Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

Στον καφενέ


Παλιά, τους θυμάμαι να μουτζώνουν με βορειοδυτική κατεύθυνση. Δεν ξέρω αν είχαν πάρει την κίνηση από τη γνωστή ταινία με τον Κωσταντάρα ή η ταινία την  πήρε από τη ζωή. Συζητούσαν πάντως τα νέα με φωνές και χριστοπαναγίες μεταξύ τους και κάθε τόσο μούντζωναν κατά τη μεριά της Αθήνας.

Τώρα στέκουν μουδιασμένοι. Αποκαμωμένοι, μιλάνε σιγανά και δυσκολεύεσαι με τον αέρα και το χτύπημα της τέντας να τους ακούσεις. Σιγανά όχι γιατί φοβούνται ότι θα πιάσει αυτί που δεν πρέπει τα λεγόμενά τους, μα γιατί και σήμερα τους διέλυσαν οι ειδήσεις. Δεν τα χωράει ο νους τους όσα ακούν από την τηλεόραση. Την κλείνουν πριν τελειώσουν κι αντί να πλαντάξουν σπίτι, κατεβαίνουν στο καφενείο.

Σούπερ μάρκετ κάτω, το πρώτο του Νησιού, πάνω νοικιαζόμενα δωμάτια και στη μεγάλη αυλή που απλώνεται μέχρι την άμμο, το καφενείο: τρία τραπέζια όλα κι όλα. Ο Ηλίας, ο ιδιοκτήτης κάθεται αναπαυτικά σε μια κουτσή μπερζέρα, που εδώ και μερικά χρόνια μετακόμισε από το σαλόνι του σπιτιού, στην αυλή δίπλα στις πλαστικές του γύφτου, καλυμμένη με παρδαλές πετσέτες θαλάσσης. Καφάσια με ζαρζαβάτια ολόγυρα, ντάνες εμφιαλωμένων και αναψυκτικών, τουριστικά είδη. Αν ψάξεις λίγο, θα βρεις μερικά με τις τιμές τους σε δραχμές.

Οι άλλοι -κοντά στα εβδομήντα οι περισσότεροι- μαζεμένοι  στο ένα τραπέζι με το τασάκι να ξεχειλίζει, δύο καφέδες, ένα αναψυκτικό, τρεις ρακές κι ένα πιάτο μεζές μισοφαγωμένος. Ψαράδες -ο ένας με κομμένο από δυναμίτη, χέρι- κι οικοδόμοι, που μέχρι σήμερα δεν έχουν αφήσει δίχτυα και πηλοφόρι. Λίγα ψάρια για την ταβέρνα του γιού, μια πλάκα στα δωμάτια της κόρης. Μέχρι χθες για το κέφι, σήμερα πια από ανάγκη. Βλέπουν εγγόνια -σπουδαγμένα τα περισσότερα- το καλοκαίρι να βγάζουν ένα μεροκάματο στις ταβέρνες γονιών και μπαρμπάδων και τώρα που έκλεισαν οι περισσότερες, να φεύγουν για Πειραιά, γιατί κάποιος ξένος το καλοκαίρι τους έταξε δουλειά. Πάλι σερβιτόροι ή στην καλύτερη περίπτωση μια θέση πωλήτριας σε μπουτίκ στο Κολωνάκι. “Είναι μακριά η Σκουφά από το Σύνταγμα; Θα μπορεί η Μαρουδιά να πηγαίνει μέχρι εκεί με τα πόδια;”

Ούτε φωνές πια, ούτε κουράγιο να μουντζώσουν δεν έχουν. Μετρούν την κουτσουρεμένη σύνταξη που εξανεμίζεται, τα απανωτά χαράτσια, λογαριάζουν τα χρέη της ευρύτερης οικογένειας στις τράπεζες -που όσο και να πληρώνουν τις δόσεις, αυτά μεγαλώνουν- τη σαιζόν που πήγε μεν καλά αλλά όχι τόσο ώστε να πάρουν γερή ανάσα μέχρι το άλλο καλοκαίρι. “Τι περιμένεις; Σφιγμένος ο κόσμος, να υπολογίζει και το ευρώ.” Είδαν ζευγάρι να μοιράζεται μια ντομάτα για βραδινό κι ύστερα να πέφτει στην άμμο για ύπνο. Μετρούν και τους ανέργους της οικογένειας. Ποτέ μόνο της στενής. Πάντα της ευρύτερης. Και βγαίνουν πια πολλοί.

