Σάββατο 27 Ιουνίου 2009

Στην Αθήνα...



...'ψάχνουμε Δήμαρχο'




ΚΙΝΗΣΗ ΠΟΛΙΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΣΩΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ

Το πρόβλημα του ιστορικού κέντρου της Αθήνας δεν είναι πρόβλημα μεταναστών – είναι πρόβλημα ανεξέλεγκτης λειτουργίας παράνομων κυκλωμάτων, με την “ύποπτη” ανοχή της πολιτείας.

Οι κάτοικοι, εργαζόμενοι και επιχειρηματίες στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας και στις γειτονικές περιοχές ψάχνουμε Δήμαρχο (και Δημοτικό Συμβούλιο) που θα έχει πολιτική προστασίας των μεταναστών, θα “μπει μπροστά” στις κινητοποιήσεις μας και θα θέσει προ των ευθυνών τους τα αρμόδια υπουργεία ΠΕΧΩΔΕ, Εσωτερικών,Υγείας και Δημόσιας Τάξης – εκπονώντας και υποβάλλοντας ολοκληρωμένο ρυθμιστικό σχέδιο για την ανάπλαση και διάσωση του ιστορικού κέντρου της Αθήνας.

Ψάχνουμε Δήμαρχο (και Δημοτικό Συμβούλιο) που θα φροντίσει την καθαριότητα του κέντρου αυτής της πόλης – μια και αυτό είναι αποκλειστικά δική του αρμοδιότητα. Ψάχνουμε Δήμαρχο (και Δημοτικό Συμβούλιο) που θα επαναφέρει τουλάχιστον την πόλη στην κατάσταση, στην οποία την παρέλαβε.


Γι αυτό, την Τρίτη 30 Ιουνίου, στις 3 μμ, κυκλώνουμε με χρωματιστές κορδέλες και μπαλόνια το Δημαρχείο στην Πλατεία Κοτζιά, σε μια συμβολική κίνηση διαμαρτυρίας.


Σύλλογος Κεραμεικού-Γκάζι-Ρουφ “Μέγας Αλέξανδρος”Εξωραϊστικός Σύλλογος “Ο Λυκαβηττός” Σύλλογος κατοίκων και επαγγελματιών «Τα Εξάρχεια»Πολιτιστικός Σύλλογος “Παναθήναια”Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία για την προστασία της φυσικής και της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς Ελλάδας και Κύπρου "MOnuMENTA" (www. monumenta.org)Σύλλογος Καταστηματαρχών Μοναστηρακίου «Ο Ήφαιστος»Επιτροπή Πρωτοβουλίας Κατοίκων Πλάκας και Ξενοδοχεία του ιστορικού κέντρου.

Τραγούδι: Λόντρα, Παρίσι, Νιου Γιόρκ στίχοι Μίμη Τραϊφόρου, μουσική Λεό Ραπίτη, με τη φωνή της Σοφίας Βέμπο

Υ.Γ. Διακόψαμε τη κανονική ροή των αναρτήσεών μας για να μεταδόσουμε αυτή την είδηση.

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2009

ΙΙ. Yavaş yavaş


Όταν έχεις περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σου αφοσιωμένος στη μελέτη, στις ανασκαφές και στην αποκωδικοποίηση του παρελθόντος, η γραφική παράσταση του παρόντος δεν είναι παρά μια ήπια γραμμή χωρίς ιδιαίτερες διακυμάνσεις. Για τον καθηγητή Μπαϊκάλ τις τελευταίες δεκαετίες, οι μοναδικές εξάρσεις, είχαν πολύ συγκεκριμένες αφορμές όπως, ίχνη χρώματος σε νεολιθικά επιχρίσματα, σπαράγματα χαραγμένα σε λίθους, θραύσματα κτερισμάτων και μια ανέπαφη επιτάφια προσωπίδα. Ωστόσο η ζωή δε παύει να ξαφνιάζει- ακόμα και τους αρχαιολόγους- διεκδικώντας το μερίδιο της συγκίνησης και τις εκπλήξεις που της αναλογούν και που μέχρι εκείνη τη στιγμή μονοπωλούσε το απώτατο παρελθόν με τα απομεινάρια του.

