Από το χωριό μέχρι το δωμάτιο, μετρημένα χίλια διακόσια μέτρα χωματόδρομος. Χίλιες διακόσιες φορές πέρα -δώθε. Πεζός κι εποχούμενος. Μόνος, διπλός, με παρέα. Μέρα και νύχτα. Με μποφόρ και άπνοια. Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο.
Επικίνδυνη τραμπαλιστή διαδρομή, που φάνταζε απλή περιπέτεια, στην καρότσα του τρακτέρ τις πρώτες χρονιές, ζαβλακωμένοι από σχεδόν είκοσι ώρες σε σκουριασμένους σκυλοπνίχτες, έρμαια στα μποφόρ του Αιγαίου, από το λιμάνι στα δωμάτια, αποσκευές κι άνθρωποι ένα φορτίο, να περιμένεις πως και πως την απότομη αριστερή στροφή στο χοντρό κάβο, για να πέσει πάνω σου, να πιάσετε κουβέντα κι ύστερα αυτή η τυχαία πρόσκρουση να γίνεται κλώτσος στην ανέμη του καλοκαιριού.
Στο τιμόνι ενός αγροτικού που βρήκα στο χειμωνιάτικο λιμάνι, παρατημένο μ` ανοιχτά παράθυρα και τα κλειδιά στη μηχανή, ένα απελπισμένο ξημέρωμα που ούτε τα πόδια με πήγαιναν, ούτε η ψυχή. Έβαλα μπρος, λες κι η μίζα ήταν συνδεδεμένη με το play στο αρχαίο κασετόφωνο, πήρε κι αυτό μπρος. Μαλακά το γκάζι, τέρμα τα γκάζια της κολημένης κασέτας που είχε γραμμένο κι εγώ δεν ξέρω πόσες φορές μόνο ένα τραγούδι. Πήγαινα με πέντε για να βρεθώ φάτσα με την ανατολή, τη στιγμή που η Κονιτοπούλου έλεγε “όταν γλυκοχαράζει...” και μου `φυγε βαθύς αναστεναγμός, άδειασμα κανονικό, μαζί με το κλάμα του βιολιού στην έκρηξη των χρωμάτων.
Καβάλα στη φορτωμένη Βάσω με αλατισμένο κοντέρ, στροφόμετρο και ντεπόζιτο, να μουλαρώνει με πεθαμένες πλατίνες και καπνισμένα μπουζί, ενώ το καράβι της επιστροφής πλησιάζοντας μεγάλωνε στον ορίζοντα και έλεγα μέσα μου “Παναγιά μου, να μην πάρει μπρος, να μην πάρει...”. Πρώτης τάξεως δικαιολογία, για μια ακόμα παράταση κι ας ήταν μαζεμένη η σκηνή κι ας μην είχε απομείνει ρούχο καθαρό. Ποτέ δεν αρκούσαν οι μέρες- ούτε κι οι μήνες αρκούσαν στα είκοσι. Μια βδομάδα ακόμα, μέχρι να φτάσουν καινούριες πλατίνες και τα μπουζί από το Πειραιά, κι ας χανόταν η εξεταστική του Σεπτέμβρη. Μια βδομάδα κερδισμένη, από τα απαγορευτικά, από τη μουλαρωμένη μηχανή, από οτιδήποτε, όχι κέρδος, δώρο Θεού ήταν. Χύμα στην παραλία, στα σκυλόδοντα του καλοκαιριού, με χίλια αστέρια τις νύχτες πάνω, να πέφτουν αράδα στο κεφάλι σου και ο νους ούτε μια ευχή να μην προλαβαίνει να κατεβάσει. Τότε που κανείς μας δεν τις είχε ανάγκη.
