Έλαβαν ταχυδρομικώς αρκετές μέρες πριν, μια αυστηρά προσωπική πρόσκληση, χωρίς όνομα αποστολέα. Η διεύθυνση που θα γινόταν το αποκριάτικο πάρτι, δε θύμιζε τίποτα σε κανέναν από τους παραλήπτες. Δεν υπήρχε περιορισμός στις ενδυματολογικές επιλογές, αλλά ένας απαράβατος bold όρος τυπωμένος στο κάτω μέρος της πρόσκλησης: οι μάσκες να καλύπτουν απόλυτα τα πρόσωπα και να μη βγούνε σε καμία περίπτωση .
Στη διάρκεια των τριών εβδομάδων που μεσολάβησαν από την παραλαβή της πρόσκλησης μέχρι την καθορισμένη ημερομηνία οι προσκεκλημένοι χωρίς καμία εξαίρεση προσπάθησαν να ανακαλύψουν την ταυτότητα του άγνωστου αποστολέα. Κανείς όμως από φίλους και γνωστούς δεν ήξερε απολύτως τίποτα.
Μερικοί, αποφασισμένοι να λύσουν το μυστήριο περάσανε από τη διεύθυνση που έδινε η πρόσκληση. Ήταν ένα πρόσφατα ανακαινισμένο νεοκλασικό, στο κέντρο που στέγαζε στους τρείς ορόφους του γραφεία διαφορετικών εταιρειών των οποίων οι υπάλληλοι τους διαβεβαίωναν ότι δεν είχαν ακούσει για πάρτι στο εν λόγω κτίριο.
Όλοι σκέφτηκαν το ενδεχόμενο της φάρσας- μια πολύ ακριβή φάρσα αν έκρινε κανείς από το φίνο χαρτί της πρόσκλησης- αλλά παράλληλα άρχισαν να ψάχνουν πυρετωδώς το κατάλληλο κοστούμι για αυτή τη βραδιά που πλησίαζε.
Παρά τα εύλογα ερωτήματα που γεννούσαν τα κενά αυτής της πρόσκλησης –κι ίσως εξ αιτίας τους –η προσέλευση ήταν απρόσμενα μεγάλη. Όλοι τήρησαν το «αυστηρά προσωπικό» και ήρθαν μόνοι τους χωρίς συνοδούς. Οι στολές ήταν μοναδικές-ακριβά υφάσματα, μεταξωτά, βελούδα, ταφτάδες, δαντέλες, όλα καλοραμμένα. Το ίδιο και οι μάσκες που κάλυπταν τα πρόσωπα κρύβοντας την ταυτότητα των προσκεκλημένων.
Το φύλο σε κάποιες περιπτώσεις διακρινόταν λόγω ενός αβυσσαλέου ντεκολτέ, του ανοίγματος των ώμων ή της κίνησης. Σε αρκετές όμως κι αυτό έμενε κρυφό καθώς δεν ήταν λίγοι αυτοί που είχαν επιλέξει να φορέσουν ένα απλό ντόμινο και να μείνουν σιωπηλοί, ώστε ούτε η φωνή να αποκαλύψει το παραμικρό στοιχείο της ταυτότητας τους.
Τόσο ο χώρος- τέσσερεις ψηλοτάβανες αίθουσες εν σειρά- όσο και η μουσική που επέλεγε ένας αόρατος DJ, έκαναν γρήγορα τους προσκεκλημένους να νοιώσουν την απρόσμενη αίσθηση του οικείου.
Η ανωνυμία που εξασφάλιζαν οι μεταμφιέσεις, παραμέρισε και τις πιο σθεναρές αναστολές. Σχηματίστηκαν γρήγορα πηγαδάκια στο μπαρ και στον προθάλαμο. Πρώτα μερικές κουβέντες, διερευνητικές κυρίως για τον εμπνευστή αυτής της γιορτής που ωστόσο δεν απέδωσαν τους προσδοκώμενους καρπούς. Ύστερα λίγο πιο διστακτικά αποπειράθηκαν να γνωριστούν χρησιμοποιώντας όμως ψευδώνυμα που κανείς δεν τους τα επέβαλε, ίσως γιατί το είχαν πάρει απόφαση ότι είχε τελικά ενδιαφέρον να παίξουν με τους ‘άνωθεν’ επιβεβλημένους κανόνες της βραδιάς που προοιωνίζονταν εξαιρετική. Τελικά κατάλαβαν ότι ήταν άγνωστοι μεταξύ τους αλλά προφανώς όλους τους γνώριζε ο μυστηριώδης οικοδεσπότης.