Το αίτημα- ή μήπως ήταν παράκληση;- είχε διατυπωθεί με απόλυτη σαφήνεια από τον πρωθυπουργό που περίμενε τώρα σιωπηλός την αντίδραση του καθηγητή. Έξω από τη μεγάλη μπαλκονόπορτα απέναντί τους, η βροχή συνέχιζε να πέφτει. Τα φώτα της πόλης είχαν ανάψει από ώρα. Στο σαλόνι του δέκατου ορόφου όπου βρισκόταν το διαμέρισμα της συνάντησης έφτανε μόνο η διάχυτη λάμψη τους από την εκτεταμένη διάθλαση στην υγρασία της ατμόσφαιρας.

Ο καθηγητής Μπαϊκάλ ένοιωθε ότι έπρεπε να βάλει τέλος σε αυτή την παρατεταμένη παύση, αλλά ζύγιζε την απάντηση που φυσικά δε μπορούσε να είναι μια ξερή άρνηση ή μια επιπόλαιη αποδοχή. Η άρνηση ήταν η πιο λογική αντίδραση για έναν σοβαρό επιστήμονα, όμως η τελευταία φράση του Ερντογάν- αφοπλιστικά ειλικρινής- επανερχόταν διαρκώς ανατρέποντας τις όποιες ισορροπίες κατάφερνε να πετύχει η εσωτερική πλάστιγγα. «Δεν πρόκειται εθνική υπόθεση, αλλά για ένα καθαρά προσωπικό στοίχημα…» Υποσυνείδητα αναζητούσε κάτι ακόμα, ένα εξωτερικό σημάδι, που θα συνηγορούσε υπέρ της θετικής απάντησης, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζει ότι το έργο που θα αναλάμβανε αν αποδεχόταν την πρόταση ήταν Τιτάνιο. Ο οιωνός ήρθε με τη μορφή μιας μεγαλειώδους αστραπής που φώτισε ξαφνικά το σκοτεινό ουρανό της Άγκυρας.


Η βροντή που ακολούθησε μερικά δευτερόλεπτα αργότερα είχε τρομαχτική ένταση και υπερβολική διάρκεια. Οι δύο άντρες παρακολούθησαν με προσοχή το ξέσπασμα του ήχου, την εξέλιξη, το κρεσέντο του κι όταν έσβησε πια χαμογελάσανε συνωμοτικά ο ένας στον άλλο. Τότε ο καθηγητής μετά από μια βαθειά ανάσα πήρε επιτέλους το λόγο.

