Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Adios 13, adios

1.
Απολογισμούς σήμερα δεν έχει. Με δεκατρία παιδικά βλέμματα μπροστά στις βιτρίνες του Macy`s και λίγη μουσική αποχαιρετώ το `13 που αναχωρεί. Με τον ίδιο τρόπο -με δεκατέσσερεις όμως εικόνες- θα υποδεχτώ αύριο την καινούρια χρονιά.

Τις γνωστές ευχές της μέρας, φέτος λέω να μην τις πούμε. Ας περάσουμε επιτέλους στην πραγματοποίησή τους. Πρώτα ας κάνουμε όσα περνούν από το χέρι μας και στη συνέχεια, ας κάνουμε όσα δεν περνούν, του χεριού μας. 

2.

3.

4.

5.

6.

7.

8.

9.

10.

11.

12.

13.


Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Πενήντα γουλιές Χριστούγεννα

Αλάσκα έξω η εθνική- χιόνι, κρύο κι ερημιά- φίσκα μέσα το βραδινό λεωφορείο. Παραμονή, σαρανταπέντε αμίλητοι στα καθίσματα και πέντε -αποφασισμένοι να κάνουμε Χριστούγεννα σπίτια μας- όρθιοι στο διάδρομο. Οι τέσσερις τουλάχιστον, γιατί ο πέμπτος, ένας πιτσιρικάς Αλβανός, άμα φτάναμε ξημερώματα, είχε μπροστά του μια ώρα μέχρι τα σύνορα κι από κει, άλλες δώδεκα για το χωριό του.

 Νιάτα που αντέχουν, μα μετά την Αλαμάνα τα παίξαμε κι εμείς και ο κλιματισμός. Αλάσκα μέσα κι έξω. Nα μυρμηγκιάζουν τα μάτια από τις νιφάδες στα τζάμια και το κορμί από το κρύο και την ορθοστασία. Έβγαλε όμως ο Αλβανός ένα κονιάκ και μας έδωσε. Πρώτα στους όρθιους κι ύστερα στους καθισμένους. Στόμα- στόμα, το μπουκάλι έκανε γύρο. Κανένας δεν αρνήθηκε. Πενήντα γουλιές βάλσαμο κι άλλες τόσες ευχές στον πιτσιρικά που ήπιε τελευταίος την τελευταία γουλιά, από το μπουκάλι που είχε δώρο για τον πατέρα του.

 Θες το οινόπνευμα που ζέστανε για τα καλά το μέσα μας, θες το πνεύμα των Χριστουγέννων πού ήταν στον δρόμο κι ερχόταν όπως κι εμείς, κάποιος σηκώθηκε κι έδωσε τη θέση του. Ύστερα άλλοι τέσσερις. Έτσι, αλλάζοντας θέσεις βγήκε άνετα το υπόλοιπο ταξίδι. Στο ΚΤΕΛ, αποχαιρετίσαμε τον Εμίρ και τού ευχηθήκαμε μόνο “καλή συνέχεια” γιατί όπως μας είπε ήταν Μουσουλμάνος.


Οι “Πενήντα Γουλιές Χριστούγεννα”, γράφτηκαν για το αφιέρωμα που φιλοξενεί στις σελίδες της η εφημερίδα Αυγή υπό το γενικό τίτλο Η Χριστουγεννιάτικη Ιστορία μου. Για το πρώτο μέρος -που δημοσιεύτηκε την ημέρα των Χριστουγέννων- έγραψαν επίσης η Ιφιμέδεια, το Βυτίο η Ποδηλάτισσα, οι Κυνοκέφαλοι  και  Ο Ήχος του Ανέμου. Το δεύτερο μέρος του αφιερώματος, με έξι ακόμα κείμενα ιστολόγων, θα δημοσιευτεί στην Αυγή  την ημέρα της Πρωτοχρονιάς. Μην τη χάσετε! 


Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Δύσκολοι αποχαιρετισμοί


Πριν πέντε μέρες πρέπει να ήταν. Είχαμε μαζευτεί, κι από τίποτα, από μια κουβέντα ξεκάρφωτη, μπήκε το πρώτο τραγούδι. Γιουτουμπάκι. Κι ύστερα ήρθε το δεύτερο, το τρίτο και γέμισε η νύχτα ρεμπέτικα. Μια ο ένας, μια ο άλλος, μια ο τρίτος. Ούτε στροφές, ούτε παλαμάκια. Τίποτα. Ήρεμα με ένα ποτήρι στο χέρι. Να ακούς τη μουσική να σιγομουρμουρίζεις τους στίχους, να κοιτάς το κρασί σου. Να μερακλώνεις και να το κρατάς, να μην το βγάζεις και να μελώνει πατρίδα το μέσα σου.

