ύπνο ο Λευτέρης κι από τον καϊμακλίδικο δίπλα του να λείπουν μόλις δυο γουλιές, δεν αντιστάθηκε. Εκείνη πήρε το βιβλίο από τα χέρια του, βολεύτηκε στην άκρη του κρεβατιού, έβγαλε από την τσέπη της ένα μολύβι χιλιοδαγκωμένο στην κορφή του κι άρχισε να ψάχνει για λευκή σελίδα. Όταν την πέτυχε στο τέλος του, ακούμπησε στο βιβλίο στα πόδια της, σήκωσε τα μάτια της πάνω του και το μολύβι στον αέρα, έτοιμη να ξεκινήσει. Κάτι δεν της άρεσε όμως, άφησε τα σύνεργα στο κρεβάτι και πήγε κοντά του. Στάθηκε μια στιγμή και τον κοίταξε. Μετά, έπιασε με τα δυο της χέρια το πρόσωπο του, απαλά, πολύ απαλά σαν να φοβόταν μην την τσιμπήσει η αξυρισιά του. Για μια στιγμή φοβήθηκε ότι θα τον φιλούσε στο στόμα, τόσο κοντά που είχε πλησιάσει το πρόσωπό της στο δικό του, κοκκίνισε κι ήταν έτοιμος να τραβηχτεί. Εκείνη, σαν να κατάλαβε τη σκέψη του, γέλασε πονηρά, τον άφησε λίγο στην αγωνία και ύστερα τού γύρισε ελάχιστα το κεφάλι προς το παράθυρο. “Έτσι! Και κοίτα να μην κουνηθείς” τού είπε τάχα αυστηρά κι έπιασε δουλειά.

Έμεινε ακίνητος ποζάροντας όπως τού ζήτησε. Στο ίδιο σημείο που είχε μείνει στήλη άλατος 14 χρόνια πριν, τρομαγμένος από τις κραυγές που άρχισαν σούρουπο να ακούγονται σ` όλη τη γειτονιά. “Γεννάει η κυρά Σοφία” τού εξήγησε η μάνα του, όμως αυτός, οκτώ χρονών τί να καταλάβει; Έμεινε εκεί μαρμαρωμένος για ώρες και ξημέρωμα πια, εξαντλημένος αποκοιμήθηκε στο πάτωμα. “Κορίτσι” τού είπε η μάνα του -λες και τον ένοιαζε- καθώς τον σήκωνε από χάμω και τον έβαζε στο κρεβάτι του. Τα ουρλιαχτά της επίτοκης είχαν πια αντικατασταθεί από του μωρού το κλάμα -ίδιο γατί- που έπαιρνε τις πρώτες του ανάσες στην κάψα εκείνου του Αυγούστου. Το άλλο καλοκαίρι πάλι με ζέστη, πέρασε πλανόδιος φωτογράφος στάθηκε Σιννασού και Αργιτέλη γωνία με τα σύνεργά του κι ήταν πολλοί από τη γειτονιά που βγήκαν και στήθηκαν μπροστά στη μηχανή για ένα “εμπόδιο λησμονιάς”. Η τελευταία φωτογραφία ήταν η δική τους. Τον έβαλαν καθισμένο στο πεζούλι να κρατάει αγκαλιά τη μικρή που είχε πια χρονίσει κι αυτός δεν ήθελε, μουτρωμένος βγήκε γιατί αυτό το πλάσμα, λιανό και ζωηρό από τα γεννοφάσκια του χοροπηδούσε όλη την ώρα κι όταν σταματούσε για λίγο, τον αγκάλιαζε και του έδινε σαλιωμένα φιλάκια.

Κοίτα!” τού είπε και γύρισε το βιβλίο στο μέρος του για να δει την ζωγραφιά. Είχε ξεχαστεί ο Λευτέρης στις σκέψεις αυτά τα δυο- τρία, άντε πέντε το πολύ λεπτά που κράτησε η πόζα και χωρίς να θέλει θαύμασε το σκίτσο της μικρής. Αναγνώριζε σε αυτό το πρόσωπο του. Όλα, μαλλιά, μάτια, στόμα, μύτη ήταν τα δικά του. Η μικρή είδε στο βλέμμα του την επιδοκιμασία και είπε θριαμβευτικά: “Είδες; Θα γίνω ζωγράφος!” κι ύστερα μετά από κάποιο δισταγμό συμπλήρωσε: “Θα το πάρω να σε θυμάμαι. Εσύ δεν το χρειάζεσαι”. Κι πριν προλάβει να αντιδράσει ο Λευτέρης, με το βιβλίο στο χέρι, καβάλησε το περβάζι και κατέβηκε γρήγορα όπως ανέβηκε και χάθηκε στην αυλή τους. Εκείνος άναψε τσιγάρο κι αποτελείωσε τον καφέ που είχε ήδη κρυώσει, κοιτάζοντας το στρώμα του, στο σημείο που από κάτω είχε κρύψει το ναυτικό φυλλάδιο.





