Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Τόσο απλά


Τί ώρα είναι; Και κυρίως ποιά χρονιά; Για εποχή δεν ρωτάω· άνθισαν τα χρυσάνθεμα με χρώματα παράταιρα στη θλίψη. Τα έβλεπα χθες άφθονα στον εθνικό μας κήπο, ανέμελη ύβρις στο πνεύμα των καιρών. Ξεχάστηκα και ξέχασα για λίγο στη θέα τους.


Τελικά
μου ' μείνε αυτή η συνήθεια να κοιτάζω άλλου, έτσι σώθηκα από πολλές καταστροφές
όμως είναι πράγματα που δε θα τα μάθουμε ποτέ, όπως το μάκρος των οριζόντων
ή το βάθος της λύπης μας
κι υστέρα έρχονται εκείνες οι δύσκολες στιγμές που πρέπει ν' απαντήσεις — τι θα πεις;
(1)


Ύστερα περάσαμε τη μικρή γέφυρα πάνω από τη λίμνη. Κάποιος είπε: “Όχι όλοι με το ίδιο βήμα. Υπάρχει ο κίνδυνος συντονισμού. Μπορεί να καταρρεύσει”. Αλλάξαμε βήμα· άλλος μικρό, άλλος μεγάλο. Με βιαστικά, κανονικά,  νωχελικά βήματα, αποφύγαμε τον συντονισμό. Η γέφυρα δεν έπεσε και μόνο τότε κατάλαβα ότι πρέπει να περιμένω πριν την επανάσταση, τον συντονισμό της θέλησης.



Kαι τότε κατάλαβες γιατί οι απελπισμένοι
γίνονται οι πιό καλοί επαναστάτες.
Και μένουμε ανυπεράσπιστοι ξαφνικά, σαν ένα νικητή
μπροστά στο θάνατο
ή ένα νικημένον αντίκρυ στην αιωνιότητα…
Mεγάλες λέξεις δε λέγαν πια τίποτα και τις πετούσαν στους
οχετούς.
Α, εσύ δεν είδες ποτέ το ίδιο το χέρι σου να σε σημαδεύει αλύπητα
απ’ το βάθος των περασμένων. (2)

Τρεις μετανάστες σε ένα παγκάκι, ακίνητοι με τα καλά τους κοιτάζουν προς την Αμαλίας ή μάλλον πιο ανατολικά ζυγίζοντας την απόσταση. Μια γυναίκα μόνη, βυθισμένη στις φυλλωσιές και σε ένα best seller που έγραψε κάποια Judeth· μόνος κι ο ευθυτενής εύζωνας στην είσοδο της Ηρώδου του Αττικού. Ένα ζευγάρι ξεφτίζει ηδονικά ένα παρελθόντα έρωτα, χωρίς να ξέρει πώς να τον τελειώσει.

Θυμάσαι τις νύχτες; Για να σε κάνω να γελάσεις περπατούσα πάνω στο γυαλί της λάμπας.
«Πώς γίνεται αυτό;» ρώταγες. Μα ήταν τόσο απλό
αφού μ’ αγαπούσες (3)

Παιδιά τρέχουν ξελογιασμένα. Άλλα, μόλις ανακαλύπτουν βήμα -βήμα διστακτικά, το περπάτημα. Φωνές, κινήσεις κι ύστερα παρατεταμένες, εκστατικές παύσεις, μπροστά στα λιγοστά ζώα, στα κρυφά κελαηδίσματα και στο περίσσευμα των χρωμάτων. Ξέχασα να στο πω από την αρχή· και τα άλικα κυκλάμινα ήταν ανθισμένα.

Συχνά, θυμάμαι, οι μεγάλοι, όταν ήμουν παιδί, μιλούσαν για
το μέλλον μου. Αυτό γινόταν συνήθως στο τραπέζι. Αλλά εγώ
ούτε τους πρόσεχα, ακούγοντας ένα πουλί έξω στο δέντρο.
Ίσως γι΄ αυτό το μέλλον μου άργησε τόσο πολύ: ήταν τόσο
αναρίθμητα τα πουλιά και τα δέντρα
. (4)




Σαν σήμερα, το 1988 πέθανε ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης.


Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

Μετά την παρέλαση


Μετά την παρέλαση...στην Αριστοτέλους...” είπες ψιθυριστά χθες βράδυ κι έκλεισες αφήνοντας τη φράση στον αέρα, μάλλον γιατί μπήκε στο σπίτι ο πατέρας σου που με στραβοκοιτάει απ` την αρχή. Να `μαι τώρα εδώ, να σε περιμένω, Αριστοτέλους και Βασιλέως Ηρακλείου γωνία, με σκούρο μπλε παντελόνι, το γκρι πουλόβερ με το “20ο” του Λυκείου ραμμένο πρόχειρα αριστερά, άσπρο πουκάμισο από μέσα και παπούτσια μαύρα που με στενεύουν. Θα με κοροϊδέψεις, το ξέρω, αλλά αν πήγαινα σπίτι να αλλάξω, θα αργούσα πολύ κι έτσι σε περιμένω με τη στολή της παρέλασης. Αν σκεφτείς κι εσύ το ίδιο, θα σε δω με φούστα, πρώτη φορά από το καλοκαίρι, από κείνη τη μέρα που αράξαμε με τα παιδιά στην πλατεία Ναυαρίνου μετά το φροντιστήριο και μετά πήγαμε οι δυο μας, για πρώτη φορά στο σπίτι της ξαδέλφης σου. Θα το σκεφτείς όμως ή θα βάλεις πάλι το δικό μου παλιό τζιν, ανάθεμα την ώρα που στο χάρισα, δεν το έχεις βγάλει στιγμή από πάνω σου κι ας κολυμπάς μέσα του.

Περιμένω, με ένα τσιγάρο στο χέρι που δεν το έχω ανάψει ακόμα, πέντε στο πακέτο, Αγρινίου, λευκό πακέτο με κόκκινη βούλα κι ένα διακοσάρι στην τσέπη. Θα φάμε σουτζουκάκια στου Ρογκότη με ρώσικη, όχι πάλι μπουγάτσα, σήμερα είναι γιορτή, αν φτάσουν τα λεφτά ίσως πιούμε και καφέ, δε με νοιάζει να γυρίσω με τα πόδια σπίτι. Μετά θα πάρεις τηλέφωνο την ξαδέλφη σου, αν τη βρεις κι αν μπορεί να φύγει από το σπίτι έστω για μια ώρα, θα πάμε εκεί. Στο λέω πάλι, να πιάσουμε ένα σπίτι με τα άλλα παιδιά, ένα πενηντάρικο το μήνα ο καθένας μας, μικρό, ας είναι ένα δωμάτιο μόνο, με ένα στρώμα στο πάτωμα, να μην παρακαλάμε κανέναν. Θα την κοπανάμε από το σχολείο, θα την κοπανάμε από το φροντιστήριο, εκεί μπορούμε και να διαβάζουμε μαζί , όχι, αλήθεια σου λέω θα διαβάζουμε, το ξέρω ότι πρέπει να περάσουμε εδώ, το ξέρω ότι μόνο τότε κανείς δε θα μας μιλάει, έλα όμως, γιατί αργείς τόσο;

Λοιπόν! Θα κατέβω μέχρι την Τσιμισκή, μήπως με περιμένεις εκεί και θα γυρίσω αμέσως. Όχι δεν θα φτάσω μέχρι τη θάλασσα, εκεί σίγουρα θα ξεχαστώ και θα σε κάνω να περιμένεις. Μουντή σήμερα η Θεσσαλονίκη, ψιλόβροχο, περπατάω στη στοά, μέσα από τις καμάρες που σου αρέσουν, σημαίες παντού, γιορτάζει η πόλη, κόσμος, πολύς κόσμος, μικρά με σημαίες στο χέρι και κάτω, αν είχες έρθει, τώρα θα σου έδειχνα ένα καράβι εκεί που έβγαλε ήλιο μέσα από τα σύννεφα και φωτίζει η θάλασσα. Άμα περάσουμε, στο λέω από τώρα, το καλοκαίρι, κάτι θα βρεις να πεις στους δικούς σου και θα φύγουμε, όχι, όχι πάλι Χαλκιδική με σκηνή, νησί αυτή τη φορά, όποιο να ναι, θέλω να μπούμε σε καράβι, μαζί. Θα φοράς εκείνη τη φούστα που φόραγες την πρώτη φορά, θα την σηκώνει ο αέρας, δεν θα είναι Βαρδάρης, άλλος αέρας θα είναι, ζεστός, καλοκαιρινός, εσύ θα προσπαθείς να την κατεβάσεις, κι εγώ θα σε βγάζω φωτογραφίες, μετά θα γράψουμε από πίσω την ημερομηνία, το όνομα του καραβιού, τα δικά μας, τον προορισμό κι αυτές τις φωτογραφίες δεν θα τις κρύψουμε, αυτές θα τις...ούτε στην Τσιμισκή είσαι.