Κράτησα για το τέλος το “Μάνα μου Ελλάς”. Δεν το ήξεραν. Άκουγαν σιωπηλοί την εισαγωγή -”Ξαρχάκος” τους είπα- κι ύστερα στην πρώτη στροφή μετά τον αμανέ κοιτάχτηκαν. “Γκάτσος οι στίχοι, από την ταινία το Ρεμπέτικο”, διευκρίνησα. Πήγα να συμπληρώσω κάτι ακόμα μα με έκοψαν. “Σώπα, να ακούσουμε” είπαν και δυνάμωσαν την ένταση. Εκεί στο και δε δακρύζεις ποτέ σου μάνα μου Ελλάς/ που τα παιδιά σου σκλάβους ξεπουλάς” τους ένιωσα ραγισμένους. “Ρε τι φωνάρα είναι αυτή” είπαν στο τέλος και ύστερα με ρώτησαν ποιός τραγουδούσε. “Νίκος Δημητράτος. Θείος μου” είπα με καμάρι. 


 Από παιδί δεν έχανα συναυλία του. Ούτε και παράσταση ή ταινία, μα πιο πολύ θυμάμαι τις συναυλίες. Είχα πάντα μεγάλη αγωνία, περίμενα να εμφανιστεί –με ένα άσπρο πουκάμισο, εκτυφλωτικό κάτω από τους προβολείς στο Λυκαβηττό- και έπειτα δεν τον άκουγα, μόνο αφουγκραζόμουν το πλήθος. Έπιανα στον αέρα τον κόσμο να χαμηλώνει στο άκουσμα αυτής της φωνής που ήταν έτοιμη να τσακίσει χίλιες φορές, με χίλιους τρόπους κι ύστερα ήξερε πώς να σηκωθεί αργά και να γεμίσει δοξαστικά για να σε λυτρώσει. Χαμήλωνε κι άλλο ο κόσμος μπροστά στη σεμνότητα της σκηνικής του παρουσίας, χαμήλωνε και τότε άπλωνε πάνω στο πλήθος η φωνή, το κυρίευε απόλυτα κι  ανέσυρε μια μια τις πιο ξεχασμένες μνήμες. Μνήμες από μια ατόφια Ελλάδα, ιδανική και διαρκώς απούσα. Στο τέλος, το ένιωθες: το χειροκρότημα του κόσμου για το Δημητράτο, δεν είχε μόνο το “μπράβο” ή τον θαυμασμό, είχε σεβασμό.
 

Πάμε να δεις την αυλή που μεγάλωσα” πρέπει να μού είχε πει και από το Μοναστηράκι πήραμε να ανηφορίζουμε τα στενά στην Πλάκα. Μπροστά πήγαινε ο Θωμάς – θα ήταν δώδεκα, το πολύ δεκατρία τότε- κι εμείς ακολουθούσαμε. Ανηφορίζαμε κι μού έλεγε για τα παλιά: πώς ήταν η Πλάκα όταν ζούσε εκεί με τη μητέρα του, πώς ξεκινούσε από το σπίτι πιτσιρίκι για να πάει στη Μητρόπολη. Παπαδάκι πρώτα και μετά στη βυζαντινή χορωδία. Όταν φτάσαμε, ακούμπησε το ντουβάρι κι έτσι μου έδειξε το σπίτι τους. Θυμάμαι ακόμα αυτή την εικόνα: το χέρι του πάνω στην ξεφλουδισμένη ώχρα. Ευλαβικά. 

Στενό το σοκάκι κι ανηφόρισα λίγο ακόμα δω το σπίτι ολόκληρο -ένα ισόγειο, μικρό, ακατοίκητο. Κλειστά πορτοπαράθυρα και χορτάρια να φυτρώνουν στην άκρη της στέγης. Κι άλλη εικόνα μπροστά μου σχεδόν κινηματογραφική: ο Νίκος ακουμπισμένος στον τοίχο, να αναπολεί με το κεφάλι του λίγο γερμένο και αρκετά πιο πίσω, δίπλα στην πόρτα, στην ίδια σχεδόν στάση ο Θωμάς. Με την ίδια έκφραση. Ολόιδιοι πατέρας και γιος, σαν να έβλεπες έναν άνθρωπο σε δύο διαφορετικές ηλικίες.