Ύστερα μαυρισμένοι απαγκιάζουν στα παλιά. Στην ασφάλεια του παρελθόντος. Όχι γιατί ήταν εύκολο -κάθε άλλο- μα γιατί πέρασε πια και δεν τους επιφυλάσσει δυσάρεστες εκπλήξεις όπως το σήμερα. Θυμούνται τα μεγάλα ζόρια: πολέμους, κατοχές, εξορίες και πείνα. Πείνα αμίληκτη σε αυτόν τον χέρσο τόπο. Σαν παρηγοριά ακούγονται οι αναδρομές. Σαν να ησυχάζουν στη σκέψη ότι τόσο ζόρικα όπως τότε, δεν μπορεί να ξαναγίνουν τα πράγματα, ή αφού τα περάσαμε όλα αυτά κι αντέξαμε τότε, δεν μπορεί, θα αντέξουμε και τώρα, θα τα βγάλουμε πέρα...

Ήλεγε ο παππούς μου” ξεκίνησε Παναγιώτης, ο μικρότερος της παρέας που κόντευε τα εξήντα κι γυρίζοντας σε μένα διευκρίνησε: “είχε εννιά παιδια, Θεός σχωρέσ` τον...Ήλεγε το λοιπόν, στα στερνά πως το `χε βάρος στη ψυχή του γιατί μια μέρα στην απελπισία του με την πείνα που τους θέριζε, πέρασε από το μυαλό του να σφάξει το ένα από τα παιδιά του για να ταίσει τα άλλα οκτώ. Να θυσιάσει το ένα, να φαν και να γλυτώσουν τουλάχιστον τα άλλα. Τα κοίταζε, το είχε πάρει απόφαση, τα κοίταζε, τα κοίταζε, μα δεν μπόρεσε τελικά να διαλέξει σφάγιο ανάμεσά τους...Μέχρι τα στερνά τον βάραινε η σκέψη, σαν να την είχε κάνει πράξη τη σήκωνε. Σαν να είχε βάψει τα χέρια  με αίμα από το αίμα του.”

Η τέντα που χτυπούσε με τον αέρα, πάνω από τα κεφάλια μας, ακούστηκε πιο δυνατά. Ο Παναγιώτης σκούπισε χωρίς ντροπές τα μάτια του που είχαν βουρκώσει και έσκυψε το κεφάλι. Κανένας μας δε μίλησε. Μόνο αυτοί που θυμόταν τον παππού του κούνησαν το κεφάλι κι ύστερα ο ένας μετά τον άλλον άναψαν τσιγάρο.  Γύρισα και κοίταξα την παραλία. Το κύμα που έσκαγε  άσπριζε στο σκοτάδι. Από μακριά ακούστηκε ένα σκυλί αγριεμένο κι ήταν σαν να γάβγιζε τη φωνή του.



19 σχόλια:

Σελιτσάνος είπε...

Μας φτιάξατα τώρα.

elger είπε...

Μετά από αυτό ξαναδιάβασα την Ερή.

landlord45 είπε...

σκυλιά αγριεμένα. δε μπορεί, κάποτε θα δαγκώσουν

ΚΚΜ

Τσαλαπετεινός είπε...

 Σελιτσάνος : Εμένα να δείτε πώς με έκανε αυτή η ιστορία, χθες βράδυ...

elger: Αν αντέχουμε ακόμα είναι γιατί ζήσαμε βραδιές σαν κι αυτές με την Ερή κι η ελπίδα, οτι δεν μπορεί, θα ζήσουμε κι άλλες.

ΚΚΜοίρης: Πριν δαγκώσουν – που θα δαγκώσουν τελικά- το μόνο που λέω είναι: “βόηθα καλέ μου μη φαγωθούμε μεταξύ μας”.

Theorema είπε...

" Ω θεέ μου, τι έγραψε πάλι το συναρπαστικό εξωτικό πουλάκι!... ", μουρμούρισε και ξανάρχισε να το διαβάζει από την αρχή.

happypepper είπε...

Tσαλαπετεινέ,
την καλησπέρα μου,
τα χαμόγελά μου,
όλα.

So_Far είπε...

σαν τα ψάρια στο δίχτυ..

ασωτος γιος είπε...

μουδιασμένοι. Αποκαμωμένοι,
ετσι σαν την ιδια την ελλαδα

Τσαλαπετεινός είπε...

