Με χαιρέτησε εγκάρδια από μακριά και αμέσως σκέφτηκα: «Ο Τσέτας!» Προχώρησα προς το μέρος του αργά, για να δώσω χρόνο στον εσωτερικό explorer που δούλευε πυρετωδώς, αλλά δεν κατάφερνε να ανασύρει το ζητούμενο: το πραγματικό του όνομα. Μόνο το παρατσούκλι του από τα χρόνια του δημοτικού, αναδυόταν ζωντανό στην επιφάνεια της μνήμης μου. Έτσι τον φωνάζαμε όλοι, καμιά φορά ακόμα και οι δάσκαλοι, ειδικά όταν θέλανε να τον μαλώσουνε και εκνευρισμένοι αφήνανε κατά μέρος τα προσχήματα.
Αγκαλιές, φιλιά, εγκάρδια χτυπήματα στην πλάτη ενώ τα βλέμματά μας αυτόματα μετρούσαν, χωρίς όμως να το ομολογούμε, τις επιπτώσεις των χρόνων πάνω μας. Κλασσικές ερωτήσεις, αυτονόητες διαπιστώσεις, διάχυτη νοσταλγία, και κοινή διατύπωση της διάθεσής μας να βρεθούμε άμεσα «για να θυμηθούμε τα παλιά».
Έφυγε βιαστικός και κοίταξα ανυπόμονα την κάρτα του, με την βεβαιότητα ότι εκεί θα διάβαζα επιτέλους το όνομά του. Με bold κεφαλαία γράμματα κυριαρχούσε το ΤΣΕΤΑΣ και από κάτω με μικρότερα η επαγγελματική του ιδιότητα, τηλέφωνα, φαξ, διεύθυνση. Πουθενά όμως δεν υπήρχε το όνομα ή το επίθετο, ούτε καν στην πίσω όψη της κάρτας.
«Ούτε το μαϊμούνι δεν το άφησαν να χορέψει...» λέγανε πριν από τον πόλεμο για τη μικρή μας πόλη. Αιτία, η έντονα περιπαικτική διάθεση των κατοίκων που ακόμα και τη μαϊμού του περιπλανώμενου γύφτου λέγεται ότι δεν αφήνανε να ολοκληρώσει τη παράστασή της στην κεντρική πλατεία με το σιντριβάνι.
Αυτή η αριστοφανική διάθεση ήταν η κινητήρια δύναμη στην επινόηση των παρωνύμιων και καταλύτες η αναγκαστική, ουσιαστική οικειότητα των μελών της μικρής κοινωνίας και οι χαλαροί ρυθμοί ζωής που επέτρεπαν να παρατηρείς τις ιδιότητες, τα κουσούρια, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των άλλων και με υπόγειες ανεξιχνίαστες διεργασίες να τους προσδίδεις σε μια στιγμή έμπνευσης ένα άλλο όνομα που αν ήταν πετυχημένο, έμενε ανεξίτηλο και πολλές φορές περνούσε αυτούσιο στην επόμενη γενιά, συμπλήρωμα της κληρονομιάς.
Τσέτας, Ταλιάντας, Μαλέτσκος, Λούσης, Μιτάτσης, Γκίρτζης, Γκρίνγκο, Τσόλκας…κατέγραψα πρόχειρα όσα παρατσούκλια θυμήθηκα και τα επανέλαβα δυνατά σε μια προσπάθεια να γευτώ τη βαριά προφορά που τα χαρακτηρίζει. Κάποια από αυτά, πολύ παλιά -ογδόντα και βάλε χρόνων- τ` άλλα πιο πρόσφατα. Όλα ταυτίζονται απόλυτα με τα πρόσωπα στα οποία αποδόθηκαν και στις περισσότερες των περιπτώσεων έχουν εξορίσει οριστικά στη λήθη τα πραγματικά, βαπτιστικά ονόματα.
