Έτσι άρχιζε το κυριακάτικο “πικ νικ” της οικογένειας του κυρ-Αντρέα. Ήταν το πρώτο του φετινού καλοκαιριού κι όλοι το περίμεναν με ανυπομονησία. Κι ο κυρ- Αντρέας, κ` η κυρ- Αντρέαινα, και τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους. Ακόμα κι η γιαγιά Σουλτάνα, η εκατόχρονη σχεδόν μάνα του αρχηγού της μεγάλης φαμίλιας.
Ήταν μια παλιά οικογενειακή συνήθεια. Την είχε καθιερώσει από προπολεμικά ο κυρ-Αντρέα και δεν έλεγε να την αφήσει. Μόλις έσκαγε το καλοκαιράκι, φόρτωνε κάθε Κυριακή με την κυρά του το παιδομάνι του στη γέρικη σακαράκα, την “Τσαπερδόνα” του, όπως την έλεγε και ροβολούσε για τη θάλασσα. Ήταν η καλύτερη διασκέδασις. Έξη μέρες σκληρή δουλειά- “εκτελούτε μεταφορέ”- στην Λαχαναγορά ξεχνιόντουσαν μόλις έφτανε αυτή η ευλογημένη μέρα...
Η “Τσαπερδόνα” άραξε κάτω από ένα θεόρατο πεύκο. Ο λόχος του Κυρ-Αντρέα άρχισε την αποβίβαση. Πήδησαν πρώτα από την καρότσα οι δύο μεγάλοι γιοί του κι άρχισαν να βοηθούν τις γυναίκες και τα κουτσούβελα. Ο κυρ- Αντρέας με τα χέρια στη μέση επιστατούσε.
-Δέκα τρεις, δεκατέσσερις, δεκαπέντε....Μετρούσε από συνήθεια, σαν να ξεφόρτωνε τα καφάσια στην Λαχαναγορά.Τελευταία κατέβασαν τη γιαγιά. Δεν χρειάστηκε να σηκωθεί από την πολυθρόνα της η μπαμπακιασμένη γερόντισσα. Τέσσερα σιδερένια χέρια την άρπαξαν και την κατέβασαν σαν πούπουλο στη γη.
-Την ευχή μου, λεβέντες μου.
Αφού βεβαιώθηκε ο κυρ-Αντρέας πως δεν έλειπε κανένα”κομμάτι” - ήταν εικοσιδύο, όλοι τους- διέταξε να ετοιμαστεί το “τσαρδί”. Αμέσως από το βάθος της καρότσας ξεφορτώθηκαν όλα τα χρειαζούμενα της μικρής εκστρατείας: κουβέρτες, σεντόνια, μπαγκάζια, ένα γραμμόφωνο, μια μπάλα, το καρεκλάκι του μωρού. Άπλωσαν ένα κίτρινο σεντόνι, το έπιασαν με μανταλάκια από τα κλαδιά των πεύκων και την καρότσα της Τσαπερδόνας κι από κάτω έστρωσαν δύο παλιές κουβέρτες.
-Ε, ρε ψυχή μου μεγαλείο! φώναξε ο κυρ-Αντρέας και ξαπλώθηκε φαρδύς πλατύς. Τον μιμήθηκαν πεντ`- έξη ακόμα από το λόχο, ενώ τα θηλυκά της οικογένειας έτρεξαν πίσω από τα θυμάρια να φορέσουν τα “μαγιά” τους. Κάποιος έβαλε μια πλάκα στο γραμμόφωνο. Μια βαριά φωνή ακούστηκε από το χωνί: “Ένας μάγκας στον Βοτανικό...”
-Φέρτε την νταμιτζάνα, μωρέ! Διέταξε πάλι ο κυρ-Αντρέας μερακλωμένος.
-Από τώρα θ` αρχίσεις; παραπονέθηκε η κυρά Αντρέαινα.
-Γιατί, δηλαδής; Αυτοί θα τσαλαβουτάνε στη θάλασσα κ` εμείς θα κουτσοπίνουμε.
-Θα κολυμπήσω κι εγώ.
-Με το μισοφόρι πάλι;
-Με το μισοφόρι. Γιατί δηλαδής;
Γελάει με την ψυχή του ο κυρ-Αντρέας και κατεβάζει το πρώτο ποτήρι. Στην θάλασσα ο λόχος δροσίζεται με την ψυχή του. Μόνη του συντροφιά η γιαγιά Σουλτάνα κι ο πιτσιρίκος στο καρεκλάκι του. Μισοκλείνει ευτυχισμένος τα μάτια. Να, αυτή είναι ζωή. Η Τσαπερδόνα δίπλα του χουζουρεύει κάτω από το πεύκο. Αυτή νάναι καλά κι όλα θα πηγαίνουν πάντα πρίμα. Θάρθουν κι άλλες πολλές τέτοιες Κυριακές. Δόξα νάχει ο Πανάγαθος. Εβίβα λοιπόν...
Η Τσαπερδόνα, του Σεραφείμ Φυντανίδη δημοσιεύτηκε στο ΕΘΝΟΣ στις 30/5/64 . Περιλαμβάνεται στο “Ανθολόγιο της Αθήνας” του Τάκη Δ. Ψαράκη, εκδόσεις Νέα Σύνορα
5 σχόλια:
Αυτές οι ξεχασμένες "Τσαπερδόνες" πόσες χαρές δώριζαν στην σκληρή πραγματικότητα του...τότε!
Καλό Σ/Κ.
Επιστροφή στα χρόνια της αθωότητας (τι Πλαστήρας τι Παπάγος);
Να σημειώσω μόνο για τους λάτρεις των αυτοκινήτων - αντικών ότι μπορεί να βρει κάποιος πολλά τέτοια, και μάλιστα πολύ καλά συντηρημένα στην... Κούβα! Μια από τις - ελάχιστες - θετικές επιπτώσεις του οικονομικού αποκλεισμού.
-Η “Τσαπερδόνα” άραξε κάτω από ένα θεόρατο πεύκο. Ο λόχος του Κυρ-Αντρέα άρχισε την αποβίβαση. Πήδησαν πρώτα από την καρότσα οι δύο μεγάλοι γιοί του.....
-καπως ετσι δεν εγινε και η κανονικη αποβιβαση ...του λοχου ..προς τη ζωη..?
Αδειασε η καροτσα..
κι εμεινε ετσι η Τσαπερδονα καπου να μαραγκιαζει και ο κυρ Αντρεας στα μπαμπακενια συννεφα...
-αυτη ειναι η ζωη!
Aγαπητέ τσαλαπετεινέ,
κοιτάω τις φωτογραφίες και αναπολώ.
(χαμογελάω, επίσης).
Καλή σου μέρα και ευχαριστώ.
Μια ελλαδα διαφορετική απο τη σημερινή . Αλλαξαν ολα άραγε η μόνο
η τσαπερδόνα ; Κάπου βαθειά μέσα του ο έλληνας πιστευω κρύβει εναν κυρ-ανδρέα.
Τι τα θες τι τα γυρευεις μας εφαγε η ψευτοκουλτούρα ...
καλό σ/κ
Δημοσίευση σχολίου