Η μουσική γρήγορα τους παρέσυρε στο χορό και τα πηγαδάκια διαλυθήκανε. Ζευγάρια σχηματιστήκαν πολλές φορές και άλλαξαν τη σύνθεσή τους με την αλλαγή των ρυθμών, σε ένα γαϊτανάκι με όλους τους πιθανούς συνδυασμούς. Μόνο ένα ζευγάρι παρέμενε σταθερό από την αρχή μέχρι το τέλος και δεν υπέκυψε σε αλλαγή παρτενέρ παρά τις απόπειρες των άλλων.
Το πρόσεξαν όλοι, εκτός ίσως από τους ίδιους. Ήταν δύο ψηλές φιγούρες με στολές ντόμινο, η μία μαύρη -η πιο ψηλή -και η άλλη με βαθύ πορφυρό. Οι μάσκες τους, ήταν δύο απλά χρυσά προσωπεία σχεδόν όμοια. Είχαν συναντηθεί σε ένα πηγαδάκι. Συμμετείχαν στη συζήτηση απαντώντας και απευθύνοντας ερωτήσεις στους άλλους μόνο με απλές κινήσεις των χεριών τους ή με ένα νεύμα με το κεφάλι. Ούτε όμως μεταξύ τους ανταλλάξανε λέξη στη διάρκεια του χορού.
Η αποχώρηση έγινε όπως και η προσέλευση- όλοι έφυγαν μόνοι τους όπως είχαν έρθει. Κι η απορία της αρχής – ποιος ήταν ο οικοδεσπότης –είχε αντικατασταθεί πλέον με τη βεβαιότητα ότι δεν θα το μάθαιναν ποτέ. Αλλά για κανένα πια δεν είχε σημασία.
Οι δύο φιγούρες με τα ντόμινο συναντήθηκαν στο δρόμο σε μικρή απόσταση από το νεοκλασικό. Ήταν σίγουρα τυχαίο γιατί κοντοστάθηκαν έκπληκτοι για μια στιγμή αλλά αμέσως μετά χωρίς καμία συνεννόηση άρχισαν να περπατούν ο ένας δίπλα στον άλλο προς τη ίδια κατεύθυνση. Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Ελάχιστοι εποχούμενοι και κανείς πεζός. Τη στιγμή που διέσχιζαν τη άδεια λεωφόρο το μαύρο ντόμινο σταμάτησε ξαφνικά και μίλησε για πρώτη φορά:
-Θέλω να δω το πρόσωπό σου…σε παρακαλώ βγάλε τη μάσκα.
Το ντόμινο με το πορφυρό χρώμα σταμάτησε και γύρισε προς το μέρος του. Δίστασε λίγο, αλλά μετά με αργές κινήσεις έπιασε το κάτω μέρος της μάσκας και την ανασήκωσε.
-Φοράς δεύτερη μάσκα από κάτω!
- Όχι…αυτό που βλέπεις είναι το πρόσωπό μου.
Με αφορμή το Χρονογράφημα «Σερπαντίνες και Κομφετί» του Κ.Α. Μπρούσαλη που δημοσιεύτηκε στα Αθηναϊκά στις 23/2/1963
Εικόνα: Το χρυσό προσωπείο των Μυκηνών από http://www.easypedia.gr
Μουσική: The Mooche, των Duke Ellington και Irving Mills του 1928
Στη διάρκεια των τριών εβδομάδων που μεσολάβησαν από την παραλαβή της πρόσκλησης μέχρι την καθορισμένη ημερομηνία οι προσκεκλημένοι χωρίς καμία εξαίρεση προσπάθησαν να ανακαλύψουν την ταυτότητα του άγνωστου αποστολέα. Κανείς όμως από φίλους και γνωστούς δεν ήξερε απολύτως τίποτα.
Μερικοί, αποφασισμένοι να λύσουν το μυστήριο περάσανε από τη διεύθυνση που έδινε η πρόσκληση. Ήταν ένα πρόσφατα ανακαινισμένο νεοκλασικό, στο κέντρο που στέγαζε στους τρείς ορόφους του γραφεία διαφορετικών εταιρειών των οποίων οι υπάλληλοι τους διαβεβαίωναν ότι δεν είχαν ακούσει για πάρτι στο εν λόγω κτίριο.
Όλοι σκέφτηκαν το ενδεχόμενο της φάρσας- μια πολύ ακριβή φάρσα αν έκρινε κανείς από το φίνο χαρτί της πρόσκλησης- αλλά παράλληλα άρχισαν να ψάχνουν πυρετωδώς το κατάλληλο κοστούμι για αυτή τη βραδιά που πλησίαζε.
