Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011

Henry and five Millers ΙII.

(Big Apple`s Tales) 



Στα σκαλιά της εισόδου δεν είναι κανείς. Η καλύτερή μου. Κάθομαι στην άκρη, αριστερά όπως πάντα και βγάζω από τη σακούλα την πέμπτη Miller. Τυχαίνει να είναι και η πέμπτη μπύρα της βραδιάς. Μπορεί κι έκτη. Δεν είμαι σίγουρος. Την ανοίγω με τον αναπτήρα. Κάτω από το κλιματιστικό του 2C τα νερά γυαλίζουν στο ημίφως. Σε λίγο θα προστεθεί κι ο ιδρώτας μου. Τον βλέπω που στάζει από το πρόσωπό μου στα σκαλιά. Δεν σκουπίζομαι πια· έχω παραιτηθεί από την προσπάθεια. Ζέστη, ακόμα κι αυτή την ώρα. Όχι σαν τη δικιά μας· αφόρητα υγρή, πηχτή ζέστη. Too darn hot", λέω σε όλους· αλλά κανείς δεν καταλαβαίνει. Κι εγώ συνεχίζω απτόητος, Kiss me, Kate... μα αντί να τους διευκολύνει, τους μπερδεύει ακόμα περισσότερο. Πάλι καλά που καμία δεν μου είπε ακόμα: “Δε με λένε Kate!” Τι διάολο” σκέφτομαι κάθε φορά, “ δικό τους είναι το μιούζικαλ.”

Την στιγμή που ανάβω τσιγάρο, ανάβει κι ο προβολέας εμφανίζοντας μπροστά μου, σχεδόν από το πουθενά, ένα τύπο που ζητάει φωτιά. Στο άλλο χέρι κρατάει μια χάρτινη σακούλα απ` όπου μόλις ξεπροβάλλει ο λαιμός ενός μικρού Jack Daniel`s. Ανάβει και κάθεται στα σκαλιά, τέρμα δεξιά, αφήνοντας την είσοδο ελεύθερη για μια πιτσιρίκα που επιστρέφει εκείνη τη στιγμή και μας πετάει ένα ανέμελο, σχεδόν κοροϊδευτικό “hi boys. Απαντάμε ταυτόχρονα και στον ίδιο τόνο ενώ τα βλέμματά μας κολλάνε στα πόδια της που περνάνε δίπλα μας, μόλις μια ανάσα από τους ώμους μας. Ακούμε πίσω μας τη δεύτερη πόρτα να κλείνει και τα βήματά της να χάνονται στη σκάλα ενώ ακόμα η μυρωδιά της αιωρείται ανάμεσά μας. Μια γλυκιά μυρωδιά πικραμύγδαλου.

Ο προβολέας σβήνει. Κοιτάζουμε το δρόμο μπροστά, χωρίς να μιλάμε. Όταν η καύτρα μού καίει τα δάχτυλα, πετάω το τσιγάρο στο νερό. Μόλις που ακούγεται το σβήσιμό του να σπάει τον μονότονο ήχο του κλιματιστικού που δουλεύει ασταμάτητα. Μετά από λίγο, ο τύπος πετάει κι εκείνος το δικό του αποτσίγαρο δίπλα στο δικό μου και αμέσως ξαναζητάει φωτιά. Μια -δυο τζούρες, μια γερή γουλιά από το μπουκάλι και έπειτα σπάει τη βολική σιωπή με ένα αναπάντεχο “I'd like to call my baby tonight . “Do it, broτου λέω χωρίς δεύτερη σκέψη, αλλά το θλιμμένο “She`s gone” που πέφτει ατακαριστό,  φαίνεται τελεσίδικο.

Ο μακρύς μονόλογος που ακολουθεί ξεδιπλώνει στο σκοτάδι της εισόδου μια πολύ συνηθισμένη ερωτική ιστορία, με αρχή, μέση και τέλος. Με τρελό πάθος, απίστευτες εξάρσεις, ομηρικούς καυγάδες, σπαραξικάρδιες συμφιλιώσεις, οδυνηρούς χωρισμούς και πισωγυρίσματα μέχρι το οριστικό τέλος, στην αρχή της περασμένης άνοιξης. Μια κοινή ερωτική ιστορία που όμως γίνεται ελκυστική με τον τρόπο που διηγείται: σχεδόν αποστασιοποιημένα, ήρεμα, σαν να την έζησε κάποιος άλλος κι όχι ο ίδιος, ενώ παράλληλα αδειάζει γουλιά γουλιά το μικρό Jack και καπνίζει ασταμάτητα το ένα Pall Mall μετά το άλλο. 

