Μια
φορά το χρόνο, αρχές Αυγούστου τη μέρα
που μας άφησε χρόνους, αν τύχει και
βρίσκομαι στη μικρή μας πόλη, πηγαίνω
αργά το απόγευμα στα μνήματα. Την ώρα
που φτάνω, συνήθως φεύγουν και οι
τελευταίοι επισκέπτες. Πρώτα ρίχνω ένα
κουβά νερό στο μάρμαρο να φύγουν οι
πευκοβελόνες. Αν έχει καμιά κουτσουλιά,
μόλις μουσκέψει καλά, την τρίβω πρόχειρα
με το χέρι. Αν επιμένει, με το νύχι. Σε
αυτή την περίπτωση ρίχνω και δεύτερο
κουβά νερό. Ύστερα ανάβω το καντήλι με
χίλιες προφυλάξεις. Πριν χρόνια ένας
σκορπιός εκεί μέσα, κρυμμένος κάτω από
το θυμιατό, λίγο έλειψε να με χτυπήσει.
Σκουπίζω τα χέρια από τα λάδια, κάθομαι
στο πεζούλι του επόμενου τάφου -ένα
παλικάρι ούτε 20 χρόνων, δεν το ήξερα,
πήγε από μηχανή όπως έμαθα.
Εκεί,
αρχτός στον διπλανό τάφο, κάτω από το
πεύκο που έχει πια θεριέψει, στρίβω
τσιγάρο. Όσο διαρκεί το στρίψιμο με την
άκρη του ματιού τον βλέπω να μού γελάει.
Σαν να σχολιάζει έτσι το στριφτό, σαν
να μου λέει: Βλέπω ότι από τα άφιλτρα
το γυρίσαμε στον καπνό. Ανάβω και η
πρώτη ρουφηξιά είναι βαθιά, ικανή να
φτάσει μέχρι τις πατούσες. Ύστερα φυσάω
τον καπνό προς το μέρος του, πηχτά
δαχτυλίδια, έτσι όπως μού είχε μάθει.
Τον κοιτάζω στη φωτογραφία και τού
ανταποδίδω το χαμόγελο με πικρό στόμα.
Αντίθετα
μέ όλους τους άλλους πεθαμένους που
εικονίζονται από σοβαροί έως και
βλοσυροί, ο πατέρας μου είναι γελαστός.
Έχω απομονώσει το πρόσωπό του από μια
ομαδική φωτογραφία όπου εκείνος καθόταν
στη μέση και δεξιά, αριστερά και πίσω
του στέκονται όρθια τρία ξαδέλφια του.
Είχαν μαζευτεί ένα μεσημέρι στην αυλή
μας με μεζεδάκια και τσίπουρο και το
απόγευμα πια, στο τσακίρ κέφι αποφάσισαν
να πάνε όλοι μαζί για οικογενειακή
φωτογραφία. Στήθηκαν έτσι, με τον τρόπο
του παλιού καιρού και ζήτησαν μάλιστα
από τον φωτογράφο να την τυπώσει
ασπρόμαυρη. Από όλες τις φωτογραφίες
του, σε αυτή έχει το πιο ωραίο χαμόγελο.
Είναι χαλαρό, μακάριο και κάπως
περιπαικτικό. “Από το τσίπουρο που
είχαμε κατεβάσει εκείνη τη μέρα” μού
είχε πει όταν την είδα.
Έφτιαχνε
μεγάλες ποσότητες. Μού έστελνε, κρατούσε
για το σπίτι, χάριζε σε φίλους και
συγγενείς και μερικές φορές μάλιστα
είχε πουλήσει σε γνωστούς που είχαν
δοκιμάσει και το είχαν βρει εξαιρετικό.
Όταν πέθανε, στο κελάρι μας βρήκα μια
νταμιτζάνα σχεδόν γεμάτη. Σε μια
αυτοκόλλητη ετικέτα είχε γράψει όπως
πάντα τη χρονιά. Ήταν το τσίπουρο που
είχε φτιάξει μερικούς μήνες πριν. Το
κοίταζα και σκεφτόμουν ότι με κανονική
χρήση δε θα κρατούσε παρά ελάχιστο
διάστημα. Και μετά; Τέλος το τσίπουρο
του πατέρα; Κάθισα και υπολόγισα την
ποσότητα. Λογάριασα πόσο παίρνει ένα
ποτηράκι, γεμάτο -γεμάτο. Έκανα τη
διαίρεση και κατέληξα ότι αν έπινα μόνο
εγώ, ένα μόνο το χρόνο, τη μέρα που έφυγε,
το τελευταίο του τσίπουρο θα κρατούσε
μέχρι τα ενενήντα τρία μου.
