Ο Τζον Κούλεϊ μερικές μέρες πριν από την έναρξη του πολέμου στο Ιράκ το 2003 είχε πει: « ...φοβάμαι ότι θα είναι ένας πόλεμος μακρύς σε διάρκεια με πολλά δυσάρεστα επακόλουθα. Θα υπάρξει αμερικανική στρατιωτική κυβέρνηση που θα αναλάβει τη διοίκηση, τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα τσακώνονται μεταξύ τους, με τους Αμερικανούς, με τους Κούρδους...θα είναι ένας εφιάλτης. Ίσως είμαι υπερβολικά πεσιμιστής, όμως δεν βλέπω να προκύπτει τίποτα καλό.» Ο βετεράνος Αμερικανός δημοσιογράφος επιβεβαιώνεται απόλυτα σήμερα, έξι χρόνια μετά, αφού η κατάσταση που επικρατεί στο Ιράκ περιγράφεται με τον ευφάνταστο όρο: a kind of violent semi-peace .
Οι πρώτες ενδείξεις για τη διεξαγωγή αυτού του πολέμου είχαν διαφανεί ήδη από τον Ιανουάριο του 2002 όταν ο Τζορτζ Μπους και τα γεράκια της Ουάσινγκτον είχαν προσθέσει το Ιράκ στον Άξονα του Κακού, μαζί με Ιράν και τη Β. Κορέα. Τα σύννεφα που προμήνυαν άλλη μια καταιγίδα στην Μ. Ανατολή άρχισαν να πυκνώνουν στις αρχές του 2003.
Το ‘πουκάμισο’ όμως για άλλη μια φορά ήταν αδειανό. Η βασική επιχειρηματολογία για τη διεξαγωγή του πολέμου στηρίχτηκε σε δύο σημεία: στην βεβαιότητα ότι το Ιράκ αποτελούσε άμεσο κίνδυνο για τη διεθνή ασφάλεια και ειρήνη, με τα χημικά όπλα που υποτίθεται ότι διέθετε και στην πρόθεση να ανατραπεί το τυραννικό καθεστώς του Σαντάμ και να εγκατασταθεί η Δημοκρατία. Παρ όλο που φαινόταν όλα αυτά καινοφανή, δεν ήταν: «αλλαγή καθεστώτος» δικαιολογούσε τις ενέργειες των ΗΠΑ και εναντίον της Κούβας, 40 χρόνια πριν.
Η συνταγή των επιχειρημάτων, αποδείχθηκε επιτυχημένη στο εσωτερικό των ΗΠΑ- πλην ελάχιστων φωτεινών εξαιρέσεων - αφού στηριζόταν στον τρόμο που είχε αφήσει πίσω της η 11η Σεπτεμβρίου αλλά και στην ευγενή πρόθεση της εξαγωγής του πολύτιμου αγαθού της Δημοκρατίας. Το 85% των Αμερικανών τασσόταν υπέρ μιας στρατιωτικής επέμβασης στο Ιράκ, αλλά η πλειονότητα της παγκόσμιας κοινής γνώμης ήταν κατάφορα αντίθετη στη διεξαγωγή ενός προληπτικού πολέμου, βέβαιη ότι τα κίνητρα ήταν ο έλεγχος των πλούσιων κοιτασμάτων πετρελαίου της περιοχής και η επίδειξη ισχύος της Νέας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Νομπελίστες, πολιτικοί και διανοούμενοι από όλο τον κόσμο κάλεσαν τον Αμερικανό πρόεδρο να αναλογιστεί τις ιστορικές του ευθύνες σε μια ανοιχτή επιστολή ενώ μαζικές διαδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν από τη Τζακάρτα μέχρι τη Μαδρίτη – μια παγκόσμια διαμαρτυρία χωρίς προηγούμενο σε μια προσπάθεια να αποτραπεί ο επαπειλούμενος πόλεμος.
Τα ξημερώματα –ώρα Ελλάδος -της 20ης Μαρτίου του 2003 ήχησαν στη Βαγδάτη οι πρώτες σειρήνες του πολέμου. Η επίθεση με το χολιγουντιανό τίτλο Σοκ και δέος ξεκινούσε με σφοδρούς βομβαρδισμούς ενώ οι χερσαίες δυνάμεις των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, εισχωρούσαν στο νότιο Ιράκ.