Theorema: Α! Εσείς μουρμουρίζατε σήμερα το απόγευμα;

happypepper: Καλησπέρα κι από μένα και καλό φθινόπωρο φίλε μου. ;-)

Τσαλαπετεινός είπε...

So_Far: Είναι όμως και κάτι άλλα ψάρια που σκίζουν τα δίχτυα κι ελευθερώνονται...

ασωτος γιος: Δεν ξέρω αν έγινε κατά λάθος ή το έγραψες επίτηδες, πάντως η ελλάδα σήμερα πιο σωστά είναι έτσι: χωρίς κεφαλαίο Ε.

antinetrino είπε...

....δεν έχω κάτι να σχολιασω.....



(τουλάχιστον μπορώ να ξέρω σε ποιο νησί ξεκουραζεις τα φτερά σου?)

Ανώνυμος είπε...

Εκεί που μας έφτασαν σε λίγο θα αναπολούμε τα "πέτρινα" χρόνια του παρελθόντος... Θα ξοδεύουμε -όσοι μπρούμε- για να αγοράσουμε μακαρόνια, ρύζι, όσπρια και λάδι. Όπως τα χρόνια της κατοχής.
Αν είναι όμως αυτή η μοίρα μας προτιμότερο είναι να "φύγουμε" με αξιοπρέπεια και με την ικανοποίηση οτι οι επόμενες γενιές θα δουν τουλάχιστον οτι παλέψαμε και δεν πέσαμε χωρίς μάχη.

Καλά να περνάς Τσαλαπετεινέ

Ανώνυμος είπε...

Δεν κλαίω παρά γι' αυτούς τους ανθρώπους που έζησαν πολλά και θα πεθάνουν ατιμασμένοι. Πήγα κι εγώ χθες το απόγευμα στο χωριό να δω ένα θείο στο κρεβάτι. Αντάρτης στο βουνό ο θείος, όταν ήταν παιδί οι Γερμανοί σκότωσαν τον πατέρα του μπροστά του, μετά χούντες και εξορίες και διάφορα, έφυγε, γύρισε, έκανε οικογένεια, άντεξε πολλά όλα αυτά τα χρόνια. Και τώρα που στα γεράματα περνάει και πάλι βασανιστήρια (γιατί βασανιστήρια είναι αυτά, χειρότερα και από τους ναζί), δεν άντεξε και τρελάθηκε γιατί η ανθρώπινη αντοχή έχει όρια κι εμείς τα έχουμε ξεπεράσει προ πολλού. Τον άφησα το θείο κι έφυγα, σκεφτόμουν ότι δεν το αξίζει αυτό το πράγμα αλλά και τι να κάνεις. Πολλοί άνθρωποι γύρω μου έχουν σπάσει κιόλας (κιόλας!), προσπαθώ να βάλω το σύμπαν σε μια τάξη μα έχω χάσει το μέτρημα γιατί η ψυχολογική επιβίωση δεν είναι δεδομένη πλέον...

Άλλα πράγματα ήθελα να σου πω αλλά το κείμενο σου με στεναχώρησε και αφέθηκα να λέω πράγματα που δεν πρέπει. Θα προσπαθήσω να επανορθώσω :)

Τσαλαπετεινός είπε...

antinetrino: Μα ούτε κι εγώ μπορώ...

(Είναι ένα μικρό Νησί. τόσο μικρό όσο μια κουτσουλιά γλάρου που πέτρωσε στο Αιγαίο)

Τσαλαπετεινός είπε...

Άνεργοι Δημοσιογράφοι: Αν πέσει στα χέρια σας διαβάστε το βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου: "Να ακούω καλά τ` όνομά σου".

Τσαλαπετεινός είπε...

silentcrossing: Η μια αληθινή ιστορία φέρνει την άλλη. Οι παλιές τις καινούριες κι καινούριες τις παλιές.
Όπως το λες κι εγώ περισσότερο θλίβομαι για όλους αυτούς που πέρασαν τόσα και στα στερνά τους, τους τσακίζουν ανελέητα.

Σε ευχαριστώ που την έγραψες...

antinetrino είπε...

xaxaxa!

Τσαλαπετεινός είπε...

antinetrino: ;-)

Yannis Tsal είπε...

"Μια μέρα οι φτωχοί δεν θα έχουν τίποτα να φάνε εκτός από τους πλούσιους"! Το διαβάσαμε στη Νέα Υόρκη. Μάλλον δεν το πρόλαβες στο ταξίδι σου.