Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Υπάρχει!

.

Υπάρχει σου λέω κι ας μην μπορείς πια να τον δεις γιατί έχεις μεγαλώσει πολύ. Αν όμως συναντήσεις στο πρόσωπο ενός παιδιού αυτό ακριβώς το βλέμμα, τότε εκείνος κάποιου εκεί τριγύρω θα είναι...


....και θα χαρίζει χαμόγελα που εσύ πια έχεις ξεχάσει ότι υπάρχουν.

Βέβαια υπάρχει πιθανότητα να είναι γυναίκα. Μια γυναίκα που τρέχει και ξέρει να τα προλαβαίνει όλα στην ώρα τους- μην ξεχνάς ότι αυτό είναι ένα από τα βασικά προσόντα του συγκεκριμένου Αγίου.

Γιατί η δουλειά είναι πολλή, πάρα πολλή, χωρίς επιδόματα και έξτρα και πρέπει να βγει σε μία μόλις νύχτα, αλλά η γη γυρίζει κι αυτό κάπως διευκολύνει το δύσκολο έργο του .

Αν πάντως είναι γυναίκα, ελπίζω ότι είναι ψηλή, καλλίγραμμη, αλέγρα, καστανή με μελιά μάτια, εξαιρετικού χαρακτήρα, διαθέτει σπάνια ψυχικά χαρίσματα και σερφάρει στην παραλία Bondi στο Sydney


Αν πάλι είναι παιδί, θα είναι σοβαρό γιατί θα έχει απόλυτη συναίσθηση του καθήκοντος καθώς διασχίζει το διάδρομο μιας εκκλησίας στην Ινδία...


...θα έχει εκπαιδευτεί καλά με άλλους συνομήλικούς του υποψήφιους στην περίφημη σχολή Αγιοβασίληδων της Jakarta στην Ινδονησία...

Τόσο καλά που θα μπορεί όταν μεγαλώσει κάπως να κάνει λιμναίο σκι στο Αμβούργο με αναμμένη φωτοβολίδα στο ένα χέρι...


ή να κατηφορίζει τις χιονισμένες πίστες του Sunday River στο Maine με άλλους συναδέλφους του


Γιατί- μεταξύ μας -υπάρχει περίπτωση να μην είναι μόνο ένας ο Άγιος Βασίλης αλλά πολλοί, πάρα πολλοί που τρέχουν να προλάβουν την προθεσμία παράδοσης των δώρων ντυμένοι με τη στολή τους στο Λίβερπουλ


ή μισόγυμνοι στη Βοστόνη

ή να βουτάνε σε παγωμένα νερά στο Βερολίνο έχοντας πετάξει τα πάντα εκτός από τη σκούφια τους.


Ένας τυχερός Αγιοβασίλης μπορεί βέβαια να διασχίζει τα ζεστά νερά στη Χονολουλού με την πιρόγα του υιοθετώντας αναγκαστικά ανάλαφρα κομμάτια της καλοκαιρινής κολεξιόν.

Κάποιοι άλλοι πάλι, προτιμούν τις ελεύθερες ώρες τους να ποζάρουν συγκεντρωμένοι σε διαστημικό σταθμό

ή στην πλατεία Τιανανμεν.


Από το Πεκίνο όμως ένα ευσυνείδητος Αγιοβασίλης μπορεί αμέσως να βρεθεί στο προσκέφαλο ενός άρρωστου παιδιού σε νοσοκομείο της Ονδούρα...

κι από κει σε συσίτιο αστέγων στη Nice, στην Γαλλία.

Κάποιες στιγμές βέβαια με όλα αυτά που βλέπει γυρίζοντας τον κόσμο, πεφτει σε βαθειά περισυλλογή- εδώ στην Surabaya στην Ανατολική Ιάβα - μερικές φορές απογοητεύεται, αλλά την στιγμή που πρέπει, βρίσκει δύναμη να συνεχίσει να χαρίζει δώρα και χαμόγελα.


Υπάρχει σου λέω!

Αλλά εσύ και να τον δεις μπροστά σου φάντη με λαμπερό μπαστούνι έτσι άπιστος Θωμάς που είσαι, σε έχω ικανό να του τραβήξεις τη γενειάδα για να σιγουρευτείς ότι είναι αληθινή, σαν το μικρό στο Kostewiec της Πολωνίας.


Κ Α Λ Η Χ Ρ Ο Ν Ι Α



Μουσική: Is that you Santa Claus, με τον Louis Armstrong


Πηγή όλων των εικόνων, The Big Picture




Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

Drowning by trains

.


-Μη μου μιλάς για τραίνα!

Με ξάφνιασε ο απότομος τρόπος του και τράβηξα χειρόφρενο. Μέρες γιορτινές και η κουβέντα φυσικά γυρόφερνε στα δώρα, στην επιλογή τους, στα παιδιά που περιμένουν πώς και πώς. Είχα ξεκινήσει να λέω "το ωραιότερο πρωτοχρονιάτικο δώρο που πήρα ποτέ, ήταν εκείνο το τραινάκι που..." όταν με έκοψε με αυτό το αναπάντεχο, σα στίχο “Μη μου μιλάς για τραίνα”. 'Επεσε παύση, βαριά κι αμήχανη. Την άφησε να με βασανίσει λίγο κι ύστερα σηκώθηκε και μου ζήτησε να τον ακολουθήσω. Σκοτεινός διάδρομος διαμερίσματος κάπου στην Ηλιούπολη. Στην τρίτη πόρτα αριστερά, στάθηκε περιμένοντάς με να πάρω θέση ακριβώς απέναντί της. Άνοιξε πόρτα και φως κι εγώ έμεινα στο διάδρομο με ανοιχτό το στόμα.

Ήταν ένα μικρό δωμάτιο ή μια μεγάλη αποθήκη που δεν έβλεπες πουθενά τοίχο από τα ράφια. Από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι. Σ` αυτά, τακτοποιημένα σχολαστικά, άπειρα κουτιά όλων των μεγεθών, που περιείχαν τραινάκια. Ατμομηχανές, βαγόνια, ράγες, τμήματα διακλαδώσεων γραμμών, μηχανισμούς κίνησης, ανταλλακτικά. Σαν να βρέθηκα ξαφνικά σε αποθήκη εξιδικευμένου καταστήματος. Τράβηξα ένα κουτί, το άνοιξα. Ήταν μια ατμομηχανή της märklin σε κλίμακα 1:87. Μαύρη, γυαλιστερή, με κάθε λεπτομέρεια μιας πραγματικής ατμομηχανής, ικανή να γίνει αντικείμενο πόθου μικρών και μεγάλων παιδιών.