Η πρώτη και σοβαρή παράπλευρη απώλεια αυτού του πολέμου υπήρξε ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών που ταπεινώθηκε στερούμενος για άλλη μια φορά τον «αποφασιστικό», «καίριο» και «ρυθμιστικό» του ρόλο για σεβασμό του Διεθνούς δικαίου, για την υποχρέωση των ισχυρών να συμμορφώνονται με τις αποφάσεις της «συντεταγμένης» παγκόσμιας κοινωνίας, μια που οι ισχυροί στη προκειμένη περίπτωση αγνόησαν την αντίθετη γνώμη του Συμβουλίου Ασφαλείας του οργανισμού. Η αλαζονεία της υπερδύναμης εκφράστηκε με απόλυτο τρόπο δια στόματος Ρίτσαρντ Περλ: «Δόξα τω Θεώ για το θάνατο του ΟΗΕ».
Τις επόμενες ημέρες η παγκόσμια κοινότητα παρακολούθησε τη διεξαγωγή του πολέμου on line. Ασθμαίνοντες ανταποκριτές, που τις φωνές τους κάλυπταν τα βομβαρδιστικά, μετέδιδαν τη φρίκη ενός ακόμα πολέμου από το ξενοδοχείο Παλαιστίνη στην ανατολική όχθη του Τίγρη, ενώ το σκοτεινό φόντο του πλάνου ξαφνικά κοκκίνιζε από τις αλλεπάλληλες εκρήξεις. Το κόκκινο επανερχόταν στις οθόνες όταν τα τηλεοπτικά συνεργεία –σε στιγμές ανάπαυλας των αεροπορικών επιδρομών- βγαίνανε στους βομβαρδισμένους δρόμους και συναντούσαν πληγωμένους άμαχους μπροστά στα ερείπια των σπιτιών τους.
Στις 5 Απριλίου το αεροδρόμιο της Βαγδάτης περνούσε στα χέρια των εισβολέων ενώ τέσσερεις μέρες αργότερα, Αμερικανικές δυνάμεις εισέβαλαν- ανέλπιστα νωρίς, αφού αναμενόταν σθεναρή αντίσταση από τους Φενταγίν - στο κέντρο της Βαγδάτης. Λίγο αργότερα την ίδια μέρα και ενώ ο Σαντάμ ήταν άφαντος, στην πλατεία Φαρντουζ, που στα Αραβικά σημαίνει Παράδεισος, μερικές εκατοντάδες Ιρακινοί με τη βοήθεια ενός αμερικανικού οχήματος γκρέμιζαν από το βάθρο του το άγαλμα του Σαντάμ μπροστά στις συγκεντρωμένες τηλεοπτικές κάμερες που έσπευσαν να καταγράψουν σε αμφιλεγόμενες σκηνές την συμβολική πτώση του καθεστώτος.
Η μακρόχρονη περίοδος της κατοχής μόλις είχε αρχίσει. Στις 22 Απριλίου έφτανε στο Ιράκ ο στρατηγός Τζέι Γκάρνερ με τη ιδιότητα του προσωρινού πολιτικού διοικητή με στόχο να επιβλέψει την ανοικοδόμηση της χώρας, την αποκατάσταση της ομαλότητας και ιδιαίτερα της ασφάλειας και της λειτουργίας του δημόσιου τομέα.
Η υποδοχή του στρατηγού στο «απελευθερωμένο» Ιράκ ποικίλει ανάλογα με την πληθυσμιακή σύνθεση της περιοχής που επισκέπτεται: οι Σιίτες του νότου ζητούν την άμεση αποχώρηση των δυνάμεων κατοχής ενώ οι Κούρδοι του Βορά τον καλωσορίζουν μετά βαίων και κλάδων, ελπίζοντας στα σενάρια για την ανεξαρτησία τους- σενάρια που αν τελικά επαληθευόταν θα προξενούσαν αλυσιδωτές αντιδράσεις – μια που οι Κουρδικές περιοχές αποτελούν τμήματα των όμορων Ιράκ, Ιράν, Συρίας και Τουρκίας- και μια γενικότερη ανάφλεξη στην περιοχή, με απρόβλεπτες συνέπειες.