 Μια μέρα πέρασα απροειδοποίητα από το σπίτι στο Βύρωνα και τον πέτυχα στη ραπτομηχανή. Γάζωνε παντόφλες με τη σιγουριά επαγγελματία. Σίγουρα κι από αυτή τη δουλειά είχε περάσει. Είτε μικρός στο ξεκίνημα για βιοπορισμό είτε αργότερα, μεγάλος, όταν πάλευε να πλάσει τους ρόλους του -όπως κανένας άλλος ηθοποιός- άλλαξε δεκάδες δουλειές. Τρεις μήνες ήταν σε κρεοπωλείο για το Άντε Γεια του Τσεμπερόπουλου. “Εδώ είχα βάλει σχεδόν είκοσι κιλά για το ρόλο, θα έκανα το χασάπη, χωρίς να ξέρω να κόβω το κρέας σαν επαγγελματίας;” μου είχε πει κάποτε.


 Για τις παντόφλες κατέβαινε στου Ψυρρή, έπαιρνε δέρματα, τις σχεδίαζε και τις έφτιαχνε για όλους στην οικογένεια. Όχι μόνο τη στενή μα την ευρύτερη: ανίψια, ξαδέλφια, θείοι, όλοι έλαβαν. Διαφορετικό το κάθε ζευγάρι. “Να δεις που θα σου πάρει μέτρα για να σου φτιάξει και σένα” είπε η Χαρά. Μέτρα δε μού πήρε εκείνη τη μέρα μα σηκώθηκε κι έβαλε να φτιάξει μακαρονάδα. Εκεί να δεις μεράκι και σιγουριά. Σιγοσφύριζε κι ανακάτευε τη σάλτσα. Με τραγούδι τα σούρωσε. Καθόμασταν στο τραπέζι της κουζίνας με τη θεία τη Χαρά κι έλεγα μέσα μου, να αργήσει το φαγητό να τον ακούσω κι άλλο. Δεν άργησε το φαγητό κι έτσι τραγουδισμένο που ήταν, μού φάνηκε πιο νόστιμο. 


Καλοκαίρι στα Κύθηρα στο σπίτι τους, λίγο πριν το γάμο της Μαρίας της μοναχοκόρης του. Άρχοντας στην αυλή, μπροστά στη θέα του πελάγους, ένιωθες ότι ήταν πλήρης. Όλα τα σπουδαία του βίου -για άλλους ασήμαντα- τα είχε γευτεί και συνέχισε να τα γεύεται με τον δικό του απλό τρόπο. Το έβλεπες στο σπίτι που έχτισε με τα χέρια του. Στον τρόπο που τραγουδούσε, που έπιανε το χέρι της Χαράς, που αγκάλιαζε τα παιδιά του- με τα χέρια ή με το βλέμμα. Στις μετρημένες κουβέντες του. Στον τρόπο που κρατούσε το ποτήρι στο χέρι του. Στο καθαρό του γέλιο. Το έβλεπες ξεκάθαρα στον τρόπο με τον οποίο πατούσε το χώμα. 

Καλό δρόμο Νίκο



 οι εικόνες από το Ρεμπέτικο 

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Yes, Virginia...

Όλα – εκτός από τα πορτοφόλια που είναι φτιαγμένα για κάρτες και για τα μικρότερα των ευρώ, δολάρια- στις ΗΠΑ είναι μεγάλα: οι δρόμοι, τα αυτοκίνητα, τα κτήρια, τα κρεβάτια, οι συσκευασίες των προϊόντων και φυσικά τα καταστήματα. Έτσι όταν βλέπεις στην πρόσοψη ενός καταστήματος μια τεράστια ταμπέλα να φωνάζει με σιγουριά: Macy`s το μεγαλύτερο κατάστημα στον κόσμο” είναι μάλλον αλήθεια κι όχι ένα συνηθισμένο εμπορικό τρικ που θα εντυπωσιάσει και θα προσελκύσει πελάτες.

Ο ιδρυτής του καταστήματος, ο Rowland Hussey Macy άρχισε την καριέρα του ως ψαράς κι όταν εγκατέλειψε τη θάλασσα, άνοιξε το 1858 ένα κατάστημα στο Μαναχάταν που γρήγορα επεκτάθηκε κι έγινε ένας κολοσσός -αντίστοιχος των ψαριών που κυνηγούσε στα νιάτα του που ήταν φάλαινες. Το σήμα του καταστήματος ήταν και παραμένει, ένα κόκκινο αστέρι, ίδιο με το τατουάζ που είχε στο μπράτσο του ο πρώην φαλαινοθήρας.