Δον Κιχώτης, με ψάθινο καπέλο μπάρμπα Στάθη αντί περικεφαλαίας, πάνω στο μακαρίτη τον Γκασβίκη που μετοίκησε στον παράδεισο των οικόσιτων, πλήρης ημερών, μα ξεμωραμένος και ξεδοντιασμένος με ικανούς σε αριθμό, πλην όμως αδιάφορους απογόνους. Ούτε μια φορά πάνω στο Γιώργη, το μαύρο άλογο του Γιάννη κι ας μού το έδινε, ξεσαμάρωτο όπως το καβαλούσε εκείνος. Βλέπεις την πρώτη φορά που πήγα να τον χαϊδέψω, ο άτιμος μού άρπαξε το χέρι και ακόμα θα το κρατούσε μαγκωμένο, αν ο Γιάννης δεν έχωνε στο στόμα του ολόκληρη παλάμη για να ανοίξει με κόπο τα σαγόνια. Μια βδομάδα είχα τα σημάδια των δοντιών στο πετσί μου, τεράστια δόντια αλογίσια σαν να με είχε αρπάξει ο δράκος του παραμυθιού. Α ρε Γκασβίκη, εσύ δεν έκανες τέτοια, υπομονετικός σα γάιδαρος με πήγαινες και με έφερνες και αρκούσε γι αγώγι μια φέτα πεπόνι και ένας ώριμος γιαρμάς να σε κάνουν να γκαρίζεις ευτυχισμένος στην αναπάντεχη γλύκα τους.
Τα άγουρα χρόνια ξυπόλυτος, να με τρυπάνε τα βράχια και να γίνονται οι πατούσες σόλες σωστές στο τέλος των διακοπών. Παπουτσωμένος με all star άσπρα, με all star μαύρα να νοιώθω πάλι μια μια τις πέτρες κάτω από τις σόλες τους. Να μαυρίζουν τα άσπρα και να ασπρίζουν τα μαύρα στη σκόνη.
Με φίλους καλοκαιρινούς, λεφούσι σωστό να μετράμε διπλή τη διαδρομή με τα μεθυσμένα μας ζικ ζακ από μάντρα σε μάντρα, αυτή τη μάντρα που κατουρούσαμε κάθε βράδυ στην επιστροφή, o Βασίλης, ο Γιάννης, εγώ, ο Μιχάλης, σοβαροί, στημένοι στη σειρά, με τα θηλυκά της παρέας να προχωράνε βιαστικά, ενοχλημένα, τσιρίζοντας ότι είμαστε αγενείς και γαϊδούρια κι εμείς σημαδεύοντας μια κοτρώνα ο καθένας -με δυσκολία από τον αέρα που έπαιρνε τη βολή στο διάβα του και την έριχνε στην κοτρώνα του διπλανού- φωνάζοντας: “Ζηλεύετε ρε! Ζηλεύετε, γιατί δεν μπορείτε να κατουρήσετε όρθιες”.
Κι άλλα βράδια, εξοργισμένοι με τις λιγοστές λάμπες του χωματόδρομου -κάτι όμορφες, παλιές λάμπες με τσίγκινο καπέλο- που συναγωνίζονταν τα αστέρια, να βάζουμε σημάδι με λύσσα για να τις ξεπαστρέψουμε όλες σε μια νύχτα. Πέτρες μπόλικες κάτω, συντονισμένες ρίψεις, ο Βλαντ, εγώ, ύστερα ο Μάνος, ποτέ ο Γεράσιμος, η μια μετά την άλλη, κρατς, κρατς στη νύχτα, όλες κάτω, θρύψαλα, σκοτάδι και ο έναστρος ουρανός πάλι δικός μας. Κι ας τρέχαμε μετά σαν τα ζαγάρια από το φόβο ότι μας είδε κάποιο μάτι που θα μας κάρφωνε την επόμενη στην κοινότητα και θα μας μπάρκαραν ξυλοδαρμένους άναυλα στο πρώτο καράβι. Πηδούσαμε τις μάντρες, κρυβόμασταν πίσω τους με κρατημένη την ανάσα, αφουγκραζόμασταν την ερημιά κι όταν πια σιγουρευόμασταν ότι κανείς δεν ήταν τριγύρω, συνεχίζαμε με τα μάτια ψηλά στον ουράνιο θόλο, σκοντάφτοντας στο χωματόδρομο, με τα μάτια ένα γύρο στον ορίζοντα να ξεχωρίζουμε τις διαυγείς νύχτες, μακριά, πολύ μακριά, αχνά τα φώτα της Σαντορίνης να τρεμοπαίζουν.