Στο μεταξύ τη νέα φρίκη του χάους που επικρατούσε, των λεηλασιών και των συνεχόμενων βομβιστικών επιθέσεων, συμπλήρωνε η παλιά φρίκη του καθεστώτος του Σαντάμ που αναδυόταν με την εκταφή χιλιάδων λειψάνων από ομαδικούς τάφους στο κεντρικό Ιράκ. Ήταν τα θύματα της εξέγερσης των Σιιτών -πλειονότητα σε σχέση με τους σουνίτες- το 1991 που ερχόταν να προστεθούνε στη γενοκτονία του 1988 όταν μία κουρδική κωμόπολη είχε βομβαρδιστεί με αέριο «μουστάρδας» και τα βιολογικά δηλητήρια Ταμπούν, Σαρίν και VX.
Το χημικό οπλοστάσιο –αφορμή της επέμβασης- παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες δεν βρισκόταν πουθενά για να δικαιολογήσει εκ των υστέρων τον πόλεμο. Μόνο ο Σαντάμ, ο πλέον καταζητούμενος από μια λίστα 55 ονομάτων, βρέθηκε –αναδύθηκε για την ακρίβεια-το Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς, μέσα από ένα λαγούμι στα βόρεια της Βαγδάτης για να δικαστεί το 2005 και να εκτελεστεί δια απαγχονισμού τα ξημερώματα της 30ης Δεκεμβρίου του 2006 σε μια δημόσια τελικά εκτέλεση αφού οι σκηνές που κατέγραψε ένα κινητό τηλέφωνο παριστάμενου, έκαναν το γύρο του κόσμου.
Λίγο καιρό μετά την κατάληψη, η διεθνής ειδησιογραφία –και μαζί της η κοινή γνώμη- έστρεφε πια αλλού το ενδιαφέρον της κι έτσι το Ιράκ, όπου δύσκολα μπορούσε κανείς να ξεχωρίσεις τα ερείπια της Ιστορίας από τα ερείπια της Κατοχής , σταμάτησε να απασχολεί τα πρωτοσέλιδα. Επανερχόταν όμως πότε- πότε εξ αιτίας μιας ακόμα βομβιστικής επίθεσης- ικανής να προκαλέσει εμφύλιο- των ανατριχιαστικών σκηνών του Αμπού Γκραμπ-που έγινε συνώνυμο του κολαστηρίου- ή των «πρώτων δημοκρατικών εκλογών σε πέντε δεκαετίες» όπου μετρούσαν παράλληλα ψήφους και νεκρούς, ή τέλος, εξ αιτίας των αμερικανών στρατιωτών που επέστρεφαν στην πατρίδα σκεπασμένοι με την αστερόεσσα, ενώ ο Πρόεδρος τους ανανέωνε την παραμονή του στο Λευκό οίκο το Νοέμβριο του 2004.
Η ελπίδα για αποχώρηση των ξένων δυνάμεων διαφάνηκε στην επόμενη προεκλογική περίοδο, όταν ο δημοκρατικός υποψήφιος δεσμεύτηκε για την απεμπλοκή των ΗΠΑ από το Ιράκ, δέσμευση που τήρησε ένα μήνα μετά την ανάληψη των καθηκόντων του. Ο Μπάρακ Ομπάμα στις 27 Φεβρουαρίου 09, στη ίδια στρατιωτική βάση που ο προκάτοχός του λίγες ώρες πριν τη εισβολή διακήρυξε: «Δεν θα δεχθούμε τίποτα λιγότερο από την ολοκληρωτική και τελική νίκη», δήλωσε με τον άμεσο τρόπο του: «Θέλω να είμαι όσο περισσότερο σαφής μπορώ και να σας πω απλά και ξεκάθαρα: μέχρι τις 31 Αυγούστου 2010, η μάχιμη αποστολή μας στο Ιράκ θα έχει ολοκληρωθεί…» Αγαθή πρόθεση ή απλώς γεωγραφική μετατόπιση στην καυτή μεθόριο στα σύνορα Αφγανιστάν- Πακιστάν και αλλαγή στρατηγικών προτεραιοτήτων;
Στη Βαγδάτη τρεις μέρες νωρίτερα στις 23 Φεβρουαρίου 2009 ο σιίτης πρωθυπουργός, Τζαουάντ Αλ-Μαλίκι –εγγονός ποιήτη και υπουργού παιδείας του Βασιλιά Φεϊζάλ – εγκαινίαζε το Εθνικό Μουσείο του Ιράκ. Το πιο φημισμένο μουσείο στη Μέση Ανατολή τόσο για τους θησαυρούς του από την αυγή του πολιτισμού, όσο και για τις λεηλασίες που υπέστη τις πρώτες μέρες της κατοχής.
