Ο
Τριαντάφυλλος Αυγουστής, τριαντάρης
τότε ψαράς, είχε δέσει με σκοινί την
τρίχρονη κόρη του Πελαγία στη μέση της
γυναίκας του, που φυλούσε στην αγκαλιά
της τον ασαράντιστο Δημητράκη, ανέβασε
την οικογένεια στον δεκάμετρο κοκκινομπλέ
Γαρύφαλλο του αφεντικού, βοήθησε
να βολευτούν όπως όπως και οικογένειες
γειτόνων, και σε απανωτές διαδρομές
μαζί με τους άντρες από άλλα τρία
ψαροκάικα και ποσταλάκια σήκωσαν όλο
τον Ατζανό και τον άδειασαν απέναντι.
Και
κάθονταν μετά να κοιτάνε τους καπνούς.
Σμύρνη και τα λοιπά, τα γνωστά. Το άλλο
πρωί Γαρύφαλλος και Τριαντάφυλλος
πουθενά. Το παράλλο τα ίδια.
Ο
σγουρομάλλης ψαράς με τα καστανά μάτια,
που όταν βούρκωναν φούσκωναν και μύριζαν
καφέ με καϊμάκι, πήγε να σκάσει γιατί
ξέχασε στη Μικρασία τη γάτα του. Ένα
μήνα πριν το φευγιό η Μαρίτσα, έγκυος,
με μια οχιά διπλοτυλιγμένη στην κοιλιά
της σύρθηκε μισοπεθαμένη μέχρι το μώλο
και στάθηκε μπροστά στον Γαρύφαλλο
νιαουρίζοντας ξεψυχισμένα.
Δυο
άντρες που μπάλωναν τις αλαμάνες και
τα σαρδελιά έσπασαν μια ψαροκασέλλα,
μοιράστηκαν τις σανίδες και κοπανούσαν
το φίδι μέχρι που του 'λειωσαν το κεφάλι.
Ο
Τριαντάφυλλος Αυγουστής γύρισε απέναντι
να ψάξει τη Μαρίτσα και τα τρία της
γατιά.
Εφτά
μέρες μετά, ενώ πια η γυναίκα του τον
έκλαιγε και ο αφεντικός του έκλαιγε και
τον εργάτη και το καΐκι του, δεκάδες
Ατζανιώτες στέκονταν βουβοί και σκούροι
μωβ, σαν το σούρουπο στα βραχάκια της
Λέσβου, να κοιτούν τα δυο λουλούδια
τους, Γαρύφαλλο και Τριαντάφυλλο,
να επιστρέφουν, και να ακούνε ένα χαλασμό
από νιαουρητά. Το καΐκι ερχόταν
γιαλοπερίγελα κουβαλώντας την τελευταία
φουρνιά της προσφυγιάς, τις εικοσιεπτά
γάτες του Ατζανού, όσες ξετρύπωσε ο
ψαράς γυροφέρνοντας με προφυλάξεις την
κωμόπλη -φάντασμα.
Τις
μοίρασε στους αφέντες τους, οι Γιατζόγλου
πήραν τη Χανούμ, ο Γιοβανάκης την Κική
του, οι Χειριμπέρηδες τηνΑθηνά τους, η
Ελένη την Ελένη της κι ο Σωτήρης τον
Σωτήρη του, αλλά κανείς τους, ούτε εκείνη
τη μέρα ούτε μετά, δεν πήρε κουβέντα από
τον παράτολμο Τριαντάφυλλο για όσα είδε
πίσω. Ρώτα τη γάτα να σου πει την ιστορίας
της, απαντούσε και έφυγε μακριά.
Από
το 1922 δεν ξανασήκωσε τα μάτια στον
έναστρο ουρανό. Έπαθε ατονία των νεύρων
και το 'ριξε στις γάτες, να τις χοντραίνει
με άφθονα κοκκάλια και καταμάχια, άφηνε
μάλιστα την αρχική και όλες τις κατοπινές
Μαρίτσες να φωλιάζουν στα γλωσσόδιχτα
και στα μπαμπουνερά και εκμεταλλευόμενες
την αδυναμία του να τα ξεσκίζουν με τα
νύχια και τα σάλτα τους.
Τα
μάτια πάντως του Τριαντάφυλλου Αυγουστή,
όλο και πιο συχνά υγρά, μοσχομύριζαν
ακόμα άναβαν την Ελευθερία του, τα τζάμπα
καϊμάκια η μόνη χαρά στην ανέχεια εκείνα
τα χρόνια που οι άνθρωποι όλο φεύγανε,
όλο χάνανε.
Το
παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από το
μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη,
Σουέλ των εκδόσεων Καστανιώτη. Το
θυμήθηκα σήμερα που έμαθα ότι ένας
άλλος πρόσφυγας γάτος, ο Kunkush
από το Ιράκ, που χάθηκε στη Λέσβο, βρήκε
τελικά μετά από μήνες την οικογένειά
του στην Νορβηγία.