Το Macy`s που εκτείνεται στην 34η οδό μεταξύ της Έκτης και της Έβδομης λεωφόρου, φημίζεται για τις εντυπωσιακές βιτρίνες του στην διάρκεια της περιόδου των Χριστουγέννων που αποκαλύπτονται στο κοινό τέλη Νοέμβρη, αμέσως μετά την Ημέρα των Ευχαριστιών. Φέτος, όπως κάθε χρόνο εδώ και πολλές δεκαετίες, υπάρχουν δύο θεματικές ενότητες.

Η πρώτη ενότητα, που συναντά κανείς στις βιτρίνες της Έκτης Λεωφόρου, απεικονίζει με ευφάνταστο τρόπο την ιστορία ενός αγοριού που ενώ κοιμάται στο κρεβάτι του αγκαλιά με τον άσπρο αρκούδο του, ονειρεύεται την μαγική χώρα του χειμώνα στην οποία ξυπνά και τη διασχίζει συναντώντας στο δρόμο του νεράιδες, ξωτικά και ζώα του δάσους.  









Η δεύτερη θεματική ενότητα αναπτύσσεται στις βιτρίνες του Macy`s που βρίσκονται στην 34η οδό. Πρόκειται για την  εικονογράφηση της αληθινής ιστορίας της μικρής Βιρτζίνια που το 1897 έστειλε μετά από την προτροπή του πατέρα της, μια επιστολή στην Sun -έγκυρη εφημερίδα της εποχής για την οποία έλεγαν "If you see it in The Sun, it's so."- απευθύνοντας στους συντάκτες, το καίριο για τα οκτώ της χρόνια ερώτημα αν υπάρχει Άγιος Βασίλης. Την απάντηση έδωσε ο Francis Church που ήταν πολεμικός ανταποκριτής κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφύλιου Πολέμου και δημοσιεύτηκε στο φύλλο της 21ης Σεπτεμβρίου του 1897 με τίτλο Yes, Virginia, there is a Santa Claus. Αξίζει να σημειωθεί ότι η επιστολή που έστειλε η Βιρτζίνια στην Sun και έγινε αφορμή γι αυτή την πολύ αγαπητή στις Η.Π.Α χριστουγεννιάτικη ιστορία, σώζεται μέχρι σήμερα. 











*







Όμορφες οι βιτρίνες του Macy`s, εντυπωσιακές, μα ακόμα πιο όμορφα είναι τα βλέμματα των παιδιών που τις κοιτάζουν. Οι φωτογραφίες τους στο επόμενο ποστ. Μέχρι τότε...



Καλά Χριστούγεννα! 


-το σημερινό ποστ 
είναι αφιερωμένο στα παιδιά των φίλων ιστολόγων, 
εκτός της εικόνας που έχει ένα αστεράκι και είναι για τη Σταυρούλα.


Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Το γύρισμα

Η 25η λεωφόρος στο Queens συνήθως δεν έχει πολλή κίνηση γι αυτό και με παραξένεψαν εκείνη τη μέρα τα μεγάλα φορτηγά που ήταν αραγμένα στο τέλος της - εκεί που συναντάει την Steinway.
 
Σ` αυτή την πόλη όλα μπορούν να συμβούν” σκέφτηκα όταν άρχισα να υποψιάζομαι ότι ήταν συνεργείο που ετοιμαζόταν για γύρισμα. Έβγαλα την φωτογραφική μηχανή και άρχισα τα κλικ, όσο πιο διακριτικά γινόταν. Όταν είδα ότι δεν υπήρχε πρόβλημα, ξεθάρρεψα και ζήτησα πληροφορίες.
  
Πέτυχα τον κατάλληλο άνθρωπο. Ο Kevin ήταν πρόθυμος να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις. Το μόνο κακό ήταν ότι μιλούσε πολύ γρήγορα και τα μόνα που έπιασα εκείνη τη στιγμή ήταν ότι επρόκειτο για το γύρισμα ενός show για το τηλεοπτικό κανάλι CBS που θα προβληθεί στις Η.Π.Α τέλη Φεβρουαρίου. Ούτε τίτλο, ούτε ονόματα συντελεστών.
 