- Κύριε Πρόεδρε με τιμά ιδιαίτερα η πρότασή σας…φοβάμαι όμως ότι δεν είμαι ο πλέον κατάλληλος…ίσως μια ομάδα θα μπορούσε…ξέρετε, το πεδίο που θέλετε να καλυφθεί είναι τεράστιο…αλλά τίθεται και το ζήτημα της απόλυτης μυστικότητας που θέσατε…επίσης απομένουν μόλις 3 μήνες και πολύ λυπάμαι που το λέω, δεν είναι αρκετοί …με δεδομένο ότι το πρόγραμμά σας είναι πολύ φορτωμένο και…
- Yavaş yavaş*…Το ξέρω ότι σε αιφνιδίασα…μπορούμε φαντάζομαι να μιλάμε στον ενικό; Αν δεν κάνω λάθος είμαστε συνομήλικοι.
-Ναι! Είμαι του 52. Τον Αύγουστο.
-Εγώ Φεβρουάριο του 54
- Ούτε δύο χρόνια…
- Κοίταξε Ναζίμ, αναγνωρίζω τις δυσκολίες του εγχειρήματος σε όλα τα επίπεδα. Αν εσύ όμως καταφέρεις να οργανώσεις μια ομάδα και την ύλη, εγώ θα τακτοποιήσω όλα τα πρακτικά ζητήματα και σου υπόσχομαι ότι θα βρω χρόνο, θα βάλω τα δυνατά μου και στο τέλος, τον Ιούνιο θα έχουμε πετύχει το στόχο.
-Νομίζω ότι είναι προγραμματισμένα για τις 20 Ιουνίου.
-Ναι! Σάββατο 20 Ιουνίου. Τι λες λοιπόν;
-….
-Δε θέλω να σε πιέσω, ξέρω ότι είναι υπερβολικά δύσκολο και ίσως λίγο παιδιάστικο αυτό που σου ζητάω αλλά σε παρακαλώ, σκέψου το!
- Θα ήθελα μια δυό μέρες για να το σκεφτώ.
-Σου δίνω τρεις ώρες για να αποφασίσεις. Είναι τώρα εννέα παρά τέταρτο, έχω μια συνάντηση στις εννιά και πρέπει να φύγω. Να σου τηλεφωνήσω στις δώδεκα;
-Εντάξει κύριε Πρόεδρε…
-Ρετζέπ…
-Εντάξει Ρεζτέπ!


Συνεχίζεται…


*σιγά- σιγά

Μουσική: Red Wind του Jan Garbarek, από το CD Visible World
Η φωτογραφία από εδώ





Επί του πιεστηρίου: BAD news




buzz it!

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2009

Ι. Το τηλεφώνημα



Μια ακόμα κουραστική εβδομάδα έφτανε στο τέλος της. Ο καθηγητής Ναζίμ Μπαϊκάλ, πρόεδρος του τμήματος Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Άγκυρας, λαμπρός επιστήμονας με σημαντικό ανασκαφικό και συγγραφικό έργο, είχε ήδη κλείσει το φως και ετοιμαζόταν να φύγει από το γραφείο του όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Αναρωτήθηκε ποιος τον αναζητούσε τέτοια ώρα, αργά το απόγευμα μιας βροχερής Παρασκευής, τέλη του περασμένου Μαρτίου. Όταν μετά από κάποιο δισταγμό σήκωσε το ακουστικό δίνοντας τέλος στο επίμονο κουδούνισμα, η απορία του μετατράπηκε σε έκπληξη.


Από την άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκε μια γνώριμη φωνή που δεν χρειάστηκε παρά δευτερόλεπτα για να την αναγνωρίσει. Ήταν η φωνή του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν!Το πρώτο ξάφνιασμα διαδέχτηκε ένα δεύτερο, όταν άκουσε τον πρωθυπουργό της χώρας να του λέει ότι επιθυμούσε να συναντηθούν ει δυνατόν αμέσως, για να συζητήσουν ένα πολύ σοβαρό θέμα. Ο αιφνιδιασμός που υπέστη από τις αλλεπάλληλες εκπλήξεις, τον έκαναν να απαντήσει σχεδόν υπνωτισμένος καταφατικά και τότε ο πρωθυπουργός του είπε ότι ένα αυτοκίνητο με συμβατικές πινακίδες, ήδη περίμενε για να τον μεταφέρει στο σημείο συνάντησης.

Όπως οι περισσότεροι αρχαιολόγοι, έτσι κι ο καθηγητής Μπαϊκάλ ήταν εξαιρετικά υπομονετικός και νηφάλιος άνθρωπος, αλλά αυτά τα προσόντα δεν αποδείχτηκαν ικανά να αναχαιτίσουν την περιέργειά του που διαρκώς και μεγάλωνε στη διάρκεια της διαδρομής από το Πανεπιστήμιο προς το άγνωστο σημείο της συνάντησης. Το «πολύ σοβαρό θέμα» που ανέφερε ο πρωθυπουργός ήταν ένα μυστήριο που είχε εξάψει για τα καλά τη φαντασία του, αλλά δεν είχε στα χέρια του ούτε ένα στοιχείο που θα τον βοηθούσε να λύσει το γρίφο που τόσο αναπάντεχα προέκυψε.

