Στις
οχτώ και πέντε, σήμερα το πρωί, εγώ, ο
Παπαδόπουλος, ο Μιχαηλίδης και ο Μαυράκης
την κοπανήσαμε από την πρώτη ώρα κι αντί
να κάνουμε μαθηματικά σα μαλάκες, φάγαμε
ομελέτες στον κυρ Νίκο, διακόσια μέτρα
από το σχολείο. Εμείς οι τέσσερις έχουμε
ένα συγκρότημα στο οποίο ο Παπαδόπουλος
παίζει μπάσο, ο Μιχαηλίδης όργανο, ο
Μαυράκης ηλεκτρική κιθάρα κι εγώ
ασχολούμαι με τα τύμπανα, τους δίνω και
καταλαβαίνουν. Αφού φάγαμε τις ομελέτες,
συζητήσαμε για κάτι τραγούδια που έχει
γράψει ο Παπαδόπουλος και καταλήξαμε
στο να κάνουμε συλλογική ενορχήστρωση,
δηλαδή να μην τα ενορχηστρώσουμε καθόλου,
να τα παίξουμε κατευθείαν κι ό,τι βγει.
Στη συνέχεια ο Παπαδόπουλος μας
πληροφόρησε για το διαγώνισμα της
Φυσικής. Μας προειδοποίησε για τα θέματα.
Εμείς τον ταράξαμε στις ερωτήσεις -πού
τα είχε βρει και τα λοιπά- κι εκείνος
προσπάθησε να στρίψει την κουβέντα στη
μουσική. Τη στιγμή που ήμασταν έτοιμοι
να τον πλακώσουμε στις σφαλιάρες μπήκε
μέσα στην ΕΒΓΑ του κυρ Νίκου ο φιλόλογος
Σταυρόπουλος, ο οποίος μας διέταξε να
τον ακολουθήσουμε στο γραφείο του
διευθυντή. Πριν φύγουμε ο Σταυρόπουλος
πλήρωσε τις ομελέτες.
Ο
διευθυντής μας δέχτηκε στο γραφείο του
και μάς είπε να καθίσουμε σ` έναν καναπέ
που βούλιαζε. Καθίσαμε, εγώ δεξιά, δίπλα
μου ο Μαυράκης, μετά ο Μιχαηλίδης που
τα είχε κλάσει και μετά ο Παπαδόπουλος.
Ο διευθυντής -γνωστός με το ψευδώνυμο
“γάτος”- μας κοίταξε αυστηρά έναν έναν
κι ύστερα έμεινε σιωπηλός για τριάντα
δευτερόλεπτα στη διάρκεια των οποίων
ο Μιχαηλίδης έκανε χωρίς να το καταλαβαίνει
έναν απαίσιο κρότο τσακίζοντας τα
δάχτυλά του. Ο γάτος του είπε να σηκωθεί
όρθιος και να κάτσει σα μαλάκας στη
γωνία. Ο Μιχαηλίδης σηκώθηκε κι αφού
ψέλλισε μια συγνώμη που ακούστηκε σαν
ρόγχος πήγε και στάθηκε μπροστά από τη
βιβλιοθήκη κάνοντας ότι εξετάζει τα
βιβλία. Ο Παπαδόπουλος βολεύτηκε πιο
άνετα στον καναπέ μόλις σηκώθηκε ο
Μιχαηλίδης κι ασυναίσθητα έβγαλε κι
άναψε τσιγάρο, προσφέροντας μάλιστα
και στον γάτο που κοκκίνισε ολόκληρος
και πήγε κάτι να ουρλιάξει, μόνο που η
φωνή του δεν έβγαινε, ακουγόταν κάτι
σαν κρα, κρα, κρα. Εμείς μείναμε ακίνητοι,
ο Παπαδόπουλος μάλιστα τράβηξε δυο
ρουφηξιές σε τούρκικο στυλ πριν το
σβήσει. Ο γάτος συνέχισε να παριστάνει
το κοράκι μέχρι που λιποθύμησε. Μόλις
έπεσε με το κεφάλι πάνω στο γραφείο, ο
Μιχαηλίδης τον μούντζωσε.
