Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

Αγαπημένοι Ολυμπιονίκες (πρώτο μέρος)


Αυτές τις μέρες το ένα μάτι στην τηλεόραση, στους Ολυμπιακούς του παρόντος  και το άλλο στην οθόνη του υπολογιστή αναζητώντας φωτογραφίες, βίντεο, βιογραφίες αγαπημένων αθλητών που έδρεψαν δάφνες στο παρελθόν. Μερικοί από αυτούς θρύλοι, άλλοι πάλι, λιγότερο ή περισσότερο ξεχασμένοι. Οι περισσότεροι, παλιοί που έχουν ολοκληρώσει εδώ και πολλά χρόνια την καριέρα τους. Ελάχιστοι οι σύγχρονοι, οι αθλητές που αγωνίζονται αυτές τις μέρες στο Λονδίνο. Φυσικά, υποκειμενική η λίστα που ακολουθεί -γι αυτό κι ο ανώδυνος τίτλος “αγαπημένοι ολυμπιονίκες”- τυχαία η σειρά αναφοράς τους και πολύ συνοπτικά τα κείμενα για τον καθένα. Όσοι αθλητές βρίσκονται εντός, δεν είναι μόνο για τα μετάλλια που κέρδισαν ή τα ρεκόρ που κατέρριψαν μα και για κάτι ακόμα, διαφορετικό σε κάθε περίπτωση. 


Lasse Virén. Ήταν ο τελευταίος των Lentävä suomalainen, των ιπτάμενων Φιλανδών, όπως χαρακτηρίστηκε ένα σύνολο δρομέων μεσαίων και μεγάλων αποστάσεων που διέπρεψαν στους στίβους από τις αρχές του 20ου αιώνα. Ο Virén, κέρδισε τέσσερα χρυσά μετάλλια σε δύο συνεχόμενες Ολυμπιάδες, το ` 72 στο Μόναχο και το `76 στο Μόντρεαλ στα 5.000 και στα 10.000 μέτρα. Η κούρσα όμως που έχει μείνει στην ιστορία είναι αυτή των 10000 μέτρων στο Μόναχο. Στον δωδέκατο γύρο του αγώνα έπεσε, αλλά δεν έχασε στιγμή. Σηκώθηκε και συνέχισε να τρέχει, ενώ οι άλλοι αθλητές είχαν ήδη ξεφύγει περισσότερο από 30 μέτρα. Πολύ σύντομα και ενώ απέμεναν περίπου 600 μέτρα, όχι απλώς έφτασε το γκρουπ που προηγείτο, αλλά τους ξεπέρασε για τερματίσει πρώτος, σημειώνοντας μάλιστα παγκόσμιο ρεκόρ με χρόνο 27:38:40. (στο βίντεο, η πτώση στο 1:40)


Teófilo Stevenson, ο Κουβανός πυγμάχος, που πέθανε πολύ πρόσφατα (12.6.2012) σε ηλικία μόλις 60 χρόνων ήταν κάτοχος τριών ολυμπιακών μεταλλίων (στο Μόναχο `72, στο Μόντρεαλ το `76 και στη Μόσχα το `80) και νικητής σε 301 από τους 321 πυγμαχικούς αγώνες που συμμετείχε στα 20 χρόνια της καριέρας. Ο Stevenson, ερασιτέχνης πυγμάχος πιστός στα αθλητικά ιδεώδη αρνήθηκε τη συμμετοχή σε αγώνα επίδειξης με τον παγκόσμιο πρωταθλητή Μωχάμετ Άλι με έπαθλο ένα εκατομμύριο δολάρια λέγοντας: "Prefiero el cariño de ocho millones de cubanos" (Προτιμώ την αγάπη οκτώ εκατομμυρίων Κουβανών)  MuhammadAli: Fighting Spirit - Teófilo Stevenson


Nadia Comăneci. Η Nadia δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Η μικρή αθλήτρια που γεννήθηκε το 1961 στο Ονέστι της Ρουμανίας ήταν το perfect ten της ενόργανης γυμναστικής των Ολυμπιακών του Μόντρεαλ το 1976. Κέρδισε συνολικά πέντε χρυσά, τρία ασημένια κι ένα χάλκινο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς του Μόντρεαλ το 1976 και της Μόσχας το 1980. Ακόμα και σήμερα η απόδοσή της -κατά την ταπεινή μου γνώμη ειδικά στη δοκό- παραμένει συγκλονιστική. Όπως επίσης μένει αξέχαστη η τελευταία της κίνηση στο πρόγραμμα που παρουσίασε στο έδαφος. Και για του λόγου το αληθές: First perfect ten - Nadia Comaneci - Montreal 1976 Olympic Games

Mark Spitz ή Mark The Shark, ο Αμερικάνος κολυμβητής που κατάφερε το ακατόρθωτο: στους Ολυμπιακούς αγώνες του Μονάχου το 1972 κατέκτησε επτά χρυσά μετάλλια στα 100 και 200 μέτρα ελεύθερο, στα 100 και 200 μέτρα πεταλούδα, στα 4Χ100 μικτή ατομική και σε δύο σκυταλοδρομίες 4Χ100 και 4Χ200 σημειώνοντας παγκόσμιο ρεκόρ σε όλα τα αγωνίσματα που συμμετείχε. Χρειάστηκε να περάσουν 36 χρόνια για να τον ξεπεράσει κάποιος κι αυτός δεν ήταν άλλος από τον Michael Phelps, με τα οκτώ χρυσά μετάλλια στους Ολυμπιακούς του Πεκίνου το 2008.