Με παρασύρει για τα καλά ο σχεδόν ποιητικός του τρόπος. Τον ακούω χωρίς να μιλάω, σχεδόν ταυτίζομαι. Γουλιά γουλιά τη Miller νοιώθω την ίδια εγκατάλειψη, τη ίδια μοναξιά, ακόμα και την ίδια φρούδα ελπίδα ότι εκείνη, δεν μπορεί παρά μια μέρα να γυρίσει. Αναρωτιέμαι αν έχει διηγηθεί την ιστορία εκατοντάδες φορές ώστε να καταλήξει σε αυτό το μοναδικό, μυθιστορηματικό αποτέλεσμα που ακούω τώρα ή βρήκε τον ιδανικό τρόπο με την πρώτη και δεν άλλαξε ούτε ένα κόμμα στην ιστορία του. Ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι αυτός τρόπος έχει κάτι που μου φαίνεται πολύ οικείο... μου θυμίζει... Μα βέβαια!

Hombre, tu eres colobiano!”  του λέω ενθουσιασμένος. Ο τόνος μου είναι τόσο έντονος που τινάζει στον αέρα την ατμόσφαιρα που είχε δημιουργήσει σταδιακά με τόση μαστοριά. Στην άσχετη με τη διήγησή του διαπίστωση, απαντά έκπληκτος καταφατικά Si amigo... ” κι αμέσως μετά με ρωτάει πώς το κατάλαβα.


-Μα τόσην ώρα μού μιλάς κι είναι σαν να διαβάζω βιβλίο του Μάρκες.
-Ποιος Μάρκες;
-Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες...
-Δεν τον ξέρω.
-Ο Γκάμπο... Νόμπελ λογοτεχνίας...
-Δεν τον ξέρω...
-Δεν μπορεί... Εκατό χρόνια μοναξιάς, Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας, Το φθινόπωρο του πατριάρχη, Ανεμοσκορπίσματα...
Αραδιάζω μάταια τους τίτλους τον ένα μετά τον άλλον· εκείνος συνεχίζει να με κοιτάζει σαν χαμένος για να μου πει, τη στιγμή που πάω να πάρω ανάσα για να συνεχίσω: “Δεν τον ξέρω... Ξέρω μόνο τον Rafael Márquez, τον ποδοσφαιριστή από το Μεξικό. Δεν είναι όμως αυτός που λες εσύ...”

Μπορεί να φάνηκα αγενής, αλλά μετά από μισό λεπτό απερίγραπτης αμηχανίας, καληνύχτισα απότομα, πήρα τη σακούλα με τις μπύρες που είχαν πια ζεσταθεί και άρχισα να μετράω ένα ένα τα καραβίσια σκαλιά για τον τρίτο όροφο. “Μα αν είναι δυνατόν! Αν είναι ποτέ δυνατόν!” μουρμούριζα μονότονα αλλά με ένταση, χωρίς να το καταλαβαίνω, μέχρι που συνάντησα στο πλατύσκαλο ανάμεσα στο δεύτερο και τρίτο την κυρία Mac Τάδε, που μένει δίπλα μας στο 3C. Κατέβαινε με τα δυο της σκυλιά. Δε με χαιρέτησε ως συνήθως. Κούνησε μόνο το κεφάλι της με κατανόηση και βιάστηκε να συνεχίσει. Κοντοστάθηκα λαχανιασμένος, σκέφτηκα να της μιλήσω, να της εξηγήσω ότι παραμιλούσα γιατί ήμουν νευριασμένος. Ότι είχα γίνει έξαλλος γιατί καθόμουν τόσην ώρα κι έπινα παρέα με ένα Κολομβιανό που αγνοούσε την ύπαρξη του Μάρκες, αλλά σταμάτησα λαχανιασμένος. Δεν είχα κουράγιο να τρέξω να την προλάβω· άσε που μπορεί κι εκείνη να μην ήξερε τον Μάρκες. “Μα αν είναι δυνατόν!” σκέφτηκα για άλλη μια φορά -κάπως πιο ήρεμα είναι αλήθεια- αλλά συνειδητοποιώντας ξαφνικά πόσο παράλογη ήταν η ξαφνική μου οργή, έβαλα τα γέλια.


