“Μετά την παρέλαση...στην Αριστοτέλους...” είπες ψιθυριστά χθες βράδυ κι έκλεισες αφήνοντας τη φράση στον αέρα, μάλλον γιατί μπήκε στο σπίτι ο πατέρας σου που με στραβοκοιτάει απ` την αρχή. Να `μαι τώρα εδώ, να σε περιμένω, Αριστοτέλους και Βασιλέως Ηρακλείου γωνία, με σκούρο μπλε παντελόνι, το γκρι πουλόβερ με το “20ο” του Λυκείου ραμμένο πρόχειρα αριστερά, άσπρο πουκάμισο από μέσα και παπούτσια μαύρα που με στενεύουν. Θα με κοροϊδέψεις, το ξέρω, αλλά αν πήγαινα σπίτι να αλλάξω, θα αργούσα πολύ κι έτσι σε περιμένω με τη στολή της παρέλασης. Αν σκεφτείς κι εσύ το ίδιο, θα σε δω με φούστα, πρώτη φορά από το καλοκαίρι, από κείνη τη μέρα που αράξαμε με τα παιδιά στην πλατεία Ναυαρίνου μετά το φροντιστήριο και μετά πήγαμε οι δυο μας, για πρώτη φορά στο σπίτι της ξαδέλφης σου. Θα το σκεφτείς όμως ή θα βάλεις πάλι το δικό μου παλιό τζιν, ανάθεμα την ώρα που στο χάρισα, δεν το έχεις βγάλει στιγμή από πάνω σου κι ας κολυμπάς μέσα του.
Περιμένω, με ένα τσιγάρο στο χέρι που δεν το έχω ανάψει ακόμα, πέντε στο πακέτο, Αγρινίου, λευκό πακέτο με κόκκινη βούλα κι ένα διακοσάρι στην τσέπη. Θα φάμε σουτζουκάκια στου Ρογκότη με ρώσικη, όχι πάλι μπουγάτσα, σήμερα είναι γιορτή, αν φτάσουν τα λεφτά ίσως πιούμε και καφέ, δε με νοιάζει να γυρίσω με τα πόδια σπίτι. Μετά θα πάρεις τηλέφωνο την ξαδέλφη σου, αν τη βρεις κι αν μπορεί να φύγει από το σπίτι έστω για μια ώρα, θα πάμε εκεί. Στο λέω πάλι, να πιάσουμε ένα σπίτι με τα άλλα παιδιά, ένα πενηντάρικο το μήνα ο καθένας μας, μικρό, ας είναι ένα δωμάτιο μόνο, με ένα στρώμα στο πάτωμα, να μην παρακαλάμε κανέναν. Θα την κοπανάμε από το σχολείο, θα την κοπανάμε από το φροντιστήριο, εκεί μπορούμε και να διαβάζουμε μαζί , όχι, αλήθεια σου λέω θα διαβάζουμε, το ξέρω ότι πρέπει να περάσουμε εδώ, το ξέρω ότι μόνο τότε κανείς δε θα μας μιλάει, έλα όμως, γιατί αργείς τόσο;
Λοιπόν! Θα κατέβω μέχρι την Τσιμισκή, μήπως με περιμένεις εκεί και θα γυρίσω αμέσως. Όχι δεν θα φτάσω μέχρι τη θάλασσα, εκεί σίγουρα θα ξεχαστώ και θα σε κάνω να περιμένεις. Μουντή σήμερα η Θεσσαλονίκη, ψιλόβροχο, περπατάω στη στοά, μέσα από τις καμάρες που σου αρέσουν, σημαίες παντού, γιορτάζει η πόλη, κόσμος, πολύς κόσμος, μικρά με σημαίες στο χέρι και κάτω, αν είχες έρθει, τώρα θα σου έδειχνα ένα καράβι εκεί που έβγαλε ήλιο μέσα από τα σύννεφα και φωτίζει η θάλασσα. Άμα περάσουμε, στο λέω από τώρα, το καλοκαίρι, κάτι θα βρεις να πεις στους δικούς σου και θα φύγουμε, όχι, όχι πάλι Χαλκιδική με σκηνή, νησί αυτή τη φορά, όποιο να ναι, θέλω να μπούμε σε καράβι, μαζί. Θα φοράς εκείνη τη φούστα που φόραγες την πρώτη φορά, θα την σηκώνει ο αέρας, δεν θα είναι Βαρδάρης, άλλος αέρας θα είναι, ζεστός, καλοκαιρινός, εσύ θα προσπαθείς να την κατεβάσεις, κι εγώ θα σε βγάζω φωτογραφίες, μετά θα γράψουμε από πίσω την ημερομηνία, το όνομα του καραβιού, τα δικά μας, τον προορισμό κι αυτές τις φωτογραφίες δεν θα τις κρύψουμε, αυτές θα τις...ούτε στην Τσιμισκή είσαι.