Η περιέργειά του ωστόσο ικανοποιήθηκε στα πρώτα λεπτά της συνάντησης που πραγματοποιήθηκε μισή ώρα αργότερα σε ένα διαμέρισμα κάπου στο κέντρο της πρωτεύουσας. Ο Ερντογάν τον περίμενε στην είσοδο μόνος του χωρίς κανένα άντρα της προσωπικής του φρουράς, τον χαιρέτισε εγκάρδια και πριν προλάβουν καν να καθίσουν -«με την ανυπομονησία μικρού παιδιού», σκέφτηκε ο καθηγητής Μπαϊκαλ- άρχισε να του εξηγεί με τον πιο σύντομο και σαφή τρόπο τον λόγο αυτής της εσπευσμένης συνάντησής τους.

Συνεχίζεται…

Μουσική: Το βασικό θέμα της ταινίας The Pink Panther 1963 του Henry Mancini
Η φωτογραφία από εδώ

buzz it!

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2009

Ο Τσομπανάκος



Με χαιρέτησε εγκάρδια από μακριά και αμέσως σκέφτηκα: «Ο Τσέτας!» Προχώρησα προς το μέρος του αργά, για να δώσω χρόνο στον εσωτερικό explorer που δούλευε πυρετωδώς, αλλά δεν κατάφερνε να ανασύρει το ζητούμενο: το πραγματικό του όνομα. Μόνο το παρατσούκλι του από τα χρόνια του δημοτικού, αναδυόταν ζωντανό στην επιφάνεια της μνήμης μου. Έτσι τον φωνάζαμε όλοι, καμιά φορά ακόμα και οι δάσκαλοι, ειδικά όταν θέλανε να τον μαλώσουνε και εκνευρισμένοι αφήνανε κατά μέρος τα προσχήματα.

Αγκαλιές, φιλιά, εγκάρδια χτυπήματα στην πλάτη ενώ τα βλέμματά μας αυτόματα μετρούσαν, χωρίς όμως να το ομολογούμε, τις επιπτώσεις των χρόνων πάνω μας. Κλασσικές ερωτήσεις, αυτονόητες διαπιστώσεις, διάχυτη νοσταλγία, και κοινή διατύπωση της διάθεσής μας να βρεθούμε άμεσα «για να θυμηθούμε τα παλιά».

Έφυγε βιαστικός και κοίταξα ανυπόμονα την κάρτα του, με την βεβαιότητα ότι εκεί θα διάβαζα επιτέλους το όνομά του. Με bold κεφαλαία γράμματα κυριαρχούσε το ΤΣΕΤΑΣ και από κάτω με μικρότερα η επαγγελματική του ιδιότητα, τηλέφωνα, φαξ, διεύθυνση. Πουθενά όμως δεν υπήρχε το όνομα ή το επίθετο, ούτε καν στην πίσω όψη της κάρτας.

«Ούτε το μαϊμούνι δεν το άφησαν να χορέψει...» λέγανε πριν από τον πόλεμο για τη μικρή μας πόλη. Αιτία, η έντονα περιπαικτική διάθεση των κατοίκων που ακόμα και τη μαϊμού του περιπλανώμενου γύφτου λέγεται ότι δεν αφήνανε να ολοκληρώσει τη παράστασή της στην κεντρική πλατεία με το σιντριβάνι.

Αυτή η αριστοφανική διάθεση ήταν η κινητήρια δύναμη στην επινόηση των παρωνύμιων και καταλύτες η αναγκαστική, ουσιαστική οικειότητα των μελών της μικρής κοινωνίας και οι χαλαροί ρυθμοί ζωής που επέτρεπαν να παρατηρείς τις ιδιότητες, τα κουσούρια, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των άλλων και με υπόγειες ανεξιχνίαστες διεργασίες να τους προσδίδεις σε μια στιγμή έμπνευσης ένα άλλο όνομα που αν ήταν πετυχημένο, έμενε ανεξίτηλο και πολλές φορές περνούσε αυτούσιο στην επόμενη γενιά, συμπλήρωμα της κληρονομιάς.

