-...
έσκυβε ο Μίλτος, τραβούσε μια
γερή τζούρα ικανή να φτάσει μέχρι τις
πατούσες του, έπιανε το κεφάλι της
Γιώτας, - καταλαβαίνεις, με κίνδυνο ο
μπάφος να της κάψει το αριστερό αυτί-
κι έτσι όπως ήταν μούρη με μούρη, φυσούσε
όλο τον καπνό στο ανοιχτό στόμα της.
Καθόταν εκείνη, της άρεσε, μαστούρωνε κανονικά. Μετά από λίγο
καιρό παρέα με το Μίλτο, όπου άναβε
μπάφος στο στρατόπεδο, έτρεχε πρώτη και
καλύτερη η Γιώτα κουνώντας την ουρά
της. Και το όνομά της, δεν ήταν από το
Παναγιώτα, αλλά από το γράμμα γιώτα,
γιωτάς, καταλαβαίνεις, γιατί το σκυλί
ήταν κουτσό. Σακατεμένο το ένα της πόδι.
-Εδώ
κατεβαίνουμε;
-Όχι
στον πέμπτο. Γιώτα πέντε η Γιώτα που
λες. Είχαμε κι άλλα σκυλιά.
Τρία ωραία λυκόσκυλα, πρέπει να τα είχαν παρατήσει και μερικούς
κόπρους, ακόμα πιο ωραίοι αυτοί. Γύριζαν
όλη μέρα ανενόχλητα στο στρατόπεδο, τα ταΐζαμε, τα
ποτίζαμε, παίζαμε μαζί τους. Αν έπεφτε
καμιά επιθεώρηση, τρέχαμε για μέρες
στο ρυθμό του “ότι δεν
κινείται βάφεται, ότι κινείται το
χαιρετάς” και τελευταία
μας δουλειά ήταν να μαζέψουμε τα σκυλιά
και να τα κλείσουμε σε μια αποθήκη.
Καταλαβαίνεις, τα σκυλιά, ελεύθερα,
αλάνια όπως ήταν...
-Πέμπτος,
βγαίνουμε
-...δεν
έπρεπε να τα βλέπει η εξουσία.
(συζήτηση “συνεπιβατών” σε αργό
ανελκυστήρα, από τον πρώτο που επιβιβάστηκα μέχρι τον
πέμπτο όροφο που αποβιβάστηκαν)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου