Άργησα
σου λέω. Άργησα πολύ. Έπρεπε να είχα
στείλει πρώτος κι έστειλα τελευταίος.
Μού πήρε καιρό να διαλέξω από τα βιβλία
μου αυτό που θα πήγαινε ταχυδρομικώς
για μοναδική κι ιδανική ανακύκλωση στο
ποιητικό εργαστήρι του Σαμσών Ρακά για
να επιστρέψει χθες, μαγικά μεταμορφωμένο
στο Μονότυπο #71 της Ψυττάλειας του.
Έχω
την εντύπωση ότι κανείς άλλος από τους
κατόχους των Μονοτύπων που δημιούργησε αυτούς τους μήνες ο Σαμσών, δεν έχει πατήσει
το πόδι του στην πλατφόρμα που κάποτε
ήταν νησί. Για αυτό λέω ότι έπρεπε να
είχα στείλει πρώτος, την πρώτη ύλη. Γιατί
εγώ βρέθηκα για μια μέρα στην Ψυττάλεια.
Μερικά χρόνια πριν γίνει πλατφόρμα στον
Σαρωνικό και αιώνες μετά την άγρια σφαγή
των ηττημένων της Ναυμαχίας του 480 π.Χ.
Όταν
τυχαία έμαθα για τα γυρίσματα που θα
γινόταν στο νησί, έκανα τα αδύνατα δυνατά
για να πάω. Τα κατάφερα. Σήμερα, πολλά
χρόνια αργότερα, γράφοντας αυτές τις
γραμμές, αναρωτιέμαι αν η επιθυμία να
βρεθώ τότε εκεί ήταν γιατί ήθελα να
παρακολουθήσω από κοντά τα γυρίσματα
εκείνης της τηλεταινίας που ούτε τον
τίτλο της θυμάμαι, ή για το ίδιο το νησί.
Νομίζω ότι ήταν κυρίως για το δεύτερο.
Για το μικρό του μέγεθος, για τη γεωγραφική
του θέση και την ιστορία του.
Αποπλεύσαμε
από Πειραιά και είδα από μακριά τη σκοτεινή φιγούρα της. Καθώς πλησιάζαμε ξεχώρισα το φάρο που
βρίσκεται στα νοτιοανατολικά. Όταν
δέσαμε, δεν είχε ακόμα
ξημερώσει. Ήταν άνοιξη και το πρωί, το
κρύο κι η υγρασία σε τρυπούσαν μέχρι το
κόκαλο. Αποβιβάστηκαν πρώτα οι κομπάρσοι
και οι ηθοποιοί -κανέναν ανάμεσά τους
δεν είχα αναγνωρίσει- μετά οι τεχνικοί
κουβαλώντας τα μηχανήματα. Βγήκα
τελευταίος.
“νησίον
ἓρημον πετρώδες...” την περιγράφει
ο Στράβωνας στα Γεωγραφικά του κι έτσι
ήταν. Με δυσκολία ανηφόριζαν μπροστά
μου οι τεχνικοί με το φορτίο τους. Με
δυσκολία κι εγώ καταφέρνω να ανασύρω
σήμερα κάποιες σκόρπιες, θολές εικόνες
από εκείνη τη μοναδική μου επίσκεψη.
Από το περπάτημα που έκανα διασχίζοντας
το νησί δυο φορές. Τα χίλια πεντακόσια
μέτρα του μήκους του. Αυτό που μού έμεινε
όμως δεν είναι τόσο εικόνες όσο η αίσθηση
της Ιστορίας. Όχι την κύριας, της ηρωικής,
των σχολικών εγχειριδίων μα των αθέατων
παρασκηνίων της. Των γοητευτικών
παραλειπόμενών της. Πριν την ναυμαχία
της Σαλαμίνας, οι Πέρσες είχαν εγκαταστήσει
φρουρά στο νησί. Μετά την ήττα, ο Περσικός
στόλος φεύγοντας προς το Φάληρο την
εγκατέλειψε στη μοίρα της. Κι ύστερα
έφτασε εκεί ο Αριστείδης ο δίκαιος και
τους εξόντωσε όλους, έναν προς έναν.
Περπατούσα
καθώς ξημέρωνε και προσπαθούσα να
φανταστώ τους Πέρσες ευγενείς της
φρουράς εκείνο το μακρινό Σεπτέμβρη
του 480 π.Χ, βέβαιους για την υπεροχή της
στρατιάς τους να εγκαθίστανται στην
Ψυττάλεια και λίγο αργότερα να
παρακολουθούν την ναυμαχία από το
θεωρείο τους, ανάλογο του βασιλιά τους
στο Ποικίλο όρος. Πότε η βεβαιότητα για
τη νίκη τους άρχισε να μετατρέπεται σε
ανησυχία και πότε η ανησυχία έγινε απόγνωση; Ποιά
στιγμή ένιωσαν πανικό καθώς έβλεπαν
από κει ψηλά τον ηττημένο τους στόλο να
τρέπεται σε φυγή. Κι ύστερα η αποβίβαση
των δικών μας, τους άφησε την παραμικρή
ελπίδα σωτηρίας; Πολέμησαν άραγε;
Έτρεξαν να σωθούν ή παραδόθηκαν αμαχητί
ικετεύοντας τους άντρες του Αριστείδη;
Κοκκίνιζε ο ήλιος στα βράχια κι ήταν σαν να έβλεπα τους Πέρσες της γενιάς του
Ξέρξη να ξεκληρίζονται. Κραυγές, αίμα,
ρόγχος και το τέλος.