Τσέτας, Ταλιάντας, Μαλέτσκος, Λούσης, Μιτάτσης, Γκίρτζης, Γκρίνγκο, Τσόλκας…κατέγραψα πρόχειρα όσα παρατσούκλια θυμήθηκα και τα επανέλαβα δυνατά σε μια προσπάθεια να γευτώ τη βαριά προφορά που τα χαρακτηρίζει. Κάποια από αυτά, πολύ παλιά -ογδόντα και βάλε χρόνων- τ` άλλα πιο πρόσφατα. Όλα ταυτίζονται απόλυτα με τα πρόσωπα στα οποία αποδόθηκαν και στις περισσότερες των περιπτώσεων έχουν εξορίσει οριστικά στη λήθη τα πραγματικά, βαπτιστικά ονόματα.

Αναρωτήθηκα ποιες ήταν οι συνθήκες που τα γέννησαν, ποιά στιγμή και με ποια αφορμή πρωτοειπώθηκαν, τί σήμαιναν για τους εμπνευστές τους και πώς τα εισέπραξαν οι επαναβαπτιζόμενοι, αν τα δέχτηκαν ευχαρίστως ή αν προσπάθησαν να απαλλαγούν-«που όσο κι αν το καις δε λέει να σβήσει»- πριν συμβιβαστούν τελικά με αυτά. Αναρωτήθηκα ακόμα, αν συνεχίζουν και σήμερα εδώ, με την ίδια σκωπτική διάθεση του παρελθόντος να εφευρίσκουν παρατσούκλια…

Την επόμενη το μεσημέρι, μαζευτήκαμε- ένα παρακλάδι της οικογένειας -στην αυλή της προ γιαγιάς μου- της γονιμότατης Βασιλικής που έφερε στο κόσμο δώδεκα παιδιά. Θείοι, θείες, ανίψια, γαμπροί, νύφες, γονείς, παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα…Γευτήκαμε κυρίως τη ευλογία της συνύπαρξης αλλά και τα ψητά που γέμιζαν με τσίκνα τους τη γειτονιά και ερχόταν ασταμάτητα στο τραπέζι. Τη μερίδα του λέοντος της φροντίδας και της αγάπης όλων μας απόλαυσε όπως ήταν φυσικό, ο βενιαμίν της οικογένειας, ένας σοβαρός μπόμπιρας δέκα μόλις μηνών.




Κάποια στιγμή μπούχτισε πια από τις αγκαλιές, τα χάδια και τα κρυφά τσιμπήματα και διεκδίκησε επίμονα την ανεξαρτησία του. Αφού μπουσούλησε για λίγο στο χορτάρι της αυλής κατέληξε πάνω στο μικρό φλοκάτο χαλάκι που του έστρωσε η μητέρα του και ξάπλωσε αποκαμωμένος. Τον χαζεύαμε όλοι, χαμογελαστοί και τότε, μετά από μια μικρή παύση-σπάνιο φαινόμενο στη φασαριόζικη οικογένειά μας-ο παππούς του, που δεν τον άφηνε στιγμή από τα μάτια του, είπε τρυφερά: «Α ρε Τσομπανάκο…».

Δε ήταν τόσο η φλοκάτη με φόντο το γρασίδι, που έκαναν τον Κοσμά να αποκαλέσει έτσι τον εγγονό του, όσο το σοβαρό και κουρασμένο ύφος του μικρού που του θύμισε-όπως εξήγησε στη συνέχεια- ένα τσομπάνη που είχε στρώσει την κάπα του και ραχάτευε στον ίσκιο ενός δέντρου μισό αιώνα πριν, όταν ήταν πιτσιρικάς ο ίδιος, τότε που περνούσαν ακόμα από τη μικρή μας πόλη τέτοια εποχή, κοπάδια με εκατοντάδες πρόβατα πηγαίνοντας σε μεγαλύτερα υψόμετρα για να ξεκαλοκαιριάσουν.

Τον άλλο μήνα είναι τα βαφτίσια του μικρού. Κοσμάς κι αυτός, σαν τον παππού του αλλά και τον προ- προπάππου του που κανείς από τους παριστάμενους σε αυτό το τραπέζι δεν γνώρισε. Λυπάμαι που δε θα είμαι κι εγώ στα βαφτίσια. Με παρηγορεί ωστόσο το γεγονός ότι παραβρέθηκα σε αυτή τη μοναδική στιγμή που ξεπήδησε αυθόρμητα το παρατσούκλι του μικρού, τόσο ταιριαστό και πετυχημένο που σίγουρα θα ακολουθήσει το βενιαμίν μας σε όλη του τη ζωή.




Μουσική : Pavane του Gabriel Fauré με το φλάουτο του Ian Anderson, και ορχήστρα.


buzz it!

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2009

Το ποτάμι που ζήτησες

Δε θυμάμαι πώς έφτασε η κουβέντα στο ποτάμι. Μου είπες: «Θέλω να πας να βγάλεις φωτογραφίες» με ένα τρόπο που δε σήκωνε αντιρρήσεις. Αιφνιδιάστηκα αλλά βρήκα αμέσως πρόχειρες μερικές δικαιολογίες- θα μείνω λίγες μέρες για τις εκλογές, θέλω να δω τόσους φίλους, έχω και δουλειές να τακτοποιήσω... Επέμεινες όμως και προσπάθησα να σε ξεγελάσω με αναμνήσεις, που ξεπήδησαν με τον τρόπο των αναμνήσεων: ανεξέλεγκτες.

Σου είπα ότι με «τα άλλα παιδιά», πηγαίναμε σχεδόν κάθε απόγευμα, με τα ποδήλατα. Ρίχναμε πέτρες και συναγωνιζόμασταν ποιος θα πετύχει περισσότερες αναπηδήσεις, τα καλοκαίρια βουτάγαμε σε μικρές πράσινες λίμνες που σχηματιζόταν κάθε φορά και σε άλλο σημείο από τις αλλαγές στη ροή του ποταμού από τις συνεχείς αμμοληψίες. Γυρίζαμε σούρουπο, κατάκοποι κι ευχαριστημένοι με τα πρόσωπά μας να φέγγουν αλλόκοτα από τις κωλοφωτιές* που μαζεύαμε στους αγρούς και στολιζόμασταν.

Των Φώτων από την παλιά, εγκαταλειμμένη πια γέφυρα, βλέπαμε το σταυρό να πέφτει στο ποτάμι κι από τις χιονισμένες όχθες κάτω, «τα παλικάρια», να βουτάνε στο νερό. Το τοπίο γκρίζο, χειμωνιάτικο, θολό από την ομίχλη και από τα χρόνια που περάσανε κι εμείς μικροί με ορθάνοιχτα μάτια να ονειρευόμαστε τη μέρα που θα μεγαλώσουμε και θα μας αφήσουν επιτέλους να ορμήσουμε κι εμείς στα παγωμένα νερά για να πιάσουμε το σταυρό.