Μια τέτοια νύχτα, τσούρμο παραδομένο στην έκσταση του καλοκαιριού, βαδίζαμε τραγουδώντας κι η Ράνια ξέφυγε μπροστά, μόνη. Έλυσε πρώτα τα μαλλιά, πεταξε τα σανδάλια, έβγαλε προχωρώντας τη ζακέτα, την άφησε να πέσει πίσω, ύστερα -πάντα προχωρώντας- έβγαλε το μπλουζάκι, κι από την ανάταση έφυγε ψηλά το λευκό μακό, ζεστό, στο σχήμα του κορμού της, το πήρε ο αέρας και το στροβίλισε, μετά έβγαλε τη φούστα και την άφησε να συρθεί στο χώμα μπερδεμένη για λίγο στο βηματισμό της. Τέλος πέταξε και τα εσώρουχα και συνέχισε μπροστά, μόνη, με εμάς να ακολουθούμε μαγεμένοι τη γύμνια της, με τα πεταμένα ρούχα λάφυρα στα χέρια μας, τραγουδώντας ψιθυριστά, μη και με τις φωνές μας λυθούν τα μάγια. Όταν μετά τη στροφή στο χοντρό κάβο, δεν την είδαμε μπροστά, μας κόπηκε η λαλιά. Πουθενά η Ράνια, άφαντη κι εμείς να κοιτάζαμε απορημένοι τον ουρανό, σίγουροι όμως ότι μόνο ένα κορίτσι από τη γη του Γκάμπο μπορούσε να αναληφθεί στους ουρανούς. Τα δικά μας κορίτσια μόνο γοργόνες μπορούν να γίνουν, σκεφτήκαμε και γυρίσαμε στη μεριά της θάλασσας: χαμένα τα πόδια της στο νερό, κρυμένη η πλατη πίσω από τα λυτά μαλλιά και μόνο δύο ημισέληνοι αντικρυστές φάνηκαν για μια στιγμή μα κι αυτές άξαφνα αναπήδησαν, στρογγύλεψαν διαγράφοντας καμπύλη δελφινιού κι ύστερα βούτηξαν και χάθηκαν στα μαύρα νερά.
Πόσες φορές, βήμα και φιλί, μέτρο και φιλί, χίλια διακόσια φιλιά στη σειρά, ή ένα ατέλειωτο, με μια ανάσα, από την αρχή του χωματόδρομου μέχρι το τέλος. Σιαμαία που ήρθαν στη ζωή με ενωμένα στόματα, με γλώσσες ποτισμένες στη ρακή, μπλεγμένες αξεδιάλυτα, αχόρταγες για το μέσα του άλλου. Σιαμαία που ούτε στιγμή δε λογαριάζαν πόσες φορές σκόνταψαν, πόσο λαχάνιασαν στην προσπάθεια να μη χωριστούν βαδίζοντας στα τυφλά, μα μόνο πότε θα έφταναν στη σπηλιά πέρα από την παραλία του Προσκηνητή, στη σκηνή κάτω από το αλμυρίκι, ή στο δωμάτιο.