Πεινάω, έμειναν 3 τσιγάρα κι ακόμα να φανείς. Εντάξει, κατέβηκα μέχρι το Ολύμπιο καθυστέρησα λίγο εκεί κι ανηφόρισα από την άλλη πλευρά. Θα πάω πιο πάνω, αν φτάσω μέχρι τη Βατικιώτου και περιμένεις στην Εγνατία θα σε δω. Δεν ξέρω τι ώρα είναι, δεν ξέρω τι ώρα έφτασα, τι ώρα τελείωσε παρέλαση στη Μενεμένη, αν θα έπαιρνες το λεωφορείο, αν θα ερχόσουν με ταξί. Γιατί δεν με ξαναπήρες το βράδυ να μου πεις πού ακριβώς στην Αριστοτέλους; Η ώρα εντάξει, στο περίπου, “μετά την παρέλαση” αλλά στην Αριστοτέλους πού; Ας με έπαιρνες μετά, αφού θα είχε κοιμηθεί πια ο πατέρας σου, στο είχα πει ότι θα διάβαζα μέχρι αργά Φυσική, έχω μείνει πίσω, ξημέρωσα να λύσω τις ασκήσεις, αύριο δεν μπορούμε να την κοπανήσουμε πάλι από το φροντιστήριο, δεν λέει τρίτη φορά στη Φυσική, θα την κοπανήσουμε την άλλη βδομάδα από Μαθηματικά. Δεν κρατιέμαι θα φάω ένα κουλούρι να μου κόψει λίγο την πείνα κι ύστερα θα τηλεφωνήσω σπίτι σου, αν το σηκώσει η μάνα σου θα ρωτήσω πού είσαι, ναι ξέρω, ξέρω, “ευγενικά- ευγενικά”, ο πατέρας σου τέτοια ώρα θα λείπει, αν όμως το σηκώσει εκείνος θα το κλείσω, ντρέπομαι να του μιλήσω έτσι όπως με κοιτάζει με μισό μάτι, μήπως εκείνος δε σε άφησε να έρθεις; Μήπως μετά την παρέλαση σε πήραν στο σπίτι και δεν σε άφησαν να φύγεις;

Θα κατεβαίνω πάλι Τσιμισκή, ίσως να πάω και λίγο πιο κάτω, με το κουλούρι στο χέρι που έχει παγώσει, έχουν μουδιάσει τα δάχτυλα στα πόδια, με στενεύουν τα παπούτσια, το Μάρτη δεν πρόκειται να ξανακάνω παρέλαση, ούτε με αυτά, ούτε με άλλα παπούτσια, θα έρθω στη Μενεμένη να δω εσένα, δεν απαντάει το τηλέφωνο, δέκα φορές το άφησα να χτυπήσει, ξαναπήρα, άλλες δέκα, πάλι τα ίδια, πεινάω ακόμα, έμεινε μόνο ένα τσιγάρο, τώρα ρίχνει χιόνι κανονικά, κρυώνω γαμώτο με το πουλόβερ, όχι δεν κλαίω, το χιόνι είναι που λιώνει, δε θα έρθεις, μα τι ώρα είναι, σκοτείνιασε, ανάψαν τα φώτα της πλατείας, θα πάω μια φορά ακόμα μέχρι πάνω, τέρμα, μέχρι την Εγνατία. Δεν είσαι.



