Κυριακή 15 Απριλίου 2012

Το Λαμπρόψωμο


Μη με ρωτήσεις πώς την έλεγαν τη μικρή, ούτε από ποιο νησί ξεκίνησε. Είναι χρόνια τώρα που άκουσα αυτή την ιστορία και δεν καλοθυμάμαι λεπτομέρειες. Πάντως κάθε Πάσχα τη σκέφτομαι κι ας έχει πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια στην άλλη άκρη της γης. Από αυτή την ιστορία μού έμεινε πιο πολύ μια εικόνα, αυτή του αδελφού της που...μα καλύτερα είναι να τα πάρουμε με τη σειρά.

Το νησί, ένα από τα Δωδεκάνησα. Κάσος, Κάρπαθος, θα σε γελάσω. Αρχές του περασμένου αιώνα. Γύρω στο 1908. Μπορεί όμως να ήταν και το 1912. Ήρθε με γράμμα προξενιό για την κόρη και την ετοίμασαν αμέσως για Αργεντίνα: ένα μπαουλάκι με λίγα προικιά και το νυφικό της που ήταν ήδη ραμμένο. Φτωχοί άνθρωποι, στενεμένοι. Από τη μια πίστευαν ότι αυτή ήταν η τύχη της κόρης τους και από την άλλη λογάριαζαν ότι έτσι στο σπίτι θα είχαν ένα στόμα λιγότερο να χορτάσουν.

Μόνο του θα έφευγε δεκατεσσάρων χρονών κορίτσι. Να περάσει πρώτα το Αιγαίο, μετά όλη τη Μεσόγειο και ύστερα λοξά τον Ατλαντικό για να φτάσει εκεί κάτω, στο Μπουένος Άιρες και στον γαμπρό που δεν τον είχε δει ποτέ της παρά μόνο σε φωτογραφία.

Μπάρκαρε απόγευμα με κλάματα στο μεγάλο καΐκι. Σάββατο του Λαζάρου. Σπάραξε η μικρή, σπάραξε κι η μάνα της, μα πιο πολύ ο μικρός της αδελφός που της είχε μεγάλη αδυναμία και στα 10 του δεν καταλάβαινε γιατί έπρεπε να την αποχωριστεί έτσι στα ξαφνικά και μάλιστα “για πάντα” όπως έλεγαν βουρκωμένοι οι μεγάλοι.

Το καΐκι κανονικά θα σάλπαρε την επόμενη, το πρωί των Βαΐων,   για Πειραιά. Έβαλε όμως καιρό κι ο καπετάνιος σκέφτηκε να μην το ριψοκινδυνέψει και αποφάσισε να περιμένει αρόδο στο λιμάνι μέχρι να καλμάρει κάπως. Η φουρτούνα όμως αντί να πέσει, μέρα με τη μέρα δυνάμωνε κι έτσι όλη τη Μεγάλη Βδομάδα παρέμεινε -Ταξιάρχης θαρρώ πως ήταν το όνομα του καϊκιού – στο λιμάνι.

Την έβλεπαν από μακριά, στην κουπαστή. Στεκόταν ασάλευτη κοιτάζοντας το νησί, με τις κοτσίδες της να τις παίρνει ο αέρας. Μακρύς κι ατέλειωτος ο αποχαιρετισμός. Άκουγε τις πένθιμες καμπάνες, άκουγε τους ψαλμούς από την εκκλησία και προσπαθούσε να διακρίνει μέσα στην κίνηση τους δικούς της που κουτσά στραβά συνέχιζαν τη ζωή τους αλλά με το μάτι τους πάντα στραμμένο στο καΐκι που ήταν η μικρή. Κι εδώ που τα λέμε, ίσως βαθιά μέσα τους, ανομολόγητα να παρακαλούσαν να πέσει ο καιρός, να σαλπάρει επιτέλους ο Ταξιάρχης, να φύγει η "νύφη", για μπορέσουν να τη λογαριάζουν  οριστικά πια με τους άλλους ξενιτεμένους. Γιατί αυτό το “ούτε μαζί, μα ούτε και μακριά” είναι βάσανο που δεν το αντέχει ο άνθρωπος.

Όσο για τον μικρό, όλες εκείνες τις μέρες της αναμονής του απόπλου, τον έχαναν. Όλο στο μώλο βρισκόταν ή πιο πέρα σε ένα βράχο. Σκαρφάλωνε και καθόταν εκεί με τις ώρες ίσα- ίσα για να την βλέπει, έστω κι από μακριά. Άμα τον έπαιρνε είδηση, τον χαιρετούσε. Της απαντούσε αμέσως κι εκείνος σαν τρελός. Κουνούσε χέρια, χοροπηδούσε κι ήταν σωστό γλαροπούλι πάνω στο βράχο έτοιμο να πετάξει ως καΐκι και την αδελφή του.