Μια βραδιά, με το φιλί μας κόπηκε η ανάσα. Σταθήκαμε να ξαποστάσουμε πάνω στην ξερολιθιά. Χωρίς να το καταλάβουμε μπατάραμε από την άλλη, την αθέατη πλευρά, πάνω σε βράχια και θάμνους. Κυλίστηκαμε ένα κουβάρι μέσα σε γέλια πνιχτά, με τον πόνο απ` τα γδαρσίματα στα βράχια και τα τρυπήματα από τα αγκάθια να φαντάζει ευλογία. Ύστερα από ώρα, ανάσκελα, πιο ξέπνοοι από πριν, νοτισμένοι, με μοιρασμένο το τελευταίο τσιγάρο, αναρωτιώμασταν αν ήταν αληθινά τα αστέρια που βλέπαμε, αν υπήρχε άλλο πλάσμα σε αυτό τον κόσμο εκτός από μας, αν... όταν είδαμε ξαφνικά τα μάτια ενός αγουροξυπνημένου τράγου να γυαλίζουν εξεταστικά πάνω από τα κεφάλια μας.
Μόνος στο χωματόδρομο πολλές φορές. Ζυγίζοντας τα περασμένα, άλλοτε με περισσή επιείκια κι άλλοτε ανελέητα. Προσδοκώντας τα μελλούμενα. Με απορία, με δέος και τελευταία με φόβο. Μα πάντα με το πάθος που τους αρμόζει. Απαριθμώντας τους φίλους που ολοένα τους παίρνουν τα καράβια της γραμμής, για να τους επιστρέψουν το άλλο καλοκαίρι. Μνημονεύοντας τους φίλους που δε γύρισαν ποτέ, αυτούς που λιγόστεψαν τόσο παράξενα στη ζωή μας. Ψηλαφώντας τους έρωτες που έληξαν. Αναμένοντας καρτερικά αυτούς -που αν και δυσκόλεψαν- καραδοκούν στις στροφές πάνοπλοι.
Με τη σκιά μου πότε να με ακολουθεί και πότε να την πατάω, στα άγρια λιοπύρια και στις φωταψίες του φεγγαριού, χωρίς σκιά τις σκοτεινές νύχτες που δεν βλέπεις ούτε τη μύτη σου αλλά πηγαίνεις χωρίς φακό, μόνο με τη μνήμη -πιο ασφαλής οδηγός αυτή κι από το φως της μέρας. Τη μνήμη που ακονίζω τους χειμώνες, όταν κάθε, μα κάθε φορά στα ζόρια, στην οργή και στα αδιέξοδα, αντί να βρίζω και να χτυπάω πόρτες στο φευγιό ή τραπέζια στην παραμονή, κοίταζω το ρολόι, παίρνω βαθειά ανάσα, κλείνω τα μάτια κι ξεκινώ. Φεύγω από την Άμμο, έξω από το καφενείο του Ηλία, βήμα βήμα με το νου όλο το χωματόδρομο, μυρίζοντας σκόνη, αλμύρα, θυμάρι και καβαλίνες από τη στάνη πάνω από το παλιό καρνάγιο. Ανάκατες μυρωδιές, έτσι όπως πραγματικά τις φέρνει ο αέρας. Σκοντάφτω όπως πάντα στις ίδιες πέτρες. Και όταν πια βουλιάζουν τα βήματα στην άμμο, έξω από το δωμάτιο, ανοίγω τα μάτια πάλι στο χειμώνα κι ο χρόνος που πέρασε είναι ο πραγματικός της διαδρομής. Ούτε λεπτό λιγότερο, ούτε λεπτό παραπάνω, έχοντας αφήσει εκεί, στις πέτρες του χωματόδρομου τα ζόρια, την οργή. Και από τα αδιέξοδα, στο τέλος της διαδρομής λείπει το πρώτο “α”, αυτό που φάνταζε ασήκωτο στο ξεκίνημα.
