Είχα
χρόνια να τον δω. Παλιά ερχόταν τακτικά.
Όταν πέθανε η μητέρα του -η Ωραιοζήλη
με το γάργαρο γέλιο που ξεσήκωνε τη
γειτονιά- άδειασαν το σπίτι και το
έκλεισαν. Τώρα περνάει μόνο εκείνος,
μια φορά το μήνα για να το φρονίσει όσο
μπορεί. Την άνοιξη για να κόψει τα χόρτα
που θεριεύουν στον κήπο, τώρα, που πήραν
κάπως να λυώνουν τα χιόνια, για να δει
αν στάζει η παλιά κεραμοσκεπή του
νεοκλασσικού. Οι άλλοι κληρονόμοι,
αδέλφια και ξαδέλφια, μένουν μακριά
οπότε έρχονται σπάνια πια. Ούτε λόγος
για ανακαίνιση του σπιτιού. Το κόστος
δυσβάσταχτο. Η μόνη λύση, να το πουλήσουν,
μα αυτές τις εποχές ούτε για καινούρια
διαμερίσματα υπάρχει αγοραστής.
Ο
Τ, αειθαλής στα 60 του -ούτε πενήντα δεν
τον κάνεις- δεν ήθελε βοήθεια. Πήρε το
φτυάρι κι άρχισε να ανοίγει διάδρομο
στα χιόνια από τη σιδερένια πόρτα του
κήπου μέχρι τα σκαλιά της εισόδου.
Ξεκλείδωσε με ένα παλιό μεγάλο κλειδί
που στη στροφή του στέναξε η κλειδαριά
και μπήκαμε μαζί. Το ισόγειο το θυμόμουν
από παιδί όταν πηγαινοερχόμουν με γεμάτα
πιάτα. Ραβανί ή μπακλαβά μας έστελναν
εκείνοι – τεράστιο πανύψηλο μπακλαβά
με φύλλο πάντα ανοιγμένο στο χέρι να κολυμπάει στο σιρόπι, κέικ
και τούρτες τους δίναμε εμείς.
Στον
όροφο δεν είχα ανεβεί ποτέ. Έκανε
παγωνιά, τα σκαλιά και το δάπεδο έτριζαν
σε κάθε βήμα, κάπου πίσω από μια κλειστή
πόρτα ακουγόταν επίμονες σταγόνες να
πέφτουν η μια μετά την άλλη, μα το φως
που άφηναν να περάσει οι φθαρμένες
κουρτίνες ήταν μαγικό.
Όσο
έψαχνε να βρει κουβάδες και λεκάνες για
να βάλει εκεί που έσταζε το ταβάνι,
γύρισα ένα ένα τα δωμάτια κι έβγαλα
μερικές φωτογραφίες. Τα κλικ ακουγόταν
παράταιρα. Χωρίς να το καταλάβω προχωρούσα
αθόρυβα για να μην ταράξω την ησυχία
του ακατοίκητου σπιτιού κι ας έκανε φασαρία ο Τ με τις τσίγκινες λεκάνες.
Το σπίτι το έχτισε ο παππούς του. Πότε ακριβώς, δεν ήξερε να μου πει. “Έπρεπε να είχες ρωτήσει την Ωραιοζήλη όσο ζούσε” μου είπε. “Η μάνα μου τα θυμόταν όλα...η μάνα μου κι η γιαγιά μου”. Σε αυτο το σπίτι γεννήθηκε ο πατέρας του κι ο θείος του. Σε αυτή τη σάλα έγιναν οι αρραβώνες τους και τα γλέντια των γάμων τους. Στα δύο μπροστινά δωμάτια έμειναν τα νέα ζευγάρια. Σε ένα από τα πίσω μετακόμισαν οι παππούδες. Εκεί, στα μπροστινά δωμάτια οι δυο νύφες, η Μαριγώ κι η Ωραιοζήλη γέννησαν τα παιδιά τους. Η μια βοήθησε την άλλη στους τοκετούς και τις δυο, η πεθερά τους.
Σε
αυτή την σιδερένια κούνια με τα λιγοστά
μπρούτζινα, κοιμήθηκαν όλα τα μωρά αυτού του σπιτιού–
αδέλφια και ξαδέλφια- με τελευταίο τον
Τ. “Έλα να δεις και κάτι άλλο” μου
είπε κι άνοιξε ένα ντουλάπι. Είχε μόνο πέντε μικρές
σακούλες με ρούχα, η μια πάνω στην άλλη,
απόλυτα τακτοποιημένες από χέρι στοργικό.
Άνοιξε την τελευταία και έβγαλε αυτά
τα δυο ρουχαλάκια που τα
ακουμπήσουμε στον παλιό καναπέ – ένα
από τα ελάχιστα έπιπλα που είχαν
απομείνει στο σπίτι- για να τα φωτογραφήσω.
Ήταν τα βαφτιστικά του. Ύστερα τα δίπλωσε
προσεκτικά, τα έβαλε στη σακούλα και τα
τοποθέτησε και πάλι στη θέση τους κάτω
από τα βαφτιστικά του αδελφού του και
των ξαδέλφων του. Ακριβώς όπως τα είχε
βάλει η γιαγιά του χρόνια πριν. Ακριβώς
όπως τα είχαν αφήσει η μητέρα του και η
θεία Μαριγώ.
“Την
άνοιξη πρέπει να βάλω μάστορα να κάνει
μερεμέτια στη σκεπή” μού είπε λίγο
πριν φύγει. “Μακάρι να...” ξεκίνησα, μα σταμάτησα γιατί σκέφτηκα πως
δεν έχει νόημα να δίνεις άπιαστες ευχές. Κατάλαβε και καθώς με χαιρετούσε
είπε: “Ποιος ξέρει...άμα φτιάξουν τα
πράγματα μπορεί να καταφέρουμε να
ανακαινίσουμε το σπίτι και να επιστρέψουμε
εδώ, στο πατρικό, για τα γεράματά μας. Να
έρχονται τα εγγόνια μας επίσκεψη
και να καθόμαστε στο μιντέρι όπως παλιά,
τότε που είμασταν εμείς μικροί και καθόμασταν με
τη γιαγιά μας.”
Αργά
το ίδιο βράδυ, κλείνοντας τα παντζούρια
έριξα μια ματιά απέναντι στο σπίτι του
Τ. Ήταν σκοτεινό όπως όλα τα προηγούμενα βράδια. Για μια στιγμή μού φάνηκε πως
άκουσα το γάργαρο γέλιο της Ωραιοζήλης.