Bob Bemon, “the man who jumped and almost never landed”. Έμεινε στην ιστορία του αθλητισμού με ένα και μοναδικό άλμα που δεν κατάφερε ποτέ να επαναλάβει. Στις 18 Οκτωβρίου του 1968, στους Ολυμπιακούς αγώνες στο Μεξικό, ο Bemon ξεπέρασε το προηγούμενο παγκόσμιο ρεκόρ κατά 55 εκατοστά, πηδώντας 8.90 μέτρα. “Ο εικοσιδιάχρονος αθλητής έλαβε θέση. Συγκεντρώθηκε για λίγο, πήρε βαθιά ανάσα και άρχισε να τρέχει. Η επιτάχυνσή του σταδιακά μετέτρεψε το τρέξιμο σε αφηνιασμένο καλπασμό. Ένας καλπασμός που κατέληξε σε ένα δυνατό πάτημα- αρχή της απογείωσης. Από εκείνη τη στιγμή άρχισε μια απίστευτη πτήση που όταν την δει κανείς σε αργή κίνηση μπορεί να διακρίνει γιατί αυτό το άλμα χαρακτηρίστηκε η πιο ποιητική στιγμή εκείνων των Αγώνων.” (από παλιότερο ποστ με τίτλο: Beamonesque!) Το ρεκόρ του Beamon καταρρίφθηκε 23 χρόνια αργότερα από τον Mike Powell. (8,95




Edoardo Mangiarotti. Ο ξιφομάχος θρύλος, που πέθανε τον περασμένο Μάιο σε ηλικία 93 ετών. Γιος του επίσης πρωταθλητή ξιφασκίας Giuseppe Mangiarotti αλλά και πατέρας της Ιταλίδας ξιφομάχου Carola Mangiarotti, κέρδισε συνολικά 13 ολυμπιακά μετάλλια, εκ των οποίων τα 6 χρυσά στις πέντε Ολυμπιάδες που έλαβε μέρος. Το `36 στο Βερολίνο, το `48 στο Λονδίνο, το `52 στο Ελσίνκι, το `56 στη Μελβούρνη και το `60 στη Ρώμη. Το 2003 η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή του απένειμε τον Πλατινένιο Στέφανο. Η περγαμηνή που συνόδευε τη διάκριση, έγραφε: «Τα 39 μετάλλια του Edoardo Mangiarotti σε Ολυμπιακούς Αγώνες και Παγκόσμια Πρωταθλήματα Ξιφασκίας τον καθιστούν τον μεγαλύτερο ξιφομάχο στην ιστορία του αθλήματος». Εδώ μια σύντομη συνέντευξη του Mangiarotti το 2008. 


Yelena Isinbayeva, η “τσαρίνα των αιθέρων” ή η ωραία Ελένη των αλλεπάλληλων παγκοσμίων ρεκόρ, χρυσή ολυμπιονίκης στην Αθήνα το 2004 και στο Πεκίνο το 2008 και ίσως και του Λονδίνου φέτος, χρυσή όμως και λόγω των συμβολαίων που υπογράφει με μεγάλες εταιρείες και της αποφέρουν τεράστια ποσά. Αυτό το τελευταίο είναι αλήθεια πως το παραβλέπω, όταν την βλέπω να πανηγυρίζει ξέφρενα μετά από ένα ακόμα εκπληκτικό άλμα -εκείνο το 5.05 στις 18 Αυγούστου στο Πεκίνο που αποτελούσε την 24η κατάρριψη του ρεκόρ στο επι κοντώ- και λέω όπως κι ο ισπανόφωνος σχολιαστής στο βίντεο: “Que mujer es!” 




Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012

Αρχαίο πνεύμα ολέθριο


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αρχαίοι Έλληνες ήταν σπουδαίος λαός. Σοφοί και άκρως λειτουργικοί. 

Μου φαίνεται ασύλληπτο σήμερα το πώς κατάφερναν να πραγματοποιούν κάθε τέσσερα χρόνια Ολυμπιακούς Αγώνες χωρίς να υπερχρεώνονται, χωρίς να παίρνουν τα μυαλά τους αέρα και, πάνω απ’ όλα, χωρίς να καταρρέουν. 

Είχαν βρει μάλιστα και μια πατέντα, εντελώς δικής τους επινόησης, που, εκκινώντας από το αμιγώς αθλητικό κομμάτι, απέφερε θετικές επιδράσεις και στην οικονομία τους. Οι πόλεις-κράτη της εποχής υποδεχόταν με μεγάλο ενθουσιασμό του Ολυμπιονίκες τους και γκρέμιζαν κατά την άφιξή τους ένα κομμάτι από τα τείχη τους, θέλοντας να δείξουν ότι η αθλητική ρώμη μπορούσε να υποκαταστήσει και με το παραπάνω τις συμβατικές αμυντικές υποδομές. Υποθέτω ότι το έθιμο αυτό θα επέφερε κάποια αύξηση στα ελλείμματα του Δημοσίου, από την άλλη όμως, οδηγούσε προφανέστατα σε αύξηση των δημοσίων επενδύσεων και σε τόνωση της απασχόλησης και του ΑΕΠ. Το χρήμα κινούνταν, άλλαζε χέρια, και η Οικονομία μεσοπρόθεσμα ωφελούνταν από όλο αυτό το αλισβερίσι. 

Αυτά όσον αφορά τους αρχαίους. Οι Νεοέλληνες, πάλι, δεν έχουν βρει τον τρόπο να αντιπαρέρχονται τη διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων χωρίς να υφίστανται κατόπιν λιμούς, λοιμούς και καταποντισμούς. Όχι κάθε τέσσερα χρόνια – δύο φορές μέσα σε εκατόν οκτώ χρόνια το επιχείρησαν και το πλήρωσαν και τις δύο πάρα πολύ ακριβά.

Οι διοργανωτές των Αγώνων του 1896 είχαν το αναμφισβήτητο πλεονέκτημα πως όταν δήλωναν: “πραγματοποιήσαμε τους πιο λαμπρούς μοντέρνους Ολυμπιακούς Αγώνες που έχουν γίνει ως τώρα”, έλεγαν την αδιαφιλονίκητη αλήθεια. Ποτέ μου δεν κατάλαβα από που αντλούσαν την ίδια πεποίηθεση οι διοργανωτές του 2004, λες και δεν είχαν προηγηθεί η Βαρκελώνη το `92 και το Σίδνεϊ του 2000. 