Έχω βάλει αγγελία για να τα πουλήσω...” μου είπε μόλις γυρίσαμε στο καθιστικό και άρχισε να ξετυλίγει το κουβάρι. Ο πατέρας του είχε πάθος με τα τραινάκια. Τόσο μεγάλο που με κάθε ευκαιρία του αγόραζε ένα. Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Πάσχα, ονομαστική γιορτή, γενέθλια, ενδεικτικά, έλεγχοι. Με ή χωρίς αφορμή όταν ερχόταν στο σπίτι με πακέτο τυλιγμένο και κορδέλα ο φίλος, ήξερε ακριβώς τι περιείχε. Όπως ήξερε ότι μετά θα έπρεπε να το ανοίξουν, να συναρμολογήσουν τις ράγες και να αρχίσουν να παίζουν με τις ώρες. Τι να παίζουν δηλαδή; Ο πατέρας έπαιζε κι ο μικρός απλώς έκανε ότι συμμετέχει, γιατί δεν του άρεσαν καθόλου τα τραίνα και κυρίως η επιβολή τους. Στις διακοπές, τα Σαββατοκύριακα, τα απογεύματα.

Όσο περνούσε ο καιρός και μεγάλωνε τόσο λιγότερο άντεχε αυτόν τον καταναγκασμό. Αντέδρασε μόνο όταν την πρωτοχρονιά που ήταν πια πρωτοετής φοιτητής, ο πατέρας του τού πρόσφερε το συνηθισμένο πακέτο. Δεν το άνοιξε καν. Το πήρε από τα χέρια του και το πέταξε όπως ήταν, στο τζάκι. Την ώρα που βρόντηξε πίσω του την πόρτα, αφήνοντας δυό ντουζίνες συγγενείς εμβρόντητους γύρω από το γιορτινό τραπέζι, είδε τον πατέρα του να βάζει τα χέρια στη φωτιά και να προσπαθεί να σώσει το λαμπαδιασμένο κουτί. “Το γαμημένο τραινάκι του.”

Έκαναν χρόνια να μιλήσουν. Κι όταν το έκαναν ήταν προς το τέλος. Λίγο πριν φύγει ο πατέρας. Τυπικά. Χωρίς ποτέ να κουβεντιάσουν για κείνη την Πρωτοχρονιά που κάηκε το τραίνο. Τη μέρα της κηδείας, μπήκε στο δωμάτιο με τα κουτιά. Είχε διάθεση να τα κάνει όλα λίμπα εκεί μέσα. Βρήκε στο πάτωμα ένα φάκελο με το όνομά του. Δυο λόγια όλα κι όλα στο σημείωμα. “ Συγνώμη. Πούλησέ τα”. Έμεινε με το χαρτί στα χέρια. Όταν μετά από ώρα τον φώναξαν γιατί είχε έρθει η ώρα να φύγουν, σκούπισε τα μάτια του και πήρε από ένα κουτί την κόκκινη δηζελάμαξα.Για τον τελευταίο ασπασμό, κτέρισμα και συγχώρεση μαζί.




Μουσική: Lost Life, με το σαξόφωνο του Art Pepper

Η φωτογραφία από εδώ.

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Mary had a Baby

.



Δυο νύχτες μετά τη μεγαλύτερη, απόψε, η ωραιότερη νύχτα του χρόνου. Ή του κόσμου- όπως το πάρει κανείς. Μακάρι σήμερα να έχεις κλείσει τις οθόνες και να είσαι αλλού. Αν τύχει όμως και περάσεις από δω, στάσου μόνο για πέντε λεπτά.

Πάρε μια ανάσα- βαθιά όμως. Άδειασε από όλα. Κι όταν σου λέω από όλα, εννοώ όλα. Μην αφήσεις τίποτα να τριγυρίζει στο μυαλό σου. Καμία σκέψη. Καμία ανεκπλήρωτη επιθυμία. Κανένα 'αχ', όσο ανθρώπινο και αν είναι. Ξέρω ότι είναι δύσκολο. Ειδικά φέτος παραείναι - τι να τα ξαναλέμε χρονιάρα μέρα;- αλλά είμαι σίγουρος ότι μπορείς να τα καταφέρεις έστω για πέντε λεπτά. Τι πέντε; Για λιγότερο σου μιλάω. Μόλις τέσσερα και σαρανταδύο. Δυνάμωσε την ένταση στα ηχεία. Βάλε το βελάκι πάνω στο play, κάνε αριστερό κλικ και κλείσε τα μάτια.

Αν καταφέρεις πραγματικά να αδειάσεις και να αφήσεις μόνο αυτή τη φωνή να υπάρχει, τότε στο τέλος,  στα 4:42 σίγουρα θα ακούσεις και μένα να σου λέω συνωμοτικά στο αυτί: Καλά Χριστούγεννα!  Ίσως μάλιστα καταφέρεις και κάτι ακόμα: να με δεις να σου κλείνω το μάτι. ;-)



Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010

Ἄνθος τοῦ γιαλοῦ

.


Ἐπὶ πολλὰς νύκτας κατὰ συνέχειαν ἔβλεπεν ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ, κοντὰ στὰ Κοτρώνια τοῦ ἀνατολικοῦ γιαλοῦ, ἀνάμεσα εἰς δυὸ ὑψηλοὺς βράχους καὶ κάτω ἀπὸ ἕνα παλαιὸν ἐρημόσπιτον κατηρειπωμένον, - ἐκεῖ ἔστρωνε συνήθως τὴν κάπαν ἐπάνω στὴν πλώρην τῆς βάρκας, κ᾿ ἐκοιμᾶτο χορευτὸν καὶ νανουρισμένον ὕπνον, τρεῖς σπιθαμὲς ὑψηλότερ᾿ ἀπὸ τὸ κῦμα, θεωρῶν τὰ ἄστρα, καὶ μελετῶν τὴν Πούλιαν καὶ ὅλα τὰ μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ - ἔβλεπε, λέγω, ἀνοικτὰ εἰς τὸ πέλαγος, ἔξω ἀπὸ τὰ δυὸ ἀνθισμένα νησάκια, τὰ φυλάττοντα ὡς σκοποὶ τὸ στόμιον τοῦ λιμένος, ἓν μελαγχολικὸν φῶς - κανδήλι, φανόν, λαμπάδα, ἢ ἄστρον πεσμένον - νὰ τρεμοφέγγῃ, ἐκεῖ μακράν, εἰς τὸ βάθος τῆς μελανωμένης εἰκόνος, ἐπιπολῆς εἰς τὸ κῦμα, καὶ νὰ στέκῃ ἐπὶ ὥρας, φαινόμενον ὡς νὰ ἔπλεε, καὶ μένον ἀκίνητον.

Ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, λεμβοῦχος ψαράς, ἦτον ἀδύνατος στὰ μυαλὰ ὅπως καὶ πᾶς θνητός. Ἀρκετὸν ἦτο ἤδη ὁποὺ ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ ἐκεῖ, δίπλα εἰς τοὺς δυὸ μαυρισμένους βράχους, κάτω ἀπὸ τὸ ἐρημόσπιτον ἐκεῖνο, τ᾿ ὁλόρθον ἄψυχον φάντασμα, τὸ ὁποῖον εἶχε τὴν φήμην, ὅτι ἦτο στοιχειωμένον. Ἐκαλεῖτο κοινῶς «τῆς Λουλούδως τὸ Καλύβι». Διατί; Κανεὶς δὲν ἤξευρεν. Ἤ, ἂν ὑπῆρχον ὀλίγα γραΐδια «λαδικά», ἢ καὶ δυὸ τρεῖς γέροι, γνωρίζοντες τὰς παλαιὰς ἱστορίας τοῦ τόπου, ὁ Μάνος δὲν ἔτυχεν εὐκαιρίας νὰ τοὺς ἐρωτήση.

Ἔβλεπε, βραδιὲς τώρα, τὸ παράδοξον ἐκεῖνο μεμακρυσμένον φῶς νὰ τρέμῃ καὶ νὰ φέγγῃ ἐκεῖ εἰς τὸ πέλαγος, ἐνῷ ἤξευρεν, ὅτι δὲν ἦτο ἐκεῖ κανεὶς φάρος. Ἡ Κυβέρνησις δὲν εἶχε φροντίσει δι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα εἰς τὰ μικρὰ μέρη, τὰ μὴ ἔχοντα ἰσχυροὺς βουλευτάς.

Τί, λοιπόν, ἦτο τὸ φῶς ἐκεῖνο; Ἠσθάνετο ἐπιθυμίαν, ἐπειδὴ σχεδὸν καθημερινῶς ἐπέρνα μὲ τὴν βάρκα του ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ πέραμα, ἀνάμεσα εἰς τὰ δυὸ χλοερὰ νησάκια, καὶ δὲν ἔβλεπε κανὲν ἴχνος ἐκεῖ τὴν ἡμέραν, τὸ ὁποῖον νὰ ἐξηγῇ τὴν παρουσίαν τοῦ φωτὸς τὴν νύκτα, νὰ πλεύση τὰ μεσάνυχτα, διακόπτων τὸν μακάριον ὕπνον του, καὶ τοὺς ρεμβασμούς του πρὸς τ᾿ ἄστρα καὶ τὴν Πούλιαν, νὰ φθάση ἕως ἐκεῖ, νὰ ἰδῆ τί εἶναι, καί, ἐν ἀνάγκῃ, νὰ τὸ κυνηγήση τὸ μυστηριῶδες ἐκεῖνο φέγγος. Ὅθεν ὁ Μάνος, ἐπειδὴ ἦτο ἀσθενὴς ἄνθρωπος, καθὼς εἴπομεν, νέος εἰκοσαετής, ἐκάλεσεν ἐπίκουρον καὶ τὸν Γιαλὴν τῆς Φαφάνας, δέκα ἔτη μεγαλύτερόν του, ἀφοῦ τοῦ διηγήθη τὸ νυκτερινὸν ὅραμά του, διὰ νὰ τοῦ κάμῃ συντροφιὰν εἰς τὴν ἀσυνήθη ἐκδρομήν.

~ . ~

Ἐπῆγαν μίαν νύκτα, ὅταν ἡ σελήνη ἦτο ἐννέα ἡμερῶν, κ᾿ ἔμελλε νὰ δύση περὶ τὴν μίαν μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Τὸ φῶς ἐφαίνετο ἐκεῖ, ἀκίνητον ὡς καρφωμένον, ἐνῷ ὁ πύρινος κολοβὸς δίσκος κατέβαινεν ἤρεμα πρὸς δυσμᾶς κ᾿ ἔμελλε νὰ κρυφθῆ ὀπίσω τοῦ βουνοῦ. Ὅσον ἔπλεαν αὐτοὶ μὲ τὴν βάρκαν, τόσον τοὺς ἔφευγε, χωρὶς νὰ κινῆται ὀφθαλμοφανῶς, ὁ μυστηριώδης πυρσός. Ἔβαλαν δύναμιν εἰς τὰ κουπιά, «ἐξεπλατίσθηκαν». Τὸ φῶς ἐμακρύνετο, ἐφαίνετο ἀπώτερον ὁλονέν. Ἦτο ἄφθαστον. Τέλος ἔγινεν ἄφαντον ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς των.

Ὁ Μάνος, μαζὶ μὲ τὸν Φαφάναν, ἔκαμαν πολλοὺς σταυρούς. Ἀντήλλαξαν ὀλίγας λέξεις:

- Δὲν εἶναι φανάρι, δὲν εἶναι καΐκι, ὄχι.

- Καὶ τί εἶναι;

- Εἶναι...

Ὁ Γιαλὴς τῆς Φαφάνας δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπῃ.

Τὴν νύκτα τῆς τρίτης ἡμέρας, καὶ πάλιν δυὸ ἢ τρεῖς ἡμέρας μετ᾿ αὐτήν, οἱ δυὸ ναυτίλοι ἐπεχείρησαν ἐκ νέου τὴν ἐκδρομήν. Πάντοτε ἔβλεπαν τὴν μυστηριώδη λάμψιν νὰ χορεύῃ εἰς τὰ κύματα. Εἶτα, ὅσον ἐπλησίαζαν αὐτοί, τόσον τὸ ὅραμα ἔφευγε. Καὶ τέλος ἐγίνετο ἄφαντον. Τί ἄρα ἦτο;

~. ~

Εἷς μόνον γείτων εἶχε παρατηρήσει τὰς ἐπανειλημμένας νυκτερινὰς ἐκδρομὰς τῶν δυὸ φίλων μὲ τὴν βάρκαν. Ὁ Λίμπος ὁ Κόκοϊας, ἄνθρωπος πενηντάρης, εἶχε διαβάσει πολλὰ παλαιὰ βιβλία μὲ τὰ ὀλίγα κολλυβογράμματα ποὺ ἤξευρε, καὶ εἶχεν ὁμιλήσει μὲ πολλὰς γραίας σοφάς, αἵτινες ὑπῆρξαν τὸ πάλαι. Ἐκάθητο ὅλην τὴν νύκτα, ἀγρυπνῶν, σιμὰ εἰς τὸ παράθυρόν του, βλέπων πρὸς τὴν θάλασσαν, καὶ πότε ἐδιάβαζε τὰ βιβλία του, πότε ἐρρέμβαζε πρὸς τὰ ἄστρα καὶ πρὸς τὰ κύματα. Ἡ καλύβη του, ὅπου ἔρημος καὶ μόνος ἐκατοικοῦσεν, ἔκειτο ὀλίγους βράχους παραπέρα ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς Λουλούδως, ὅπου ἔδενε τὴν βάρκαν του ὁ Μάνος, ἀνάμεσα εἰς τὸ σπίτι τῆς Βάσως τοῦ Ραγιᾶ καὶ τῆς Γκαβαλογίνας.