Είχε
πάει η ώρα εννιά κι άρχιζε η Φυσική. Για
να γλυτώσουμε το διαγώνισμα μείναμε
εκεί που βρισκόμαστε, παρέα με τον
αναίσθητο γάτο. Ανάψαμε όλοι τσιγάρο
και το κάναμε ντουμάνι. Για να περάσει
η ώρα πιάσαμε χαμηλόφωνη κουβεντούλα
στη διάρκεια της οποίας ο Μιχαηλίδης
βημάτιζε νευρικά πάνω κάτω επαναλαμβάνοντας
τη φράση “είσαστε μαλάκες, την πατήσαμε”.
Ο Μαυράκης επανέφερε την κουβέντα στα
τραγούδια του Παπαδόπουλου υποστηρίζοντας
ότι ο στίχος “βγαίνεις μέσα απ` τις
φασκιές/ μ` άγριες τελετές” έπρεπε να
φύγει από τη μέση και να αντικατασταθεί
από τον στίχο “μπαίνεις μωρό μου στις
γιορτές/ ψάχνεις αγκαλιές”. Ο Παπαδόπουλος
κατηγόρησε το Μαυράκη για εμπορικότητα
κι ο Μιχαηλίδης σταμάτησε εκείνη ακριβώς
τη στιγμή να μονολογεί και ανακοίνωσε
ότι το καλλιτεχνικό έπρεπε να συνδυάζεται
με το εμπορικό, κατά τη γνώμη του. Εγώ
είπα ότι σημασία έχει τί θέλαμε να πούμε.
Ο Μαυράκης μού απάντησε ότι αν ξέραμε
τί θέλουμε να πούμε θα το λέγαμε αντί
να γράφουμε τραγούδια. Η συζήτηση μας
παρέσυρε και σιγά σιγά αρχίσαμε να
μιλάμε δυνατά. Οι φωνές μας ακούστηκαν
στο διάδρομο και χωρίς να το πάρουμε
πρέφα, μπήκε στο γραφείο ο επόπτης, ο
κύριος Ρήγας. Μόλις αντίκρισε τον
αναίσθητο γάτο έβαλε τις φωνές. Μας
ρώτησε τί είχε συμβεί κι εμείς του είπαμε
ότι δεν είχαμε ιδέα. Ο Ρήγας μας διέταξε
να περιμένουμε στο διάδρομο ενώ εκείνος
έτρεξε αμέσως να φέρει βοήθεια, να
συνεφέρουνε τον γάτο. Βγήκαμε στο
διάδρομο και καθόμασταν σα μαλάκες για
κανένα πεντάλεπτο που μας φάνηκε αιώνας.
Ο Μιχαηλίδης ήταν κάτασπρος. Ο Μαυράκης
έβγαλε από την τσάντα του μια αθλητική
εφημερίδα και μάς διάβασε τη σύνθεση
του Ολυμπιακού στον απογευματινό αγώνα
του Κυπέλλου με την Καστοριά. Κατά τη
γνώμη του έπρεπε να παίξει φουνταριστός
κυνηγός ο Αργυρούδης ο οποίος ήξερε να
στρίβει επί τόπου και να βρίσκεται
ελεύθερος και μόνος με τη μπάλα, απέναντι
από τον τερματοφύλακα. Ο Μαυράκης
παραδέχτηκε -αν και Παναθηναϊκός- ότι
ο Αργυρούδης ήξερε να πλασάρει. Ο
Μιχαηλίδης μας κοίταζε σαν να έβλεπε
αγνώστου ταυτότητος ιπτάμενα αντικείμενα.
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι
για το πρώτο διάλειμμα. Ο διάδρομος
γέμισε από αλαλάζοντα πλήθη που ηχούσαν
σαν χαλκός μη έχων αγάπη. Βαρεθήκαμε να
στεκόμαστε εκεί σα μαλάκες και βγήκαμε
στην αυλή.