Τώρα που το ξανασκέφτομαι κάτω υπο το φως των νέων διδομένων, συνειδητοποιώ ότι οι Έλληνες, παρότι αρχαίοι ως προς την καταγωγή, λειτουργούμε ως προς την ψυχολογία σα μικρά παιδιά. Λες στο παιδί μια καλή κουβέντα, από ευγένεια, από συγκατάβαση ή απλώς για να μην το αποθαρρύνεις, κι εκείνο τη δένει κόμπο και πιστεύει ότι είναι το πιο όμορφο και έξυπνο στην πλάση. Μα και στ` αλήθεια να του το πεις, πράγμα που στην περίπτωσή μας επ` ουδενί ισχύει (“Μπράβο, μεγάλη οργανωτική επιτυχία, τι αγώνες κι αυτοί!”), πάλι καλό δεν του κάνεις. Θα το καβαλήσει το καλάμι και το κοπλιμέντο θα το πληρώνει όλη την υπόλοιπη ζωή του με απανωτές διαψεύσεις και απογοητεύσεις. 

Το συγκεκριμένο λάθος το είχε κάνει το 1941 ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, όταν δήλωσε, καλή τη πίστη, ότι “δεν πολέμησαν οι Έλληνες σαν ήρωες, οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες”, κι ακόμα η υπεροψία που κατέλαβε τους συμπατριώτες μου χάρη σε αυτή τη διπλωματική ρεβεράντζα παραμένει ανίατη.  

 Τέλος πάντως. Καλοί κι ανεπανάληπτοι ήταν οι αγώνες τόσο του 1896 όσο και του 2004, μόνο που οδήγησαν την Ελλάδα σε δύο καταστροφές. 

Την πρώτη φορά ήταν ένας Ελληνοτουρκικός Πόλεμος, το 1897. Οι Έλλληνες πίστεψαν και τότε στο μεγαλείο της φυλής και οδηγήθηκαν σε μια σύρραξη που κατέληξε σε ολοκληρωτική ήττα, στην υποχρέωση καταβολής υπέρογκων πολεμικών αποζημιώσεων και σε οικονομική καταστροφή. 

Τη δεύτερη φορά, το 2004, το επινίκιο πάρτι κράτησε τουλάχιστον πέντε χρόνια, προτού αποκαλυφθεί ότι το ταμείον ήταν μείον και ότι το μεντέλο της πανίσχυρης δυτικής χώρας, που λουστραρίστηκε και από την “επιτυχία” των αγώνων, ήταν ιμιτασιόν. 

Οι Αμερικάνοι φίλοι μας από την Ατλάντα είχαν κάνει μια προσπάθεια να μας σώσουν από τον αυτοχειριασμό οκτώ χρόνια νωρίτερα, όταν “μας άρπαξαν μέσα απ` τα χέρια μας” τους αγώνες του 1996, που είχαμε πιστέψει ότι μας ανήκαν επετειακό δικαίω. Είχαμε θεωρήσει τότε προκλητικό το γεγονός αφού οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν διοργανώσει και τους αγώνες του 1984 στο Λος Άντζελες- οι κατάρες εναντίον της coca cola και των λοιπόν πολυεθνικών είχαν φτάσει μέχρι τον ουρανό. Δεν ξέραμε τότε ότι θα έπρεπε μάλλον να ευγνωμονούμε τους Αθάνατους και την Ατλάντα που μας γλύτωσαν -πρόσκαιρα έστω- από το εθνικό όνειδος και την καταστροφή, αλλά εμείς προτιμήσαμε τότε να κρεμάσουμε την ταμπέλα του προδότη στους λίγους που ψέλλιζαν ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες θα αποδεικνύονταν ολέθριοι για τη χώρα. Οι Αθάνατοι, από την πλευρά τους, βιώνοντας την αχαριστία μας, αποφάσισαν να μας εκδικηθούν προσφέροντάς μας τους αγώνες του 2004. 

Τί να κάνεις, έτσι γράφεται η Ιστορία. Οι Καταλανοί και οι Αυστραλοί τα κατάφεραν, έστω κι αν δεν είναι τόσο αρχαίοι λαοί- ή ενδεχομένως ακριβώς γι αυτό. Εμείς πάλι, όχι. Όσο για τους Κινέζους (εκείνοι κι αν είναι αρχαίος λαός!), το θέμα δεν έχει ακόμα κριθεί. Φαίνεται μεν πως την έβγαλαν καθαρή, αλλά έχουν περάσει μόνο τέσσερα χρόνια από τους δικούς τους Αγώνες. 

Τί είναι τέσσερα χρόνια μπροστά στη μακρά πορεία ενός αρχαίου λαού μέσα στους αιώνες; 






Το κείμενο που  διαβάσατε προέρχεται από το βιβλίο του Χριστόφορου Κάσδαγλη Ανώνυμοι Χρεωκοπημένοι” που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καστανιώτη.






Τετάρτη 25 Ιουλίου 2012

Al la fontana di Syntagma




Χθες το μεσημέρι, η θερμοκρασία στο Σύνταγμα ήταν περίπου τριάντα επτά βαθμοί. Ο σταθμός του μετρό ήταν κλειστός λόγω της δίωρης στάσης εργασίας των ηλεκτροδηγών. Στα σκαλοπάτια της εισόδου, μερικοί επιβάτες περίμεναν στη σκιά την επαναλειτουργία του. Λίγο αργότερα θα περνούσε από το Σύνταγμα η πορεία των εργαζομένων στην τοπική αυτοδιοίκηση για να καταλήξει στο υπουργείο Οικονομικών. Αρκετοί τουρίστες -στην πλειονότητά τους Ισπανοί- καταλάμβαναν τα τραπέζια των δύο καφέ της πλατείας.


Στις δώδεκα και μισή ακριβώς, ένας πιτσιρικάς έβγαλε τα ρούχα του και μπήκε στο συντριβάνι. Έκανε τις απλωτές και τα μακροβούτια του γύρω -γύρω τρομάζοντας τα περιστέρια που κάθε τόσο έκαναν απόπειρες προσγείωσης για πιουν νερό. Ύστερα ο μικρός χαλάρωσε επιπλέοντας σε ύπτια στάση με κλειστά μάτια. Μετά από λίγο συνέχισε ακάθεκτος τα μακροβούτια και τις απλωτές.



Κάποιοι από τους περαστικούς προσπέρασαν το συντριβάνι χωρίς καν να τον προσέξουν. Κάποιοι άλλοι– ελάχιστοι είναι αλήθεια- που θεώρησαν ότι η γύμνια του προσέβαλε τη δημόσια αιδώ, τον κοίταξαν με επιτιμητικό βλέμμα και ενοχλημένοι προσπέρασαν βιαστικά. Οι πιο πολλοί στη θέα του μικρού που πλατσούριζε, κοντοστάθηκαν και χαμογέλασαν. 


