Ήταν
τζιν. Με τιράντες, πολλές τσέπες και μεταλλικά κουμπιά στα πλάγια. Κλασσική φόρμα εργασίας, φαρδιά και άνετη. Μπροστά,
πάνω από τη μεγάλη τσέπη στο στήθος
είχε το λογότυπο γνωστής εταιρείας
πετρελαιοειδών. Μόλις την είδα άρχισα να σκέφτομαι τί θα
μπορούσα να περικόψω από τα έξοδά μου
ώστε να μπορέσω να την αγοράσω με το
περιορισμένο χαρτζιλίκι μου. Οι υπολογισμοί που έκανα
κατέληξαν σε αίσιο αποτέλεσμα: αν έκοβα καφέδες, το ένα θερινό σινεμά τη
βδομάδα και αν μερικές φορές, αντί να
παίρνω λεωφορείο, επέστρεφα στο σπίτι
της θείας που με φιλοξενούσε με τα πόδια,
ναι, θα μπορούσα να την αγοράσω.
Είχα
έρθει στην Αθήνα καλοκαίρι για φροντιστήριο
ώστε να ξεκινήσω από Σεπτέμβρη πανέτοιμος
τη δευτέρα Λυκείου κι από την αρχή η
οδηγία των γονιών ήταν λιτή και σαφής:
“Διάβασμα, διάβασμα κι όχι περιττά
έξοδα”. Την επανάλαμβαναν δε, σε κάθε ένα από τα τακτικά τους τηλεφωνήματα. “Αιματηρές οικονομίες
λοιπόν”, σκέφτηκα και μετά από λίγο
έβγαινα από το μαγαζί με τη φόρμα
διπλωμένη στη σακούλα.
Την
επόμενη της αγοράς, αλλά και όλες τις
μέρες μέχρι να τελειώσουν τα μαθήματα
και να επιστρέψω στη μικρή μας πόλη,
φυσικά φορούσα την καινούρια μου φόρμα
που αμέσως πρόσεξαν οι Αθηναίοι
συμμαθητές μου. Κάποιος μάλιστα με
πλησίασε την πρώτη μέρα και αφού μού
είπε ότι του άρεσε πολύ -εκείνη την
εποχή ακόμα δε λέγαμε ούτε “άπαιχτη”
ούτε “γάματη”- με ρώτησε από πού την
αγόρασα.
Αντί
να δώσω τη διεύθυνση του καταστήματος
-ήταν ένα μικρό μαγαζί στους Αμπελόκηπους,
πολύ κοντά στο φροντιστήριο- γύρισα
και του είπα αναστενάζοντας: “Αχ...αυτή η
φόρμα...μεγάλη ιστορία” έχοντας κατά
νου, πρώτα να εκθέσω τις περικοπές που
είχα επιβάλει στον εαυτό μου ώστε να
την αποκτήσω και μετά να απαντήσω στην
ερώτησή του.
Θες
γιατί το ύφος του ήταν έκπληκτο μόλις
ξεστόμισα το “μεγάλη ιστορία”, θες
γιατί ντράπηκα τελικά να μιλήσω για
περικοπές και στερήσεις σε μια εποχή
που δεν ήταν και τόσο συνηθισμένες και
που σίγουρα δεν θα συμμεριζόταν, άρχισα
να λέω -κάπως διστακτικά στην αρχή- το
παραμύθι που μού κατέβηκε εκείνη τη
στιγμή.
“Ξέρεις...είναι
πολύ παλιά. Είναι δώρο. Για την ακρίβεια
το πρώτο δώρο που πήρα στη ζωή μου”.
Είδα ότι το ενδιαφέρον του μεγάλωσε,
οπότε συνέχισα απτόητος. “Όταν έφτασε
η ώρα να γεννήσει η μητέρα μου, στο δρόμο
για το μαιευτήριο, το αυτοκίνητο του
πατέρα μου κόντευε να μείνει από βενζίνη.
Κι ενώ η μητέρα μου πονούσε στο πίσω
κάθισμα εκείνος άρχισε με τη ψυχή στο
στόμα να ψάχνει για βενζινάδικο. Ήταν
τυχερός, γιατί μετά από λίγο βρήκε αλλά
καθώς εγώ ήμουν βιαστικός, την ώρα που ξεκλείδωνε το καπάκι του ρεζερβουάρ, άκουσε
τη μητέρα μου να φωνάξει: "Γρήγορα! Γεννάωωω”.