Μόλις
τέλειωσε το διάλειμμα ήρθε και μας βρήκε
ο Ρήγας ο οποίος μας διέταξε να πάμε για
μάθημα. Από τα λεγόμενά του καταλάβαμε
ότι ο γάτος ήταν ακόμα τέζα. Για μάθημα
πήγαμε χαλαρωμένοι και άνετοι γιατί το
μάθημα για τις επόμενες δύο ώρες δεν
ήταν μάθημα, ήταν έκθεση ιδεών. Στην
αρχή, την πρώτη ώρα, βγαίνανε οι διάφοροι
και διαβάζανε τις καλύτερες εκθέσεις. Ο
Μαυράκης είχε διαβάσει μια φορά έκθεσή
του, ο Παπαδόπουλος επίσης μια αλλά την
είχε αντιγράψει από μια φυλλάδα, κι εγώ
με τον Μιχαηλίδη καμία. Μόλις μπήκε στην
αίθουσα, ο φιλόλογος, ο κύριος Ασημακόπουλος
-γνωστός με το ψευδώνυμο “εργολάβος”
από το ομώνυμο γλυκό- μας κοίταξε
περίεργα. Μάς γάβγισε τη φράση “καθίστε,
καθίστε” κι όταν αυτό έγινε κάλεσε τον
Πορτοκαλίδη να διαβάσει την έκθεσή του
η οποία άρχιζε με τη φράση:”Από αρχαιοτάτων
χρόνων ο άνθρωπος...” Παρακάτω δεν άκουσα
γιατί ο Μιχαηλίδης -που κάθεται δίπλα
μου- άπλωσε πάνω στο θρανίο έναν χάρτη
της Αιγύπτου. Ύστερα άρχισε να ζωγραφίζει
σχεδίες πάνω στον Νείλο, δεκάδες
μικροσκοπικές σχεδίες που έφταναν μέχρι
το Σουδάν. Μόλις έφτασε στο Σουδάν ο
Μιχαηλίδης εγκατέλειψε τον Νείλο και
βάλθηκε να σχεδιάζει ψηλούς Νούβιους,
ακριβώς στα σύνορα Σουδάν και Αιγύπτου.
Ξαφνικά πάνω στη σύγχυση, άκουσα τον
εργολάβο να φωνάζει το όνομά μου. Σηκώθηκα
όρθιος κι εργολάβος μού είπε να κάνω
παρατηρήσεις στην έκθεση του Πορτοκαλίδη.
Είπα ότι ήταν καλογραμμένη, ότι ο
Πορτοκαλίδης χρησιμοποιούσε ωραία τη
γλώσσα και ανέπτυσσε σωστά τα νοήματα,
θα έπρεπε όμως να χρησιμοποιεί περισσότερα
κοσμητικά επίθετα. Ο εργολάβος συμφώνησε
και με ρώτησε γιατί εγώ χρησιμοποιούσα
τόσο άσχημα τη γλώσσα κι έκανα τόσα
πολλά ορθογραφικά λάθη. Τότε πετάχτηκε
ο Παπαπαδόπουλος και είπε ότι τη μέρα
που είχαμε γράψει την έκθεση είχε πεθάνει
μια θεία μου. Πριν προλάβει να αντιδράσει
ο εργολάβος, πετάχτηκε ο Μαυράκης και
δήλωσε ότι τη μέρα που γράψαμε την έκθεση
ε είδε να παραμιλάω στο τρόλεϋ,
επαναλαμβάνοντας στον εισπράκτορα τη
φράση “έχασα τον άνθρωπό μου κι εσείς
μού λέτε για ψιλά;” Η τάξη έβαλε τα γέλια
κι ο εργολάβος με διέταξε να καθίσω
κάτω. Κάθισα. Ο εργολάβος κάλεσε τον
Μηλιάδη να διαβάσει την έκθεσή του η
οποία άρχιζε με τη φράση: “Στη χαραυγή
της ιστορίας, όταν οι πρώτοι άνθρωποι...”