Οκτώβρης πια. Αδειάζει το Νησί. Τις προάλλες πήραν να τσιμεντάρουν την αρχή του χωματόδρομου. Παραπονιούνται, λέει, οι τουρίστες για φθαρμένα λάστιχα, αναρτήσεις και τακούνια. Χάνονται τα βράχια που ξεμυτούσαν δίπλα στις ξερολιθιές. Χάνονται οι πέτρες. Θα χαθεί κι η σκόνη. Του χρόνου θα είναι πια καλυμμένα τα χίλια διακόσια μέτρα. Τελευταίες διαδρομές στο χωματόδρομο. Μόνος. Με τα μαύρα all star. Τελευταίες διαδρομές, νυχτερινές κυρίως, με το βλέμμα ψηλά, στο φεγγάρι που μεγαλώνει και πάει πάλι για πανσέληνο. Κάτω δεν χρειάζεται καθόλου να κοιτάξω: ο χωματόδρομος είναι χαρτογραφημένος εντός μου με απόλυτη ακρίβεια.
28 σχόλια:
κειμενα σαν κι αυτο, θα έπρεπε καπου να μπορει να τα βρει ο αναγνωστης μαζεμενα, να μη χανονται με όλα τα ανουσια στο διαδικτυο
κειμενα ανασες θα τα βαφτιζα
καλη σου μερα Τσαλαπετεινε
πολύ όμορφο
έχω ζήσει το τσιμεντάρισμα του χωματόδρομου
αποκαρδιωτικό
μετά γεμίζει αυτροκίνητα και μηχανάκια με τρύπιες εξατμήσεις ένα απέραντο πάρκιν δεξια κι αριστερά
και μετά οι δήμοι να στήνουν σαμαράκια να μαζέψουν τα ασυμμάζευτα
χίλιες φορές καλύτερος ο χωματόδρομος κι ας σκουντουφλάνε τα λάστιχα και τα πόδια...
καλημέρα σου
το κείμενο διεκδικεί θέση στη μπιενάλε
(Μονόδρομος)
καλημέρα και καλή επάνοδο
Αυτό δεν είναι ένα απλό νοσταλγικό ποστ, μα η επιτομή των καλοκαιριών που πέρασαν τόσο όμορφα.
Και τι υπέροχες φωτογραφίες! :)
ζητω οι χωματοδρομοι...
τί ωραία γεύση έμεινε. (το διάβασα ταυτόχρονα με το κομμάτι και πώς έδεσε αυτό το "όταν γλυκοχαράζει").
βυτίος
Στα φοιτητικά μου χρόνια παρακολούθησα μία συναυλία του Νίκου Ξυδάκη στον Λυκαβηττό.Κάποια στιγμή ο λαουτίστας ξεκίνησε ένα εκπληκτικό σόλο,στο τέλος του οποίου υπήρξε μια στιγμή κομμένης ανάσας και απόλυτης σιγής στο κατάμεστο θέατρο.Και στη διάρκεια αυτής της σιγής ακούστηκε μια δυνατή,διαυγής φωνή απ' τις κερκίδες:"Φίλε μου μας χάρισες ένα όμορφο όνειρο!"
Επιτρέψτε μου να το επαναλάβω.
Είναι ασφαλής οδηγός η μνήμη; αναρωτιέμαι...
Μπα, μάλλον την ξεγελάμε, που και που. Και την αφήνουμε να μας οδηγεί σε λιμάνια που νιώθουμε ασφαλείς. Απάνεμα. Συνήθως. Όχι πάντα.
Εξελιγμένο το Νησί που απέναντί του λαμπυρίζουν τα φώτα της Σαντορίνης.
Τα αντίστοιχα χρόνια πριν, σε ένα άλλο νησί, που απέναντί του τρεμοσβήνουν τα φώτα της γείτονος, οι ιθαγενείς αποκτούσαν τα πρώτα τους αγροτικά Ντατσούν κι αμολούσαν ελεύθερα τα γαϊδουράκια να πεθάνουν από τη δίψα. Τους βάραιναν....
Να γίνω "κακιά";
Γκασβίκηδες φωνάζουν ακόμα τους ιθαγενείς του νησιού αυτού....