Μια γυναίκα – μάλλον ξένη αλλά απροσδιόριστης εθνικότητας- με μικρή, πλην όμως επαγγελματική κάμερα, άρχισε να καταγράφει τη σκηνή. Εκείνος, κάθε φορά που τον πλησίαζε της πετούσε νερό, εκείνη οπισθοχωρούσε για λίγο – τότε ο μικρός  ξεκαρδιζόταν στα γέλια- κι όταν επιχειρούσε να τον πλησιάσει δεχόταν και πάλι τα πυρά του. Η γυναίκα τσέκαρε σχολαστικά το υλικό της, φάνηκε ικανοποιημένη, έκλεισε την κάμερα και κατηφόρισε προς την Ερμού.


Μετά από λίγο, ο μικρός βγήκε, μάζεψε το σορτσάκι και το μπλουζάκι του που είχε αφήσει δίπλα στο συντριβάνι και άρχισε να ντύνεται. Έπειτα πήγε σε ένα από τα παγκάκια της πλατείας, έσκυψε, πήρε από κάτω το ακορντεόν του που είχε αφήσει στη σκιά και συνέχισε τη δουλειά του. 


Στο καφέ της πλατείας -δεξιά, όπως στεκόμαστε κοιτάζοντας προς τη Βουλή- οι σερβιτόροι, όπως ακριβώς έδιωχναν τα περιστέρια που εφορμούν διαρκώς στα τραπέζια, έδιωξαν και τον μικρό όταν πλησίασε. Δυο νότες έμειναν για λίγο στον αέρα κι έσβησαν τη στιγμή που τα ρολά στην είσοδο του μετρό άρχισαν να ανεβαίνουν και κάτω, στη Φιλελλήνων έφτανε βουβή η πορεία των εργαζομένων στη τοπική αυτοδιοίκηση. 






Κυριακή 22 Ιουλίου 2012

F1- Στιχομυθία στο βάθρο



Niki Lauda:Είσαι ένας Iσπανός με ιταλικό αυτοκίνητο. Πώς αισθάνεσαι που κέρδισες μπροστά σε τόσους πολλούς Γερμανούς οπαδούς;

Fernando Alonso Díaz: Δεν γνωρίζω πολλά από πολιτική, αλλά είναι αλήθεια πως η κατάσταση στην Ισπανία δεν είναι καλή. Σαν Ισπανός οδηγός με ένα ιταλικό αυτοκίνητο που έχει σχεδιάσει ένας Έλληνας*, είναι πολύ ωραίο που κερδίσαμε εδώ**.




*Νικόλας Τομπάζης υπεύθυνος της σχεδίασης της F2012

**
Χόκενχαϊμ  Γερμανία


η εικόνα από εδώ
η στοιχομυθία από εδώ

Παρασκευή 20 Ιουλίου 2012

Θητεία ΙΙΙ.

 συνέχεια από το Θητεία Ι. και Θητεία ΙΙ.

Αυτή η φωτογραφία, είναι λίγο σκοτεινή· την έβγαλε η Ελένη ενώ μισοκοιμόμουν στο δωμάτιο της. Ήρθε τελικά μετά από πολλές αναβολές, Ιούλιο με καύσωνα, όταν είχα πια ξεχάσει πώς είναι να νιώθεις άνθρωπος. Εκείνες τις εννιά μέρες -μόνο τις δύο  κανονικά εξοδούχος, τις άλλες σκαστός από τη μονάδα- θυμήθηκα πάλι· πώς είναι να είσαι άνθρωπος. Κι ας τις έβγαλα σχεδόν άυπνος.  Εννιά νύχτες, όχι στο δωμάτιο που ήταν καμίνι με ένα κρεβάτι που έτριζε δαιμονισμένα, μα στο μπάνιο, όρθιοι, κολλημένοι ο ένας  στον άλλον κι οι δυο μαζί πάνω στα πλακάκια,  κάτω από το νερό. 

Από την Κόλαση έφτανα στην Εδέμ πηδώντας τη μάντρα λίγο πιο κάτω από την τελευταία σκοπιά, τσίλιες, πότε ο Θανάσης πότε ο Γιώργος, αλλάζοντας ρούχα άκουγα κάθε φορά να μού λένε: “κοίτα μην αργήσεις μαλάκα...”, κατηφόριζα τρέχοντας το μονοπάτι που χάραξαν πριν από μένα παλιότερες σειρές σκαστών κι ύστερα κοντά στην πόλη πια, έπιανα άσφαλτο. Τρία χιλιόμετρα σύνολο μέσα στη νύχτα μέχρι το δωμάτιο, με μια ανάσα. 

Η πόρτα της πάντα ανοιχτή. Άκουγα το νερό να τρέχει κι ήξερα ότι θα τη βρω να περιμένει με τα μαλλιά κολλημένα στο πρόσωπο, τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο στήθος, τις παλάμες στους ώμους και το λακκάκι πάνω από την αριστερή της κλείδα -έτσι όπως έγερνε λίγο τον κορμό- γεμάτο νερό. “Για να ξεδιψάσεις...” Κάθε φορά ήθελα να τη φωτογραφίσω ακουμπισμένη στα άσπρα πλακάκια, σε αυτή τη στάση, με το βλέμμα της προσμονής. Κάθε φορά το ανέβαλα για την επόμενη. Αυτό το βλέμμα ήταν το πρώτο που μού ήρθε στο νου όταν ένα μήνα αργότερα, περασμένες δύο τη νύχτα, στη  σκοπιά πήρα τρεις λέξεις μήνυμα. 