και τα λοιπά. Ο Μιχαηλίδης είχε μαζέψει
το χάρτη της Αιγύπτου και διάβαζε
Θρησκευτικά. Προσπάθησα να παρακολουθήσω
λίγο τον Μηλιάδη αλλά από το πίσω θρανίο
άρχισε μια μίμηση ραδιοφωνικής εκπομπής
με εκφωνητή τον Σημαντήρη που καθόταν
δίπλα στον Παπαδόπουλο. Χοντραίνοντας
τη φωνή του ο Σημαντήρης άρχισε να
μεταδίδει μια εκπομπή που είχε φανταστεί
ο ίδιος και στη διάρκεια της οποίας
διάφορα άτομα επικοινωνούσαν τηλεφωνικώς
με συγγενείς τους στο υπερπέραν. Οι
συγγενείς απαντούσαν σε διάφορες
ερωτήσεις και κέρδιζαν πλούσια δώρα. Η
εκπομπή κράτησε όση ώρα διάβαζε ο
Μηλιάδης ο οποίος τελείωσε την έκθεσή
του με τη φράση: “Να γιατί ο άνθρωπος
πρέπει να αναζητά το μέτρο σε όλες του
τις ενέργειες.” Ο εργολάβος φώναξε το
όνομα Παπαδόπουλος κι αμέσως σηκώθηκαν
τέσσερα άτομα. Ο εργολάβος τους έδωσε
να καταλάβουν ότι εννοούσε τον Παπαδόπουλο
που καθόταν δίπλα στον Σημαντήρη, αυτόν
που έπαιζε μπάσο. Τον ρώτησε την γνώμη
του για την έκθεση του Μηλιάδη κι ο
Παπαδόπουλος είπε ότι ο Μηλιάδης
αναπτύσσει σωστά τα νοήματά του αλλά
πρέπει να διαβάσει λογοτεχνία για να
βελτιώσει τη γλώσσα του. Ο εργολάβος
ρώτησε στη συνέχεια ποιά βιβλία έπρεπε
κατά τη γνώμη του Παπαδόπουλου να
διαβάσει ο Μηλιάδης. Ο Παπαδόπουλος δεν
πρόλαβε να απαντήσει γιατί εκείνη την
ώρα μπήκε ο Ρήγας και μας διέταξε να τον
ακολουθήσουμε.
Ο
Ρήγας μας οδήγησε στο ιατρείο του
σχολείου όπου βρισκόταν ο Σταυρόπουλος,
που μας είχε πιάσει το πρωί, κι ο γάτος
που είχε ανακτήσει τις αισθήσεις του
και μας κοίταζε σα χαζός, ξαπλωμένος
στο κρεβάτι με δυο μαξιλάρια γαλάζια
κάτω από το κεφάλι του. Ο Σταυρόπουλος
μας είπε ότι όταν συνήλθε ο γάτος δε
θυμόταν καθόλου τί είχε συμβεί λίγο
πριν τα φτύσει και μας διέταξε να
διηγηθούμε τί είχε συμβεί. Ο Μιχαηλίδης
που όλη τη μέρα ήταν χεσμένος πήρε θάρρος
από την αμνησία του γάτου και διηγήθηκε
μια απίθανη ιστορία σύμφωνα με την οποία
ενώ εμείς λέγαμε του γάτου πόσο είχαμε
μετανοιώσει για τη συμπεριφορά μας και
τον παρακαλούσαμε να μας τιμωρήσει με
τη μεγαλύτερη δυνατή επιείκεια, ο γάτος
αναστέναξε και έπεσε ξερός. Ο Παπαδόπουλος
συμπλήρωσε τονίζοντας ότι ο αναστεναγμός
του γάτου φάνηκε σαν να έβγαινε από τα
έγκατα της γης κι ο γάτος έκανε νόημα
ότι δεν ήθελε να ακούσει άλλο. Μείναμε
για λίγο βουβοί κι ο Σταυρόπουλος που
έδειχνε κάπως συγκινημένος μάς διέταξε
να επιστρέψουμε στο μάθημά μας. Του
εξηγήσαμε ότι τώρα οι άλλοι έγραφαν
έκθεση ιδεών κι ότι θα τους διακόπταμε,
θα γινόταν σούσουρο κι ούτε που θα
προλαβαίναμε να γράψουμε κι εμείς, να
συγκεντρωθούμε και να βρούμε τον ειρμό
μας. Τότε παρενέβη ο γάτος και είπε με
σβησμένη φωνή να βγούμε στην αυλή και
να καθίσουμε εκεί χωρίς να κάνουμε
φασαρία.Στην αυλή καθίσαμε λίγο στο
σκάμμα αλλά βαρεθήκαμε πολύ γρήγορα κι
έτσι πήγαμε όλοι μαζί στην τουαλέτα
όπου καπνίσαμε με την ησυχία μας
διαβάζοντας ο ένας στον άλλο δυνατά
διάφορες φράσεις γραμμένες στον τοίχο
όπως “γάβροι τηγανίζεστε” και άλλα
διάφορα. Ο Παπαδόπουλος πρότεινε να
γράψουμε κι εμείς κάτι για να περάσει
η ώρα και να το διαβάσουμε με τη σειρά.