Αναρωτήθηκα ποιες ήταν οι συνθήκες που τα γέννησαν, ποιά στιγμή και με ποια αφορμή πρωτοειπώθηκαν, τί σήμαιναν για τους εμπνευστές τους και πώς τα εισέπραξαν οι επαναβαπτιζόμενοι, αν τα δέχτηκαν ευχαρίστως ή αν προσπάθησαν να απαλλαγούν-«που όσο κι αν το καις δε λέει να σβήσει»- πριν συμβιβαστούν τελικά με αυτά. Αναρωτήθηκα ακόμα, αν συνεχίζουν και σήμερα εδώ, με την ίδια σκωπτική διάθεση του παρελθόντος να εφευρίσκουν παρατσούκλια…
Την επόμενη το μεσημέρι, μαζευτήκαμε- ένα παρακλάδι της οικογένειας -στην αυλή της προ γιαγιάς μου- της γονιμότατης Βασιλικής που έφερε στο κόσμο δώδεκα παιδιά. Θείοι, θείες, ανίψια, γαμπροί, νύφες, γονείς, παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα…Γευτήκαμε κυρίως τη ευλογία της συνύπαρξης αλλά και τα ψητά που γέμιζαν με τσίκνα τους τη γειτονιά και ερχόταν ασταμάτητα στο τραπέζι. Τη μερίδα του λέοντος της φροντίδας και της αγάπης όλων μας απόλαυσε όπως ήταν φυσικό, ο βενιαμίν της οικογένειας, ένας σοβαρός μπόμπιρας δέκα μόλις μηνών.
Κάποια στιγμή μπούχτισε πια από τις αγκαλιές, τα χάδια και τα κρυφά τσιμπήματα και διεκδίκησε επίμονα την ανεξαρτησία του. Αφού μπουσούλησε για λίγο στο χορτάρι της αυλής κατέληξε πάνω στο μικρό φλοκάτο χαλάκι που του έστρωσε η μητέρα του και ξάπλωσε αποκαμωμένος. Τον χαζεύαμε όλοι, χαμογελαστοί και τότε, μετά από μια μικρή παύση-σπάνιο φαινόμενο στη φασαριόζικη οικογένειά μας-ο παππούς του, που δεν τον άφηνε στιγμή από τα μάτια του, είπε τρυφερά: «Α ρε Τσομπανάκο…».
Δε ήταν τόσο η φλοκάτη με φόντο το γρασίδι, που έκαναν τον Κοσμά να αποκαλέσει έτσι τον εγγονό του, όσο το σοβαρό και κουρασμένο ύφος του μικρού που του θύμισε-όπως εξήγησε στη συνέχεια- ένα τσομπάνη που είχε στρώσει την κάπα του και ραχάτευε στον ίσκιο ενός δέντρου μισό αιώνα πριν, όταν ήταν πιτσιρικάς ο ίδιος, τότε που περνούσαν ακόμα από τη μικρή μας πόλη τέτοια εποχή, κοπάδια με εκατοντάδες πρόβατα πηγαίνοντας σε μεγαλύτερα υψόμετρα για να ξεκαλοκαιριάσουν.
Τον άλλο μήνα είναι τα βαφτίσια του μικρού. Κοσμάς κι αυτός, σαν τον παππού του αλλά και τον προ- προπάππου του που κανείς από τους παριστάμενους σε αυτό το τραπέζι δεν γνώρισε. Λυπάμαι που δε θα είμαι κι εγώ στα βαφτίσια. Με παρηγορεί ωστόσο το γεγονός ότι παραβρέθηκα σε αυτή τη μοναδική στιγμή που ξεπήδησε αυθόρμητα το παρατσούκλι του μικρού, τόσο ταιριαστό και πετυχημένο που σίγουρα θα ακολουθήσει το βενιαμίν μας σε όλη του τη ζωή.
Μουσική : Pavane του Gabriel Fauré με το φλάουτο του Ian Anderson, και ορχήστρα.