Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

Ο Κουτσάφτης, η μελίγκρα και μια εργασία


Όποιος δε θέλει να ζυμώσει δέκα μέρες κοσκινίζει”, λέει η παροιμία και εγώ την εφάρμοζα κατά γράμμα επί μήνες. Ενώ έπρεπε να ταξινομήσω όλο το υλικό που είχα συγκεντρώσει μέχρι εκείνη τη στιγμή και να περάσω επιτέλους στη σύνθεσή του ολοκληρώνοντας την εργασία που έπρεπε να ετοιμάσω, όλο και πλάταινα την έρευνα. Για να φτάσω μάλιστα  το θέμα πέρα από τα άκρα και παρά την αντίθετη γνώμη του επιβλέποντα καθηγητή, αποφάσισα ότι ήταν απολύτως απαραίτητο να συναντήσω τον Φίλιππο Κουτσάφτη. Όχι τον παρά ένα τόνο συνωνόματό του σκηνοθέτη της Αγέλαστης Πέτρας, αλλά τον Προϊστάμενο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών.

Δεν ήταν δύσκολο να βρω το τηλέφωνο της Υπηρεσίας και να μιλήσω με τον ίδιο, τον γνωστό από διάφορες τρανταχτές αιματοβαμμένες υποθέσεις, ιατροδικαστή. Με άκουσε προσεκτικά και δέχτηκε πρόθυμα να με συναντήσει την επόμενη στις 8 το πρωί στο γραφείο του -πού αλλού;- στην οδό Αναπαύσεως. Στρώθηκα αμέσως στη δουλειά, ετοίμασα τις ερωτήσεις που έπρεπε να τού κάνω και μετά από ώρες συστηματικής καταγραφής και διορθώσεων, απόγευμα πια, βγήκα στην αυλή. Ήταν μια ωραία μέρα φθινοπωρινή όπως τώρα καλή ώρα, κι αντί να καθίσω να απολαύσω τον καφέ μου, αποφάσισα να κάνω κάτι που ανέβαλα διαρκώς το προηγούμενο διάστημα: να ραντίσω τις τριανταφυλλιές που είχαν γεμίσει μελίγκρα και κινδύνευαν άμεσα να ξεραθούν.

Πάνω στο κουτί με το φάρμακο που είχα προμηθευτεί μερικές μέρες νωρίτερα, ο γεωπόνος είχε σημειώσει τη δοσολογία. Μέτρησα με μια σύριγγα τα ml του φαρμάκου -πήρα την πρωτοβουλία να προσθέσω μια δυο σταγόνες παραπάνω ώστε να είναι βέβαιη και άμεση η εξολόθρευση- το έβαλα σε ένα ψεκαστήρι, πρόσθεσα νερό, ανακάτεψα καλά το μείγμα και άρχισα να ψεκάζω με μανία τις πολυπληθείς παροικίες των λαίμαργων εντόμων. Ξανά και ξανά. Μύριζε άσχημα αυτό το φάρμακο κι επειδή στη βιασύνη μου δεν είχα βιδώσει καλά το ψεκαστήρι, μούσκεψαν για τα καλά τα χέρια μου.

Όταν πλέον τελείωσα και ενώ έβαζα το φιαλίδιο του φαρμάκου στο κουτί του για να το αποθηκεύσω, σκέφτηκα να ρίξω μια ματιά, έστω και εκ των υστέρων, στις οδηγίες χρήσης. Ανοίγοντας το διπλωμένο χαρτί το πρώτο που πρόσεξα ήταν μια απειλητική νεκροκεφαλή με δυο οστά σταυρωτά πίσω της, σε κόκκινο πλαίσιο. Από κάτω, λες και δεν έφτανε το σύμβολο, έγραφε “Κίνδυνος -θάνατος”. Διάβασα τις οδηγίες με ανησυχία που πρόταση στην πρόταση μεγάλωνε. Μιλούσαν για προφυλάξεις εντελώς απαραίτητες -γάντια, μάσκα- που εγώ στη βιασύνη μου δεν είχα πάρει. Και στο τέλος όλων αυτών, αναγράφονταν το τηλέφωνο του Κέντρου Δηλητηριάσεων.