Δε θα κάνεις αναγνώριση;” άκουσα ξαφνικά τον Βασίλη να λέει ήρεμα, σχεδόν γλυκά. Στεκόταν δίπλα μου σε απόσταση αναπνοής και το έλεγε για τρίτη φορά. Πίσω του ένας νέος κοίταζε σαστισμένος. Πέταξα μακριά, όσο πιο μακριά μπορούσα, το τηλέφωνο. Το είδαν να στριφογυρίζει στο σκοτάδι και να χάνεται μαζί με αυτό το γαμημένο “θέλω να χωρίσουμε” στην οθόνη του και τότε κατάφερα να πω ένα ξεψυχισμένο αλλά αρκετά αξιοπρεπές: “Άλτ τις ει;”




Αυτή είναι η τελευταία φωτογραφία. Καλοκαίρι πάλι, πέντε ή έξι χρόνια αργότερα, όλοι με τα καλά μας, ξημερώματα, στο τσακίρ κέφι. Γιώργος και Λευτέρης αριστερά, στη μέση ο Θανάσης γαμπρός και δεξιά εγώ κι ο Βασίλης, ο κουμπάρος. Αν δεν ήταν αυτοί οι τέσσερις, δεν ξέρω πώς θα την έβγαζα καθαρή τότε. Όχι, την Ελένη δεν την ξαναείδα. Ούτε μιλήσαμε. Χώμα ήμουν τον πρώτο καιρό. Αλλά τα παιδιά με είχαν από κοντά και στο νησί αλλά και μετά, όταν πήραμε μετάθεση για Αθήνα τους τελευταίους μήνες πριν απολυθούμε. 

Ναι, βρισκόμαστε συχνά. Βγαίνουμε, τα λέμε, παίζουμε κανένα μπασκετάκι πού και που. Έχουμε πάει και μερικές εκδρομές όλοι μαζί. Σπάνια όμως μιλάμε για τη θητεία. Ειδικά εγώ, που ούτε  να ακούω, μα κυρίως δε θέλω να λέω ιστορίες από το στρατό. Αλλά αυτό, νομίζω ότι στο είπα από την αρχή.







Ηθικός αυτουργός των τριών ποστ με τίτλο Θητεία είναι ο Βιβλιοθηκάριος που παρέσυρε επίσης τον κύριο Σελιτσάνο, τον Δύτη των Νιπτήρων , τον Γρηγόρη Στ, το Ερυθρό Καγκουρό, τον SilentCrossing,  τονOldboy και τον Μεταπαράλογο


Ακολούθησαν, με ποστ από τις δικιές τους παράλληλες θητείες, η Σταυρούλα η Silia , η RoubinakiM, η nefosis , η Ιφιμέδεια, το ξωτικό  η Πολυάννα και η Κ. που δεν έχει δικό της μπλογκ και κατέλαβε με έφοδο το μπλογκ του βιβλιοθηκάριου


η Θητεία ΙΙΙ, στην εκπομπή radio_social  του radiobubble.


Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

Θητεία ΙΙ.


συνέχεια από το Θητεία Ι.

Κοίτα αυτή! Ωραία ε; Ανατολή από τη μονάδα! Από την τελευταία σκοπιά, έβλεπες μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι σου θάλασσα. Ζορίστηκα όταν είδα τη μετάθεση στο νησί. Μέχρι να φτάσω με το καράβι της γραμμής, Γενάρη μήνα με φουρτούνα, με είχε πιάσει απελπισία. Ήμουν όμως τυχερός. Μικρή μονάδα κοντά στην πόλη, καλή παρέα και ένας διοικητής μάλαμα. Όταν άλλαξε, λέγαμε για αυτόν “ο Άγιος”. Ελάχιστες υπηρεσίες, καθόλου αγγαρείες. Χαλαρά και ήρεμα. Κολλέγιο. Εφάρμοσα τη σοφή ρήση “όσο περισσότερο κοιμάσαι τόσο λιγότερο υπηρετείς”, ξεκουράστηκα, διάβασα αρκετά, με τα παιδιά κάναμε μικρές εκδρομές στο νησί και το παίζαμε τουρίστες εκτός σαιζόν. Τότε ήταν που αρχίσαμε την παθιασμένη αλληλογραφία με την Ελένη. Χαρτί, μολύβι, σελίδες επί σελίδων και φάκελοι χωρίς γραμματόσημα.  Κανονίζαμε να έρθει με δει αρχές καλοκαιριού. Με τις πρώτες ζέστες αντί της Ελένης ήρθε νέος διοικητής. Οι ευτυχισμένες μέρες στη μονάδα έλαβαν οριστικά τέλος. Μέχρι τότε νόμιζα ότι είχα ζοριστεί, μα στην πραγματικότητα δεν είχα καταλάβει τι θα πει στρατός. Και οι πιο άγριες ιστορίες που είχα ακούσει από ανθρώπους που υπηρέτησαν άλλες εποχές, δύσκολες, δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτά που ζήσαμε στη συνέχεια. Δεν σου μιλάω για στέρηση εξόδου με το παραμικρό, για εξαντλητικές αγγαρείες και για καμπάνες που έπεφταν για ψύλλου πήδημα. Σου μιλάω για... αλλά άστο καλύτερα. Ούτε τον Διάβολο θέλω να θυμάμαι ούτε εκείνες τις μέρες που το Κολλέγιο έγινε Κόλαση. Παρακάτω. Πάμε παρακάτω...

Εδώ, στέκομαι πάνω στη σκάλα δίπλα στη ανθισμένη σωβρακιά και κρατάω την άδεια λεκάνη. Δεν ξέρω τι δέντρο ήταν, καρπούς  πάντως τους μήνες που πέρασα στην μονάδα δεν έδωσε εκτός από αυτά τα μποξεράκια που βλέπεις απλωμένα. Στις καλές μέρες, επί Αγίου, κατεβαίναμε με τα άπλυτα στην πόλη -τουριστική βλέπεις, είχε laundry- παίζαμε τάβλι μέχρι να πλυθούν και να στεγνώσουν τα ρούχα, όποιος έχανε τα ανέβαζε όλα στη μονάδα και ερχόταν πίσω να μας βρει. Συνήθως χαμένος ήταν ο Λευτέρης. Επί Διαβόλου όμως οι έξοδοι ελαττώθηκαν τόσο, που οι λίγες που απέμειναν δεν ήταν να τις χαραμίζεις. Εκείνο το μεσημέρι Κυριακής είδα ότι στο λουκάνικο δεν είχε μείνει ρούχο καθαρό, πήρα λεκάνη από τα μαγειρεία κι έβαλα μπουγάδα. Στο χέρι. Όταν τέλειωσα μετά από ώρες, έψαχνα πού να τα απλώσω. Δε θυμάμαι πως κατέληξα  στο δέντρο πίσω από το θάλαμο, πάντως το έκανα με πολύ μεράκι. Σιγά- σιγά μαζεύτηκαν τα παιδιά και μερικοί κι άρχισαν το δούλεμα και τις φωτογραφίες, εγώ όμως απτόητος άπλωνα μεθοδικά: στα κάτω κλαδιά, φανέλες και φόρμες αγγαρείας, πιό ψηλά τα μποξεράκια και τέλος βλέποντας τον ενθουσιασμό του κοινού, πήρα σκάλα κι άπλωσα ψηλά τις κάλτσες. Τότε ήταν που ο Βασίλης άρχισε να τραγουδάει με την αγριοφωνάρα του: Oh laundry tree, oh laundry tree, μ` αρέσεις πώς μ` αρέσεις”. Δεν ήθελαν πολύ κι οι άλλοι για να αρχίσουν να τον σιγοντάρουν κι έτσι με τα γέλια και τις κορώνες ούτε πήραμε είδηση ότι είχε ανέβει στη μονάδα -για πρώτη φορά στα χρονικά Κυριακή απόγευμα- ο Διάολος. Για να μας πάρει και να μας σηκώσει. Δέκα μέρες φυλακή εγώ, μια βδομάδα στέρηση εξόδου τα παιδιά της χορωδίας.