Γιατί δεν ήρθες; Γιατί;” μου λες στο τηλέφωνο αργά το βράδυ μέσα σε αναφιλητά κι εγώ δε σε πιστεύω, “Σε περίμενα...ώρες... πάνω κάτω από Εγνατία μέχρι την παραλία...” κλαις σιγανά για να μη σε ακούσουν, “...ξεπάγιασα να σε περιμένω με τη φούστα, χιόνιζε...” ακόμα δε σε πιστεύω αλλά προσπαθώ να σε ησυχάσω, “Γιατί δεν ήρθες;” λες και ξαναλές, σ` ακούω να ρουφάς τη μύτη σου, σου λέω ότι ήμουν όλη μέρα πάνω κάτω στην Αριστοτέλους, έτρεξα μόλις τελείωσε η παρέλαση και σε περίμενα μέχρι που νύχτωσε πια, δεν ξέρω τι ώρα ήταν, είχαν ανάψει τα φώτα, μόνο τότε έφυγα, με τα πόδια, πονούσαν αλλά γύρισα σπίτι με τα πόδια, από την Αγία Σοφία πήρα την Πρίγκιπος Νικολάου* κι όλο κοίταζα πίσω μου μήπως και σε δω ξαφνικά κι έλεγα να ξαναγυρίσω, δε γύρισα, έστριψα στην Απελλού, κι από τη πλατεία Ναυαρίνου μπήκα στα στενά, τα τρία δέλτα στη σειρά που λες κι εσύ, κοριτσάκι μου, Δαγκλή, Διαλέτη, Δεσπεραί, παντού μουσκεμένες σημαίες, είχε φως  στο σπίτι της ξαδέλφης σου, “γιατί δεν χτύπησες; Εκεί πήγα μετά...όταν άρχισε να χιονίζει”, δε χτύπησα, συνέχισα μέχρι την Όλγας σίγουρος ότι δεν ήρθες καθόλου, σίγουρος ότι τελειώσαμε, έλειπαν οι δικοί μου σε Δημήτρηδες, έβγαλα τα παπούτσια κι έπεσα στο κρεβάτι με τα ρούχα της παρέλασης, δεν άναψα φως, νόμιζα ότι τελειώσαμε, καταλαβαίνεις;

Δε μιλάς, σε ακούω να κλαις πιο ήσυχα τώρα, αλλά κλαις ακόμα, μπερδευτήκαμε αυτό είναι όλο, σ` αγαπάω, ησύχασε, δε λες τίποτα, σαν να κρατάς την ανάσα σου, σ` αγαπάω, δε λες τίποτα πάλι, σηκώνομαι από το κρεβάτι, δεν αντέχω τη σιωπή, πάω στη μπαλκονόπορτα τραβώντας το καλώδιο του τηλεφώνου, πάλι μπερδεύτηκε, σκοτάδι κάτω, το Ναταλί** έχει κλείσει εδώ και καιρό, στη Μεγάλου Αλεξάνδρου έχει κίνηση, χιονίζει ακόμα, ούτε ένα καράβι στη θάλασσα, κοριτσάκι σ` αγαπάω, επιτέλους χαμογελάς, σαν να σε βλέπω, χαμογελάς και μου λες: “Η Σοφία θα λείπει αύριο. Μου έδωσε τα κλειδιά...”


* η Πρίγκιπος Νικολάου εδώ και χρόνια έχει μετονομαστεί σε Αλεξάνδρου Σβώλου

**Ναταλί, θερινός κινηματογράφος


η εικόνα που είχε αρχικά το ποστ της πλατείας Αριστοτέλους ήταν από εδώ,  
αντικαταστάθηκε όμως με καλύτερη  του ΚΚΜοίρη.  




Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

Pablo

Ο Κινησίας και η Μυρίνη 1934

Η Λυσιστράτη, με ένα πολεμιστή κι ένα παιδί. 

Το 1933 ο Gilbert Seldes πρότεινε στον Pablo Picasso να εικονογραφήσει τη μετάφραση που είχε κάνει για τη Λυσιστράτη. Η αλληλογραφία τους, που ακολούθησε την πρόταση -γνωριζόταν ήδη από το 1920- αποκαλύπτει ότι  αντιμετώπιζαν το έργο του Αριστοφάνη με την ίδια σκωπτική διάθεση, απόλυτα ταιριαστή με το έργο. Όπως για τις μεταμορφώσεις του Οβίδιου, έτσι και για τη Λυσιστράτη ο Picasso έκανε μια σειρά από προσχέδια. Η εικονογράφηση ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 1934 και οι έξι οξυγραφίες που περιλαμβάνονται στην έκδοση τυπώθηκαν τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο του 1934 και περιγράφουν με ακρίβεια τις κυριότερες σκηνές του έργου. Τα τριάντα τέσσερα συνολικά σχέδια του βιβλίου, σε κεραμιδί μελάνι, παρεμβάλλονται του κειμένου της μετάφρασης. *



από το MoMa 




Ο Pablo Picasso γεννήθηκε σαν σήμερα το 1881 στη Málaga. 