Cerro, Mondevideo 1982


-Φυτό Ανέστη, φυτό!

-Μη τα σκέφτεσαι πια.

-18 μήνες ούτε χέρι να κουνήσω, ούτε πόδια.

-Ήταν σαπάκι, τί να λέμε τώρα.

-Έλεγα καλύτερα να πεθάνω, παρά να...

-Είσαι καλά τώρα Λευτέρη κι αυτό μετράει.

-Με γαρμπή, ακόμα με σφάζουν τα κατάγματα.

-Άλλος δε θα ζούσε από τέτοια έκρηξη.

-Κι αν δεν ήταν κι η Λουτσία...

-Αλήθεια, πώς την γνώρισες; Η μάνα σου δεν ήξερε να μού πει.

-Δεν της τα `γραψα. Ήταν ο άντρας της βαριά στο διπλανό κρεβάτι. Μη σου ξεφύγει τίποτα στη γριά.

-Έλα ρε!

-Πέθανε ο Χοακίν -Θεός σχωρέστον- κι αυτή μετά από λίγο άρχισε να έρχεται πάλι, κάθε μέρα. Για μένα.

-Τυχερός ήσουν!

-Με φρόντισε. Γιατρούς, εγχειρήσεις, φάρμακα. Όλα. Βγήκα μετά από ένα χρόνο, με πήρε σπίτι της. Έτρεξε και για την αποζημίωση. Χαρτούρα με δικηγόρους, με την εταιρεία. Πλήρωσαν οι αλήτες με το παραπάνω· παραπάνω για να γλυτώσουν από τη Λουτσία που τους έγινε στενός κορσές. Εγώ, σερνόμουν ακόμα με πατερίτσες.

-Αυτά ναι, τα έμαθα όλα από τη μάνα σου. Ορκίζεται στο όνομά της Σπανιόλας.

-Άμα στάθηκα στα πόδια κι ήμουν έτοιμος να μπαρκάρω, μού το ξέκοψε: “Δε βγαίνεις από τον Rio de la Plata”. Εκείνη έτρεξε και μού βρήκε τη δουλειά στο φέρι.

-Να σου πω; Χίλιες φορές καλύτερα το ποστάλι. Σαλπάρεις πρωί για Μπουένος Άιρες και το απόγευμα γυρνάς Μοντεβιδέο. Σπίτι σου.


-Η μικρή τί κάνει; Την είδες;

-Μπαγάσα! Κι έλεγα πότε θα με ρωτήσεις! Αυτή όποτε με βλέπει, μόνο για σένα ρωτάει.

-Όσες φορές πήγα πίσω, ούτε μια την πέτυχα. Κι η μάνα μου άμα τη ρωτάω, μόνο ένα “ίνε καλά” μού γράφει.

-Φέρε καμιά ακόμα παγωμένη μπύρα και θα στα πω.

-Θα φέρω και μεζέδες.


Ο Λευτέρης σηκώθηκε, μπήκε στο σπίτι και έβγαλε από το φούρνο τη μεγάλη πιατέλα με τους μεζέδες που είχε ετοιμάσει η Λουτσία πριν φύγει το μεσημέρι. Κανονισμένο από καιρό το ταξίδι στο χωριό της, δεν γινόταν να αναβληθεί. Ήθελε όμως να περιποιηθεί τον “amigo griego” κι έτσι έβαλε τα δυνατά της. Ελληνο- ουρουγουανική πανδαισία η πιατέλα: ασάδο, εμπανάδας, καπελέτις με άσπρη σάλτσα καρούζο από τη μια μεριά κι από την άλλη, ντολμαδάκια, σπανακόπιτα και κεφτέδες με συνταγή σταλμένη από την ελληνίδα πεθερά. Κολυβογράμματα, σε άλλη γλώσσα, μετέφραζε ο Λευτέρης κι αυτή ετοίμαζε τα υλικά, τσιγάριζε, τύλιγε αμπελόφυλλα. Έβαλε στο δίσκο μαχαιροπίρουνα, δυο παγωμένες μαύρες “Πατρίτσιες” και βρήκε στο μπαλκόνι.

