Quartett. Έτσι έλεγαν την παρέα τους.
Περίεργη σύνθεση. Δύο Gastarbeiter
- Έλληνας και Τούρκος - και δύο Γερμανοί.
Συναντιόντουσαν τουλάχιστον μια φορά τη
βδομάδα είτε στο σπίτι του Selim, είτε στου Έλληνα. Αυτοί
μαγείρευαν ο καθένας τα φαγητά της πατρίδας τους -μερικά ήταν ίδια βέβαια- κι οι
Γερμανοί έφερναν τα ποτά και δίσκους
33 στροφών. Προτιμούσαν το κονάκι
του Selim μια
που εκείνος είχε πρόσφατα αγοράσει
-δίνοντας ό,τι είχε και δεν είχε- ένα
τεράστιο πικ απ της εποχής, έπιπλο
κανονικό κι ασήκωτο. Ακόμα κι όταν
αρρώστησε ο υπερήλικας Mustafa,
ο πατέρας του Selim
κι ήταν για καιρό στο
νοσοκομείο, πάλι στο σπίτι του πήγαιναν. Αλλά εκείνες τις μέρες, έβαζαν πιο
χαμηλά τη μουσική και μόνο τα “παραπονιάρικα
τραγούδια”, τους
αμανέδες που άρεσαν στον γέρο.
Ένα
βράδυ, ο Selim περίλυπος
τους ανακοίνωσε ότι ο πατέρας του δεν
είχε ελπίδες. Οι γιατροί τού το ξεκαθάρισαν
ότι πολύ σύντομα θα πήγαινε να συναντήσει
τον Προφήτη κι εκείνος όφειλε σαν καλός
γιός να τον θάψει κάτω, στην πατρίδα.
Είχε ρωτήσει ήδη πώς θα γινόταν η μεταφορά
της σορού, πόσο θα στοίχιζε και το ποσόν
που χρειαζόταν ήταν τεράστιο. Μόνο ο
Έλληνας συναισθανόταν το ηθικό χρέος
του φίλου του. Οι Γερμανοί, που τους ήταν
αδύνατον να καταλάβουν, του είπαν ότι
το λογικό θα ήταν να τον θάψει εκεί, στο
νεκροταφείο του Μονάχου. Όταν όμως είδαν
ότι ήταν αδύνατον να τον κάνουν να
αλλάξει γνώμη, προσφέρθηκαν και οι δύο
να του δανείσουν ένα μεγάλο μέρος του
ποσού, αλλά ο Selim, αρνήθηκε
γιατί ήξερε ότι δεν τους περίσσευαν
αλλά και γιατί θα τού ήταν δύσκολο να
τους ξεπληρώσει.
Ούτε
βδομάδα δεν πέρασε από εκείνη τη συνάντηση
και ο Mustafa, άφησε
τον μάταιο τούτο κόσμο. Το
ίδιο βράδυ οι άλλοι τρεις, πήγαν στο
σπίτι του για να τον παρηγορήσουν αλλά
ήταν αδύνατον. Πέρα από τη θλίψη για την
απώλεια, ήταν αβάσταχτο το βάρος που
σήκωνε ο Selim: η
έγνοια για την ταφή του γέρου στην
πατρίδα, αδιέξοδο σωστό, τον τσάκιζε.
Κάθονταν βουβοί, απέναντι στο βουβό
εκείνη τη νύχτα πικ απ, χωρίς να ξέρουν
πώς να βοηθήσουν τον φίλο τους. Ξαφνικά
ο Έλληνας σηκώθηκε και έδωσε τη λύση:
Θα τον μετέφερε ο ίδιος ο Selim
με το αυτοκίνητό του στην
Τουρκία. Και φέρετρο για τον Mustafa
θα γινόταν το τεράστιο
έπιπλο του πικ απ. Μετά από μια μικρή
παύση -που Τούρκος και Γερμανοί
προσπαθούσαν να συνειδητοποιήσουν τί
ξεστόμισε ο πολυμήχανος- ο Selim
σηκώθηκε κι έφερε το κουτί
με τα εργαλεία.
Άνοιξαν
στα γρήγορα το κάτω μέρος, αφαίρεσαν
ραδιόφωνο και πικ απ, έβγαλαν ό,τι
μπορούσαν να βγάλουν, ώστε να χωρέσει
το σώμα του γέρου, που ευτυχώς δεν ήταν
κανένας εύσωμος. Την επόμενη, παρέλαβαν
τη σορό, την τακτοποίησαν στο έπιπλο
και το σφράγισαν όσο μπορούσαν καλύτερα.