Μίαν νύκτα, ὁ Κορωνιὸς καὶ ὁ ἐγγονὸς τῆς Φαφάνας ἡτοιμάζοντο νὰ λύσουν τὴν βάρκαν, καὶ νὰ κωπηλατήσουν, τετάρτην φοράν, διὰ νὰ κυνηγήσουν τὸ ἀσύλληπτον θήραμά των.

Ὁ Λίμπος ὁ Κόκοϊας τοὺς εἶδεν, ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν καλύβην του, φορῶν ἄσπρον σκοῦφον καὶ ράσον μακρύ, ὅπως ἐσυνήθιζε κατ᾿ οἶκον, ἐπήδησε δυὸ τρεῖς βράχους πρὸς τὰ ἐκεῖ, κ᾿ ἔφθασε παραπάνω ἀπὸ τὸ μέρος, ὅπου εὑρίσκοντο οἱ δυὸ φίλοι.

- Γιὰ ποῦ, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, παιδιά; τοὺς ἐφώναξεν. Εἶναι βραδιὲς τώρα ποὺ τρέχετε ἔξω ἀπὸ τὸ λιμάνι, χωρὶς νὰ γιαλεύετε, χωρὶς νὰ πυροφανίζετε - καὶ τὰ ψάρια σας δὲν τὰ εἴδαμε. Μήπως σὰς ὠνείρεψε καὶ σκάφτετε πουθενά, γιὰ νὰ βρῆτε τίποτα θησαυρό;

Ὁ Μάνος παρεκάλεσε τὸν Κόκοϊαν νὰ κατεβῇ παρακάτω καὶ νὰ ὁμιλῇ σιγανώτερα. Εἶτα δὲν ἐδίστασε νὰ τοῦ διηγηθῆ τὸ ὅραμά του.

Ὁ Λίμπος ἤκουσε μετὰ προσοχῆς. Εἶτα ἐγέλασε:

- Ἀμ᾿ ποὺ νὰ τὰ ξέρετε αὐτὰ ἐσεῖς, οἱ νέοι, εἶπε, σείων σφοδρῶς τὴν κεφαλήν. Τὸν παλαιὸν καιρὸν τέτοια πράματα, σὰν αὐτὸ ποὺ εἶδες, Μάνο, τὰ ἔβλεπαν ὅσοι ἦταν καθαροί, τώρα τὰ βλέπουν μόνο οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι. Ἐγὼ δὲ βλέπω τίποτα!.. Τὸ ἴδιο κι ὁ Γιαλὴς βλέπει αὐτὸ ποῦ λὲς πῶς βλέπεις;

Ὁ Γιαλὴς ἠναγκάσθη μὲ συστολὴν κατωτέραν της ἡλικίας του νὰ ὁμολογήση, ὅτι δὲν ἔβλεπε τὸ φῶς, περὶ οὗ ὁ λόγος, ἀλλ᾿ ἐπείθετο εἰς τὴν διαβεβαίωσιν τοῦ Μάνου, ὅστις ἔλεγεν ὅτι τὸ βλέπει.

Ὁ Κόκοϊας, ἤρχισε τότε νὰ διηγῆται:

- Ἀκοῦστε νὰ σὰς πῶ, παιδιά. Ἐγὼ ποὺ μὲ βλέπετε, ἔφθασα τὴ γριά-Κοεράνω τοῦ Ραγιά, τὴν μαννοὺ αὐτῆς τῆς Βάσως τῆς γειτόνισσας, καθὼς καὶ τὴ μάννα τῆς Γκαβαλογίνας, ἀκόμα κι ἄλλες γριές. Μοῦ εἶχαν διηγηθῆ πολλὰ πρωτινά, παλαιικὰ πράματα, καθὼς κι αὐτὸ ποὺ θὰ σὰς πῶ τώρα:

»Βλέπετε αὐτὸ τὸ χάλασμα, τὸ Καλύβι τῆς Λουλούδως, ποὺ λένε πῶς εἶναι στοιχειωμένο; Ἐδῶ τὸν παλαιὸν καιρὸ ἐκατοικοῦσε μιὰ κόρη, ἡ Λουλούδω, ὁποὺ τὴν εἶχαν ὀνοματίσει γιὰ τὴν ἐμορφιά της, - ἔλαμπε ὁ ἥλιος, ἔλαμπε κι αὐτὴ - μαζὶ μὲ τὸν πατέρα της τὸν γερό-Θεριὰ (ἑλληνικὰ τὸν ἔλεγαν Θηρέα), ὅπου ἐκυνηγοῦσε ὅλους τους Δράκους καὶ τὰ Στοιχειά, μὲ τὴν ἀσημένια σαγίτα καὶ μὲ φαρμακωμένα βέλη. Ἕνα Βασιλόπουλο ἀπὸ τὰ ξένα τὴν ἀγάπησε τὴν ὄμορφη Λουλούδω. Τῆς ἔδωκε τὸ δαχτυλίδι του, κ᾿ ἐκίνησε νὰ πάῃ στὸ σεφέρι καὶ τῆς ἔταξε μὲ ὅρκον ὅτι, ἅμα νικήση τοὺς βαρβάρους, τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός, θὰ ἔρθη νὰ τὴν στεφανωθῇ.

»Ἐπῆγε τὸ Βασιλόπουλο. Ἔμεινεν ἡ Λουλούδω, ρίχνοντας τὰ δάκρυά της στὸ κῦμα, στὸν ἀέρα στέλνοντας τοὺς ἀναστεναγμούς της, καὶ τὴν προσευχὴ στὰ οὐράνια, νὰ βγῆ νικητὴς τὸ Βασιλόπουλο, νὰ ἔρθη ἡ μέρα ποὺ θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός, νὰ γυρίση ὁ σαστικός της νὰ τὴν στεφανωθῆ.

»Ἔφτασε ἡ μέρα ποὺ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. Ἡ Παναγία μὲ ἀστραφτερὸ πρόσωπο, χωρὶς πόνο, χωρὶς βοήθεια, γέννησε τὸ Βρέφος μὲς στὴ Σπηλιά, τὸ ἐσήκωσε, τὸ ἐσπαργάνωσε μὲ χαρά, καὶ τὸ ῾βαλε στὸ παχνί, γιὰ νὰ τὸ κοιμίση. Ἕνα βοϊδάκι κ᾿ ἕνα γαϊδουράκι ἐσίμωσαν τὰ χνῶτα τοὺς στὸ παχνὶ κ᾿ ἐφυσοῦσαν μαλακὰ νὰ ζεστάνουν τὸ θεῖο Βρέφος. Νά, τώρα θὰ ῾ρθῆ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴν Λουλούδω!