*Το συνοπτικό κείμενο βασίστηκε σε πληροφορίες που βρήκα στον κατάλογο της έκθεσης "Ο Πικάσσο και η Μεσόγειος"  στην Εθνική Πινακοθήκη το 1983 

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Κουρέματα

 Κουρείο του 17ου αιώνα 

Γκραβούρα του Léon Job-Vernet που δημοσιεύτηκε 
στο περιοδικό L'illustration τον Νοέμβριο του 1857




Palme House Barber Shop, Σικάγο 1887 


Κούρεμα εν πλω στο πολεμικό  USS Brooklyn το 1889  από εδώ



Κουρείο στη Δαμασκό, φωτογραφία του  1900


Τούρκος μπαρμπέρης στη Θεσσαλονίκη από καρτ ποστάλ 

Τέξας, 1914 


Ιντιάνα, ΗΠΑ 1922 από εδώ

Κινέζικο κουρείο από εδώ 


Ο κουρέας της Καμπούλ, Αφγανιστάν. 


Ο κουρέας της Peshawar, Πακιστάν

Υπαίθριο κούρεμα στην πλατεία Σολωμού στη Ζάκυνθο



Bull City Barber Shop, Hayti 


Από την ταινία του 1940  The Great Dictator


Από την ταινία του 1933 The Barber Shop  από εδώ




Από την ταινία Big Brown Eyes του 1936  
 Η εικόνα από εδώ 


O Louis Armstrong στο κουρείο της γειτονιάς του από το Life


Παράδοση άνευ όρων από εδώ 


Από το πόλεμο στην Κορέα. φωτο ΑΡ




Ο Henry Kissinger, 1972 απο το Life
Ο τελευταίος πελάτης του Ted's Barber Shop από εδώ.


Αναδουλειές, του Christopher Chen


Murdock Barber shop στο Λονδίνο στην  Old Street






Στην όχθη του Mole, στο Esher,  UK 



και το ελάχιστο κούρεμα...από εδώ 






Μουσική: Brothers, σύνθεση του Thomas Newman 
από το soundtrack της ομώνυμης ταινίας. 2009
Bonus track: Pink Mist, επίσης του Thomas Newman 
από το soundtrack της ταινίας Jarhead, του 2005


update 9.3.2012: Κακή Κουρά, Θεόφιλου Τραμπούλη

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2011

Αθήνα 20/10

(Κλικ στις εικόνες· φαίνονται καλύτερα)

"Με εντολή της Αστυνομίας οι σταθμοί Σύνταγμα και Ευαγγελισμός θα παραμείνουν κλειστοί για επιβίβαση και αποβίβαση των επιβατών και οι συρμοί θα διέρχονται από αυτούς χωρίς στάση". Διέλευση από το σταθμό του Ευαγγελισμού στις  15:10 και αποβίβαση αναγκαστικά στο Μοναστηράκι. 

Μητροπόλεως 15: 25

Μπαϊρακτάρης, επισκευές. 

Ερμού, κατηφορίζει πολύς κόσμος. Οι περισσότεροι με μάσκες. 

Τραυματίας, Ερμού κοντά στην Καπνικαρέα. 

Στην αρχή της Σταδίου, λίγο πριν τις 15:45 

Βασ. Γεωργίου του Α,  Μεγάλη Βρετανία 


Αμαλίας -Πλατεία Συντάγματος- Πανεπιστημίου  



Αμαλίας 

Λουκάνικος, σκεπτικός. 






Δακρυγόνα εκτοξεύονται από την οδό Ξενοφώντος στην Αμαλίας 16:50




Πανεπιστημίου 

Βουκουρεστίου

Βουκουρεστίου

Πανεπιστημίου

Πορεία της Νεολαίας του Συνασπισμού προς την Ομόνοια . 

Πατησίων, ΠΑΜΕ

  
Διασταύρωση Πανεπιστημίου και Πατησίων

Ενός λεπτού σιγή στη μνήμη του νεκρού διαδηλωτή


Σταθμός Ομόνοιας, Χρήστος Α. Χωμενίδης. 

Αποβάθρα προς Κηφισιά- Πειραιά 18:20