Δεν μού χρειάζονται εικόνες· ούτε βίντεο.
Τα
σκάγια του αεροβόλου τη βρήκαν στο
φτερό. Νεκρός χρόνος. Στριφογύρισε στον
αέρα κι ύστερα έπεσε παραπέρα. Λογάριασαν
πού, έτρεξαν και τη μάζεψαν. Σαν τρόπαιο
την έφεραν στη γειτονιά. Την έδεσαν από
το ένα πόδι με σκουριασμένο σύρμα· όχι
σπάγκο, σύρμα έβαλαν -σαν να το είχαν
μελετήσει πριν, ή σαν να το είχαν ξανακάνει
πολλές φορές. Την κρέμασαν ανάποδα από
τα κάγκελα. Γελούσαν. Έσταζε αίμα
στο πεζοδρόμιο κι εκείνοι
γελούσαν. Χτυπιόνταν το ζωντανό
ακόμα, να ξεφύγει και το αίμα σκόρπιζε.
Κάτω, και δυο τρεις σταγόνες πάνω τους.
Ο
χρόνος μπροστά στο κακό διαστέλλεται.
Ορμήσαμε
τρεις να το σώσουμε. Οι μικρότεροι. Μας
άρπαξαν στον αέρα. Στριμμένα τα χέρια
μας πίσω στην πλάτη· μας γονάτισαν. Κάποιος
έφερε -όχι, μαζί του πρέπει να το είχε-
οινόπνευμα. Το μπλε, σε πλαστικό μπουκάλι.
Την έλουσε. Σπαρτάρισε από τον πόνο
στην πληγή. Γυάλισαν μουσκεμένα τα
μαύρα φτερά. Κλωτσούσαμε να τους
πετύχουμε στο καλάμι, στα
αρχίδια. Κλωτσούσαμε να ξεφύγουμε
μα γύρισαν κι άλλο τα χέρια μας.
Ηττημένοι σκύψαμε τα κεφάλια
μπροστά στο κρεμασμένο πουλί. Μας τα
σήκωσαν από τα μαλλιά, “Δέστε χέστηδες,
δέστε”.
Στη
φρίκη οι αισθήσεις δουλεύουν στα κόκκινα.
Ο
πιο μεγάλος έσυρε την κεφαλή του σπίρτου
στην πλαϊνή επιφάνεια του κουτιού. Πριν
καν τελειώσει την κίνηση, μύρισε φώσφορος.
Ύστερα πλησίασε αργά το σπίρτο αναμμένο
μπροστά στα κεφάλια μας. Το κράτησε εκεί
απειλητικά και λίγο πριν φτάσει η φλόγα
στα δάχτυλά του -φαγωμένα νύχια, κατάμαυρα
από βρώμα- το πέταξε μακριά. Ύστερα,
άναψε δεύτερο -η ίδια κίνηση της κεφαλής
στην τραχιά επιφάνεια- τρίτο σπίρτο -ο
ίδιος ανατριχιαστικός ήχος- τέταρτο
σπίρτο -η ίδια μυρωδιά της κόλασης-
πέμπτο κι η μικρή φλόγα πυρκαγιά στεκόταν
μπροστά στα έντρομα μάτια μας. Απέναντι,
τα μάτια του πουλιού, δυο μαύρες χάντρες
συμπυκνωμένος φόβος.
Η
μυρωδιά της καμμένης σάρκας σε ακολουθεί
ισόβια.
Το
τελευταίο σπίρτο, χωρίς την προηγούμενη
τελετουργία, πετάχτηκε ξαφνικά
στην κάργια. Νεκρός χρόνος. Έβγαλε
μια κραυγή. Όχι πουλιού· ανθρώπινη μας
φάνηκε, πέρα από τα όρια του πόνου. Μετά
λαμπάδιασε. Την είδαμε για μια στιγμή
αιώνα: μια φλόγα που φτεροκοπούσε απόγνωση.
Μετά κλείσαμε τα μάτια. Μύρισαν πρώτα
τα φτερά που καίγονταν τρίζοντας.
Ύστερα, η ζωντανή σάρκα που γίνονταν
παρανάλωμα. Μας φλόγιζε τα πρόσωπα με
τα ερμητικά κλειστά μάτια κι ο αέρας
έφερνε αποκαΐδια
φτερών, βελόνες πάνω μας. Η κραυγή
της κάργιας στα αυτιά μας, αντηχούσε
μέχρι τη στιγμή που ένα κρακ, αν
και σιγανό, ανεπαίσθητο, τη σκέπασε.
Πρέπει να ήταν το κρανίο που έσπασε.
Για
αυτό σου είπα από την αρχή: Δεν μού
χρειάζονται εικόνες· ούτε βίντεο.
"...η φρίκη/ δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή/ γιατί είναι αμίλητη και προχωράει∙/ Στάζει τη μέρα στάζει στον ύπνο /μνησιπήμων πόνος." *
"...η φρίκη/ δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή/ γιατί είναι αμίλητη και προχωράει∙/ Στάζει τη μέρα στάζει στον ύπνο /μνησιπήμων πόνος." *
* Γιώργου Σεφέρη, Τελευταίος Σταθμός
3 σχόλια:
Ανατρίχιασα... Κυριολεκτικά. Μόνο σιωπή.
Και οργή! Πολλή οργή!
Φρικιαστικά συγκλονιστικό!
Και ναι, δεν χρειάζονται εικόνες ούτε βίντεο όταν μιλάει σπαραχτικά η αλήθεια!
"Μνησιπήμων πόνος": αυτό ακριβώς!
Δημοσίευση σχολίου