»Ἦρθαν οἱ βοσκοί, δυὸ γέροι μὲ μακριὰ ἄσπρα μαλλιά, μὲ τὶς μαγκοῦρες τους, ἕνα βοσκόπουλο μὲ τὴ φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κ᾿ ἔπεσαν κ᾿ ἐπροσκύνησαν τὸ θεῖο Βρέφος. Εἶχαν ἰδεῖ τὸν Ἄγγελον ἀστραπόμορφον, μὲ χρυσογάλανα λευκὰ φτερά, εἶχαν ἀκούσει τ᾿ ἀγγελούδια ποὺ ἔψαλλαν: Δόξα ἐν ὑφίστοις Θεῷ! Ἔμειναν γονατιστοί, μ᾿ ἐκστατικὰ μάτια, κάτω ἀπὸ τὸ παχνί, πολλὴν ὥρα, κ᾿ ἐλάτρευαν ἀχόρταγα τὸ θάμα τὸ οὐράνιο. Νά! τώρα θὰ ῾ρθῆ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴν Λουλούδω!

»Ἔφτασαν κ᾿ οἱ τρεῖς Μάγοι, καβάλα στὶς καμῆλες τους. Εἶχαν χρυσὲς μίτρες στὸ κεφάλι, κ᾿ ἐφοροῦσαν μακριὲς γοῦνες μὲ πορφύρα κατακόκκινη. Καὶ τ᾿ ἀστεράκι, ἕνα λαμπρὸ χρυσὸ ἀστέρι, ἐχαμήλωσε κ᾿ ἐκάθισε στὴ σκεπὴ τῆς Σπηλιᾶς, κι ἔλαμπε μὲ γλυκὸ οὐράνιο φῶς, ποὺ παραμέριζε τῆς νύχτας τὸ σκοτάδι. Οἱ τρεῖς βασιλικοὶ γέροι ξεπέζεψαν ἀπ᾿ τὶς καμῆλες τους, ἐμπήκαν στὸ Σπήλαιο, κ᾿ ἔπεσαν κ᾿ ἐπροσκύνησαν τὸ Παιδί. Ἄνοιξαν τὰ πλούσια τὰ δισάκια τους, κ᾿ ἐπρόσφεραν δῶρα: χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν.

-»Νά! τώρα θὰ ῾ρθῆ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴν Λουλούδω!

»Πέρασαν τὰ Χριστούγεννα, τελειώθηκε τὸ μυστήριο, ἔγινε ἡ σωτηρία, καὶ τὸ Βασιλόπουλο δὲν ᾖρθε νὰ πάρη τὴν Λουλούδω! Οἱ βάρβαροι εἶχαν πάρει σκλάβο τὸ Βασιλόπουλο. Τὸ φουσάτο του εἶχε νικήσει στὴν ἀρχή, τὰ φλάμπουρά του εἶχαν κυριέψει μὲ ἀλαλαγμὸ τὰ κάστρα τῶν βαρβάρων. Τὸ Βασιλόπουλο εἶχε χυμήξει μὲ ἀκράτητην ὁρμή, ἀπάνω στὸ μούστωμα καὶ στὴ μέθη τῆς νίκης. Οἱ βάρβαροι μὲ δόλο τὸν εἶχαν αἰχμαλωτίσει!

»Τὰ δάκρυα τῆς κόρης ἐπίκραναν τὸ κῦμα τ᾿ ἁρμυρό, οἱ ἀναστεναγμοί της ἐδιαλύθηκαν στὸν ἀέρα, κ᾿ ἡ προσευχή της ἔπεσε πίσω στὴ γῆ, χωρὶς νὰ φθάση στὸ θρόνο τοῦ Μεγαλοδύναμου. Ἕνα λουλουδάκι ἀόρατο, μοσχομυρισμένο, φύτρωσε ἀνάμεσα στοὺς δυὸ αὐτοὺς βράχους, ὁποὺ τὸ λὲν Ἀνθὸς τοῦ Γιαλοῦ, ἀλλὰ μάτι δὲν τὸ βλέπει. Καὶ τὸ Βασιλόπουλο, ποὺ εἶχε πέσει στὰ χέρια τῶν βαρβάρων, ἐπαρακάλεσε νὰ γίνῃ Σπίθα, φωτιὰ τοῦ πελάγους, γιὰ νὰ φτάση ἐγκαίρως, ὡς τὴν ἡμέρα ποὺ γεννᾶται ὁ Χριστός, νὰ φυλάξη τὸν ὅρκο του, ποὺ εἶχε δώσει στὴ Λουλούδω.

»Μερικοὶ λένε, πῶς τὸ Ἄνθος τοῦ Γιαλοῦ ἔγινε ἀνθός, ἀφρὸς τοῦ κύματος. Κ᾿ ἡ Σπίθα ἐκείνη, ἡ φωτιὰ τοῦ πελάγου ποὺ εἶδες, Μάνο, εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ Βασιλόπουλου, ποὺ ἔλιωνε, σβήσθηκε στὰ σίδερα τῆς σκλαβιᾶς, καὶ κανεὶς δὲν τὴν βλέπει πιά, παρὰ μόνον ὅσοι ἦταν καθαροὶ τὸν παλαιὸν καιρόν, καὶ οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι στὰ χρόνια μας».




Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Εισαγωγικόν

Κερκόπορτα η χαραμάδα στις κουρτίνες αφήνει ελάχιστο φως να περάσει. Έχει αρχίσει να χαράζει. Στο μισοσκόταδο προσπαθώ να αναγνωρίσω το χώρο. Μάταια.

Στο νυσταγμένο, γεμάτο απορία “πού είμαι;” απαντά ο Απόλλωνας παραδόξως ξεκάθαρα: ..απέναντι από την πόλη των τυφλών... 1 με τον παλιό χρησμό, τον ίδιο που έδωσε στους Μεγαρείς αποίκους όταν το 660 π.Χ με αρχηγό το Βύζαντα αναζητούσαν γη για να στεριώσουν. Το μαντείο των Δελφών τους έστειλε απέναντι από τη πόλη των τυφλών, την Χαλκιδόνα 2 που είχε ιδρυθεί κι αυτή από Μεγαρείς μόλις 18 χρόνια πριν. Γιατί δεν μπορεί παρά να ήταν τυφλοί οι κάτοικοί της, που ενώ πρότεροι πλεύσαντες τους τόπους” δεν είδαν “τοσούτον πλούτον” 1 κι εγκαταστάθηκαν στην Μικρασιατική ακτή, αντί της ιδανικής, από κάθε άποψη, στην απέντατι όχθη του Βοσπόρου.

