Να έχεις ανηφορίσει μέχρι τον ιερό βράχο δεκάδες φορές. Παιδί, έφηβος, νέος, όχι και τόσο νέος, μεγάλος. Χειμώνα με άγριο χιονιά, άνοιξη με μυρωδιές που έφερε μια αναπάντεχη βροχή, καλοκαίρι με αβάσταχτο λιοπύρι, φθινόπωρο με ωραίο, λαμπρό φως. Με τους γονείς, μόνος, με παρέα. Μέρα, αλλά και νύχτα με πανσέληνο.
Να έχεις διαβάσει, ό,τι σχετικό έπεσε κατά καιρούς στα χέρια σου κι όλα τ` άλλα που έψαξες συστηματικά να βρεις. Από τις πιο απίθανες λεπτομέρειες της κατασκευής της, μέχρι τους θρύλους που συνοδεύουν την ιστορία της. Να θυμάσαι ακόμα όλες τις “οπτικές διορθώσεις”, τις ονομασίες των επιμέρους δομικών της στοιχείων: σηκός, άβαξ, κρηπίς, επιστύλιον, ζωφόρος, επίκρανον, φατνώματα, τρίγλυφα και μετόπες.
Να μην μπορείς να ξεχάσεις εκείνο το γαϊδουράκι που όλη του ζωή κουβαλούσε κάθε μέρα μάρμαρο από την Πεντέλη μέχρι την Ακρόπολη και που όταν ολοκληρώθηκε ο ναός, εκείνο συνέχισε τις διαδρομές, κάθε μέρα Πεντέλη- Ακρόπολη μέχρι το τέλος του γιατί μόνο αυτό ήξερε να κάνει.
Να έχεις σπαράξει διαβάζοντας για τη σύλησή της: “με ένα μόνο πριόνι που πήρα από τη μονή, πριόνισαν ένα πολύτιμο τμήμα από το γείσο του θριγκού στο ναό του Ποσειδώνα του Ερεχθέως και με το ίδιο πριόνι πριονίζουν τώρα μιαν ανάγλυφη παράσταση, ένα μέρος από τη ζωφόρο του Παρθενώνα”*.
Να έχεις νιώσει το πλάκωμα στο στέρνο και τα μάτια σου υγρά στο Βρετανικό Μουσείο και να μην μπορείς, παρά μια ελάχιστη στιγμή που δεν έβλεπε ο φύλακας, να απλώσεις το χέρι και να αγγίξεις την οπλή ενός αλόγου από την πομπή των Παναθηναίων. Ούτε καν τις πτυχές του χιτώνα του ιππέα. Μόνο την οπλή, μουρμουρίζοντας μέσα από σφιγμένα δόντια τους στίχους του Byron.
“But who, of all the plunderers of yon Fane
On high—where Pallas linger'd, loth to flee
The latest relic of her ancient reign—
The last, the worst, dull spoiler, who was he?”
Να έχεις την έχεις δει σε γκραβούρες περασμένων αιώνων και σε πίνακες, σε σκίτσα περιηγητών, σε φωτογραφίες από όλες τις πιθανές οπτικές γωνίες, με όλες τις δυνατές συνθήκες φωτισμού, μέχρι κάτω από το φως μιας αστραπής. Να την έχεις φωτογραφίσει ο ίδιος στο σύνολο και στις λεπτομέρειες, εστιάζοντας στις ραβδώσεις των κιόνων, εκεί που υποψιαζόσουν ότι ο τεχνίτης του 5ου π.Χ αιώνα άφησε για λίγο το καλέμι του και κοίταξε τον ουρανό.
Και να τη βλέπεις ξαφνικά σήμερα πάνω από πεύκα, ελιές και κυπαρίσσια και κάτω από τον ίδιο λαμπρό ουρανό, μεσημέρι Σαββάτου, Οκτώβρη γλυκό και να μην μπορείς να αντισταθείς στο κλασσικό της κάλλος. Και να υποκύπτεις με ένα ακόμα κλικ.
*από επιστολή που έγραψε στις 28 Οκτωβρίου του 1801 ο Lusieri στον Λόρδο Έλγιν
Η μουσική υπόκρουση του ποστ, κλασσική: Ένα μεσημέρι
7 σχόλια:
Μερικές εικόνες δεν τις χορταίνει το βλέμμα και ο νους. Αλλάζουν κάθε φορά που θα γυρίσεις να τις αντικρύσεις. Δέος...
Τι εικόνα και τι σκέψη αυτή με το γαϊδουράκι!
Βουβάθηκα...
kovo voltes...: Κι ακόμα αν έχεις αλλάξει εσύ στο μεταξύ, ακόμα και έχουν αλλάξει και οι συνθήκες...
Αλλά είπαμε: κλασσικό κάλλος!
γρηγόρης στ. : Είναι τόσο ωραία ιστορία που λίγη σημασία έχει αν είναι αληθινή ή όχι.
Εύη Βουλγαράκη-Πισίνα: Αιώνες τώρα, ντόπιοι και ξένοι, αυτό παθαίνουμε όταν την αντικρίζουμε. Και είναι βέβαιο ότι και οι ερχόμενες γενιές το ίδιο θα παθαίνουν.
;-)
Έτσι ακριβώς αισθάνομαι, κάθε φορά που βρίσκομαι στην Αθήνα, όχι πολύ συχνά, και ανταμώνει το βλέμμα μου το "κλασσικό κάλος". Αυτά ακριβώς, θέλω να πω, μα δεν έχω το χάρισμα, έτσι να τα διατυπώσω. Νάσαι καλά!
Δημοσίευση σχολίου