Καλά ταξίδια πάντοτε. Στο χτες και στο χώμα. Ειδικά με τα πρωτοβρόχια, ε; Μυρίζει υπέροχα. Κι ο Οκτώβρης πανάθεμά τονε, μας ταξιδεύει κι από μονάχος, χωρίς καράβια, χωρίς εξατμίσεις.
Μα μη σε διακόπτω...Απόλαυσε το χρόνο που απομένει. Στο Νησί, το ονειρεμένο, ως φαίνεται.
Και μην ξεχνάς, μίσησε το τσιμέντο, μπορείς. Το 'χω κάνει κι εγώ, πολύ εύκολα είναι η αλήθεια.
Πως περνάνε έτσι τα χρόνια?
(Δε μ'άρεσε καθόλου αυτό το ποστ, έκανε αυτό το "α" ακόμα πιο βαρύ)
(Τελικά δεν έχουμε άλλη επιλογή εκτός του να προχωρούμε μπροστά)
ΥΣ. Θα μου πεις πιο είναι το νησί ή να βγάλω τον χάρτη?
Κι όταν ασφαλτώνουν τους χωματόδρομους, εμείς θ' ανοίγουμε καινούριους [ή θ'ανακαλύπτουμε παλιούς].
Πάρα πολύ ωραίο, Τσαλαπετεινέ!
Εξωτικό μου πουλάκι, υποκλίνομαι στο ταλέντο και στο βλέμμα σας.
Ως συνήθως...
!
(δεν εχω τιποτα να πω. απλά θαυμάζω)
Πού πουλάνε πουπουλένια σύννεφα;
Στων ονείρων τα παζάρια.
Πού πουλάνε πουπουλένια όνειρα;
Στων παιδιών τα μαξιλάρια.
Ποιος τινάζει φτερωτά παπλώματα
Και στη γη πέφτουν νιφάδες;
Τ’ ουρανού ποιος πλένει τα πατώματα
Και γεμίζουν σαπουνάδες;
Ποιος μετράει προβατάκια αμέτρητα
Και τα όνειρα ποτίζει;
Ποιος χαϊδεύει νυσταγμένα βλέφαρα
Και το σύννεφο δακρύζει;
(ήθελα να σου αφιερώσω ολόκληρο το τραγούδι, όμως δεν το βρίσκω στον γιουτιούμπη-πες πως στο τραγουδάω εγώ...)
Διαβάζοντας, ήταν να βλέπω ταινία του Τορνατόρε - άλλωστε καλοκαιρινά τοπία της Mare Nostrum υμνεί κι αυτός.
Καλό και παραγωγικό φθινόπωρο-χειμώνα.
Scarlett: Έχω αρχίσει να μαζεύω εδώ και λίγο καιρό, σε ένα αρχείο τα κείμενα συναδέλφων. Μέχρι τώρα δεν είχε τίτλο, μα από σήμερα λέω να του βάλω αυτό που είπες: Κείμενα Ανάσες. Καλό σου Σαββατοκύριακο.
;-)
logia: Ξέρεις τι με παρηγορεί; Ότι τουλάχιστον είναι τσιμένο κι όχι άσφαλτος. Κι ότι υπάρχουν ακόμα αρκετοί χωματόδρομοι και μονοπάτια για να διανύσουμε.
Καλό μεσημέρι ;-)
xtina: Με περιορισμένη και αργή σύνδεση δεν είχα πάρει είδηση το Μονόδρομο. Να σαι καλά που το ανέφερες. Σε ευχαριστώ
renata: Δεν έχει πολλή νοσταλγία. Αν κοιτάζω πότε πότε πίσω είναι μόνο και μόνο για να πάρω φόρα για μπροστά. Οι φωτογραφίες, φρεσκότατες- όλες από το βράδυ της 4/10.
Σημειώσεις Ανυπομονησίας : Ζήτω οι χωματόδρομοι της ζωής μας!
βυτίο: Αυτό το “όταν γλυκοχαράζει” και μόνο του αφήνει πολύ ωραία γεύση.