το τελευταίο μέρος, στο επόμενο ποστ


Ηθικός αυτουργός του ποστ και του πρώτου μέρους του είναι ο Βιβλιοθηκάριος που παρέσυρε επίσης τον κύριο Σελιτσάνο, τον Δύτη των Νιπτήρων , τον Γρηγόρη Στ, το Ερυθρό Καγκουρό, τον SilentCrossing,  τονOldboy και τον Μεταπαράλογο


Ακολούθησαν, με ποστ από τις δικιές τους παράλληλες θητείες, η Σταυρούλα η Silia , η RoubinakiM, η nefosis , η Ιφιμέδεια, το ξωτικό  η Πολυάννα και η Κ. που δεν έχει δικό της μπλογκ και κατέλαβε με έφοδο το μπλογκ του βιβλιοθηκάριου




Τρίτη 17 Ιουλίου 2012

Γιώργος Μούτσιος 1932-2012


Για ένα μεγάλο μέρος του κοινού, ο 
Γιώργος Μούτσιος παραμένει μία από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές «κακών» του λαϊκού ελληνικού κινηματογράφου της δεκαετίας του 1960.

Ωστόσο, ο Γιώργος Μούτσιος, που γεννήθηκε στην Καλαμάτα τον Ιανουάριο του 1932, ήταν ένα πολύπλευρο ταλέντο: είχε σπουδάσει μουσική και τραγούδι στο Ελληνικό Ωδείο και θέατρο στη σχολή του Εθνικού Ωδείου, ενώ μετά την αποστράτευσή του πήγε στη Βιέννη για ανώτερες σπουδές φωνητικής, θεάτρου και σκηνοθεσίας (οι αδελφές του ήταν οι σολίστες της Λυρικής Σκηνής Σοφία και Μαρία Μουτσίου).

Μάλιστα, η καριέρα του Μούτσιου άρχισε από το τραγούδι καθώς το 1951 προσελήφθη ως τραγουδιστής στο Εθνικό Θέατρο και συμμετείχε ως μέλος του Χορού στην τραγωδία του Σοφοκλή «Οιδίπους Τύραννος». Ο Μούτσιος είχε επίσης εμφανιστεί σε συναυλίες κλασικού τραγουδιού σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης και είχε τραγουδήσει την «Κάρμινα Μπουράνα» στο πλαίσιο του φεστιβάλ Αθηνών.



 

Το 1960, ο Γ. Μούτσιος δίδαξε και τραγούδησε τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι στους «Ορνιθες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, μία μεγάλη στιγμή της καριέρας του.

Οι θίασοι με τους οποίους είχε συνεργαστεί στο θέατρο ήταν πάρα πολλοί (
Ε. ΛαμπέτηΑ. ΒουγιουκλάκηΣ. ΓιούληΤζ. Ρουσσέα κ.ά.) ενώ το 1977 ο Μούτσιος συγκρότησε θίασο με τη γυναίκα του, ηθοποιό Δέσποινα Νικολαΐδου. Με το Εθνικό Θέατρο πήρε μέρος στο Φεστιβάλ των Εθνών στο Παρίσι. Στο ίδιο φεστιβάλ με το Θέατρο Τέχνης συμμετείχε στους «Όρνιθες», όπως επίσης και στο Φεστιβάλ Σαίξπηρ στο Λονδίνο.

Στον κινηματογράφο ο Μούτσιος εμφανίστηκε σε ηλικία περίπου 20 ετών και μία από τις πρώτες επιτυχίες του ήταν η ταινία «Η αγνή του λιμανιού» (1952). Από τότε εμφανίστηκε σε παραπάνω από 50 ταινίες, δράματα, κωμωδίες και περιπέτειες. Ενδεικτικά: «Θανασάκης ο πολιτευόμενος» (1954) , «Ο κράχτης» (1964), «Θα σε κάνω βασίλισσα» (1964) , «Αχ!.. και νάμουν άντρας» (1966),«Τρούμπα `67» (1967) ,«Κάποτε κλαίνε και οι δυνατοί» (1967) , «Η επιστροφη της Μήδειας» (1968), «Ο αετός των σκλαβωμένων» (1970), «Ο δρόμος των ηρώων» (1971), «Εσχάτη προδοσία» (1971), «Ο αντιφασίστας» (1972).

Τελευταία κινηματογραφική εμφάνιση του Μούτσιου είναι στην ταινία του Δημήτρη Κολάτου «Αλέξανδρος και Αϊσέ» (2002), ενώ αξίζει να θυμήσουμε ότι συμμετείχε και στην αμερικανική παραγωγή «Ο Λέων της Σπάρτης» («The 300 Spartans», 1962) που γυρίστηκε στην Ελλάδα από τον Ρούντολφ Ματέ.