Οι ανεκτίμητοι θησαυροί από τη μυθική Μεσοποταμία του Τίγρη και του Ευφράτη που καταστράφηκαν ή χάθηκαν, θα πρέπει να προστεθούν στη μεγάλη λίστα –που διαφέρει από πηγή σε πηγή- των απωλειών αυτού του πολέμου: 1.320.110 νεκροί Ιρακινοί, 4.259 νεκροί Αμερικανοί- περισσότεροι από τα θύματα των δίδυμων Πύργων- και τελευταίο αλλά καθόλου ευκαταφρόνητο σε περίοδο παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το ποσό των 606.125.564.026 δολαρίων.
Η κατάσταση στο Ιράκ σήμερα, έξι χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου παραμένει «βίαια ημι-ειρηνική» αφού οι βομβιστικές επιθέσεις δεν έχουν σταματήσει, αλλά ο καθημερινός αριθμός των θυμάτων έχει μειωθεί αρκετά. Το μεγάλο ερώτημα του επιλόγου δεν μπορεί να είναι παρά ένα: κατά πόσο το Ιράκ, αυτή η Χέρσα Γη* του τίτλου θα μπορέσει μετά από την αποχώρηση και του τελευταίου ξένου στρατιώτη, το Δεκέμβριο του 2011 να γευτεί την ειρήνη και την ασφάλεια που έχει στερηθεί εδώ και πολλές δεκαετίες, χωρίς κανένα «ημι» να εμποδίζει την ανθοφορία των Κρεμαστών της Κήπων.
Το χημικό οπλοστάσιο –αφορμή της επέμβασης- παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες δεν βρισκόταν πουθενά για να δικαιολογήσει εκ των υστέρων τον πόλεμο. Μόνο ο Σαντάμ, ο πλέον καταζητούμενος από μια λίστα 55 ονομάτων, βρέθηκε –αναδύθηκε για την ακρίβεια-το Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς, μέσα από ένα λαγούμι στα βόρεια της Βαγδάτης για να δικαστεί το 2005 και να εκτελεστεί δια απαγχονισμού τα ξημερώματα της 30ης Δεκεμβρίου του 2006 σε μια δημόσια τελικά εκτέλεση αφού οι σκηνές που κατέγραψε ένα κινητό τηλέφωνο παριστάμενου, έκαναν το γύρο του κόσμου.
Λίγο καιρό μετά την κατάληψη, η διεθνής ειδησιογραφία –και μαζί της η κοινή γνώμη- έστρεφε πια αλλού το ενδιαφέρον της κι έτσι το Ιράκ, όπου δύσκολα μπορούσε κανείς να ξεχωρίσεις τα ερείπια της Ιστορίας από τα ερείπια της Κατοχής , σταμάτησε να απασχολεί τα πρωτοσέλιδα. Επανερχόταν όμως πότε- πότε εξ αιτίας μιας ακόμα βομβιστικής επίθεσης- ικανής να προκαλέσει εμφύλιο- των ανατριχιαστικών σκηνών του Αμπού Γκραμπ-που έγινε συνώνυμο του κολαστηρίου- ή των «πρώτων δημοκρατικών εκλογών σε πέντε δεκαετίες» όπου μετρούσαν παράλληλα ψήφους και νεκρούς, ή τέλος, εξ αιτίας των αμερικανών στρατιωτών που επέστρεφαν στην πατρίδα σκεπασμένοι με την αστερόεσσα, ενώ ο Πρόεδρος τους ανανέωνε την παραμονή του στο Λευκό οίκο το Νοέμβριο του 2004.