Θυμήθηκα τα ψαρέματα των μεγάλων που βάζανε ένα δίχτυ κάθετα στο ποτάμι και μετά πηγαίνανε εκατό μέτρα πιο πάνω κόντρα στο ρεύμα και ρίχνανε πέτρες κατηφορίζοντας σιγά σιγά προς το δίχτυ. Τα ψάρια τρομάζανε, φεύγανε ακολουθώντας το ρεύμα και παγιδευόταν. Εύκολο ψάρεμα. Ούτε μισή ώρα υπόθεση κι ύστερα ξεψαρίζανε βράδι σε ένα πεζοδρόμιο «σαράντα κιλά πιάσαμε» έλεγε και ξανάλεγε περήφανος ο πατέρας μου, μοιράζοντας στις γειτόνισσες που ερχόταν κατόπιν πρόσκλησης και περίμεναν υπομονετικά με πιατέλες να πάρουν μερίδιο της ψαριάς, όπως κι οι γάτες που μαζευόταν απρόσκλητες. Την άλλη μέρα σε όλη τη γειτονιά από τα ανοιχτά παράθυρα έβγαινε η ίδια μυρωδιά τηγανητού ψαριού.

Θυμήθηκα και κάτι που δεν έχω ζήσει αλλά οι εντυπώσεις από τις διηγήσεις ήταν τόσο έντονες που γέννησαν ζωντανές εικόνες. Τέτοια εποχή πήγαιναν οι γυναίκες, μεγάλες παρέες, γειτόνισσες ή συγγενείς και πλένανε τα μάλλινα, κουβέρτες κιλίμια, φλοκάτες. Τα ρίχνανε στα ρηχά και τα χτυπούσαν με καδρόνια για να καθαρίσουν.

«Αυτά γιατί δεν τα γράφεις; Πήγαινε βγάλε φωτογραφίες και ετοίμασε μια ανάρτηση για το ποτάμι», είπες λίγο πριν κλείσουμε το τηλέφωνο και απάντησα απρόθυμα ότι θα προσπαθήσω. Είχα σκοτεινιάσει, αλλά μάλλον δεν το κατάλαβες.

«Τα άλλα παιδιά» ήταν ο Χρίστος και ο Λεωνίδας. Τα σπίτια μας κολλητά, μαζί μεγαλώσαμε, χωρίζαμε μόνο στο ύπνο και στις τάξεις στο σχολείο. Ο Λεωνίδας ήταν ένα χρόνο κι ο Χρίστος τέσσερα, μικρότεροι από μένα. Έτρωγα σπίτι τους και τρώγανε στο δικό μας. Στην πίσω κοινή αυλή γιορτάζαμε τα γενέθλια μας στη σειρά -κι οι τρεις μας γεννημένοι καλοκαίρι. Μαζί ανεβαίναμε στη κερασιά και τρώγαμε μέχρι να μας πονέσει η κοιλιά. Μαζί τρώγαμε και το ξύλο για τις σκανταλιές μας - το περισσότερο ήταν εκείνη τη φορά που πήραμε κρυφά δύο γαϊδουράκια από ένα κτήμα γιατί ήταν σκασμένα τα λάστιχα στα ποδήλατα και θέλαμε να πάμε καβαλάρηδες στο ποτάμι. Αφηνιάσανε αυτά στο δρόμο, μας έριξαν κάτω και τρέχαμε με ματωμένα γόνατα μέσα στο δάσος για να τα προλάβουμε.

Πρώτη χρονιά στο Πανεπιστήμιο στην Αθήνα κατακαλόκαιρο, μετά από ξενύχτι εξεταστικής, πέφτω ξημερώματα και βλέπω στον ύπνο μου μια γιορτή. Κόσμος μαζεμένος στην πίσω αυλή μας και από μια αόρατη ορχήστρα χάλικνων πνευστών φτάνουν ξέφρενοι βαλκανικοί ρυθμοί. Όρθιοι όλοι γύρω από ένα κύκλο χτυπούσαν παλαμάκια, πρόσωπα απροσδιόριστα οικεία. Ξαφνικά μέσα από το πλήθος πρόβαλε ο Χρίστος με πονηρό χαμόγελο, καλώντας τους άλλους για χορό. Δεν τον ακολούθησε κανείς. Δεν έχασε το κέφι του από την άρνηση των άλλων κι άρχισε να χορεύει μόνος του στο κέντρο του κύκλου στο ρυθμό που γινόταν ολοένα και πιο γρήγορος και πιο ζωηρός. Κρατούσε ένα μεγάλο κόκκινο μαντήλι και πότε το ανέμιζε, πότε το είχε ψηλά τεντωμένο στα χέρια του. Μούσκεμα στον ιδρώτα, ευτυχισμένος.