Πεινάω, έμειναν 3 τσιγάρα κι ακόμα να φανείς. Εντάξει, κατέβηκα μέχρι το Ολύμπιο καθυστέρησα λίγο εκεί κι ανηφόρισα από την άλλη πλευρά. Θα πάω πιο πάνω, αν φτάσω μέχρι τη Βατικιώτου και περιμένεις στην Εγνατία θα σε δω. Δεν ξέρω τι ώρα είναι, δεν ξέρω τι ώρα έφτασα, τι ώρα τελείωσε παρέλαση στη Μενεμένη, αν θα έπαιρνες το λεωφορείο, αν θα ερχόσουν με ταξί. Γιατί δεν με ξαναπήρες το βράδυ να μου πεις πού ακριβώς στην Αριστοτέλους; Η ώρα εντάξει, στο περίπου, “μετά την παρέλαση” αλλά στην Αριστοτέλους πού; Ας με έπαιρνες μετά, αφού θα είχε κοιμηθεί πια ο πατέρας σου, στο είχα πει ότι θα διάβαζα μέχρι αργά Φυσική, έχω μείνει πίσω, ξημέρωσα να λύσω τις ασκήσεις, αύριο δεν μπορούμε να την κοπανήσουμε πάλι από το φροντιστήριο, δεν λέει τρίτη φορά στη Φυσική, θα την κοπανήσουμε την άλλη βδομάδα από Μαθηματικά. Δεν κρατιέμαι θα φάω ένα κουλούρι να μου κόψει λίγο την πείνα κι ύστερα θα τηλεφωνήσω σπίτι σου, αν το σηκώσει η μάνα σου θα ρωτήσω πού είσαι, ναι ξέρω, ξέρω, “ευγενικά- ευγενικά”, ο πατέρας σου τέτοια ώρα θα λείπει, αν όμως το σηκώσει εκείνος θα το κλείσω, ντρέπομαι να του μιλήσω έτσι όπως με κοιτάζει με μισό μάτι, μήπως εκείνος δε σε άφησε να έρθεις; Μήπως μετά την παρέλαση σε πήραν στο σπίτι και δεν σε άφησαν να φύγεις;
Θα κατεβαίνω πάλι Τσιμισκή, ίσως να πάω και λίγο πιο κάτω, με το κουλούρι στο χέρι που έχει παγώσει, έχουν μουδιάσει τα δάχτυλα στα πόδια, με στενεύουν τα παπούτσια, το Μάρτη δεν πρόκειται να ξανακάνω παρέλαση, ούτε με αυτά, ούτε με άλλα παπούτσια, θα έρθω στη Μενεμένη να δω εσένα, δεν απαντάει το τηλέφωνο, δέκα φορές το άφησα να χτυπήσει, ξαναπήρα, άλλες δέκα, πάλι τα ίδια, πεινάω ακόμα, έμεινε μόνο ένα τσιγάρο, τώρα ρίχνει χιόνι κανονικά, κρυώνω γαμώτο με το πουλόβερ, όχι δεν κλαίω, το χιόνι είναι που λιώνει, δε θα έρθεις, μα τι ώρα είναι, σκοτείνιασε, ανάψαν τα φώτα της πλατείας, θα πάω μια φορά ακόμα μέχρι πάνω, τέρμα, μέχρι την Εγνατία. Δεν είσαι.