Ο Μαυράκης έγραψε “γαμιέστε κουφάλες”
, ο Μιχαηλίδης “κάτω η χούντα”, ο
Παπαδόπουλος “θαρσείν χρη” και εγώ
“ξύπνα αγάπη μου, η νύχτα τέλειωσε, τ`
αστέρι σβήσανε πρέπει να φύγεις, μια
ηλιαχτίδα σου χαϊδεύει τα μαλλιά, πρέπει
να φύγεις, θα μας βρούνε αγκαλιά, πρέπει
να φύγεις, πρέπει να φύγεις”. Μετά
βγήκαμε πάλι στην αυλή αλλά περάσαμε
πίσω από τις τουαλέτες, εκεί που έχει
μια τρύπα στο συρματόπλεγμα. Βγήκαμε
σαν κύριοι και πήγαμε στον κυρ Νίκο για
ομελέτες.
Μετά
τις ομελέτες παραγγείλαμε καφέδες
περιμένοντας να περάσου τα Θρησκευτικά
και να πάμε κανονικά στην Υγιεινή, την
τελευταία ώρα. Ο Παπαδόπουλος άνοιξε
μια κουβέντα ότι ντε και καλά έπρεπε να
βάλουμε σαξόφωνο κι ο Μιχαηλίδης είπε
ότι τα πολλά όργανα είναι φτώχεια, όχι
να φέρουμε κι άλλους και να μας μπλέκουν
περισσότερο. Ο Μαυράκης που μάθαινε
σαξόφωνο δεν είπε τίποτα. Εγώ είπα ότι
το ίδιο μού κάνει αρκεί να μη σολάρει
κάθε τρεις και λίγο το πνευστό γιατί
αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα να παραλύουν
τα κομμάτια. Εκείνη τη στιγμή μπήκε στην
ΕΒΓΑ ο Ασημακόπουλος κι ενώ μάς είδε
δεν μάς έδωσε καμία σημασία, άφησε ένα
μεγάλο φάκελλο στο διπλανό τραπέζι από
το δικό μας και τράβηξε κατευθείαν στο
τηλέφωνο του κυρ Νίκου, σχημάτισε έναν
αριθμό και όταν του απάντησαν από την
άλλη άκρη άρχισε να λέει ότι ο γάτος
είχε πάθει αμνησία κι ότι τα πράγματα
ήταν πάρα πολύ σοβαρά γιατί δεν αναγνώριζε
τίποτα, δεν ήξερε ούτε ποιος ήταν ούτε
τί έκανε σ` αυτό το σχολείο. Ύστερα
έκλεισε το τηλέφωνο κι έφυγε τρέχοντας
ξεχνώντας το φάκελλο πάνω στο τραπέζι.
Ο Μιχαηλίδης πήρε τον φάκελλο και τον
άνοιξε. Μέσα ήταν οι τελευταίες εκθέσεις
ιδεών. Οι περισσότερες άρχιζαν με τη
φράση: “Από αρχαιοτάτων χρόνων οι
άνθρωποι...”. Ο Παπαδόπουλος ζήτησε από
τον κυρ Νίκο ένα κόκκινο στυλό και όλη
την υπόλοιπη ώρα μέχρι να πάμε για
Υγιεινή βαλθήκαμε να γράφουμε κάτω από
τις εκθέσεις διάφορες παρατηρήσεις και
να τις βαθμολογούμε όλες με έντεκα. Τις
βάλαμε πίσω στο φάκελλο και τις δώσαμε
στον κυρ Νίκο παρακαλώντας τον να πάει
μέχρι το σχολείο και να τις αφήσει πάνω
στο γραφείο του γάτου.
