«Ώσπου
να βρω τους τάφους, τα μέσα που είχα ήταν
πάρα πολύ λίγα. Το πανεπιστήμιο είχε
μικρές πιστώσεις. Ο Γιάννης ο Κακριδής,
όταν ήταν πρύτανης, τις αύξησε κάπως,
αλλά ήταν περιορισμένες, γιατί τις
μοιραζόμασταν όλοι οι αρχαιολόγοι. Τη
χρονιά που βρήκα τους τάφους, το 1977,
προσπαθώντας να εξηγήσω πώς βρέθηκαν
εκεί, έκανα μια ολόκληρη θεωρία.
Ο
τότε πρύτανης του ΑΠΘ, καθηγητής των
μαθηματικών, μακαρίτης τώρα, Γιάννης
Ανασιασιάδης, μου είπε επί λέξει: 'Εγώ,
ως μαθηματικός, βλέπω ότι η θεωρία σου
είναι τελείως άψογη μαθηματικά. Επομένως
πρέπει να σου δώσουμε κάτι παραπάνω. Να
το βρούμε στον προϋπολογισμό'. Και μου
'δωσε ένα εκατομμύριο, που με βοήθησε
πάρα πολύ. Με αυτό δούλεψα.
Ο
μετέπειτα πρύτανης, Χριστοδούλου,
κτηνίατρος, μου 'λεγε ότι δεν μας
ξαναδίνουν αυτή την πίστωση, θα
ξαναγυρίσουμε στις 200.000 δραχμές. Εκτός
αν έβρισκα κάτι. Η αγωνία μου ήταν να
βρούμε έστω την άκρη ταυ τάφου. Όταν το
πετύχαμε, πρωθυπουργός ήταν τότε ο
Καραμανλής, ο οποίος, χωρίς να ζητήσω
εγώ, μόνος του ενδιαφέρθηκε και ήρθε να
τα δει. Μου είπε τότε: 'Μπορείτε να
απορροφήσετε τον άλλο χρόνο δέκα
εκατομμύρια;'. Του απήντησα ότι θα τα
μοιραστώ με την ανασκαφή του Δίου. Από
εκεί και πέρα είχα τα ποσά που χρειάζονταν».
Έτσι
αφηγείται ο Μανόλης Ανδρόνικος σε
συνέντευξή του στον Κώστα Σερέτη, μία
άλλη πτυχή της διαδρομής του προς την
ανακάλυψη των βασιλικών τάφων. Η αγωνία
περί τα οικονομικά, αγωνία σύντροφος
σχεδόν κάθε ανασκαφέα στη χώρα μας, στην
περίπτωση του Ανδρόνικου βρήκε ευήκωα
ώτα. Κι όταν έφτασε η στιγμή εκείνη που
το τσαπάκι του κορυφαίου Έλληνα
αρχαιολόγου "χτύπησε" την πέτρα
του δυτικού τοίχου του πρώτου ασύλητου
μακεδονικού τάφου, ο Ανδρόνικος ήταν
μόνος με τους συνεργάτες και τους εργάτες
της ανασκαφής του. Κανένας άλλος δε
βρέθηκε δίπλα του εκείνες τις πολύτιμες
στιγμές.
Άλλωστε
οι πρώτοι στους οποίους ο ίδιος απευθύνθηκε
ήταν το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης,
η αρμόδια Εφορία Αρχαιοτήτων, ο στρατός
και η αστυνομία προκειμένου να
προστατευθούν το σπουδαίο μνημείο, οι
νεκροί και τα κτερίσματα. Ούτε πολιτικοί,
ούτε δημοσιογράφοι, ούτε ανακοινωθέντα
για την πορεία της ανασκαφής.
Και
κάτι ακόμα. Την ανακοίνωσή του ο Ανδρόνικος
την έκανε δύο περίπου μήνες μετά την
ανακάλυψή του και αφού είχε τεμκηριώσει
επιστημονικά τα ευρήματά του. Έχασε
κάτι η επιστήμη απ' αυτό, έχασε κάτι η
άμεση ενημέρωση των πολιτών; Έχασε κάτι
σε διαφήμιση η χώρα; Τουναντίον κέρδισαν
και ο πολιτικός πολιτισμός, και η χώρα
και οι πολίτες της.
Οι
επιστήμονες, μόνοι με τα επιστημονικά
δεδομένα και το όνειρο να βρεθεί το
λιοκούκουτσο που θα μετατρέψει την
υπόθεση εργασίας σε τεκμήριο ιστορίας,
αναμετρώνται με το χώμα και τον χρόνο.
Έτσι γίνεται στις ανασκαφές. Όλα έχουν
τη δική τους διαδρομή, σαφή και με
επιστημονικά κριτήρια χαραγμένη. Το
τσαπάκι, η μελέτη, το τεκμήριο, το
πανεπιστήμιο, η ανακοίνωση, τα μέτρα
ασφαλείας και προστασίας του μνημείου.
Και ο χρόνος, άρχοντας και κυρίαρχος
όλων, με το δικό του ραχάτι, σε κάθε
ανασκαφή κοιτάει αφ' υψηλού το χώμα και
τα τσαπάκια, τα κόσκινα και τα ευρήματα,
τους ανασκαφείς και την αγωνία τους.
Φαίνεται
πως από τον Νοέμβριο του 1977 που ο
Ανδρόνικος έφερε στο φως τα σπουδαία
ευρήματά του μέχρι σήμερα έχει περάσει
πολύ περισσότερος χρόνος από τότε που
ο Φίλιππος τοποθετήθηκε στη χρυσή του
λάρνακα μέχρι την ώρα που το τσαπάκι
του Ανδρόνικου "χτύπησε" τον δυτικό
τοίχο του τάφου του.