“Γιατί δεν ήρθες; Γιατί;” μου λες στο τηλέφωνο αργά το βράδυ μέσα σε αναφιλητά κι εγώ δε σε πιστεύω, “Σε περίμενα...ώρες... πάνω κάτω από Εγνατία μέχρι την παραλία...” κλαις σιγανά για να μη σε ακούσουν, “...ξεπάγιασα να σε περιμένω με τη φούστα, χιόνιζε...” ακόμα δε σε πιστεύω αλλά προσπαθώ να σε ησυχάσω, “Γιατί δεν ήρθες;” λες και ξαναλές, σ` ακούω να ρουφάς τη μύτη σου, σου λέω ότι ήμουν όλη μέρα πάνω κάτω στην Αριστοτέλους, έτρεξα μόλις τελείωσε η παρέλαση και σε περίμενα μέχρι που νύχτωσε πια, δεν ξέρω τι ώρα ήταν, είχαν ανάψει τα φώτα, μόνο τότε έφυγα, με τα πόδια, πονούσαν αλλά γύρισα σπίτι με τα πόδια, από την Αγία Σοφία πήρα την Πρίγκιπος Νικολάου* κι όλο κοίταζα πίσω μου μήπως και σε δω ξαφνικά κι έλεγα να ξαναγυρίσω, δε γύρισα, έστριψα στην Απελλού, κι από τη πλατεία Ναυαρίνου μπήκα στα στενά, τα τρία δέλτα στη σειρά που λες κι εσύ, κοριτσάκι μου, Δαγκλή, Διαλέτη, Δεσπεραί, παντού μουσκεμένες σημαίες, είχε φως στο σπίτι της ξαδέλφης σου, “γιατί δεν χτύπησες; Εκεί πήγα μετά...όταν άρχισε να χιονίζει”, δε χτύπησα, συνέχισα μέχρι την Όλγας σίγουρος ότι δεν ήρθες καθόλου, σίγουρος ότι τελειώσαμε, έλειπαν οι δικοί μου σε Δημήτρηδες, έβγαλα τα παπούτσια κι έπεσα στο κρεβάτι με τα ρούχα της παρέλασης, δεν άναψα φως, νόμιζα ότι τελειώσαμε, καταλαβαίνεις;
Δε μιλάς, σε ακούω να κλαις πιο ήσυχα τώρα, αλλά κλαις ακόμα, μπερδευτήκαμε αυτό είναι όλο, σ` αγαπάω, ησύχασε, δε λες τίποτα, σαν να κρατάς την ανάσα σου, σ` αγαπάω, δε λες τίποτα πάλι, σηκώνομαι από το κρεβάτι, δεν αντέχω τη σιωπή, πάω στη μπαλκονόπορτα τραβώντας το καλώδιο του τηλεφώνου, πάλι μπερδεύτηκε, σκοτάδι κάτω, το Ναταλί** έχει κλείσει εδώ και καιρό, στη Μεγάλου Αλεξάνδρου έχει κίνηση, χιονίζει ακόμα, ούτε ένα καράβι στη θάλασσα, κοριτσάκι σ` αγαπάω, επιτέλους χαμογελάς, σαν να σε βλέπω, χαμογελάς και μου λες: “Η Σοφία θα λείπει αύριο. Μου έδωσε τα κλειδιά...”
* η Πρίγκιπος Νικολάου εδώ και χρόνια έχει μετονομαστεί σε Αλεξάνδρου Σβώλου
**Ναταλί, θερινός κινηματογράφος
η εικόνα που είχε αρχικά το ποστ της πλατείας Αριστοτέλους ήταν από εδώ,
αντικαταστάθηκε όμως με καλύτερη του ΚΚΜοίρη.