Σελιτσάνος : Πώς τα καταφέρνετε με ένα σχόλιο να δώσετε την αίσθηση αυτής της μαγικής στιγμής; Σας ευχαριστώ.
The thieving magpie : Τη μνήμη την ξεγελάμε, όσο μπορούμε. Για να αντέξουμε. Μα κι εκείνη συχνά μας παίζει παιχνίδια και βγάζει στη φόρα όλα αυτά που προσπαθούμε να καταχωνίασουμε.
Γκασβίκιδες ε;
Τηρίματα : Μυρίζει υπέροχα, όχι όμως από βροχή – λίγα σύννεφα περνάν πότε πότε- αλλά από υγρασία. Σορόκος σήμερα...
Δεν τα βάζω ποτέ με τα υλικά. Με τη χρήση τους τα βάζω. ;-)
antinetrino : Κοίτα! Προσπάθησα να ζυγίσω πικρά και γλυκά και έκλεψα λίγο στο ζύγι. Τα γλυκά είναι λίγα παραπάνω από τα πικρά. Αλλά εσύ νομίζω ότι θα ήθελες να περιοριστώ στην παράγραφο με τη Ράνια.
Υ.Γ. Βάλε κάτω το χάρτη ;-)
γρηγόρης στ.: Υπάρχει ένα μονοπάτι, που κοντεύουν να κλείσουν οι γκρεμισμένες ξερολιθιές και οι κέδροι που επεκτάθηκαν. Δυσκολεύεσαι να το διασχίσεις, μα τα κατάφερα βγάζοντας μάλιστα μια εικόνα κάθε δέκα βήματα. Αυτό θα αργήσει να τσιμεντωθεί και λέω σήμερα να το ξαναπάρω...
Theorema: Αυτό το ποστ είναι περισσότερο από το πετσί κι λιγότερο από το βλέμμα... ;-)
Καλό σας μεσημέρι.
κόκκινο μπαλόνι : (δεν έχω να πω τίποτα. Απλώς χαμογελάω ;-)
silentcrossing: Πρώτη φορά το ακούω και προσπαθώ να φανταστώ τη μουσική. Υπέροχο. Σε ευχαριστώ!
tsalapeteinos: Άμα κουβαλάς καλοκαιρινά τοπία, έχουν μερικές ελπίδες οι χειμώνες σου να είναι παραγωγικοί. Αρκεί να σε συνοδεύουν και οι αδελφικές ευχές. Καλό σαββατοκύριακο αδελφέ μου.
Φαντάζομαι το άκουσες αυτό, έτσι δεν είναι;
http://liveradio.radiobubble.gr/2011/10/radio-sociale-061011.html
silentcrossing: Όχι! Με την σύνδεση που έχω περιορίζομαι ακούω μόνο τον αέρα που από χθες γύρισε σε Σορόκο.
Σε ευχαριστώ! Θα το ακούσω μόλις πετύχω καλύτερη σύνδεση. ;-)
Υποκλίνομαι άρχοντα Τσαλ!
kanaliotis: Γεια σου φίλε μου kanalioti! Καλό απομεσήμερο και καλό μας φθινόπωρο. ;-)
άργησα να σε φτάσω- κατουρούσα παρακάτω. Την Παρασκευή μου είπε ο αδερφός μου: "διάβασες αυτόν τον Τσαλαπετεινό που λέει για το δρόμο;"
(το αναφέρω για να ξέρεις πως σε διαβάζει η οικογένεια...).
Να είσαι καλά και να βαδίζεις πάντα σε τέτοιους δρόμους φίλε. Πολύ ωραίος...
Γιώργος Κατσαμάκης: Άντε ρε Γιώργο! Σας περίμενα με τον αδελφό σου τρεις μέρες τώρα κι έλεγα "Να δεις ότι τελικά δεν θα περάσουν".
Να του δώσεις χαιρετίσματα!
Σας ευχαριστώ οικογενειακώς ;-)
Δημοσίευση σχολίου