Παρά τα εύλογα ερωτήματα που γεννούσαν τα κενά αυτής της πρόσκλησης –κι ίσως εξ αιτίας τους –η προσέλευση ήταν απρόσμενα μεγάλη. Όλοι τήρησαν το «αυστηρά προσωπικό» και ήρθαν μόνοι τους χωρίς συνοδούς. Οι στολές ήταν μοναδικές-ακριβά υφάσματα, μεταξωτά, βελούδα, ταφτάδες, δαντέλες, όλα καλοραμμένα. Το ίδιο και οι μάσκες που κάλυπταν τα πρόσωπα κρύβοντας την ταυτότητα των προσκεκλημένων.
Το φύλο σε κάποιες περιπτώσεις διακρινόταν λόγω ενός αβυσσαλέου ντεκολτέ, του ανοίγματος των ώμων ή της κίνησης. Σε αρκετές όμως κι αυτό έμενε κρυφό καθώς δεν ήταν λίγοι αυτοί που είχαν επιλέξει να φορέσουν ένα απλό ντόμινο και να μείνουν σιωπηλοί, ώστε ούτε η φωνή να αποκαλύψει το παραμικρό στοιχείο της ταυτότητας τους.
Τόσο ο χώρος- τέσσερεις ψηλοτάβανες αίθουσες εν σειρά- όσο και η μουσική που επέλεγε ένας αόρατος DJ, έκαναν γρήγορα τους προσκεκλημένους να νοιώσουν την απρόσμενη αίσθηση του οικείου.
Η ανωνυμία που εξασφάλιζαν οι μεταμφιέσεις, παραμέρισε και τις πιο σθεναρές αναστολές. Σχηματίστηκαν γρήγορα πηγαδάκια στο μπαρ και στον προθάλαμο. Πρώτα μερικές κουβέντες, διερευνητικές κυρίως για τον εμπνευστή αυτής της γιορτής που ωστόσο δεν απέδωσαν τους προσδοκώμενους καρπούς. Ύστερα λίγο πιο διστακτικά αποπειράθηκαν να γνωριστούν χρησιμοποιώντας όμως ψευδώνυμα που κανείς δεν τους τα επέβαλε, ίσως γιατί το είχαν πάρει απόφαση ότι είχε τελικά ενδιαφέρον να παίξουν με τους ‘άνωθεν’ επιβεβλημένους κανόνες της βραδιάς που προοιωνίζονταν εξαιρετική. Τελικά κατάλαβαν ότι ήταν άγνωστοι μεταξύ τους αλλά προφανώς όλους τους γνώριζε ο μυστηριώδης οικοδεσπότης.
Η μουσική γρήγορα τους παρέσυρε στο χορό και τα πηγαδάκια διαλυθήκανε. Ζευγάρια σχηματιστήκαν πολλές φορές και άλλαξαν τη σύνθεσή τους με την αλλαγή των ρυθμών, σε ένα γαϊτανάκι με όλους τους πιθανούς συνδυασμούς. Μόνο ένα ζευγάρι παρέμενε σταθερό από την αρχή μέχρι το τέλος και δεν υπέκυψε σε αλλαγή παρτενέρ παρά τις απόπειρες των άλλων.
Το πρόσεξαν όλοι, εκτός ίσως από τους ίδιους. Ήταν δύο ψηλές φιγούρες με στολές ντόμινο, η μία μαύρη -η πιο ψηλή -και η άλλη με βαθύ πορφυρό. Οι μάσκες τους, ήταν δύο απλά χρυσά προσωπεία σχεδόν όμοια. Είχαν συναντηθεί σε ένα πηγαδάκι. Συμμετείχαν στη συζήτηση απαντώντας και απευθύνοντας ερωτήσεις στους άλλους μόνο με απλές κινήσεις των χεριών τους ή με ένα νεύμα με το κεφάλι. Ούτε όμως μεταξύ τους ανταλλάξανε λέξη στη διάρκεια του χορού.
Η αποχώρηση έγινε όπως και η προσέλευση- όλοι έφυγαν μόνοι τους όπως είχαν έρθει. Κι η απορία της αρχής – ποιος ήταν ο οικοδεσπότης –είχε αντικατασταθεί πλέον με τη βεβαιότητα ότι δεν θα το μάθαιναν ποτέ. Αλλά για κανένα πια δεν είχε σημασία.
Οι δύο φιγούρες με τα ντόμινο συναντήθηκαν στο δρόμο σε μικρή απόσταση από το νεοκλασικό. Ήταν σίγουρα τυχαίο γιατί κοντοστάθηκαν έκπληκτοι για μια στιγμή αλλά αμέσως μετά χωρίς καμία συνεννόηση άρχισαν να περπατούν ο ένας δίπλα στον άλλο προς τη ίδια κατεύθυνση. Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Ελάχιστοι εποχούμενοι και κανείς πεζός. Τη στιγμή που διέσχιζαν τη άδεια λεωφόρο το μαύρο ντόμινο σταμάτησε ξαφνικά και μίλησε για πρώτη φορά:
-Θέλω να δω το πρόσωπό σου…σε παρακαλώ βγάλε τη μάσκα.