Ο Ανέστης, όρθιος στην άκρη, κοίταζε προς το ποτάμι. “Ο μόνος δρόμος στο Cerro που φτάνει μέχρι το ποτάμι είναι ο δικός μας.” είπε ο Λευτέρης καθώς άδειαζε το δίσκο στο τραπέζι και συμπλήρωσε γελώντας: “Η οδός Ελλάδας!”. Ο Ανέστης καθώς ερχόταν με ταξί από το λιμάνι, παρατήρησε ότι όλοι οι δρόμοι της περιοχής είχαν ονόματα κρατών και η παλιά μονοκατοικία που είχε χτίσει ο παππούς του μακαρίτη του Χοακίν και τώρα έμενε ο φίλος του, ήταν στη γωνία που σχημάτιζαν οι δρόμοι Ελλάδας και Μεξικού. “Από Σιννασού και Αργιτέλη, βρέθηκες Ελλάδας και Μεξικού γωνία” τον πείραξε. Σήκωσαν τα ποτήρια και τσούγκρισαν “Στο γυρισμό”. Ο Ανέστης με σιγουριά κι ο Λευτέρης κάπως αβέβαια καθώς ένοιωθε ότι οι κάβοι του είχαν δέσει γερά στο Μοντεβιδέο και πιο συγκεκριμένα στο αρξοβόλι της Λουτσίας. Φάρος κι απάγκιο του η Σπανιόλα. Βράχος.

Νύχτωσε με την κουβέντα. Η ζέστη του Γενάρη κρατούσε ακόμα μα πότε πότε ο Rio de la Plata, ασημένιος στο φεγγαρόφωτο, τους έστελνε πνοές δροσιάς κι οι “Πατρίτσιες” πλήθαιναν στο πάτωμα γύρω από το τραπέζι· η μια άδεια φιάλη δίπλα στην άλλη. Στις 3, ο Αργύρης σηκώθηκε να φύγει. Στις 12 την επόμενη είχαν απόλπου για Καρταχένα. Κολομβία. Ανηφόρισαν αργά παρέα μέχρι την οδό της Δημοκρατίας της Αργεντινής όπου βρήκαν ταξί. Τελευταία στιγμή, μετά το παρατεταμένο αγκάλιασμα του αποχαιρετισμού, ο Αργύρης άνοιξε το σάκο του, έβγαλε και τού έδωσε κάτι σα βιβλίο. “Θα το ξεχνούσα και μετά ποιός την άκουγε! Είναι κατάλογος με τα έργα της στην τελευταία έκθεση που έκανε πέρυσι στην Αθήνα.” Ο Λευτέρης είδε το ταξί να ανηφορίζει μέχρι που έστριψε ανατολικά για το λιμάνι και χάθηκε. Ύστερα έσκυψε και κοίταξε το εξώφυλλο. Λευκό και με μεγάλα μπλε γράμματα: “Έλλη Γαλάτη, Αστικές Διαδρομές”. Και κάτω κάτω, με μικρότερα γράμματα: “Εθνική Πινακοθήκη 1981”. Στην πρώτη σελίδα, είδε τα γράμματά της σίγουρα κι αγέρωχα στην αφιέρωση: “Στο Λευτέρη που δεν πίστευε ότι θα γίνω ζωγράφος. Το μικρό”. Ξεφύλλισε βιαστικά το κατάλογο κάτω από το φως μιας λάμπας του δρόμου. Στην τελευταία σελίδα είδε δίπλα στο όνομα, τη διεύθυνσή της και το τηλέφωνο.