Η τηλεοπτική σειρά «Τα παιδιά της Νιόβης» ήταν μία από τις τελευταίες του επιτυχίες.  (Από το Βήμα







'Εμπρός αρχίνα πες τους
γλυκά τους αναπαίστους' 
































Δευτέρα 16 Ιουλίου 2012

Mantodea religiosa ή το ποστ που δεν έγραψα




Βγήκα χθες αργά το απόγευμα στην αυλή και πάνω στο τραπέζι  είδα αυτό το ζούδι. Στεκόταν ακίνητο στην άκρη του τραπεζιού. Δεν ξέρω αν ήταν αποχαυνωμένο από τη ζέστη πάντως ούτε τις κεραίες του δε μετακινούσε. Αμέσως σκέφτηκα: Να ωραίο θέμα  για ποστ! 

Υπό αυτές τις καιρικές συνθήκες φυσικά δεν είχα σκοπό  να στρωθώ και μελετήσω τα μαντώδη -αν και φαίνονται άκρως ενδιαφέροντα- και να γράψω στη συνέχεια μια ανάρτηση βασισμένη σε επιστημονικά στοιχεία για το εν λόγω έντομο,  ούτε βέβαια να περιοριστώ σε μερικές φωτογραφίες με λεζάντες που θα αναφερόταν στην ανατριχιαστική συνήθεια των θηλυκών τα οποία, ως γνωστόν, κατά τη διάρκεια της ερωτικής επαφής καταβροχθίζουν με απαράμιλλη βουλιμία το κεφάλι του αρσενικού.

Ήθελα να καθίσω να παρατηρήσω για όση ώρα χρειαζόταν αυτό το ζούδι που βρέθηκε στην αυλή μου και ήξερα ότι μπορεί να μού έδινε την αφορμή για κάποια ωραία ιστορία. Ερωτική κατά προτίμηση αλλά με καλό τέλος. Για παράδειγμα, το θηλυκό ερωτεύεται παράφορα το αρσενικό, τόσο πολύ που τελικά νικάει τη φύση του και δεν τον αποκεφαλίζει κι έτσι συνεχίζουν ακάθεκτα τις τρυφερές περιπτύξεις τους μέχρι το θάνατό τους από βαθιά γεράματα. Ίσως για να έχει κάποιο ενδιαφέρον, να έβαζα το θηλυκό να ζευγαρώνει παράλληλα και με άλλα αρσενικά ώστε να τρώει εκείνων τα κεφάλια κι όχι του αγαπημένου της-γιατί όπως να το κάνουμε φύση είναι αυτή- αλλά σε εκείνον να απαγορεύει ρητά τη συνεύρεση με άλλα θηλυκά, που θα τον έκαναν κυριολεκτικά μπουκιά και συχώριο. Καταλαβαίνετε από αυτές τις πρόχειρες και βιαστικές σκέψεις ότι θα μπορούσε να βγει τελικά ένα πολύ ωραίο ποστ. Αλλά...


...είχε προηγηθεί -πριν  από μερικούς μήνες- ένα αυστηρό σχόλιο του φίλου μου του Βιβλιοθηκάριου ο οποίος με επέπληξε  σε αντίστοιχο ποστ με θέμα δύο μυρμήγκια. Είχε γράψει χαρακτηριστικά: "Κατά τα άλλα θα ήθελα να επισημάνω πως με εκνεύρισε επαρκώς η σκέψη πως κοπροσκυλιάζεις αμέριμνος θεωρώντας πως το πιο αξιόλογο πράγμα που έχεις να κάνεις είναι να παρακολουθείς την πορεία ενάμιση μυρμηγκιού." 

Κι αν είχε αρκεστεί σε εκείνο το σχόλιο, μπορεί και να ενέδιδα στην παρακολούθηση του εντόμου, αλλά εκείνος συνεχίζει συστηματικά να αναφέρεται σε εκείνη την ιστορία όπου βρεθεί κι όπου σταθεί. Φοβούμενος λοιπόν την επανάληψη ενός λίβελλου, υπο μορφή σχολίου, που προφανώς αυτή τη φορά θα ήταν σφοδρότερος και το χειρότερο: την εδραίωση στην κοινή γνώμη της άποψης ότι ο τσαλαπετεινός τελικά δεν είναι παρά ένας τεμπέλης τζίτζικας που κοπροσκυλιάζει παρατηρώντας πότε μυρμήγκια και πότε αλογάκια της Παναγιάς, απλώς φωτογράφισα το έντομο και μπήκα στο σπίτι  με βαριά καρδιά για να γράψω ένα άλλο, σοβαρό ποστ.



φυσικά αφιερώνεται
στον Βιβλιοθηκάριο




Σοβαρά ποστ για το ζούδι με εξαιρετικές φωτογραφίες θα βρείτε στο μπλογκ του Μούργου. ( Ρενάτα, ευχαριστώ που μου τα θύμισες)

Mantis religiosa, το πιο γνωστό μέλος, της πιο αλλόκοτης τάξης εντόμων! Empusa fasciata, ο πιο αλλόκοτος και σπάνιος μάντης!



Δευτέρα 9 Ιουλίου 2012

Θητεία Ι.



Ιστορία από το στρατό δεν έχει που να χτυπιέσαι. Για αυτό σου λέω, άμα θες ρίξε μια ματιά στο άλμπουμ, ξεφύλλισέ το, δεν έχει πολλές φωτογραφίες, μερικές χάθηκαν, πρέπει να έχω λίγες ακόμα σε ένα φάκελο, χύμα. Αλλά, στο ξεκαθαρίζω από την αρχή: ιστορία-ιστορία, μην περιμένεις.