Στην έξοδο από τη Γερμανία δεν θα είχε
κανένα πρόβλημα. Στο τελωνείο στην
Τουρκία, θα άνοιγαν τα πάνω καπάκια, θα
έβλεπαν το πλατό του πικ απ και με ένα
καλό μπαξίσι, θα άφηναν να περάσει τον
συμπατριώτη τους που πρόκοψε στην
Γερμανία και γύριζε στην πατρίδα με ένα
φοβερό μηχάνημα για να ακούει τους
αμανέδες του. Οι τέσσερις του quartett,
με το ένα, με το δυο με το τρία, σήκωσαν
ψηλά το έπιπλο -δυο φορές ασήκωτο με τον
νεκρό μέσα- το τοποθέτησαν στη σχάρα
του αυτοκινήτου στην οροφή, το σκέπασαν
με μουσαμά και το έδεσαν γερά. O
Selim, κάθισε στη θέση του
οδηγού, έτοιμος να διασχίσει τα άπειρα
χιλιόμετρα μέχρι το χωριό του, στις
όχθες της Μαύρης Θάλασσας και να θάψει
εκεί, όπως του έπρεπε τον πατέρα του. Οι
άλλοι, τον αποχαιρέτησαν και του ευχήθηκαν
“καλό δρόμο”
και “καλή αντάμωση”
που την υπολόγιζαν σε δύο τουλάχιστον
βδομάδες.
Τρεις
μέρες μετά ο Selim ήταν
πίσω. “Ήταν το θέλημα
του Αλλάχ”, ήταν η πρώτη
κουβέντα που τους είπε. Κι ύστερα έπιασε
να τους εξιστορεί, πώς πέρασε τα σύνορα,
διέσχισε την Αυστρία και μετά από αρκετές
ώρες, νύχτα, κατάκοπος πλέον, πάρκαρε
έξω από μια μικρή πόλη στη Γιουγκοσλαβία
για να κοιμηθεί. Έτσι όπως ήταν
ταλαιπωρημένος, κοιμήθηκε βαριά μέχρι το επόμενο
πρωί. Σηκώθηκε ξεκούραστος, βγήκε από
το αυτοκίνητο, πήγε παραπέρα για να
κάνει την ανάγκη του και εκείνη την ώρα,
γύρισε αφηρημένος προς το αυτοκίνητο.
Αυτό που είδε τού έκοψε το κατούρημα στη
μέση: από τη σχάρα έλειπε το
έπιπλο. Μόνο τα σχοινιά, κρέμονταν κομμένα
κι ο μουσαμάς ήταν πεταμένος παραπέρα.
Κάποιοι επιτήδειοι, ενώ εκείνος κοιμόταν,
το κατέβασαν, το πήραν και εξαφανίστηκαν.
Μπήκε στο αυτοκίνητο σαν τρελός, πήγε
στην κοντινή πόλη, άρχισε να ρωτάει,
πρώτα τούρκικα και γερμανικά τους
Γιουγκοσλάβους που δεν καταλάβαιναν κι
ύστερα με νοήματα, "ποιός πήρε το πικ απ
με τον νεκρό μου πατέρα". Τον πέρασαν για
τρελό, άκρη δεν βρήκε και έτσι πήρε το
δρόμο του γυρισμού με μόνη παρηγοριά,
αυτή την σκέψη: “Ήταν
το θέλημα του Αλλάχ να μην ταφεί ο Mustafa
στο χωριό που γεννήθηκε.”
Καθώς
μιλούσε ο Selim και θυμόταν τί έγινε, νευρίαζε όλο και περισσότερο και στο
τέλος εξοργισμένος πια με τους ιερόσυλους, εν αγνοία τους, κλέφτες
είπε: “Να τους κοπούν
τα χέρια”. Κι
επειδή δεν ξελάφρωσε με τη μια φορά που ξεστόμισε την κατάρα, την είπε κι άλλες πολλές, σα μοιρολόι βουρκωμένος από την οργή του. Τότε ο
Έλληνας, τον αγκάλιασε, τού χτύπησε την
πλάτη και τού είπε: “Μην ανησυχείς
Selim, όταν
θα δουν ότι δεν παίζει το πικ απ, θα το
ανοίξουν για να το επισκευάσουν και τότε
θα τους κοπούν τα ήπατα”
Η
ιστορία, των αρχών της δεκαετίας του
`60 είναι αληθινή και μού τη διηγήθηκε
πρόσφατα, ο Έλληνας της παρέας.
Η φωτό, από εδώ