Πέταξα βιαστικά τα ρούχα που φορούσα στο ράντισμα και μπήκα στο μπάνιο. Πλύθηκα σχολαστικά ξανά και ξανά. Έτριψα με μανία τα χέρια και το πρόσωπο και έκανα πολλές γαργάρες. Μετά, άρχισα να ψάχνω σε κατάσταση πανικού για δηλητήρια, συμπτώματα δηλητηριάσεων και τρόπους άμεσης αντιμετώπισης. “...τοξικά είναι αυτά που δια της εισπνοής , καταπόσεως ή δια της διεισδύσεως δια του δέρματος δύνανται να προκαλέσουν σοβαρούς κινδύνους για την υγεία, οξείς ή χρόνιους, ακόμη και τον θάνατο.”

Στο τέλος κάθε αναζήτησης, η ίδια λέξη: θάνατος. Όταν συνειδητοποίησα ότι οι καρδιακοί μου παλμοί είχαν ανέβει σαν να είχα τρέξει μαραθώνιο, έβαλα στη μνήμη του τηλεφώνου τον αριθμό του κέντρου δηλητηριάσεων και προσπάθησα να ηρεμήσω. Δεν ήταν εύκολο. Κι αν τα κατάφερα ήταν πολύ αργότερα, όταν κατάλαβα ότι δεν είχα κανένα από τα συμπτώματα που είχα διαβάσει. Ήταν περασμένες δυο βράδυ όταν συμπέρανα ότι μάλλον δεν κινδύνευα και αποφάσισα ότι έπρεπε πια να πέσω για ύπνο, ώστε να μη χάσω την πρωινή συνάντηση στην οδό Αναπαύσεως.

Τότε ήταν που σκέφτηκα το σενάριο μιας μαύρης, κατάμαυρης κωμωδίας: Φοιτητής επικοινωνεί με προϊστάμενο ιατροδικαστικής υπηρεσίας για να τον βοηθήσει στην εργασία που ετοιμάζει για τη σχολή του. Την ημέρα και την ώρα της συνάντησης, ο φοιτητής δεν φτάνει στην ώρα του. Ο ιατροδικαστής τον περιμένει στο γραφείο του, φανερά εκνευρισμένος για την αργοπορία. Μετά από ένα τέταρτο άκαρπης αναμονής, βάζει την πράσινη μπλούζα του και πάει στο νεκροτομείο για να πιάσει δουλειά. Εκεί, οι βοηθοί λέγοντας "κρίμα τόσο νέο παλικάρι", του δείχνουν ένα πτώμα που δεν έχει κρυώσει ακόμα και προσθέτουν: "Τον έφεραν στις οκτώ παρά το πρωί". Η κάμερα κάνει ζουμ στο καρτελάκι που είναι δεμένο στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού ποδιού. Μετά το πλάνο ανοίγει. Ο ιατροδικαστής σκύβει και διαβάζει το όνομα. Έκπληκτος συνειδητοποιεί ότι είναι το όνομα του φοιτητή. Γυρίζει προς τον φακό και λέει: “Τελικά έφτασε στην ώρα του.”  Τότε, πάνω  στο πρόσωπο του ιατροδικαστή κι ενώ πίσω, στο βάθος αχνοφαίνεται το πτώμα, πέφτει η μουσική και οι τίτλοι τέλους.


Η συνάντηση με τον Κουτσάφτη, την επόμενη μέρα, ήταν συναρπαστική. Μέχρι και ο καθηγητής μου παραδέχτηκε ότι τα στοιχεία που αποκόμισα ήταν ουσιαστικά και μάλιστα πρόσθεσε ότι "θα απογείωναν την εργασία". Καθώς είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου, πέρασα από το πολύμηνο κοσκίνισμα στο ζύμωμα και σύντομα κατάφερα να την ολοκληρώσω. Ο βαθμός ήταν ανάλογος της προσπάθειας που είχα καταβάλλει. Όσο για τα ζωύφια στα φυτά της αυλής, από τότε άρχισα να τα αντιμετωπίζω με άλλους τρόπους, πιο ήπιους και πιο οικολογικούς. 


η ιστορία αφιερώνεται στον Kos Panti 


*Δείτε με αγγλικούς υπότιτλους το ντοκιμαντέρ, El costo humano de los agrotoxicos.