Το ντόμινο με το πορφυρό χρώμα σταμάτησε και γύρισε προς το μέρος του. Δίστασε λίγο, αλλά μετά με αργές κινήσεις έπιασε το κάτω μέρος της μάσκας και την ανασήκωσε.
-Φοράς δεύτερη μάσκα από κάτω!
- Όχι…αυτό που βλέπεις είναι το πρόσωπό μου.
Με αφορμή το Χρονογράφημα «Σερπαντίνες και Κομφετί» του Κ.Α. Μπρούσαλη που δημοσιεύτηκε στα Αθηναϊκά στις 23/2/1963
Εικόνα: Το χρυσό προσωπείο των Μυκηνών από http://www.easypedia.gr
Μουσική: The Mooche, των Duke Ellington και Irving Mills του 1928
13 σχόλια:
ωραία ιστορία μας επεφύλαξες για την τελευταία μέρα της αποκριάς.
και η μουσική δεν πάει πίσω βέβαια.
λι8οξόος: Σε ευχαριστώ. Για το 'μάρτη' πήγαινα αλλά με πρόλαβες και ιδού τα αποτελέσματα.
Στην Ιστορία σου 10' το ίδιο και στις μουσικές σου επιλογές!!!
Μου έφτιαξες τη βραδιά:)
Πολλά τα νοήματα Τσαλαπετεινέ. Ωραία μουσική... Ωραία μας προβλημάτισες. Καλό βράδυ.
ωραίες μουσικές! η ιστορία σούπερ, μακάρι να έκανε κάποιος ένα τέτοιο πάρτι, μ'αρεσει πάντως που εσύ τηρείς την πρόσκληση αυτή και δεν ξέρουμε ποιος/ποια είσαι...
τσαλαπετεινέ, κράτα το έτσι είναι πιο γοητευτικό...
Γιώργος Ναν (απειλώ ότι θα σε παρακολουθώ!!!)
Margo:
Αυτό το 10` δεν ξέρεις πόσο το χάρηκα- από το δημοτικό είχα να το δω! Νομίζω ότι θα τυπώσω το σχόλιο και θα το βάλω μαζί με επαίνους, απολυτήρια... Σ` ευχαριστώ.
MAXIMUS: Πολλα τα νοήματα αλλά ένα το ηθικό δίδαγμα! Με τη μουσική δε βρίσκω πάντα αυτό που σκέφτομαι- στην προκειμένη περίπτωση ήθελα την εκτέλεση του Cotton Club -που είναι πιό πληθωρική -αλλά δεν τη βρήκα σε mp3. Σήμερα για τη Καμπουλ βρήκα διαμάντι!
Γιώργος Ναν: Καλωσήρθατε! Το πάρτι θα γίνει - να είσαστε βέβαιος και κυρίως έτοιμος.
Η απειλή σας με τιμά ιδιαιτέρως!
Τι να πω κι εγώ που δεν θυμάμαι ποτέ τους τίτλους των τραγουδιών που μου αρέσουν! Ψάχνω και ξαναψάχνω... Καταπληκτικό, πράγματι. Μπράβο!
Λίγο με ανησύχησε η ιστορία... Βασικά για εσένα... Έλεγα τι ύποπτα πάρτι πάει και βρίσκει ο Τσαλαπετεινός; Αλλά να μην μου πει εμένα; Εντάξει μετά είδα το 1963 και ηρέμησα...
Καλή Σαρακοστή!
Εξαιρετικό! Έχει κάτι από το "Eyes Wide Shut". Θυμήθηκα και αυτό το "Είδα το πρόσωπο του Αγαμέμνονα!" του Σλήμαν.
αυτό το έχασα τότε, ασυγχώρητος
ωραιότατο, σκοτεινό
μου θύμισε Twilight Zone παρά Κιούμπρικ
http://2.bp.blogspot.com/_bSk6yN_RU3Q/S9EO3nZEuDI/AAAAAAAAHMs/rdv4M7s8w-Y/s1600/the+twilight+zone+masks.jpg
Κ.Κ.Μ.
ΚΚΜ: Μα ήταν από τα πρώτα, οπότε δικαιολογημένος. Σήμερα το θυμήθηκα και είπα να το βγάλω από το μπαούλο.
Καλημέρα ΚΚΜοίρη.
Εγώ τότε δεν σε ήξερα πτηνόν αγαπητό, αλλά έστω και αργοπορημένα ....τα σέβη μου.
ALICE: Ούτε εγώ δε με ήξερα καλά καλά τότε... ;-)
Δημοσίευση σχολίου