Άνοιξα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα την πόρτα. Είχα συνηθίσει πια αυτές τις ανάποδες κλειδαριές που ξεκλειδώνουν αριστερόστροφα. Δεν χρειάστηκε να ανάψω φως. Ο μακρύς διάδρομος ήταν φωτισμένος από το σαλόνι στο βάθος, σημάδι ότι ο Alex ήταν ακόμα ξύπνιος. Πέταξα ένα hi” από την κουζίνα και πήρα μια αφηρημένη απάντηση. Έβαλα τις τέσσερις Miller στο ψυγείο και κάπου στο βάθος ξετρύπωσα μια Heineken που είχε ξεμείνει. Τη μοίρασα σε δυο ποτήρια και πήγα στο σαλόνι. Άφησα το ένα ποτήρι στο γραφείο, δίπλα στο τασάκι του που ξεχείλιζε, πέταξα τα παπούτσια με ανακούφιση και άραξα στον παλιό καναπέ. Ο Alex ήπιε μια γουλιά και χωρίς να πάρει τα μάτια από την οθόνη του υπολογιστή του με ρώτησε όπως κάθε βράδυ: How was your day?”    


dedicated to Nas. 


Μουσική: Stradust  John Coltrane

17 σχόλια:

Σταυρούλα είπε...

Αριστούργημα (το σύνολο κι η μουσική) !! :)

elger είπε...

Μα πικραμύγδαλο ;

ολα θα πανε καλα... είπε...

μυθιστορηματική αφήγηση.Και της πηγαίνει ο Coltrane,πολύ.
Καλημέρα.

ολα θα πανε καλα... είπε...

Τώρα που το ξανασκέφτομαι,μήπως υπερβαλλεις με τις μπύρες;Θα μου πεις ό,τι θέλεις κάνεις αλλά ένα συκώτι έχουμε.
:)

Τσαλαπετεινός είπε...

renata: Σε ευχαριστώ renata. ;-)

(ένα δωράκι με την καληνύχτα μου)


elger: Ναι! Πικραμύγδαλο.
Καλώς ήρθες.


ολα θα πανε καλα...: Ο coltrane, ο Davis κι ο Hassell “υπαγόρευσαν” την αφήγηση και παρέσυραν τον “ήρωα” να το παρακάνει με τις μπύρες. Κι οι ήρωες μπορούν να πίνουν όσο θέλουν, δεν έχουν ανάγκη... ;-)
Καλό σου βράδυ.

Yannis Tsal είπε...

Περίεργο πράγματι ο Κολομβιανός να μην ήξερε τον δον Γκάμπο, αλλά δεν του έδωσες κι εσύ μια δεύτερη ευκαιρία... ίσως γνώριζε τον δον Άλβαρο, την άλλη μεγάλη μορφή εν ζωή των γραμμάτων αυτής της χώρας.

Margo είπε...

Θα μπορούσε να είναι μια φανταστική ιστορία ή σχεδόν αληθινή.. κάτι μου λέει πως δεν είσαι εκεί αλλά ήσουν.. κάποτε.
Χμμ ξέρω θα μείνω με την απορία:-)

Η αφήγηση και η ατμόσφαιρα που δημιούργησες.. εξαιρετική!

xtina είπε...

πικραμύγδαλο indeed
αλλά τώρα πια...
να σκεφτούμε τη σχέση σταφίδας/μήλου
η πρώτη μακροβιώνει με την έκθεση στον ήλιο
η δεύτερη κομπόστα

good nite boyz and girlz
or should i say good mornin'

Ανώνυμος είπε...

Υπέροχο, υπέροχο!
Δίστασα για λίγο να διαβάσω και τα τρία μαζί, σκέφτηκα να δώσω λίγο χρόνο για να ζήσω λίγο στον κόσμο σου, όμως δεν άντεξα και τα διάβασα μονορούφι. Ο καλύτερος τρόπος για να τελειώσει το καλοκαίρι. Σ' ευχαριστώ για το μικρό ταξίδι τσαλαπετεινέ μας, μακάρι να το ξαναδώσεις κι άλλα τέτοια κείμενα...