Εδώ, στην πρώτη, ναι εγώ είμαι, άυπνος πρωί Δευτέρας, Νοέμβρης, έξω από το κέντρο, με το σάκο στον ώμο και αυτό το πακέτο στο χέρι. Ήθελα να πάω μόνος, επέμενε η Ελένη να πάμε μαζί από την προηγούμενη, “δες το σαν εκδρομή” είχε πει. Το τελευταίο βράδυ στο ξενοδοχείο δεν έκλεισα μάτι. Βγήκα και κάπνιζα στο μπαλκόνι το ένα μετά το άλλο, την έβλεπα να κοιμάται, άρχισα να αναρωτιέμαι αν έκανα καλά που έκοψα την αναβολή, με αναζήτησε στον ύπνο της, πέταξα το τσιγάρο ξαναμπήκα την αγκάλιασα μέχρι την ώρα που χτύπησε το ξυπνητήρι. Με άφησε απέναντι από την πύλη, είδα κάτι μανάδες που έκλαιγαν στα κάγκελα, φρίκαρα, της είπα να φύγει αμέσως, μού έδωσε το πακέτο,”τί είναι;” τη ρώτησα, σα μάγισσα απάντησε, “αν βρεθείς σε δύσκολη θέση να το ανοίξεις”. Και γέλασε. Βγήκα από το αυτοκίνητο διέσχισα το δρόμο, είχα πει δε θα γυρίσω να κοιτάξω, γύρισα, την είδα με τη φωτογραφική μηχανή στο χέρι, άκουσα το κλικ, ούτε γέλασα, της έκανα νόημα να φύγει. Μπήκα. Αργά το απόγευμα στημένος σε μια ατέλειωτη ουρά στο ΚΨΜ για να αγοράσω τα λουκέτα που αγνοούσα ότι θα μού χρειαζόταν, θυμήθηκα το πακέτο. Το ανοίγω και βρίσκω μέσα πέντε. Γλίτωσα την αναμονή στην ουρά μα εκείνη την πρώτη μέρα με έφαγε η σκέψη ότι η Ελένη είχε κάνει κι άλλη θητεία πριν, γι αυτό και ήξερε.

Εδώ είμαστε με τον Κοκκολάκη, κατάκοποι μετά από αγγαρεία. Βλέπεις; Μού ρίχνει δυο κεφάλια. Ένας αγαθός γίγαντας από ένα ορεινό χωριό της Λάρισας. Βοσκός από δώδεκα χρονών. Είχαμε όλοι φωτογραφίες με τις γυναίκες μας, εκείνος στο πορτοφόλι του δυό φωτογραφίες όλες κι όλες: στη μια το κοπάδι του κι αυτός καμαρωτός στη μέση και στην άλλη να κρατάει νεογέννητο αρνί, μες τα αίματα. Το “Κοκκολάκης” ήταν παρατσούκλι. Τού το κόλλησε ο επιλοχίας λόγω ύψους. Αρβύλες στο νούμερό του στην αρχή δε βρέθηκαν. Δε θυμάμαι τί νούμερο φορούσε πάντως ήταν κάτι τερατώδες: 50, 52 μπορεί κι εξήντα. Μέχρι την ορκωμοσία γύριζε με τα δικά του, κάτι χειροποίητες χαμηλές μπότες, ανοιχτό καφέ δέρμα, παραγγελία σε τσαγκάρη. Το πρωί στην αναφορά, σαν τη μύγα μεσ` το γάλα ξεχώριζαν στις σειρές με τις μαύρες αρβύλες. Το βράδυ στο θάλαμο τις έβλεπες και νόμιζες στο μισοσκόταδο πως ήταν σκυλί ξαπλωμένο. Ο Κοκολάκης ήταν ο καλύτερος θαλαμοφύλακας που έχει περάσει από τον ελληνικό στρατό. Όλη νύχτα δεν έκλεινε μάτι. Σα μάνα, μας πρόσεχε. Μόλις άλλαζε κάποιος πλευρό πήγαινε να σιγουρευτεί ότι ήταν σκεπασμένος “Μην κρυώσετε ζαγάρια” έλεγε. Ένα βράδυ πήγε κι ετοίμασε τσάι για κάποιον που έβηχε. Άσε που αν ζητούσαμε νερό έτρεχε να μας φέρει. Το παρακάναμε βέβαια κι εμείς, ειδικά στην αρχή, για να τον δοκιμάσουμε λέγαμε  όλοι  με τη σειρά “θαλαμοφύλακα, νερό” κι εκείνος έφερνε σε όλους μας, όσες φορές και να ζητούσαμε. Ψυχούλα.

Σε αυτή εδώ... νομίζω ότι είναι η μόνη που έχω γράψει λεζάντα, βγάζεις τα γράμματα; “Εκ του πρηνηδόν θέσεις λάβατε!” λέει. Πεδίο βολής, κατά σειρά ο Οξούζογλου, ο Τάμπας, εγώ που κρατάω το G-3 με τ` αριστερό κι ο Δεσύλλας. Το χέρι που φαίνεται λίγο στην άκρη πρέπει να είναι του Παγιαύλα. Μπορεί και του Δερμιτζάκη. Όλοι πρηνηδόν. Ακούγεται το “Στόχους αναγνωρίσατε!” Κι αρχίζουμε δυνατά: “Ένα, είδον! Δύο είδον!..” και πάει λέγοντας μέχρι το δέκα που ήμασταν στη γραμμή βολής. Μέχρι να ακούσω το “άρξατε πυρ” συγκεντρώνομαι, θέλω να πάω καλά, μπορώ να πάω καλά με τόσους διαγωνισμούς που κάναμε μικροί με τα αεροβόλα και βέβαια ονειρεύομαι τιμητική άδεια. Ρίχνω τα δέκα φυσίγγια, είμαι σίγουρος ότι έχω την τιμητική στο τσεπάκι, τελικά στο στόχο μου βρίσκονται 20 βολές. Το θαύμα του διπλασιασμού των βολών το έκανε ο Τάμπας που μπερδεύτηκε κι έριχνε στον δικό μου στόχο. Ούτε τιμητική ούτε τίποτα. Εκείνη τη μέρα κοντέψαμε να τσακωθούμε μα...Τι; Μήπως βαρέθηκες; Α! Το κατάλαβες ε; Ναι...στημένη είναι η φωτογραφία. Μετά τη βολή, στο διάλειμμα, στη ζούλα με άδεια τα όπλα. Αν μας έκανε τσακωτούς κανένας τρελαμένος μόνιμος, μέχρι και στρατοδικείο θα μπορούσε να μας στείλει. 


συνεχίζεται...



Ηθικός αυτουργός του ποστ καθώς και της συνέχειας του είναι ο Βιβλιοθηκάριος που παρέσυρε επίσης τον κύριο Σελιτσάνο, τον Δύτη των Νιπτήρων , τον Γρηγόρη Στ, το Ερυθρό Καγκουρό, τον SilentCrossing,  τον Oldboy και τον Μεταπαράλογο. Για την ώρα.