-Πώς είναι έτσι η Πάτρα; λέει έκπληκτος ένας από τους μικρούς ήρωες του ντοκιμαντέρ “Τα παιδία δεν παίζει” κοιτώντας την πόλη του από ψηλά και είναι σα να μας κλέβει τη φράση από το στόμα.
Δεν έχει σημασία αν κατοικεί κανείς στην μητροπολιτική Αθήνα ή σε μια επαρχιακή μεγαλούπολη όπως η Πάτρα και το Ηράκλειο ή σε μια μικρότερου μεγέθους πόλη όπως η Κοζάνη και η Τρίπολη. Οι ελληνικές πόλεις αν όχι σε όλη τους την έκταση, σίγουρα στα μεγαλύτερα τμήματά τους είναι... Πώς να αποφύγει άραγε κανείς λέξεις και φράσεις κλισέ όπως “άναρχες”, “χαοτικές”, “υποβαθμισμένες”, “απάνθρωπες”, “μπετονένια τέρατα” , “σκουπιδοντενεκέδες ανθρώπων”, “συμπαγείς μάζες άμορφων κτισμάτων”, “ πόλεις χωρίς φυσιογνωμία” ;
Σε μια τέτοια πόλη, μια παρέα παιδιών προτιμά να τρέχει πίσω από μια μπάλα παρά να ξημεροβραδιάζεται μπροστά σε ένα κομπιούτερ “που θα τους κάψει το κεφάλι”. Αλλά η μπάλα βρίσκεται συχνά κάτω από ένα διερχόμενο αυτοκίνητο ή ολοκληρώνει την τροχιά της στα παράθυρα και στις πόρτες των γειτόνων με αποτέλεσμα βέβαια να τους εξαγριώνει. Ο χώρος που έχουν τα παιδιά για παιχνίδι δεν είναι παρά ο στενός δρόμος που “ούτε απορριμματοφόρο χωρά να περάσει” και η είσοδος μιας πολυκατοικίας- όσος τουλάχιστον απομένει ανάμεσα στα παρκαρισμένα οχήματα. Κι όταν βγαίνουν -κυριολεκτικά- τα μαχαίρια, τα παιδιά αρχίζουν να διεκδικούν το αυτονόητο, το κατοχυρωμένο από το 31ο άρθρο της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού της unicef. Το δικαίωμα στο ασφαλές παιχνίδι και στην ψυχαγωγία. Ένα χώρο στη γειτονιά τους όπου θα μπορούν να παίζουν, χωρίς να ενοχλούν και κυρίως χωρίς να κινδυνεύουν.
Ο μαραθώνιος της προσπάθειάς τους να αποκτήσουν ένα μικρό γήπεδο που τους κάνει να φτάσουν μέχρι το γραφείο του Δημάρχου της Πάτρας αποτελεί το θέμα του ντοκιμαντέρ που προβάλλεται από 25 Μαρτίου στους κινηματογράφους και υπογράφεται από δύο νέους σκηνοθέτες, τον Αργύρη Τσεπελίκα και την Άγγελη Ανδρικοπούλου.
Ένα ντοκιμαντέρ με ανέλπιστα γρήγορο ρυθμό, δεμένο σενάριο, τρυφερά γραφικά, αφοπλιστικό χιούμορ, ευφάνταστη μουσική που ακολουθεί και υπογραμμίζει διακριτικά τη δράση. Ένα ντοκιμαντέρ στιγμές- στιγμές οδυνηρά πικρό καθώς γίνεται καθρέφτης της πραγματικότητας και κυρίως σπαρταριστά αληθινό. Μια οργανική σύνθεση από αυθεντικές 'φέτες ζωής' που καταφέρνει να θίξει και να αναδείξει σε μικρότερο βαθμό βέβαια, πέρα από το βασικό του θέμα και άλλα σοβαρά ζητήματα, όπως η ποιότητα ζωής που προσφέρει η σύγχρονη ελληνική πόλη, η ανελέητη γραφειοκρατία που μόνο το παιδικό πείσμα, η αφέλεια και το πάθος μπορούν να ξεπεράσουν -με την σημαντική βοήθεια της κάμερας που τους ακολουθεί – οι ενδοοικογενειακές σχέσεις, η αγωγή των παιδιών, η κοινωνική ένταξη των μεταναστών. (Αξίζει σε αυτό το σημείο να επισημάνω την καταπληκτική σκηνή που ο βενιαμίν της παρέας παρακολουθεί έκπληκτος μια μικρή ομάδα μουσουλμάνων μεταναστών να προσεύχεται υπαίθρια.)
Το μεγάλο ατού του ντοκιμαντέρ είναι αυτά τα τέσσερα παιδιά. Ιδιαίτεροι αλλά διαφορετικοί χαρακτήρες στο δρόμο προς την εφηβεία τους, συνυπάρχουν στο παιχνίδι και στην διεκδίκηση. Φτάνουν στη ρήξη ύστερα από διαφωνίες κι έντονους καυγάδες για να ξανασμίξουν, αφού η φιλία τους τελικά αποδεικνύεται ισχυρή κι ικανή να ξεπεράσει τα εμπόδια . Η ευαίσθητη και οργανωτική Αλεξάνδρα (11 ετών), η εκρηκτική Χρύσα (13 ετών), ο ήρεμος Βλαντ ( 12 από την Ουκρανία) και το πειραχτήρι ο Χρήστος (9 ετών) διεκδικούν το δικαίωμά τους στο παιχνίδι, ακολουθώντας το δρόμο των μεγάλων με το τρόπο των παιδιών και φτάνουν μαζί μέχρι το αίσιο τέλος γιατί βέβαια the game must go on...