Με παραξένεψε το όνειρο. Αργά το βράδυ της επόμενης μέρας τηλεφώνησα στους δικούς μου και μόλις απάντησα στο αγωνιώδες «πώς έγραψες,» ρώτησα τί κάνει ο Χρίστος. Μεσολάβησε μια παύση και μετά μου είπαν ότι ήταν λίγο αδιάθετος. Τηλεφώνησα τις επόμενες μέρες για να δω πώς πάει και διαρκώς χειροτέρευε αλλά δεν ξέρανε τι είχε. Την τελευταία φορά άρχισα να ουρλιάζω «γιατί δεν τον πάτε στο νοσοκομείο;». Ξαφνικά κατάλαβα ότι κάτι μου κρύβανε κι έτσι τηλεφώνησα σε μια γειτόνισσα. «Πνίγηκε στο ποτάμι...» μου είπε «...σήμερα ήταν η κηδεία» και ξέσπασε σε κλάματα.

Αργότερα έμαθα ότι είχε πάει για ψάρεμα με ένα φίλο του. Ήταν η μέρα που έκλεισαν τα σχολεία. Η μέρα που είχα δει το όνειρο. Γλύστρισε από το βράχο που κάναμε βουτιές, έπεσε, τον παρέσυρε το ρεύμα. Τον βρήκαν δύο μέρες αργότερα, χιλιόμετρα μακριά. Η νεκροψία έδειξε καρδιακή προσβολή. Ήταν δεκαπέντε χρονών.


Από τότε δεν ξαναπήγα στο ποτάμι.

Τώρα πιστεύω ότι μπορείς να δικαιολογήσεις την απροθυμία μου. Να σου πω κάτι παράξενο; Νομίζω ότι τώρα, που έγραψα όλα αυτά μπορώ να ξεκινήσω για τον Αλιάκμονα. Θα περάσω όμως πρώτα από το Χρίστο να του ανάψω ένα κερί.


*πυγολαμπίδες



Μουσική: Του Ennio Morricone από την ταινία The Mission



Παρασκευή 5 Ιουνίου 2009

Ψηφίζω!



και μετά πάω για μπάνιο...





Μουσική: Το γνωστό Tico Tico στην κατά Charlie Parker εκδοχή του. Πρωτοακούστηκε στην ταινία κινουμένων σχεδίων του Disney, Saludos Amigos και είναι σύνθεση των Zeguinha Abreu, Aloysio Oliviera, Ervin Drake.

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2009

Vote for...




Δεν ξέρω αν αυτό που συνέβη σήμερα το πρωί ήταν οφθαλμαπάτη που οφείλεται στην αυξανόμενη αγωνία του αναποφάσιστου ψηφοφόρου λίγες μόνο μέρες πριν βρεθεί μπροστά στην κάλπη των Ευρωεκλογών, αν πρόκειται για ένα φαινόμενο που ξεπηδά από τη σφαίρα του ανεξήγητου, ή απλώς για μια πρωτότυπη προεκλογική καμπάνια κάποιου κόμματος που διεκδικεί την ψήφο μου και εισέβαλε σα spam στο ίδιο μου το πιάτο μου τρώγοντας το ¼ της φέτας του τοστ που είχα ψήσει σήμερα για το πρωινό μου για να γράψει με αυτό τον τρόπο το σύνθημά του.




Μουσική: Al Otro Lado del Rio του Jorge Drexler από την Ουρουγουάη. Ακουγόταν στην ταινία Diarios de motocicleta και απέσπασε το Όσκαρ καλύτερου τραγουδιου το 2005.



Η εικόνα από εδώ.




buzz it!