Μάζεψε ράθυμα το τραπέζι της βεράντας. Όσο φαγητό περίσσεψε το μετέφερε σε ένα πιάτο και το έβαλε στο ψυγείο. Έπιασε να πλένει πιατέλα, ποτήρια και μαχαιροπίρουνα και σκεφτόταν το μικρό. Όλα τού τα είπε ο Αργύρης. Για τις δουλειές που έκανε για να πληρώσει το φροντιστήριο προετοιμασίας για την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, για την εισαγωγή της με καλή σειρά, για τα πήγαινε έλα από Αμφιάλη μέχρι Πολυτεχνείο κάθε μέρα και πίσω. Για το πόδι που πάτησε στους δικούς της πρώτα για να χαλάσει το προξενιό που της έφεραν κι ύστερα για να μετακομίσει μόνη της “κορίτσι πράμα” από το πατρικό, σε ένα ημιυπόγειο στην Νεάπολη για να είναι κοντά στη Σχολή. Ήταν που ήταν λιανό είχε ρέψει από τη δουλειά για να τα βγάλει πέρα και τη σχολή. Κι ύστερα, η αποφοίτηση, η πρώτη ομαδική έκθεση, δυο ατομικές. Καμάρωνε σύσσωμη η γειτονιά στα εγκαίνια, μα πιο πολύ η μάνα της, η κυρά Σοφία. Μετά πήρε υποτροφία, πήγε στο Παρίσι, έμεινε χρόνια. Εκθέσεις κι εκεί, έκθεση στην Νέα Υόρκη, στο Μιλάνο, στη Βαρκελώνη. Φτασμένη ζωγράφος πια το μικρό. Όνομα.

Ξάπλωσε μετά τις 4 κι έκλεισε τα μάτια του. Σαν σε όνειρο την είδε να μπουκάρει από το ανοιχτό παράθυρο του υπνοδωματίου που έβλεπε στην οδό Μεξικού, να πλησιάζει με τη σβελτάδα των δεκατεσσάρων της χρόνων της, να τού πιάνει πάλι απαλά το πρόσωπο με τα δυο της χέρια και να βρίσκει κάτω από τα γένια του με τα δάχτυλά της, την ουλή στο δεξί του μάγουλο. Κάτω από τα γένια που άφησε για να μην την βλέπει· εκείνος, όχι οι άλλοι, εκείνος, γιατί με το που την αντίκρυζε κάθε πρωί στον καθρέφτη, ερχόταν πάλι και πάλι στα μάτια του η φλόγα της έκρηξης, στα αυτιά του ο κρότος και στο κορμί όλο ο πόνος. Την βρήκε η μικρή κι ας ήταν κρυμμένη κάτω από τα γένια του. Κι ύστερα, όταν πλησίασε κι άλλο το πρόσωπό της στο δικό του, αυτός τινάχτηκε. Είχε ξημερώσει. Φως από τις γρίλιες και ο ήχος του πρωινού λεωφορείου που αγκομαχούσε στην ανηφόρα. Σηκώθηκε, πήγε στην κουζίνα, ήπιε νερό και άνοιξε πάλι τον κατάλογο που ήταν πάνω στο τραπέζι. Είδε πάλι στην τελευταία σελίδα τη διεύθυνσή της και το αποφάσισε: “Αύριο θα της γράψω.”



Deltagebied, Rotterdam 2002


-Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;

-Η κυρία Έλλη Γαλάτη είναι εδώ;

-Ναι, αλλά είναι απασχολημένη αυτή τη στιγμή

-Καλά δεν πειράζει.

-Αν μού πείτε το όνομά σας θα την ειδοποιήσω...

-Δεν πειράζει, θα δω την έκθεση.

-...κι όταν τελειώσει θα έρθει να σας βρει.

-Μην την ενοχλείτε. Θα περιμένω.

-Συγνώμη, αλλά μού φαίνεστε γνωστός.

-Δεν ξέρω

-Το πρόσωπό σας...

-Είμαι παιδικός της φίλος. Από την Ελλάδα

-Α! Είστε ο Λεφέρης Αρτζέτης! Από το Μοντεβιδέο.

-Ναι, Λευτέρης Αργέντης. Πώς το ξέρετε;

-Ω! Καλώς ήρθατε! Να πάρω το παλτό σας;

-Πώς ξέρετε το όνομά μου;

-Περάστε να δείτε την έκθεση και θα καταλάβετε. Δεν έχει έρθει κανένας άλλος επισκέπτης ακόμα και θα την απολαύσετε μόνος σας.