Φτάσαμε
με μια μικρή καθυστέρηση στην Υγιεινή,
την ώρα που ο καθηγητής και γιατρός
κύριος Γυρόνης -ψευδώνυμο “δόκτορας”-
εξηγούσε μέσες άκρες ότι πρέπει να
πλένεσαι, ιδιαίτερα μετά το γαμήσι. Στο
βάθος ο Σημαντήρης είχε αρχίσει εκπομπή
από τον Άδη με τις λίστες των τραγουδιών
που προτιμούσαν οι ψυχές από το 1959 μέχρι
τις μέρες μας. Ο δόκτορας προσπαθούσε
να επιβληθεί αλλά επειδή ήταν τελευταία
ώρα άλλον κοιμόταν, άλλος έβριζε από
μέσα του κι άλλος διάβαζε Αθλητική χωρίς
να δίνουν δεκάρα για την καθαριότητα.
Ο Μιχαηλίδης μού έδειξε τη φωτογραφία
μιας γκόμενας την οποία υποτίθεται ότι
θα συναντούσε το Σάββατο. Τού είπα ότι
πιο εύκολα θα συναντούσε του Νουβιο στο
γήπεδο και βάλαμε στοίχημα ότι το Σάββατο
δέκα και τέταρτο το βράδυ θα ήταν με τη
γκόμενα έξω από τον κινηματογράφο
“Αελλώ”. Το στοίχημα ήταν το εισιτήριο
για την ταινία, ένα αστυνομικό που ο
Μαυράκης το διαφήμιζε όλη τη βδομάδα.
Ο δόκτορας κατάλαβε εκείνη τη στιγμή
ότι η μουρμούρα που έφτανε στα αυτιά
του προερχόταν από τον Σημαντήρη και
του είπε να σηκωθεί. Ο Σημαντήρης ανέβηκε
πάνω στο θρανίο και ο δόκτορας άρχισε
έντρομος να φωνάζει “κατέβα κάτω αμέσως,
κατέβα κάτω αμέσως”. Τότε μπήκε στην
αίθουσα ο Ρήγας που φαινόταν πανικόβλητος,
πλησίασε το δόκτορα και του είπε κάτι
στο αυτί. Ο δόκτορας τον κοίταξε έκπληκτος
και οι δυο μαζί βγήκαν σχεδόν τρέχοντας
από την αίθουσα αφήνοντάς μας μόνους.
Ο Σημαντάρης κατέβηκε από το θρανίο
μέσα σε θερμά χειροκροτήματα. Ύστερα
έγινε ησυχία. Μείναμε έτσι κανένα
πεντάλεπτο και στη συνέχεια μπήκε στην
αίθουσα ο Μηλιάδης που τον είχαμε στείλει
να μάθει νέα και μα είπε ότι ο γάτος
έπαθε αμνησία, τρελάθηκε, έκλεψε από
τον Ασημακόπουλο τις εκθέσεις ιδεών
και τις βαθμολόγησε όλες με έντεκα. Δεν
είχε προλάβει να τελειώσει και μπήκε
φουριόζος ο Ρήγας ο οποίος μας παρακάλεσε
να σχολάσουμε λίγο νωρίτερα. Πήγαμε στο
σπίτι του Μιχαηλίδη που ήταν κοντά κι
ακούσαμε δίσκους. Ύστερα πεινάσαμε λίγο
κι ο Μιχαηλίδης έριξε την ιδέα στην μάνα
του να μας φτιάξει καμία ομελέτα.
Το
διήγημα είναι του Χρήστου
Βακαλόπουλου.
Περιλαμβάνεται
στο βιβλίο Νέες
Αθηναϊκές Ιστορίες που κυκλοφόρησε
από την Εστία το 1988. Σήμερα συμπληρώνονται
είκοσι χρόνια από το θάνατό του.
Οι
εικόνες από την
ιστοσελίδα
Χρήστος
Βακαλόπουλος,
όπου θα βρείτε βιογραφία του Βακαλόπουλου
από τον πατέρα του.