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016

Νερό· τα απαγορευμένα.



Όταν συμβαίνει το αδιανόητο -να παραδίδεται μετά τη γῆν καί το ὕδωρ μιας χώρας στους  κατακτητές της- μπορεί κάλλιστα να σκεφτεί κανείς χωρίς να είναι καθόλου υπερβολικός, ότι, προκειμένου να καμφθεί κάθε πιθανή αντίσταση/αντίδραση στην ένταξη των αρμόδιων ΔΕΚΟ στο Υπερταμείο και στη συνέχεια στο οριστικό ξεπούλημά τους, θα απαγορευτούν ορισμένα τραγούδια. Τραγούδια που οι στίχοι τους περιλαμβάνουν τις επαναστατικές πλέον λέξεις: “νερό”, “δίψασα”, “πηγή”, “νεροσυρμές”, "σταλαγματιές" και “στάμνα”.

Συγκέντρωσα λοιπόν τα τραγούδια που κινδυνεύουν άμεσα. Κάτω από τα γουτουμπάκια, αναγράφονται οι επίμαχοι στίχοι κάθε τραγουδιού. Ακούστε τα, και αποστηθίστε τα πριν απαγορευτούν.

 
Φέρτε μου νερό να ξεδιψάσω
τί να θυμηθώ, τί να ξεχάσω
απ' όσα πέρασα. 


Διψάσαμε το μεσημέρι
μα το νερό γλυφό



Σού 'φερα νερό στις χούφτες
για να πεις να ξεδιψάσεις
που ν' τ' αχείλι σου πικρό.


κι αν θα διψάσεις για νερό
θα στύψουμε ένα σύννεφο.


Πήρα απ` το χέρι σου νερό
Να το ξεχάσω δεν μπορώ
ακόμα κι αν θα στερηθώ την αγκαλιά σου.



   
Άχου τσιγγάνικες ψυχές
κι ολόκρυφες νεροσυρμές
πίκρες μαζί και θάματα
στα μακρινά χαράματα.



Δώσ' μου τ' αθάνατο νερό
δροσιά απ' την καρδιά σου
χίλιες φορές να αναστηθώ



Ο άνθρωπος είναι νερό που περπατάει
και προχωράει απ' του πλακούντα τα νερά
κι ως τα νερά του τελευταίου ιδρώτα πάει



Της βροχούλας το νεράκι
έκανε στη γη αυλάκι
πού να είσαι τέτοια ώρα
που κοιμάται όλη η χώρα.



Απ' τη χούφτα σου νεράκι
ήπια κι έβαλα μεράκι


Στάλα τη στάλα το νερό
το μάρμαρο τρυπά το


Εις τα Χανιά είναι ένα νερό
μέσα στο συντριβάνι
κι απού 'χει πόνο στην καρδιά
να πα να πιει να γιάνει



Θα φύγω σε ψηλό βουνό, σε ριζιμιό λιθάρι
Να στήσω το κρεβάτι μου κοντά στην νερομάνα



                                          είμαστε δυο σταλαγματιές

από την ίδια βρύση



Κι όταν γυρίσεις και σε δω
Μέσα στη στάμνα τη χρυσή νερό να φέρεις
Της λησμονιάς πικρό νερό


Είσαι νερό στην πηγή, κρυστάλλινο
κι εγώ διψάω.



Νεράκι από τη σάμνα σου λαχτάρισα Βασίλω
Δωσ' μου να πιω κι ορκίζομαι τις βέρες να σου δίνω
Διψάσαν τα χειλάκια μου θέλω να ξεδιψάσω



Η μάνα εν κρύον νερόν και σο ποτήρ και μπεν
Η μάνα να μη είνετε η μάνα να μη εν



Στα Ρίτσα βγαίνει ένα νερό (δις)
το λένε ασημονέρι
το πίνουν οι νησιώτισσες
παιδιά για να μην κάνουν


Ένα νερό κυριά Βαγγελιώ
ενα νερό, κρύο νερό. 