Τη μέρα της Λαμπρής πάλι τον έχασαν. Μα εκτός από αυτόν, από το σπίτι έλειπε και το λαμπρόψωμο που είχε ζυμώσει η μάνα τους, που μύριζε μαχλέπι, μαστίχα και γλυκάνισο κι ήταν ωραία στολισμένο με ένα μεγάλο σταυρό, μπόλικο σουσάμι και με ένα κόκκινο αυγό στη μέση. 


Πρώτα πήγαν στον βράχο μα δεν ήταν εκεί. Μετά έτρεξαν στο μώλο. Είδαν τα ρούχα του πεταμένα χάμω κι ύστερα τον ίδιο μεσ` τη θάλασσα να κολυμπάει αργά προς το καΐκι. Με το ένα χέρι έκανε απλωτές και με το άλλο κρατούσε στο κεφάλι το λαμπρόψωμο προσεκτικά να μη βραχεί. Μέσα στα κύματα πότε χανόταν το κεφάλι του – λες και τον κατάπινε η θάλασσα- και πότε φαινόταν ψηλά. Η μικρή τον περίμενε· είχε σκύψει από την κουπαστή, του άπλωνε τα χέρια να του δώσει κουράγιο και κάποιες στιγμές νόμιζαν πως κι εκείνη θα βουτήξει στα νερά για να τον συναντήσει.

Με τα πολλά έφτασε στον Ταξιάρχη. Κάποιος από το πλήρωμα έριξε ένα μπουγέλο κι ο μικρός έβαλε μέσα το λαμπρόψωμο. Το τράβηξε πάνω ο ναύτης και της το έδωσε. Ο μικρός λαχανιασμένος της φώναξε από τη θάλασσα “Χριστός Ανέστη” και την αποχαιρέτισε για μια ακόμα φορά. Εκείνη από την κουπαστή, με το λαμπρόψωμο σφιχτά στην αγκαλιά της,  του είπε “Αληθώς ο Κύριος” κι ύστερα έβαλε τα κλάματα που ο μικρός την σκέφτηκε κι έκανε τόσο δρόμο μέσα στα κύματα για να της πάει το πεσκέσι. Μόνο τα δάκρυά του δεν μπορούσε να ξεχωρίσει έτσι όπως γινόταν ένα με τη θάλασσα.

Η άλλη μέρα ξημέρωσε γαλήνη. Όταν σηκώθηκαν το πρωί, το καΐκι ήδη ήταν φευγάτο. Μετά από μέρες έφτασε Πειραιά κι ύστερα από μήνα και βάλε με μεγάλο καράβι, πάτησε το πόδι της στο Μπουένος Άιρες. Παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, τα ανάστησε. Μεγάλωσαν  και με τη σειρά τους παντρεύτηκαν κι έκαναν  κι αυτά παιδιά. Γέρασε και δεν ξαναγύρισε ποτέ στο νησί κι ούτε ξανάδε  τον αδελφό της.

Όταν πλησίαζε πια στο τέλος, έχοντας περάσει τα 80, ζήτησε από τους δικούς της, να της βάλουν μέσα στην κάσα, όταν θα ερχόταν εκείνη η ώρα, το κόκκινο αυγό. Εκείνο το μοναδικό κόκκινο αυγό που στόλιζε το λαμπρόψωμο που της έφερε κολυμπώντας ο αδελφός της μέχρι τον Ταξιάρχη. Το έβγαζε πότε- πότε από το κουτί που το είχε φυλαγμένο εβδομήντα τόσα χρόνια και το κρατούσε στα χέρια της. Το έβρισκε ελαφρύ. Το κουνούσε και μέσα του ηχούσε ο κρόκος, κεχριμπάρι πια. Ύστερα καθόταν με τις ώρες και κοίταζε το ξεθωριασμένο κόκκινο με τα στίγματα. Τα ακουμπούσε ένα ένα με το δάχτυλο και τα ονομάτιζε  με τη σειρά: “αυτό είναι το δάκρυ του μικρού, αυτό από τα νερά του νησιού, αυτό από το δάκρυ του αδελφού, αυτό...”



22 σχόλια:

Σταυρούλα είπε...

"Γιατί αυτό το “ούτε μαζί, μα ούτε και μακριά” είναι βάσανο που δεν το αντέχει ο άνθρωπος. "

Το πιο δύσκολο. Πολύ συγκινητική η ιστορία σου, Τσαλαπετεινέ.

silia είπε...

Μ'έπιασαν τα κλάματα βρε Τσαλαπετεινέ ...
Μα την Πίστη μου , μ' έπιασαν τα κλάματα .... Α , στο καλό σου .(Μπορεί γιατί μου θύμισε μια παρόμοια ιστορία απ' τα παιδικά μου χρόνια).

Τσαλαπετεινός είπε...

renata: Το "ούτε μαζί, μα ούτε και μακριά" είναι ζόρικο. Μα αν δεν το ζήσεις δεν το κατέχεις.

Καλό σου βράδυ Ρενάτα
;-)

Τσαλαπετεινός είπε...

silia: Αυτό το "Α, στο καλό σου" όμορφα ακούστηκε.

Χρόνια Πολλά silia!

katabran είπε...