Κωνσταντινούπολη λοιπόν. Δωμάτιο ξενοδοχείου, Δεκέμβριος 2010.

Ένας απροσδιόριστος ήχος από το διάδρομο- σα ρόδες βαλίτσας που κυλάνε- ανασύρει έναν άλλο μακρινό ήχο. Είναι ο ήχος του δόρατος που σέρνει πίσω του ο ιδρυτής της Νέας Ρώμης, χαράσοντας ο ίδιος τα χνάρια των τειχών της πόλης για την οποία θα έγραφε αργότερα ο συνονόματός του, ο Πορφυρογέννητος των γραμμάτων: “...εστί βασιλεύουσα του τε κόσμου παντός υπερέχουσα” 3. Συνέχιζε να βαδίζει έτσι χιλιόμετρα ολόκληρα περικλείοντας με το ίχνος του δόρατος την ιδανική τοποθεσία που βρέχουν τα νερά του Κεράτιου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά. Όταν οι συνοδοί του έδειξαν έπληκτοι με το μήκος της γραμμής στο χώμα, εκείνος απάντησε με το δικό του, δοκιμασμένο τρόπο που δήλωνε την εμπλοκή του θείου στις ανθρώπινες αποφάσεις: “Θα συνεχίσω, μέχρι ότου αυτός που βαδίζει μπροστά μου με υποχρεώσει να σταματήσω 4 σελ 61

Καθώς ξυνπάω σιγά σιγά, το γαϊτανάκι της Ιστορίας, συνεχίζει με το τόσο απογοητευτικό για τον Ιουλιανό μήνυμα που φέρνει από το Μαντείο των Δελφών ο γιατρός και φίλος του, ο Ορειβάσιος ο Περγαμηνός: Είπατε τώ βασιλεί, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά, ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ου μάντιδα δάφνην, ουδέ παγάν λαλέουσαν. Απέσβετο και το λάλον ύδωρ5 Ανακάθομαι στο κρεβάτι. Τα μάτια έχουν συνηθίσει πλέον στο μισοσκόταδο και αναρωτιέμαι ποιά θα είναι η επόμενη στάση της μνήμης.

Μα βέβαια του Νίκα και κυρίως η στάση της Θεοδώρας. Ήταν εκείνη που το Γενάρη του 532, στη σύσκεψη του αυτοκράτορα με τους συμβούλους του, ενώ έξω η Πόλη φλεγόταν επί μια βδομάδα, επενέβη με το αυστηρό “...τῷ δὲ βεβασιλευκότι τὸ φυγάδι εἶναι οὐκ ἀνεκτὸν” και κατέληξε “ὡς καλὸν ἐντάφιον ἡ βασιλεία ἐστί»6 αποτρέποντας τελικά τον Ιουστινιανό από την προσχεδιασμένη φυγή. Αν δεν είχαν ειπωθεί αυτές οι φράσεις που μας μεταφέρει ο Προκόπιος, την κρίσιμη στιγμή η εξέγερση δεν θα είχε καταπνίγει στο αίμα και βέβαια ο Ιουστινιανός δεν θα ξεκινούσε ένα μήνα αργότερα τις εργασίες για την ανέγερση της Αγίας Σοφίας, ούτε θα μπορούσε να αναφωνήσει με την ολοκλήρωσή της επτά χρόνια αργότερα το περίφημο και δικαιολογημένα περήφανο “Νενίκηκά σε, Σολομών”.

Η βοή που ακολουθεί τα θυρανοίξια του λαμπρού ναού έρχεται κατευθείαν από το διπλανό Ιππόδρομο. «Ανάτειλον Φωκά, ανάτειλον Φωκά». Το πλήθος ζητά επίμονα τον αυτοκράτορα ώστε να αρχίσουν οι αγώνες που έχει εξαγγείλει. Εκείνος όμως παραδομένος ως συνήθως στη μέθη καθυστερεί, οπότε οι κραυγές γίνονται πλέον σαρκαστικές:«Πάλιν τον καύκον έπιες, πάλιν τον νούν απώλεσας». Αυτό το τελευταίο εξοργίζει τον αυτοκράτορα που διατάζει τη σύλληψη των ενόχων. Η τιμωρία αμίληκτη- όπως άλλωστε το συνήθισε ο Φωκάς “ο μέθυσος, διεφθαρμένος και παθολογικά σκληρός που τίποτα δεν αγαπούσε πιο πολύ από τη θέα του αίματος.” 4 σελ 166

Επιλεκτική η μνήμη κάνει άλματα. Συχνά, στοιβάζει στον ίδιο σωρό σημαντικά, δευτερεύοντα ή ακόμα κι εντελώς ασήμαντα. Έτσι ξεχνάει τις λεπτομέρειες της φοβερής πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης το καλοκαίρι του 626 ενώ ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος ήταν με το στρατό 800 χιλιόμετρα μακριά και διατηρεί ανέπαφο το αλλαζονικό μήνυμα που έστειλε στους πολιορκημένους ο Χαγάνος 7 των Αβάρων: «Άλλως γαρ υμάς ουκ ένι σωθήναι, μη ιχθύες έχετε γενέσθαι και δια θαλάσσης απελθείν η πτερωτοί και εις τον ουρανόν ανελθείν»8

Έχει φωτίσει για τα καλά. Η βαλίτσα απέναντι μισάνοιχτη από χθες το βράδυ, η φωτογραφική μηχανή ετοιμοπόλεμη κι ο χάρτης της Πόλης ανοιγμένος στο κομοδίνο δίπλα μου. Ξεχωρίζω τη λέξη Boğaziçi να απλώνεται ανάμεσα στις δύο γέφυρες. Προτελευταία στάση- στα 1118, στη Μονή της Κεχαριτωμένης- και σηκώνομαι. Εκεί βρίσκεται η Άννα Κομνηνή, η αγέρωχη αυτή Γραικιά απομονωμένη, μετά την αποτυχημένη συνωμοσία κατά του αδελφού της, του ευσπλαχνικού Καλοϊωάννη που τη συγχώρεσε και της χάρισε τη ζωή. Σκυμμένη πάνω στα χειρόγραφα της αρχίζει να γράφει την Αλεξιάδα: “Ακάθεκτος κυλάει ο χρόνος και στην αέναη κίνησή του παρασύρει και παραλλάζει τα πάντα και τα καταποντίζει στο βυθό της αφάνειας... Αυτή τη διαπίστωση έχω κάμει εγώ, η Άννα, κόρη των βασιλέων Αλεξίου και Ειρήνης, πορφυρογέννητη και πορφυροθρεμμένη, όχι άμοιρη γραμμάτων, αλλά με σοβαρότατη σπουδή των ελληνικών". 9