Ο Λευτέρης έδωσε στην κοπέλα που τον υποδέχτηκε στην είσοδο της γκαλερί το βρεγμένο του παλτό αφού έχωσε στις τσέπες τα γάντια και τον παλιό ναυτικό του σκούφο. Βρεγμένα κι αυτά. Παιδεύτηκε πολύ να βρει αυτόν τον χώρο τέχνης που είχε δημιουργηθεί πρόσφατα σε μια παλιά τεράστια αποθήκη στο λιμάνι του Ρότερνταμ. Παιδεύτηκε γιατί έβρεχε και γιατί όλα είχαν αλλάξει πια σε αυτό το λιμάνι που είχε πιάσει ντόκο 3 φορές. Τελευταία -ήταν με το αναθεματισμένο σαπάκι- πριν από 25 χρόνια. Ουσιαστικά, ήταν η πρώτη φορά που έφευγε από την Νότια Αμερική μετά την έκρηξη. Πριν ένα μήνα παραιτήθηκε από την εταιρεία. Γκρινιάξανε λίγο “μέσα στη σαιζόν, κατακαλόκαιρο μας φεύγεις ” αλλά δεν τους άφησε περιθώριο. Τελευταία μέρα, το πρωί, πήγε στον τάφο της Λουτσίας. Της άφησε λουλούδια κι ύστερα κάθισε δίπλα, άναψε τσιγάρο και της είπε τα πιο πρόσφατα νέα· όλα τα άλλα τα ήξερε. Οκτώ μήνες φευγάτη κι αυτός πήγαινε σχεδόν κάθε μέρα στον τάφο. Όπως της στάθηκε βράχος δυο χρόνια στην αρρώστια της αντιγυρίζοντας στο έπακρο τη δικιά της φροντίδα. Όταν σηκώθηκε πια, της ανακοίνωσε: Me voy querida. Me voy”. Ύστερα, το απόγευμα της ίδιας μέρας, ο ανιψιός του Χαοκίν, τον πήγε στο αεροδρόμιο και την ώρα που τον αγκάλιασε, τού έχωσε στην τσέπη τα κλειδιά του σπιτιού στη γωνία της οδού Ελλάδας και Μεξικού, του πέταξε ένα ελληνικό “καλορίζικο” μια που αγνοούσε την αντίστοιχη λέξη στα σπανιόλικα και τον παρακάλεσε να πηγαίνει συχνά στη θεία του. Λίγο πριν τον έλεγχο των διαβατηρίων γύρισε και τον είδε να τον χαιρετάει και να τού φωνάζει: Hasta luego!”. Αν και ήταν σίγουρος ότι δε θα ξαναγύριζε, τού απάντησε το ίδιο.

Στάθηκε πρώτα στην τεράστια αφίσα στον προθάλαμο της έκθεσης. Μπλε σκούρο -ουλταμέρ θα μάθαινε αργότερα ότι το έλεγαν αυτό το μπλε- της βαθιάς, της άπατης θάλασσας, με λίγες λευκές πινελιές που και που -σαν αφροί ήταν αν μισόκλεινες τα μάτια σου- και με γράμματα στο χρώμα της σκουριάς που έλεγαν στα Ολλανδικά Ellie Galatis, Mariene Promotie - Veertig zeegezichten, een explosie en een portret.” Πιο εκεί η ίδια αφίσα, μικρότερη όμως, έγραφε στα ελληνικά: “Έλλη Γαλάτη, Θαλάσσια Πρόωση -Σαράντα θαλασσογραφίες, μια έκρηξη κι ένα πορτραίτο.” Γέμισε το μάτι του θάλασσα καθώς προχωρούσε και στέκονταν μπροστά στα τεράστια έργα της. Και του ήταν όλα τόσο γνωστά. Σχεδόν αναγνώριζε λιμάνια, ωκεανούς σε αυτούς τους πίνακες. Ήταν οι θάλασσες που της ειχε περιγράψει στα γράμματά του τα προηγούμενα είκοσι χρόνια, από τότε που έπιασαν επαφή. Κι εκείνη συνέχεια τού ζητούσε. “Πες μου” και “πες μου” τού έλεγε αχόρταγα. Κι εκείνος έστυβε το μυαλό του να θυμηθεί πώς ήταν οι ανοιχτές θάλασσες για να της περιγράψει. Όσες τουλάχιστον πρόλαβε να δει πριν καταλήξει πρώτα σακάτης κι ύστερα στο φέρι Μοντεβιέδο – Μπουένος Άιρες. Πώς κατάφερε το μικρό τα λόγια του να τα κάνει με χρώμα, νερό, φουρτούνα, σουέλ, αντιμάμαλο, μπουνάτσα;