Νέα
ήθη και μια νέα τάξη πραγμάτων ξεδιπλώνονται
μπροστά μας από τις παραμονές του
Δεκαπενταύγουστου που ο πρωθυπουργός
αποφάσισε να πάρει στα χέρια του την
επιστημονική δεοντολογία και να
μετατρέψει τον αρχαιολογικό χρόνο σε
πολιτικό παζάρι. Πρωτόγνωρα πράγματα
μπροστά σε ένα μεγάλο εύρημα αλλά και
σε μια κοινωνία κατακερματισμένη και
βουλιμική για εκείνο το "κάτι" που
θα την παρασύρει από το σαρκοβόρο παρόν
σε ένα χρυσοποίκιλτο, εντυπωσιακό
παρελθόν.
Το
σήμερα δεν αντέχεται. Βορά στα πόδια
τους πέφτουν καθημερινά τα πολύτιμα
τεκμήρια που, αν και προορισμένα να
μελετηθούν, να τεκμηριωθούν, να
χρονολογηθούν, να οδηγηθούν στην
επιστημονική αγκαλιά και να μας οδηγήσουν
στα σπλάχνα της Ιστορίας, μετατρέπονται
σε πυροβόλα όπλα που στα χέρια αδαών
πυροβολούν μιντιακό θέαμα.
Όλα
δείχνουν ότι η Αμφίπολη κρύβει το δικό
της μυστικό. Υπέροχο, λαμπερό ή λιγότερο
εντυπωσιακό, θα το δείξει η ανασκαφή.
Αποκρυπτογράφησε, ωστόσο, μέσα σε
λιγότερο από ένα μήνα και με πολύ
εντυπωσιακό τρόπο την αμετροέπεια και
τη μικρόνοια μιας κυβέρνησης που,
προκειμένου να κερδίσει λίγο πολιτικό
χρόνο ακόμα, δεν διστάζει να θυσιάσει
ούτε τη δεοντολογία ούτε την επιστημονική
πρακτική ούτε καν την ευγένεια και τη
σιωπηλή μαρτυρία του ίδιου του μνημείου.
Πρωτόγνωρη
η διαδικασία που περιβάλλει τούτη την
ανασκαφή. Ο πρωθυπουργός να στήνει εκ
νέου το εθνικοπατριωτικό του αφήγημα
και ομού μετά της πολιτικής ηγεσίας του
υπουργείου Πολιτισμού να επιδίδονται
σε έναν μικροπολιτικό μαραθώνιο, αμισθί
σύμβουλοι να ανεβάζουν στις σελίδες
τους στο facebook εντυπώσεις από την ανασκαφή
και αμφότεροι να συνεπικουρούνται από
μέσα ενημέρωσης που πλέκουν νυχθημερόν
"Αμφιπολιάδες" χωρίς να λογαριάζουν
αν η ίδια η ανασκαφή ξηλώσει με σαρωτικό
τρόπο το πουλόβερ.
Και
οι ανασκαφείς, με ένα χρονόμετρο στον
κρόταφο, να αναμετρώνται με το χώμα και
να τους κλέβουν τον χρόνο. Δεν τα έχουμε
ξαναδεί όλα αυτά. Όπως δεν έχουμε δει
μέχρι τώρα κανένα κυβερνητικό ή τηλεοπτικό
ενδιαφέρον για τις δεκάδες ανασκαφές
που πραγματοποιούνται σε όλη τη χώρα.
Δεν έχουμε ματακούσει μιντιακή
επιχειρηματολογία περί της διάδρασης
μιας ανασκαφικής διαδικασίας. Γιατί το
παράδειγμα του Αρχαιολογικού Μουσείου
της Τεγέας ή η ανασκαφή στην σπηλιά της
Δράκαινας στην Κεφαλλονιά, που καθημερινά
μέσω του διαδικτύου δοκιμάζουν μια
ανοιχτή διαδικασία διάδρασης με το
κοινό ουδέποτε έχουν τύχει τηλεοπτικής
προσοχής.
Αντιθέτως
έχουμε δει να χρησιμοποιείται η ανασκαφή
της Μεσσήνης ως δέλεαρ προς άγραν πελατών
από μεγάλη τουριστική μονάδα. Έχουμε
δει αρχαιολογικούς χώρους, μνημεία και
χαρακτηρισμένα κτήρια να εντάσσονται
στο ΤΑΙΠΕΔ. Σε ποιο χωράφι βόσκει η
μέριμνα για την πολιτιστική κληρονομιά
άραγε; Μήπως εκεί όπου έβοσκαν και τα
ανεπίδοτα κονδύλια της ανασκαφής στον
λόφο Καστά πριν από την πρωθυπουργική
επίσκεψη;
Αυτή
η πέρα από κάθε δεοντολογία κυβερνητική
επιχείρηση, που έχει στηθεί στην Αμφίπολη
και μετατρέπει την επιστημονική
διαδικασία σε εργαλείο ανάταξης μιας
πολιτικής και μιντιακής νοοτροπίας που
έχει παραδώσει το πνεύμα εδώ και καιρό,
είναι καταδικασμένη ένα μόνο να αναζητά.
Έναν τάφο προορισμένο να μην ανασκαφεί.
Το
άρθρο που διαβάσατε είναι της Πόλυς
Κρημιώτη
και δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη
Αυγή
στις 14/09/2014