Τελευταίος σταθμός, η μέρα της Άλωσης. Ο Μωάμεθ ο Β, στα εικοσιένα του χρόνια κυριεύει τη Πόλη κι η ιστορία του αποδίδει το προσωνύμιο του Πορθητή. Το βράδυ της 29ης Μαϊου φτάνει πεζός από την Αγία Σοφία (4 σελ571) στο παλιό παλάτι των Αυτοκρατόρων που είχε θεμελιώσει ο Μέγας Κωνσταντίνος. Εκεί, λέγεται10 ότι περιπλανήθηκε αρκετά στις ερειπωμένες αίθουσες. Κάποια στιγμή τον άκουσαν να ψιθυρίζει τους στίχους ενός Πέρση ποιητή. «Η αράχνη υφαίνει τα πέπλα της στο παλάτι των Καισάρων. Η κουκουβάγια καλεί τους φρουρούς στα κάστρα της Αφρασιγιάμπ»


Σηκώνομαι από το κρεβάτι κι ανοίγω διάπλατα τις κουρτίνες. Ασπρόμαυρη μέρα, αλλά ο Βόσπορος με τα ασήμια του απλώνεται μπροστά μου. Απέναντι η Ασιατική ακτή. Κι ακριβώς από κάτω, το Dolmabahçe Sarayı. Μετά από ένα τέταρτο βγαίνω από το ξενοδοχείο.

Εις την Πόλη, λοιπόν! Εις την Πόλη!




Σημειώσεις

1.Στράβωνα, Γεωγραφικά 7, 6, 2, 1

2.Το σημερινό Kadıköy

3.Γιατί το Βυζάντιο Ε. Γλύκατζη Αρβελέρ, σελ 144

4.Σύντομη Ιστορία του Βυζαντίου J.J. Norwich

5.Μετάφραση: «Να πείτε στον βασιλιά ότι στο χώμα βρίσκεται ο έντεχνος αυλός, ο Φοίβος δεν έχει πια κατοικία, ούτε δάφνη μαντική, ούτε πηγή ομιλούσα. Χάθηκε και το νερό που μιλούσε»

6.Μετάφραση: “... ένας αυτοκράτορας δεν θα ήταν ανεκτό να γίνει φυγάς...η πορφύρα είναι το ευγενέστερο σάβανο.» Προκόπιος, Ὑπὲρ τῶν πολέμων, 1, 24, 33.

7.Ο ηγεμόνας βαρβαρικών φυλών και κυρίως των Αράβων και των Χαζάρων.

8.από το Πασχάλιο Χρονικό αγνώστου, γράφτηκε περί το 630

9.Μετάφραση Αλόη Σιδέρη

10.Από τον Μιχαήλ Κριτόβουλο στο έργο του Ξυγγραφή Ιστοριών



Μουσική: Yansımalar, του τούρκου συνθέτη και κιθαρίστα Erkan Oğur







Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Τασσώ Καβαδία 1921-2010
















-Εμπρός!
-Σας έφερα το 147
-Να περάσει...


-Πλησίασε...σ` ακούω.

-Δεν έχω τίποτα να σας πω. Πραγματικά εγώ πέταξα το σφουγγαρόπανο στο πρόσωπο της επιστάτριας.
-Δηλαδή δεν έχεις καμία δικαιολογία;
-Όχι κυρία.
-Γιατί το έκανες αυτό; Έχεις τίποτα με την επιστάτρια;
-Δεν σας είπαν γιατί;
-Όχι! Περιμένω να μου το πεις εσύ και γρήγορα! Για ποιο λόγο;
-Είχα την περιέργια να δω πώς θα έμοιαζε το μούτρο της μέσα στο βρώμικα νερά.
-Το να εκδικηθείς κάποιον που σου έχει κάνει κακό το καταλαβαίνω. Αλλά μια γυναίκα που δεν έχεις τίποτα μαζί της, γιατί;
-Από ιδεολογία...
-Από ιδεολογία ε; Από ιδεολογία. Κι αυτό; ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Διάβασε! Ξέρεις τι σημαίνει;
-Ναι.Ιερόδουλος...
-Λοιπόν; Και αυτόν τον τίτλο που θα σέρνεις σε όλη σου τη ζωή από ιδεολογία τον απέκτησες; Γιατί δε μιλάς; Απάντησέ μου!
-Να σας πω...αν ο κόσμος θεωρούσε αμαρτία την παρθενιά τότε θα έμενα παρθένα σε όλη μου τη ζωή.
-Έξω! Έξω γρήγορα!
-Μάλιστα.
-Και ξέρεις ποιά θα είναι η τιμωρία σου; Τρεις μέρες στην απομόνωση και κούρεμα με την ψιλή μηχανή τώρα αμέσως! Τράβα!
-Όπως θέλετε κυρία.



Μια από τις πιο χαρκτηριστικές σκηνές της Τασσώς Καββαδία στο ρόλο της διευθύντριας του αναμορφωτηρίου από την ταινία Στεφανία

Η Τασσώ Καββαδία, η 'κακιά' του ελληνικού κινηματογράφου, πέθανε χθες σε ηλικία 89 ετών.

Εδώ βίντεο με σκηνές από ταινίες που συμμετείχε.