Το
μάρμαρο πάνω -πάνω, εκεί που αρχίζει ο
χώρος για το καντήλι το θυμιατό και τη
φωτογραφία, έχει μια εγκοπή. Ένα ελάχιστο
κενό, μαύρο, τέσσερις επί πέντε πόντους
το πολύ. Καμιά φορά από εκεί προβάλλει
ένα αγριόχορτο. Άμα τελειώσει το πρώτο
τσιγάρο, στρίβω δεύτερο και πριν το
ανάψω, ακουμπάω πάνω στο μάρμαρο -που
στο μεταξύ έχει στεγνώσει- ένα ωραίο
παλιό ποτήρι με χοντρό γυαλί. Βάζω
τσίπουρο από ένα μικρό πλαστικό μπουκάλι.
Σχεδόν το ξεχειλίζω και σκέφτομαι
“εντάξει, και μέχρι τα
ενενήντα μου να κρατήσει, καλά θα
είναι”. Πίνω την πρώτη
γουλιά. Με τα χρόνια μού φαίνεται πιο
δυνατό. Ανάβω το τσιγάρο και του λέω τα
νέα μου. Όλα. Χωρίς να παραλείπω τα
δυσάρεστα. Γουλιά- γουλιά. Χωρίς
ωραιοποιήσεις όπως έκανα καμιά φορά
όταν ζούσε. Σε όλα αντιδρά με τον ίδιο
τρόπο·
με το ασπρόμαυρο χαμόγελο
που φωτίζεται καθώς νυχτώνει μόνο από
το φως του καντηλιού.
Δυο
γουλιές πριν το τέλος σηκώνομαι και
ξεριζώνω το αγριόχορτο που προβάλλει
από την εγκοπή. Ύστερα, ρίχνω εκεί μέσα
σταγόνα- σταγόνα το τσίπουρο που έχει
απομείνει στο ποτήρι. “Είναι από το
τελευταίο σου” του λέω κάθε φορά κι
ύστερα στα σκοτεινά παίρνω το δρόμο για
το σπίτι.
Αφορμή
για το σημερινό ποστ στάθηκε μια εξωφρενική
είδηση: “Ο
ΟΟΣΑ σε έκθεσή του προς την ελληνική
κυβέρνηση σχετικά με την αντιμετώπιση
του λαθρεμπορίου και την ενίσχυση του
ανταγωνισμού στους κλάδους των ποτών
και των πετρελαιοειδών επισημαίνει
ιδιαίτερα τα προβλήματα στην παραγωγή
τσίπουρου και συναφών προϊόντων
τονίζοντας πως ετησίως 19 εκατ. λίτρα
τσίπουρου διακινούνται αφορολόγητα,
με αποτέλεσμα να δημιουργείται αθέμιτος
ανταγωνισμός." (από
το tvxs)
4 σχόλια:
Η έκθεση του ΟΟΣΑ με προσγείωσε.. προσωρινά όμως.
Ελπίζω να μην πάψουν οι μπαμπάδες να φτιάχνουν το τσιπουράκι τους. Μέσα σε αυτούς και ο δικός μου που κινδύνεψα να τον χάσω αυτό το καλοκαίρι. Πλησιάζει ο καιρός για τα σταφύλια και οι εργασίες για όλα τα "συναφή προϊόντα". Σίγουρα θα σε θυμηθώ και θα μετρήσω αλλιώτικα εκείνες τις στιγμές..
Margo, καλό τρύγο να έχετε, με μπόλικο μεράκι όπως πάντα να ετοιμάσετε το μούστο το κρασί σας και το τσίπουρο και να χαρείτε όλες αυτές τις μοναδικές στιγμές που πάνε να μας χαλάσουν οι εργαλειοθήκες.
υ.γ. χαιρετίσματα στον μπαμπά σου και φιλιά στις μικρές
;-)
Θα πιώ ένα ποτηράκι στη μνήμη του απόψε.....
Τελικά βρε Τσαλαπετεινέ έχεις το χάρισμα όποτε το θες να μας βουρκώνεις. Γιατί αν και προτάσσεις αφηγηματικά αθώα το τσίπουρο σαν κέντρο βάρος της αφήγησης, η σχισμή στο μάρμαρο, οι σταγόνες και το ασπρόμαυρο αεί χαμόγελο είναι που για σένα και για μας διατηρούν τη ζωογόνο σχέση μας με το χθες. Γιατί αυτή η λυτρωτική, της μοναξιάς, σχέση μας με το χθες είναι που φουντώνει το πάθος μας για ζωή στο σήμερα. Στην υγειά σου λοιπόν και στην υγειά όλων των φίλων σου που μοιράζονται την επίγευση του γλυκάνισου τούτες τις καυτές μέρες και νύχτες του κατακαλόκαιρου.
Δημοσίευση σχολίου