Ήταν
περασμένες δώδεκα όταν τελειώσαμε το
φαγητό και παρά το τσουχτερό κρύο,
αποφασίσαμε να περπατήσουμε. Κατηφορίζαμε
αργά τη Μιχαλακοπούλου συνεχίζοντας
την κουβέντα, όταν ξαφνικά
σταμάτησε και μού έπιασε σφιχτά το
μπράτσο. Ακολούθησα το βλέμμα του που
είχε εστιάσει σε ένα σκοτεινό σημείο
του μικρού πάρκου απέναντι από το Χίλτον, που φέρει το ανέλπιστο όνομα: πλατεία
Μαδρίτης.
"Λάθος
έκανα", μου
είπε μετά από λίγο ενώ ακόμα δεν
είχα αντιληφθεί τί τού είχε τραβήξει
την προσοχή.
“Σακούλα είναι”, διευκρίνισε
φανερά ανακουφισμένος και τότε μόνο
πρόσεξα μέσα στο σκοτάδι μια μεγάλη
πλαστική σακούλα, προφανώς γεμάτη φύλλα,
που έτσι όπως ήταν πεσμένη, εύκολα
μπορούσες να ξεγελαστείς και να πιστέψεις
ότι ήταν άνθρωπος που κείτονταν
χάμω, στο χώμα, ανάμεσα στα δέντρα του πάρκου.
Κατάλαβα αμέσως τί είχε σκεφτεί. Άλλωστε αρκετές φορές,
σε προηγούμενες συναντήσεις μας, είχε
αναφέρει ότι μικρός, στη διάρκεια της Κατοχής, ειδικά “εκείνο
τον φοβερό χειμώνα του 41-42”,
τον χειμώνα του λιμού, τα πρωινά
πηγαίνοντας στο σχολείο, έπρεπε να κάνει
παράκαμψη για να μην πατήσει πάνω σε
πτώματα ανθρώπων που είχαν κοκαλώσει
από την πείνα και το κρύο στη διάρκεια
της νύχτας. Αυτά τα άκαμπτα κουφάρια
που στοίβαζαν βιαστικά, το ένα πάνω στ'
άλλο, πάνω σε κάρα και έκαναν τον Πολ
Μον -Σουηδό διπλωμάτη και μέλος του
Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα - να
σημειώνει: “Ο
σεβασμός για τους νεκρούς, τόσο βαθιά
ριζωμένος στους Έλληνες, είχε στομωθεί."
Εκείνο
το βράδυ, και μέχρι να αποχαιρετιστούμε
στην είσοδο της πολυκατοικίας που μένει
ο ηλικιωμένος φίλος μου, μού διηγήθηκε
ξανά εκείνα τα εφιαλτικά πρωινά της
παιδικής του ηλικίας. Ήρεμα, χωρίς
ένταση, χωρίς να αλλάξει η έκφρασή του.
Μόνο μια -δυο φορές, έβγαλε μαντήλι και σκούπισε τα μάτια. Δεν το απέδωσα
σε συγκίνηση· είχα
παρατηρήσει ότι δάκριζαν συχνά τελευταία.
Όμως διαπίστωνα ότι σχεδόν εβδομήντα
χρόνια μετά, οι εικόνες αυτές τον
ακολουθούσαν και με την παραμικρή
αφορμή, ή και χωρίς φανερή αφορμή,
έβγαιναν και ξανάβγαιναν στην επιφάνεια. Κι ας επέμενε
να λέει, “το είχαμε
συνηθίσει” . Εκείνη
τη στιγμή που το ξεστόμιζε -και μόνο
τότε- διέκρινα μια ελάχιστη σύσπαση στο πρόσωπό του.
Ένα
-δυο χρόνια μετά από αυτόν τον νυχτερινό
περίπατο στην Μιχαλακοπούλου, όταν
έφτασε ο παρατεταμένος χειμώνας της
κρίσης και ο λιμός της δικιάς μας Κατοχής,
άρχισα όπως όλοι μας να βλέπω ολοένα
και περισσότερους άστεγους στο κέντρο
της Αθήνας. “Δεν θα
το συνηθίσω”, είπα
στον εαυτό μου την πρώτη φορά. Σχεδόν
εμμονικά, το επαναλαμβάνω κάθε που
συναντώ έναν άστεγο και το έχω καταφέρει.
Όμως ξέρω με βεβαιότητα, ότι όσα χρόνια
κι αν περάσουν από τη στιγμή που δεν θα
υπάρχει πια ούτε ένας άστεγος στην
Αθήνα, οι εικόνες τους θα με ακολουθούν: θα αναδύονται με ή χωρίς προφανή αφορμή και θα τις συνοδεύει το ίδιο βιτριολικό κράμα συναισθημάτων. Αυτό
το εσωτερικό
ξέσκισμα. Κι ας αφήνω κι εγώ τότε να φανεί μόνο μια
μικρή σύσπαση στο πρόσωπο.
Αφορμή
για το σημερινό ποστ, στάθηκε χθεσινό σχόλιο
του Old Boy στο φβ κάτω από
αυτή τη φωτογραφία.
"Στην αρχή μου
φάνηκε για άνθρωπος. Τελικά δεν ήταν
παρά μια απλή γιγαντοαφίσα. Άστεγοί
χωρίς στέγη πια πάνω από το κεφάλι τους,
τραγουδιστές χωρίς ταμπλό πια πίσω από
τις αφίσες τους. Ξεκρέμαστοι κι οι δύο.
Με τη νέα σεζόν όλα μπορεί να γίνουν
όπως παλιά."
1 σχόλιο:
Αλήθεια, θέλει ΠΟΛΥ μεγάλη προσπάθεια για να ΜΗ το συνηθίσεις.
Δημοσίευση σχολίου