Μού μιλούσε και συγχρόνως επέβλεπε το ξεφόρτωμα οπότε τον ευχαρίστησα, και τον άφησα να συνεχίσει τη δουλειά του.
  
Προχώρησα προς την Steinway, ενώ το κουβάλημα συνεχιζόταν με γρήγορους ρυθμούς.

Μόλις έστριψα είδα όλο το συνεργείο εν δράσει. Σκέφτηκα να μείνω για λίγο να βγάλω μερικές φωτογραφίες και να συνεχίσω το δρόμο μου, γιατί από ένα αμερικάνικο show, όσο εντυπωσιακό κι αν ήταν το γύρισμά του, ποστ δεν έβγαινε...

Έτσι αρκέστηκα

σε μερικά πορτραίτα

των μελών του συνεργείου,

που 

συνέχιζαν 

την προετοιμασία

του γυρίσματος 

ο καθένας 

στο πόστο του

χαλαρά ή 

με μεγάλη ένταση. 

Κάποιοι – κομπάρσοι όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια- δεν με πήραν καθόλου είδηση.

Κάποιοι άλλοι όμως αντιμετώπισαν το κλικ με ενθουσιασμό. 

Ετοιμαζόμουν να φύγω όταν πρώτα ο φακός κι έπειτα το μάτι, έπεσαν σε αυτό το κείμενο που ήταν κολλημένο σε διάφορα σημεία του δρόμου.

Blue Bloods, Blue Bloods...” μονολογούσα προσπαθώντας να βρω τί μού θύμιζε, μέχρι που το είδα τυπωμένο στις καρέκλες του σκηνοθέτη. 

Εκείνη τη στιγμή πρόσεξα έναν τύπο που μού φάνηκε πολύ γνωστός. 

Αλλά μόνο όταν διέκρινα το αστυνομικό σήμα στη ζώνη του, κατάλαβα ότι αυτός ήταν ο Danny. Ο κατά κόσμον Donnie Wahlberg

 Παραδίπλα, ανάμεσα σε τεχνικούς, διέκρινα και την ντετέκτιβ Maria, την νυν ηθοποιό και πρώην μοντέλο Marisa Ramirez.


Και φυσικά αποφάσισα να μείνω μέχρι να τελειώσει το γύρισμα.

Cut. Για όσους δεν παρακολουθούν το Blue Blood που προβάλλεται από τον ΣΚΑΙ, πρέπει να πω ότι πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα αστυνομική σειρά στην οποία πρωταγωνιστούν τα μέλη της οικογένειας Reagan. Φυσικά είναι όλοι -και οι τρεις γενιές- αστυνομικοί. Κυρίαρχη μορφή ο πατέρας -ο Frank Reagan τον ρόλο του οποίου παίζει ο Tom Selleck- αστυνομικός διευθυντής της Νέας Υόρκης, θέση που κατείχε παλιότερα ο παππούς. Ο Danny είναι ο μεγαλύτερος γιός του και η Maria η συνεργάτιδά του. 

Στο μεταξύ ο φίλος μου ο Kevin, τέλειωνε  στην απέναντι πλευρά του δρόμου τις ρυθμίσεις στους προβολείς που είχαν ανέβει ψηλά με γερανό. 

 Στο ίδια πλευρά, είχαν ήδη στηθεί οι ράγες για το traveling, ενώ στην άλλη γινόταν ήδη οι πρόβες της σκηνής που θα γυριζόταν.
 
Όταν ήταν όλα έτοιμα, έκλεισε  η κλακέτα. Δεν άκουσα "action!" αλλά αμέσως

ο Danny και η Maria βγήκαν από ένα αυτοκίνητο...

 και προχώρησαν
 
προς το αραβικό στέκι της Steinway, το Firdos

τo GRILL CAFE & HOOKAH LOUNGE. Το γύρισμα της σκηνής επαναλήφθηκε άλλες δυο φορές...

...ενώ  το αποτέλεσμα έβλεπαν στο monitor 

Στο διάλειμμα που ακολούθησε,

όλοι χαλάρωσαν 

και οι θαυμαστές βρήκαν την ευκαιρία να πλησιάσουν 

και να φωτογραφηθούν με τους ηθοποιούς. Ήταν ευκαιρία να ζητήσω κι εγώ από τον Donnie Wahlderg, να ποζάρει για ένα ωραίο, σοβαρό πορτραίτο. Και όπως βλέπετε, δε μού χάλασε χατίρι.