τη χρειαζόμουν αυτή την συγκίνηση...
πώς ξεχάστηκα έτσι εδώ πέρα ε;
πώς ξέχασα να ξεχωρίζω τα δάκρυα και τα γέλια μου ε;
...
ευχές!

Σελιτσάνος είπε...

Όμορφο κι επίκαιρο monsieur Lahuppefasciée.Αλλά για να σε πειράξω λίγο-καιρό έχω και μου λείπει-ένα βηματάκι να το συνέχιζες και θ' αναλάμβανε η Χατζηβασιλείου.

Ανώνυμος είπε...

ως παιδι μεταναστων το ουτε μακρια ουτε μαζι ειναι ενα απο τα προικια που κουβαλώ να εισαι καλα χρονια σου πολλα και Χριστός Ανέστη.
αγγελικη απο Πατρα

Τσαλαπετεινός είπε...

katabran: Και να δεις που έλεγα “να το ανεβάσω, να μην το ανεβάσω...” Μάλλον μας χρειάζεται πότε πότε λίγη συγκίνηση. Χρόνια Πολλά και καλά!

Τσαλαπετεινός είπε...

Σελιτσάνος: Το monsieur Lahuppefasciée είναι πολύ εντυπωσιακό- θα το κρατήσω και θα το χρησιμοποιώ στις πολύ μεγάλες γιορτές ως επίσημο όνομα.














































Δεν έκανα το παραπάνω βηματάκι γιατί δε θα άντεχα να δω (πάλι) τη Βίκυ βουρκωμένη. Χρόνια Πολλά φίλε μου

Τσαλαπετεινός είπε...

αγγελικη απο Πατρα: Αληθώς Ανέστη Αγγελική! Να είσαι καλά και καλώς μας ήρθες...

(ό,τι κι αν είναι τα προικιά που κουβαλάμε, είναι πολύτιμα.)

Thalassenia είπε...

Παρόμοια ιστορία τσαλαπετεινέ μου μα τα συναισθήματα ίδια άκριβώς, παραμονές Χριστούγεννα.
Με συγκίνησες.... να είσαι καλά, έτσι είναι η ζωή.
Χρόνια Πολλά.

μ είπε...

Χαχαχα με συγχωρείς Τσαλ, γελάω με το σχόλιο του Σελιτσάνου.

Πολύ γλυκιά η ιστορία. Πόσες παρόμοιες θα'χουν να διηγηθούν αδέρφια σ'όλο τον πλανήτη, πόσα δάκρυα στ'αλάτι.

Χρόνια πολλά, φίλε μου.

Ανώνυμος είπε...

Πολύ συγκινητική ιστορία....όμως:

Η πιο μεγάλη ξενιτιά
που δεν τηνε κατέχεις
είναι να ζείς στον τόπο σου
κι άνθρωπο να μην έχεις

Χρόνια Καλά

γρηγόρης στ. είπε...

Αλλοίμονο. Η ξενιτιά εντός μας.

Χριστός Ανέστη και Χρόνια Πολλά με τέτοιες καταπληκτικές ιστορίες!

Margo είπε...

Από τις ιστορίες που δεν ξεχνιούνται. Τι καλά θα ήταν να υπάρξει κάποια στιγμή ένα βιβλιαράκι με τις ιστορίες σου. Στο έχουν ξαναγράψει το επαναλαμβάνω κι εγώ.

Χρόνια πολλά Τσαλαπετεινέ μου..

Τσαλαπετεινός είπε...

Thalassenia: Την ιστορία που λες, την περιμένω τα επόμενα Χριστούγεννα.
Χρόνια Πολλά, Thalassenia!

Τσαλαπετεινός είπε...

 Μανος: Ο κύριος Σελιτσάνος δεν ονομάστηκε τυχαία επίτιμος σχολιαστής.
(Ακόμα γελάω με το σχόλιό του)
Χρόνια μας Πολλά Μάνο ;-)

Τσαλαπετεινός είπε...

 Άνεργοι Δημοσιογράφοι: Αυτή η ξενιτιά που λες, δεν παλεύεται!
Χρόνια Πολλά, σε καλύτερες μέρες.

Τσαλαπετεινός είπε...

 γρηγόρης στ.: Το “Αλλοίμονο” στο σχόλιο σου πόσο διαφορετικά ακούγεται τώρα.
Αληθώς Ανέστη, χρόνια μας πολλά και βέβαια ιστορίες υπάρχουν!

Τσαλαπετεινός είπε...

 Margo: Μού φαίνεται ότι έχεις συνεννοηθεί με τους Άνεργους Δημοσιογράφους και μια εκείνοι, μια εσύ μου λέτε για βιβλιαράκι. ;-)
Χρόνια Πολλά Margo μου!

Ανώνυμος είπε...

Από τις καλύτερες ιστορίες σου τσαλαπετεινέ, άφεριμ!

Τσαλαπετεινός είπε...

silentcrossing: Αυτό το αφερίμ, πολύ το χάρηκα ;-)