Να 'χα νερό απ' τον πλάτανο
κρασί απ' την κολώνα
να 'χα και την αγάπη μου
να τη φιλώ στο στόμα 

Παρακολουθήστε το ντοκιμαντέρ του Εξάντα, ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΖΩΗ, Τα δικαιώματα του νερού

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

Οι ευτυχισμένες μέλισσες



το θυμαρίσιο μέλι είναι το καλύτερο
αλλά οι μέλισσες που παράγουν ανθόμελο
είναι πιο ευτυχισμένες. 



Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2016

Το τηλεφώνημα


-"Καλησπέρα σας! Παρακαλώ, μπορώ να μιλήσω με τη Σοφία;"  Η φωνή, όπως και ο αριθμός στην οθόνη του τηλεφώνου, άγνωστη. Ηλικιωμένη  πάνω από ογδόντα ή ίσως νεότερη αλλά χρόνια καπνίστρια, σκέφτηκα. 

-"Λυπάμαι, αλλά δεν έχουμε καμία Σοφία εδώ" της είπα και μετά από μια μικρή, ανεπαίσθητη παύση, συμπλήρωσα περιπαικτικά: "Ούτε αγάπη, ούτε ελπίδα, μα ούτε και πίστη έχουμε". Γέλασε αυθόρμητα και αφού ζήτησε συγνώμη "που σας κάλεσα κατά λάθος" και πριν κλείσει, με συμβούλεψε, μισό αστεία- μισό σοβαρά: "Αν δεν έχετε πίστη και σοφία, δεν πειράζει. Όμως η αγάπη είναι απαραίτητη και πρέπει να την αναζητήσετε. Την δε ελπίδα ποτέ να μην τη χάνετε." 


Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

Αθλούμενοι Πρωθυπουργοί



Ελευθέριος Βενιζέλος 



Κωνσταντίνος Καραμανλής

Κώστας Καραμανλής




Γιώργος Παπανδρέου



Αντώνης Σαμαράς


Αλέξης Τσίπρας

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2016

Δέκα, μετά τη βροχή

1.

2.

3.

4.

5.

6.

7.

8.

9.

10.

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016

Η Καρέκλα των δυόμισι


Το φορτηγάκι σταμάτησε έξω από το σπίτι αργά το απόγευμα. Οδηγός και συνοδηγός κατέβηκαν φουριόζοι. Ο ένας άνοιξε την μεγάλη πόρτα στο πίσω μέρος του φορτηγού και φάνηκε ένα τεράστιο κιβώτιο. Ο άλλος έψαχνε τα κουδούνια. Δεν έβρισκε άκρη και με ρώτησε αν μένει εδώ η κυρία Τάδε. Το όνομα δε μού έλεγε τίποτα. Επέμεναν και οι δυο ότι είχαν έρθει στη σωστή διεύθυνση. Ήταν λάθος τελικά. Προθυμοποιήθηκα να τους βοηθήσω παραλαμβάνοντας ό,τι είχαν για την κυρία Τάδε. “Άσε ρε φίλε την πλάκα!” μού είπε ο οδηγός φουρκισμένος και μπήκε στο φορτηγάκι. “Είναι καρέκλα που κάνει δυόμισι χιλιάδες ευρώ...” απολογήθηκε ο άλλος κλείνοντας την πίσω πόρτα. Έφυγαν γκαζώνοντας.

Άναψα ένα τσιγάρο αλλά δεν το τέλειωσα. Πήγα στην αποθήκη κι έβγαλα μια καρέκλα που είχα μαζέψει από το δρόμο πριν από καιρό και την είχα ξεχάσει εκεί. Όπου δεν έφτανε το τριβείο την περιποιήθηκα με το χέρι. Ένα χοντρό γυαλόχαρτο στην αρχή και ένα δεύτερο πέρασμα με ψιλό. Στην αποθήκη βρήκα ένα κουτί βερνίκι, μισογεμάτο. Ευτυχώς δεν είχε ξεραθεί. Το αραίωσα με νέφτι, ξεσκόνισα καλά την καρέκλα και πέρασα το πρώτο χέρι. Στέγνωσε γρήγορα και πριν περάσω το δεύτερο, τη χάιδεψα απαλά με ένα πολύ ψιλό γυαλόχαρτο. Όταν ήταν πια έτοιμη πια για να τη βάλω στο σπίτι, υπολόγισα χοντρικά ότι η όλη διαδικασία μού πήρε περίπου δυόμισι ώρες.