Η ελπίδα για αποχώρηση των ξένων δυνάμεων διαφάνηκε στην επόμενη προεκλογική περίοδο, όταν ο δημοκρατικός υποψήφιος δεσμεύτηκε για την απεμπλοκή των ΗΠΑ από το Ιράκ, δέσμευση που τήρησε ένα μήνα μετά την ανάληψη των καθηκόντων του. Ο Μπάρακ Ομπάμα στις 27 Φεβρουαρίου 09, στη ίδια στρατιωτική βάση που ο προκάτοχός του λίγες ώρες πριν τη εισβολή διακήρυξε: «Δεν θα δεχθούμε τίποτα λιγότερο από την ολοκληρωτική και τελική νίκη», δήλωσε με τον άμεσο τρόπο του: «Θέλω να είμαι όσο περισσότερο σαφής μπορώ και να σας πω απλά και ξεκάθαρα: μέχρι τις 31 Αυγούστου 2010, η μάχιμη αποστολή μας στο Ιράκ θα έχει ολοκληρωθεί…» Αγαθή πρόθεση ή απλώς γεωγραφική μετατόπιση στην καυτή μεθόριο στα σύνορα Αφγανιστάν- Πακιστάν και αλλαγή στρατηγικών προτεραιοτήτων;
Στη Βαγδάτη τρεις μέρες νωρίτερα στις 23 Φεβρουαρίου 2009 ο σιίτης πρωθυπουργός, Τζαουάντ Αλ-Μαλίκι –εγγονός ποιήτη και υπουργού παιδείας του Βασιλιά Φεϊζάλ – εγκαινίαζε το Εθνικό Μουσείο του Ιράκ. Το πιο φημισμένο μουσείο στη Μέση Ανατολή τόσο για τους θησαυρούς του από την αυγή του πολιτισμού, όσο και για τις λεηλασίες που υπέστη τις πρώτες μέρες της κατοχής.
Οι ανεκτίμητοι θησαυροί από τη μυθική Μεσοποταμία του Τίγρη και του Ευφράτη που καταστράφηκαν ή χάθηκαν, θα πρέπει να προστεθούν στη μεγάλη λίστα –που διαφέρει από πηγή σε πηγή- των απωλειών αυτού του πολέμου: 1.320.110 νεκροί Ιρακινοί, 4.259 νεκροί Αμερικανοί- περισσότεροι από τα θύματα των δίδυμων Πύργων- και τελευταίο αλλά καθόλου ευκαταφρόνητο σε περίοδο παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το ποσό των 606.125.564.026 δολαρίων.
Η κατάσταση στο Ιράκ σήμερα, έξι χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου παραμένει «βίαια ημι-ειρηνική» αφού οι βομβιστικές επιθέσεις δεν έχουν σταματήσει, αλλά ο καθημερινός αριθμός των θυμάτων έχει μειωθεί αρκετά. Το μεγάλο ερώτημα του επιλόγου δεν μπορεί να είναι παρά ένα: κατά πόσο το Ιράκ, αυτή η Χέρσα Γη* του τίτλου θα μπορέσει μετά από την αποχώρηση και του τελευταίου ξένου στρατιώτη, το Δεκέμβριο του 2011 να γευτεί την ειρήνη και την ασφάλεια που έχει στερηθεί εδώ και πολλές δεκαετίες, χωρίς κανένα «ημι» να εμποδίζει την ανθοφορία των Κρεμαστών της Κήπων.
Η σημερινή ανάρτηση από επιλογή δεν περιλαμβάνει άλλες εικόνες εκτός από μια, αυτή των αποκομμάτων που είχα συγκεντρώσει το 2003.
To τραγούδι που ακούτε είναι, φυσικά το Rivers of Babylon των Brent Dowe και Trevor McNaughton του συγκροτήματος Melodians από το Kingston της Jamaica, που ηχογραφήθηκε το 1972. Γνώρισε πολλές εκτελέσεις με πιο γνωστή αυτή των Boney M το 1978.
*Ιράκ στα Αραβικά σημαίνει Χέρσα Γη.