Στο
σημείο αυτό ο συμμαθητής μου είχε πια
γουρλώσει τα μάτια και άλλοι δυο -τρεις
που μας είχαν πλησιάσει άκουγαν την
ιστορία με ομολογουμένως μεγάλο
ενδιαφέρον. Θεώρησα ότι ήταν η κατάλληλη
στιγμή να κάνω μια παύση. Η παύση
λειτούργησε και το κατάλαβα γιατί, πριν
τελειώσει ο χρόνος της που είχα αποφασίσει
να της δώσω, ένας είπε ανυπόμονα:”Και
μετά; Τί έγινε μετά;”
Πήρα
ανάσα και συνέχισα: “Τότε ο πατέρας
μου και ο βενζινάς, άφησαν ο ένας τα
κλειδιά κι ο άλλος την αντλία και έτρεξαν
προς το μέρος της. Λίγο μετά, εκεί στο
πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου μας, με
λίγη βοήθεια, ήρθα στον κόσμο. Κι ενώ ο
πατέρας μου είχε αγκαλιάσει τη μητέρα
μου, εμένα με κρατούσε στα χέρια του,
που ήταν λερωμένα με λάδια, ο βενζινάς.
Ήταν πολύ συγκινημένος γιατί όπως είπε
στους γονείς μου, ήταν μεγάλη τύχη γι
αυτόν και την επιχείρησή του να γεννηθεί
ένα παιδί στο βενζινάδικό του. Τους
πρότεινε μάλιστα να με βαφτίσει και
ίσως τελικά να είχαν δεχτεί, αν δεν είχαν
ήδη δώσει υπόσχεση στον άνθρωπο που
έγινε αργότερα νονός μου.”
“Κι
η φόρμα που κολλάει;” με διέκοψε τότε
ο συμμαθητής μου. Καταλαβαίνοντας ότι
το είχα παρακάνει με λεπτομέρειες,
συνέχισα ρωτώντας τον κάπως αυστηρά:
“Δεν ξέρεις ότι στα μωρά όταν γεννιούνται
όλοι κάνουν δώρα;” Περίμενα να γνέψει καταφατικά
και τότε κατέληξα: “ Ο βενζινάς λοιπόν που
εκείνη τη στιγμή δεν είχε τίποτα να μού
χαρίσει, έδωσε στους γονείς μου αυτή τη
διαφημιστική φόρμα που την είχε από
την εταιρεία καυσίμων και ευχήθηκε να
μεγαλώσω γρήγορα και να τη φορέσω.”
Όπως
ήταν φυσικό, η ιστορία διαδόθηκε
αμέσως στο φροντιστήριο. Πολύ σύντομα
δεν υπήρχε μαθητής, όχι μόνο στο τμήμα
μου αλλά και στα άλλα, που να μην ήξερε ότι εγώ είδα το φως της μέρας, στο πίσω
κάθισμα του αυτοκινήτου μας που κόντευε
να μείνει από βενζίνη, δίπλα σε μια
αντλία και ότι αυτή η φόρμα που φορούσα
συνέχεια, ήταν δώρο του βενζινά που
με πρωτοκράτησε νεογέννητο στα λερωμένα από λάδια
χέρια του.
Από
τη μια στιγμή στην άλλη και σε αντίθεση με
την αρχή που περνούσα απαρατήρητος, άρχισαν να δείχνουν όλοι -και κυρίως
όλες- ενδιαφέρον για τον επαρχιώτη
συμμαθητή τους. Έτσι δε με συνέφερε, και
φυσικά δεν αποκάλυψα την αλήθεια παρά
μόνο την τελευταία μέρα των μαθημάτων
όταν πλέον τους αποχαιρετούσα. Αρνήθηκαν να με πιστέψουν. Προτιμούσαν να κρατήσουν την πιο
ενδιαφέρουσα εκδοχή της προέλευσης
της φόρμας που τους διηγήθηκα από την
αληθινή, πλην όμως πεζή· την αγορά της
από ένα μικρό κατάστημα των Αμπελοκήπων. Πιστεύω μάλιστα ότι αν κάποιος από αυτούς
με θυμάται ακόμα μετά από τόσα χρόνια,
σίγουρα θα του διαφεύγει το όνομά μου και θα με ανακαλεί στη μνήμη του ως "ο ...που
γεννήθηκε σε βενζινάδικο".
Θυμήθηκα
αυτή την ιστορία διαβάζοντας
ότι πριν από λίγες μέρες ένα αγοράκι
γεννήθηκε στο μετρό στη Φιλαδέλφεια.
Η εικόνα, από εδώ.