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Το λάθος






-Βρήκα δουλειά!
Ούτε ένα “τι κάνεις;” , μια “καλησπέρα”, ή έστω ένα “γεια”. Πρώτο, μοναδικό και καλύτερο αυτό το θριαμβευτικό “βρήκα δουλειά” στο ακουστικό να σε παρασύρει με την ένταση της εκφοράς του σε ένα κλίμα ευφορίας ανάλογο με το δικό του.
Τρεις βδομάδες πριν στο Ελ. Βενιζέλος με κατασταλαγμένη την πίκρα ενός χρόνου ανεργίας και δώδεκα σε άσχετες, κακοπληρωμένες δουλειές, μονολογούσε: “Ευτυχώς δεν είναι το παλιό αεροδρόμιο...αυτό δεν θα το άντεχα.”
Ήξερα- μου το είχε πει πολλές φορές- ότι όταν ήταν παιδί είχαν χαιρετίσει στο παλιό ανατολικό αεροδρόμιο τον πατέρα του που έφευγε μετανάστης. Σαν να τον στοίχειωνε αυτή η σκηνή, επανερχόταν διαρκώς με διάφορες αφορμές δίνοντας κάθε φορά κι ένα ακόμα στοιχείο. Το φουστάνι της μάνας του, το απορημένο βλέμμα του μικρού του αδελφού που άλλαζε αγκαλιές, τη θολή πίσω από τα δάκρυα εικόνα του πατέρα του να του λέει σοβαρά: “Από σήμερα εσύ είσαι ο άντρας του σπιτιού”.
Μερικά χρόνια αργότερα τον πατέρα ακολούθησε όλη η οικογένεια. Στριμώχτηκαν σε δύο δωμάτια- κουζίνα, στην Αστόρια των Ελλήνων, με το τραίνο που περνούσε δίπλα να τραντάζει τα τζάμια μέρα νύχτα. Εκεί- πάντα δουλεύοντας - έβγαλε το γυμνάσιο, το λύκειο, το πανεπιστήμιο. Μόλις τελείωσε και τα μεταπτυχιακά κι ενώ τον περίμεναν καλές δουλειές, επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα.
Κανονική θητεία και αμέσως μετά αναζήτηση δουλειάς. Πάντα έβρισκε. Ποτέ όμως στο αντικείμενό του. Δώδεκα χρόνια, δεν έχασε την ελπίδα και συνέχιζε να προσπαθεί. Με το πάθος του Έλληνα αλλά με την ευθύτητα του Αμερικάνου. Πέρυσι τον Οκτώβρη έχασε την τελευταία δουλειά. Ένας χρόνος αγωνίας με άπειρες αιτήσεις, βιογραφικά, συνεντεύξεις. Τίποτα.
Εδώ και δύο βδομάδες δουλεύει σερβιτόρος σε ένα καλό restaurant στο Manhattan. Είναι ευχαριστημένος από τις αποδοχές του. Είναι σαφώς πολύ καλύτερες από τότε που δούλευε στο ίδιο, όντας φοιτητής αρχαιολογίας, στη λάντζα τα Σαββατοκύριακα και τα καλοκαίρια.
Τις Τετάρτες που έχει ρεπό φαντάζομαι ότι θα πηγαίνει από το πρωί στο Metropolitan. Θα περνάει ώρες ατέλειωτες στις αίθουσες με την αρχαία ελληνική τέχνη και θα αναρωτιέται πού έκανε λάθος.

Μουσική: Fujiyama σύνθεση του Dave Brubeck, αν και είμαι σίγουρος ότι ο ξενιτεμένος φίλος θα προτιμούσε το soundtrack της ιστορίας του να είναι αυτό.
Η εικόνα, χάλκινο ειδώλιο του 6ου π.Χ αιώνα από εδώ.


Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

Let it snow...γαμώτο!

.

Η πρώτη δοκιμασία στα χιόνια είναι σχετικά εύκολη. Πρέπει να διασχίσεις την εικόνα από πάνω δεξιά μέχρι κάτω αριστερά με τέσσερα βήματα, ούτε λιγότερα ούτε περισσότερα και κυρίως δεν πρέπει να πατήσεις πάνω σε αυτές τις ωραίες παράλληλες γραμμές. Κάθε φορά που πατάς γραμμή αφαιρούνται πόντοι. Πόσοι μη με ρωτάς, είναι καινούριο το παιχνίδι δεν ξέρω πώς ακριβώς παίζεται.




Στη δεύτερη πίστα τα πράγματα δυσκολεύουν. Πρέπει να πλησιάσεις το άλογο- αθόρυβα για να μην το τρομάξεις- να καταφέρεις να το καβαλήσεις χωρίς σέλα και χαλινάρια και βέβαια χωρίς να σε ρίξει ούε μια φορά από τη ράχη του. Στις δύο πτώσεις – άντε στις τρεις – λέω να μηδενίζεσαι και να πρέπει να πας πίσω στην πρώτη πίστα.




Στη συνέχεια καλπάζεις προς το βάθος, εκεί που βλέπεις την ομίχλη. Δρόμο παίρνεις, δρόμο αφήνεις. Μπορεί αυτή η πίστα να φαίνεται εύκολη αλλά είναι κουραστική γιατί η απόσταση είναι μεγάλη και δεν πρόκειται να συναντήσεις κανένα για να σου δείξει το δρόμο. Αν παρ` ελπίδα συναντήσεις τη Χιονάτη, ή τη Σταχτοπούτα να τις πάρεις μαζί σου τρικάβαλο και στο τέλος του παιχνιδιού να δώσεις από μια, στη Riski και στη Φοράδα. Αν πάλι συναντήσεις έναν ηλικιωμένο κύριο πάνω σε έλκηθρο ντυμένο στα κόκκινα είναι απλώς οφθαλμαπάτη. Ο Άγιος Βασίλης υπάρχει, αλλά δεν θα έρθει φέτος.



Φτάνοντας σε αυτή τη πίστα, λογικά πρέπει να έχεις συγκεντρώσει 2010 πόντους. Πάρε μια ανάσα και ξεκαβαλίκεψε. Το βλέπεις το τέρας; Στέκεται εκεί απειλητικό και σε εμποδίζει να προχωρήσεις για να ολοκληρώσεις το παιχνίδι. Πρέπει να του επιτεθείς αμέσως! Φτιάξε γρήγορα όσο περισσότερες μπάλες μπορείς και εξουδετέρωσέ το από απόσταση ασφαλείας.


Η τελευταία και πιο δύσκολη δοκιμασία είναι τα παγωμένα νερά. Πρέπει να βουτήξεις και να κολυμπήσεις χωρίς να βγάλεις άχνα. Αν δεν τα καταφέρεις χάνεις όλους τους πόντους που έχεις συγκεντρώσει μέχρι εκείνη τη στιγμή και το δικαίωμα να παίξεις από την αρχή. Αν όμως τα καταφέρεις και βγεις σώος στην άλλη όχθη...σε περιμένει έπαθλο!



Έτσι όπως θα είσαι παγωμένος/η θα συναντήσεις τον/την πρίγκιπα/ισσα σου που θα είναι κι αυτός/η κρύσταλλο σαν κι εσένα. Χωρίς δεύτερη σκέψη θα ανταλλάξετε ένα επικίνδυνα θερμό φιλί μπροστά σε χριστουγεννιάτικο δέντρο ενώ ο Dean Martin θα τραγουδάει μόνο για σας το Let it snow.


Αν πάλι έχεις βαρεθεί να φιλάς πρίγκιπες που αμέσως γίνονται βάτραχοι και πριγκίπισσες που μεταμορφώνονται σε στρίγκλες τότε κερδίζεις μόνο έναν παγωμένο ιστό αράχνης.


Καλό Σαββατοκύριακο.



Οι φωτογραφίες είναι κατά σειρά των Susana Vera, Vincent Kessler, Michael Buholzer , GLYN KIRK, Vladimir Nikolsky, JIM WATSON και Christopher Furlong. Όλες από εδώ .


Μουσική: Let it snow με το Beegie Adair Trio