Τσαλαπετεινός είπε...

 tsalapeteinos : Έχω αρχίσει να υποψιάζομαι ότι ο Κολομβιανός ήξερε τον Γκάμπο και επίτηδες -για να με νευριάσει- έκανε πως τον αγνοεί. Σατανικό ε;

Μια που ανέφερες τον Álvaro Mutis βρήκα ένα ποίημα του σε μετάφραση Ρήγα Καππάτου στο βιβλίο  των εκδόσεων Εκάτη “Η παρουσία της Ελλάδας στην ποίηση της Λατινικής Αμερικής”


Τραγούδι στην Κρήτη

Προβαίνω σ' εκατό παραθύρια,
ο αγέρας σιωπηλά κυλάει
μες στα χωράφια.
Σ' εκατό δρόμους τ' όνομά σου,
η νύχτα βγαίνει να το ανταμώσει,
τυφλός ανδριάντας.
Και μ' όλα αυτά,
από τη σιωπηλή
σκόνη των Μυκηνών, 
να που το πρόσωπό σου
και μια διάθεση του δέρματος
έρχονταν να κατοικήσουν
τα βαριά μου όνειρα.
Μονάχα εκεί αποκρίνεσαι
την κάθε νύχτα.
Κι η θύμησή σου αγρυπνά
και στην αγρύπνια η απουσία σου,
φιλτράρουν ένα ακαθόριστο αλκοόλ
που διατρέχει το αργό ναυάγιο των ετών.
Προβαίνω σ' εκατό παραθύρια,
ο αγέρας σιωπηλά κυλάει.
Μες στα χωράφια,
μια στυφή σκόνη μυκηναϊκή
αναγγέλει μια τυφλή νύχτα
και σ' αυτή του δέρματός σου το αλάτι
και τη μορφή σου αρχαίου νομίσματος.
Σ' εκείνη τη σιγουριά εγκαταλείπομαι.
Βέβαιη τύχη.

Τσαλαπετεινός είπε...

 Margo: Τελικά ίσως να μην έχει σημασία αν μια ιστορία είναι 100% αληθινή ή απολύτως επινοημένη. Τι λες; Έχει;
Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. ;-)


xtina: Περίεργοι οι συνειρμοί...λες για σταφίδες κι μήλα με αφορμή το πικραμύγδαλο και εγώ σκέφτομαι γλυκό του κουταλιού κυδώνι!
Καλό απομεσήμερο

Τσαλαπετεινός είπε...

silentcrossing : Το μεγάλο πρόβλημα με αυτό το ποστ ήταν ότι μέχρι τελευταία στιγμή δεν μπορούσα να αποφασίσω αν ήταν καλύτερο να γίνει δέκα μικρά ξεχωριστά ή ένα μεγάλο. Τι μεγάλο; Τεράστιο...Τελικά κόπηκε με το μαχαίρι στα τρία.

Χαίρομαι πολύ που σου άρεσε. ;-)

(Λέω να συνεχίσω με φωτογραφίες...αλλά φοβάμαι την κριτική του Κατσαμάκη)

Ανώνυμος είπε...

Μη σκας, ο Κατσαμάκης λείπει πάλι διακοπές. Συνέχισε όπως αγαπάς, μετά από το μικρό νυχτερινό σου μυθιστόρημα είμαστε χορτάτοι για καιρό :)

Τσαλαπετεινός είπε...

silentcrossing: Πω πω, είμαι πολύ τυχερός! Θα τις ανεβάσω πριν γυρίσει...

Yannis Tsal είπε...

Δεν το ήξερα το ποίημα αλλά δεν μου προκαλεί έκπληξη, γιατι οι λατινοαμερικάνοι - και όχι μόνο οι διανοούμενοι, ακόμα και άνθρωποι μέσου μορφωτικού επιπέδου, όπως είχα τη δυνατότητα να διαπιστώσω μέσω του διαδικτύου - εκτιμούν πάρα πολύ την Ελλάδα. Περισσότερο απ' ότι εμείς, ίσως.

Margo είπε...

Όχι δεν έχει σημασία, αλλά θα προτιμούσα ο τσαλαπετεινός να μην είναι ξενιτεμένος. Μπορεί να μην είμαστε και η πιο ασφαλής χώρα αλλά τουλάχιστον δεν έχουμε τυφώνες;-)

Να είσαι καλά τσαλαπετεινέ μου, όπου κι αν είσαι.

Τσαλαπετεινός είπε...

Margo: Τελικά, όπως και στους γονείς έτσι και στους e-φίλους που σ` αγαπάνε, πρέπει να ανακοινώνεις τα μακρινά ταξίδια, μετά την επιστροφή. ;-)

Σε ευχαριστώ Margo μου