Για την έκρηξη -που κι αυτό τού το ζήτησε- της έγραψε μόνο δυό σειρές όλες κι όλες. Αλλά κι αυτή την έφτιαξε όπως ήταν. Φρικτή βοή -την άκουγε ξανά μπροστά στον πίνακα με την ίδια ένταση- και λάμψη της κόλασης με μέταλλα να τινάζονται στον αέρα και να χτυπούν εφιαλτικά στο μηχανοστάσιο, να χτυπούν στο σώμα του. Δε στάθηκε πολύ σε αυτό τον πίνακα. Δεν άντεχε. Άρχισαν να πονάνε όλα μαζί τα κατάγματα, ένιωθε τις βίδες στα κόκκαλά του κι η ουλή στο πρόσωπο τον έκαιγε πάλι. Προχώρησε και στάθηκε μπροστά στο πορτραίτο που ήταν στο τέλος της έκθεσης. Μόνο του, μακριά από όλα τα άλλα έργα. Ήταν αυτός -είδε τον εαυτό του σαν σε καθρέφτη- όπως ήταν εκείνη τη στιγμή, στα 62 του. Με γένια και μαλλιά που είχαν πάρει να γκριζάρουν για τα καλά. Με πολλές ρυτίδες. Μα στην ίδια στάση με εκείνο το παλιό σκίτσο που σκάρωσε σε πέντε λεπτά ένα καλοκαιρινό απόγευμα του `62 στο δωμάτιό του στην Αμφιάλη. 'Εσκυψε και διάβασε στο καρτελάκι που βρίσκονταν κάτω από τον πίνακα: “Η έκθεση αυτή αφιερώνεται στον εικονιζόμενο Λευτέρη Αργέντη, ναυτικό που δεν πίστευε ότι θα γίνω ζωγράφος”. Κι ενώ ήταν έτοιμος να βουρκώσει απ` όλα όσα είχε δει, γέλασε με το μικρό, που σαράντα χρόνια τώρα τού το κρατούσε μανιάτικο.

Ξαφνικά ένιωσε πολύ κουρασμένος και κάθισε σ` ένα από τα καθίσματα που βρίσκονταν στο χώρο της έκθεσης. Είδε στο βάθος έναν επισκέπτη μόνο του και λίγο πιο πέρα ένα ζευγάρι. Φαινόταν από τις κινήσεις τους ότι τους άρεσε η έκθεση. Όταν πια πλησίαζαν στο πορτραίτο του, γύρισε από την άλλη μην τυχόν και τον αναγνωρίσουν. Και τότε την είδε να έρχεται προς το μέρος του. Είχε μεγαλώσει μα το βάδισμά της κρατούσε ατόφια την εφηβική της σβελτάδα. Στο μέτρο στάθηκε, τον κοίταξε, χαμογέλασε χωρίς να πει κουβέντα κι εκείνος σηκώθηκε και της άπλωσε τα χέρια. Τα αγνόησε, τον πλησίασε και με τα δυο της χέρια τού έπιασε το πρόσωπο. Απαλά. Πολύ απαλά, σαν τυφλή που ήθελε να τον δει με την αφή . Κι όταν πλησίασε κι άλλο το πρόσωπό της στο δικό του, ο Λευτέρης φοβήθηκε μη και δεν τον φιλήσει στο στόμα.





Πριν λίγες μέρες καταλογογραφώντας μια συλλογή εκδόσεων του Πειραιά, ο Βιβλιοθηκάριος εντόπισε ένα βιβλίο με τίτλο “Ατμολέβητες” του Γ. Ζ Συρίγου και υπότιτλο “Δια τους μαθητάς της Γ τάξεως Ε.Ν. των Ν Σχολών Μηχανικών”. Στην τελευταία σελίδα του βιβλίου υπάρχει ένα σκίτσο που εικονίζει έναν άντρα. Η ανάρτηση του εξώφυλλου και του σκίτσου στο φβ προκάλεσε πολλά σχόλια τόσο για τον κάτοχο του βιβλίου όσο και για τον άγνωστο καλλιτέχνη του σκίτσου. Η δυναμική αυτής της κουβέντας και των εικασιών ήταν το έναυσμα, για ένα διιστολογικό αφιέρωμα. Σαν τον παλιό καλό καιρό.

Συμμετέχουν:

Βιβλιοθηκάριος

Quasar

Rubiesand Clouds 1

Rubies and Clouds 2

Τσαλαπετεινός

Αγράμπελη









Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2021

''Our Mikis has gone''












RAI


 




Ria Novosti (Ρωσία)


Novosti  (Σερβία) 









Anadolu (Τουρκία)








El Tiempo (Κολομβία) 


Gramma (Κούβα)