Σίγουρα
την επόμενη άνοιξη, του 479 π.Χ, τα κυκλάμινα στα βράχια του νησιού θα ήταν πιο κόκκινα από ποτέ.
Οι
κομπάρσοι και οι ηθοποιοί είχαν αλλάξει
ήδη και περιφερόταν με τα κοστούμια
τους. Οι τεχνικοί είχαν στήσει τις κάμερες
και τα μηχανήματα και φρόντιζαν για τις
τελευταίες λεπτομέρειες. Η καρέκλα του
σκηνοθέτη δεν ήταν χολιγουντιανή όπως
την περίμενα, μα ένα απλό σκαμνί. Το
σκηνικό, περίμενε έτοιμο από το χρόνο.
Ερειπωμένα κτίσματα. Μικρά δωμάτια
στη σειρά. “Κελιά” μού είπε κάποιος.
“Κελιά, ναυτικής φυλακής” διευκρίνισε.
Πότε έγινε, πόσο καιρό λειτούργησε,
πόσοι ήταν οι κρατούμενοι, πόσοι οι
δεσμοφύλακες, ποιες οι συνθήκες κράτησης·
κανείς δεν ήξερε να μού απαντήσει. Κι
είχαν πιο σοβαρές δουλειές να κάνουν.
Η κλακέτα είχε ήδη χτυπήσει και το “πάμε
γύρισμα” είχε ακουστεί.
Πάλι
έπρεπε να αναρωτηθώ για τα παραλειπόμενα
αυτής της πολύ μεταγενέστερης των
Περσικών ιστορίας. Βασισμένος σε δυο
λέξεις μόνο: “Ναυτική
φυλακή”. Αλλά θαρρείς
και τα μικρά κελιά, οι φαγωμένοι αρμοί
των κονιαμάτων στις πέτρες των τοίχων,
τα αλλεπάλληλα στρώματα του ασβέστη
που ξεφλούδιζε είχαν κρατήσει από τους
έγκλειστους σε αυτά τα άχρονα μπουντρούμια
κάτι. Κάτι από μοναξιά, από εγκατάλειψη,
από απελπισία. Και ίσως λαχτάρα για
απόδραση. Γιατί δεν μπορεί, ανθρώπινο
είναι αν στέκεσαι δέσμιος πάνω στο
βράχο, πού πύρωνε -όπως ακριβώς κι εκείνη
τη μέρα καθώς ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά-
να σκέφτεσαι τους πιο απίθανους τρόπους
να ξεφύγεις από τους δεσμοφύλακες, να
βρεθείς στην απόκρημνη ακτή της φυλακής
σου και από κει, σαν άλλος Edmond
Dantes να κολυμπήσεις
μέχρι την πιο κοντινή ακτή της ελευθερίας
σου.
Φεύγοντας
αργά το απόγεμα εκείνης της μέρας από
την Ψυττάλεια και κοιτάζοντας την να
μικραίνει καθώς απομακρυνόμασταν, έδωσα
υπόσχεση στον εαυτό μου να επιστρέψω.
Όχι ανέτοιμος όπως την πρώτη φορά, μα
έχοντας αναζητήσει πριν, όλες σκόρπιες
αναφορές του άγνωστου, λησμονημένου πλέον απ`
όλους νησιού στον Αισχύλο,
τον Ηρόδοτο,
τον Πλούταρχο,
τον Στράβωνα,
τον Παυσανία.
Έστω εκείνες τις
λίγες λέξεις που της χάρισαν. Το ανέβαλα.
Πέρασε καιρός κι έπειτα το νησί έγινε
πλατφόρμα
Επεξεργασίας Λυμάτων. Ήταν φυσικό να
πιστέψω ότι η επίσκεψη-προσκύνημα που
ονειρευόμουν να ξανακάνω, προετοιμασμένος
κατάλληλα, περνούσε με αυτή την οδυνηρή
εξέλιξη, οριστικά στον κατάλογο των
ανέφικτων. Όμως η τύχη τα έφερε αλλιώς.
Από χθες που έλαβα το δικό μου Μονότυπο, με αριθμό #71, νιώθω ότι επιτέλους
πραγματοποιώ εκείνο το ταξίδι που είχα
υποσχεθεί στον εαυτό μου. Με άλλο τρόπο
βέβαια, εξ ίσου όμως δυνατό και μοναδικά
ποιητικό. Για αυτό το λόγο πρέπει να ευχαριστήσω τον δημιουργό του διπλά.