Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014

Άμμος Χαλάσσης


Τον ψάχνω καιρό τώρα.

Τον είχαν στείλει για ρύζι· δεκαπέντε κιλά. Τόσο αγόραζαν πάντα και δεν τους έφτανε ούτε για μια βδομάδα. Όταν έπεσε η πρώτη βόμβα δεν είχε προλάβει να φτάσει στην αγορά. Ο ήχος των αεροπλάνων του Σαντάμ, λάμψεις, εκρήξεις, σκόνη, κραυγές. Τρόμου και πόνου. Να μην ξεχωρίζεις ποιες ήταν πιο σπαραχτικές. Από το σημείο που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή μέχρι το σπίτι -ούτε δέκα λεπτά απόσταση- έκανε να φτάσει πάνω από ώρα. Αυτή τη φορά το σπίτι τους ανέγγιχτο δίπλα σε άλλα που ήταν ερείπια. Έψαξε κάθε γωνιά και δεν βρήκε κανένα. Ετοιμαζόταν να φύγει για τις σπηλιές -εκεί που έβρισκαν καταφύγιο κάθε φορά που δεχόταν αεροπορική επιδρομή- όταν άκουσε κλάμα. Στα ερείπια του διπλανού σπιτιού βρήκε χτυπημένη στο πόδι μια συνομήλική του, μόλις δεκαέξι, έγκυος στο μήνα της. Την φορτώθηκε. Πλάτη με πλάτη, όσο μπορούσε πιο προσεκτικά. Πήρε να ανηφορίζει για τις σπηλιές. Μετά από λίγο κι άλλη επιδρομή. Ριπές, σκόνη. Καλύφτηκε κι όταν πέρασαν τα αεροπλάνα συνέχισε. Ένιωθε μούσκεμα. “Ιδρώτας”, σκέφτηκε. Προχωρούσε αγκομαχώντας από το βάρος που βήμα το βήμα γινόταν μεγαλύτερο. Προχωρούσε ως τη στιγμή που είδε αίμα να στάζει από το σώμα του. Όχι σταγόνες. Ποτάμι. Σταμάτησε, τη ρώτησε αν είναι καλά, εκείνη δεν απάντησε, γονάτισε και την ακούμπησε χάμω ανάσκελα. Μέσα από την ανοιχτή κοιλιά της είδε το παιδί να σαλεύει μια στιγμή μέσα στα αίματα, μέχρι που έσβησε κι αυτό.

Τηλεφώνησα πολλές φορές μα δεν απαντά.

Ένα χρόνο μετά, πήρε απόφαση να φύγει από το Ιράκ. Πρώτα Ιράν για μερικά χρόνια, μετά Τουρκία και τέλος εδώ. Παράνομα. Πέρασε κολυμπώντας σα σκυλί τον Έβρο με τα χαρτιά σφιχτά στα δόντια μέσα σε νάιλον σακούλα κι έφτασε μέχρι την Αθήνα· με τα πόδια. Περπατούσε μόνο βράδυ παράλληλα με την Εθνική οδό. Τις μέρες κρύβονταν. Στην Αθήνα τον συνέτρεξαν άλλοι Κούρδοι. Βολεύτηκε. Βρήκε δουλειά σε εργολάβο, αξημέρωτα πήγαινε, νύχτα γύριζε σπίτι. Όλη μέρα στις οικοδομές κι ύστερα στη βιοτεχνία κουφωμάτων που είχε το αφεντικό. Έξι μέρες τη βδομάδα και μερικές φορές επτά. Ανάλογα με τη φούρια. Κι εκείνα τα χρόνια είχε μεγάλη φούρια. Σαράντα ευρώ τη μέρα. Κι ο εργολάβος του χρωστούσε ένα χιλιάρικο δουλεμένα μεροκάματα. Άλλα τόσα τού είχε φάει ένας δικηγόρος. Ο επόμενος δικηγόρος, απλώς “έχασε” όλα τα χαρτιά του. Το πήρε απόφαση ότι θα είναι παράνομος. Έτσι για χρόνια ήταν δουλειά -σπίτι, σπίτι -δουλειά. Ούτε μια φορά έξω για καφέ. Για μια βόλτα. Από φόβο.

Πέρασα από το σπίτι του. Κατάκλειστο.

Φάτσα φαγιούμ. Σκοτεινή κι αγέλαστη. Μεγάλα μάτια ολοστρόγγυλα. Μαύρα. Μέτριο ανάστημα, σωματική διάπλαση που καθόλου δε μαρτυρούσε την απίστευτη αντοχή του. Ούτε τη δύναμη. Τον βρήκα άνοιξη του 2005. Κοντά τρεις μήνες γκρεμίζαμε και χτίζαμε παρέα. Κουβάλησε ατέλειωτα μπάζα, έριξε τσιμέντο, έριξα μέσα στο χαρμάνι κάτι ψιλά για να στεριώσει, έχτισε καινούριους τοίχους, τους σοβάτισε, κάψαμε πορτοπαράθυρα, τα τρίψαμε μέχρι που φάνηκε το ξύλο, τα στόκαρα -στις λεπτοδουλειές δεν έπιανε το χέρι του- τα έβαψα. Στα διαλείμματα για φαγητό και καφέ τα λέγαμε. Με λόγια, αλλά κυρίως με νοήματα. Στην αρχή τουλάχιστον. Γιατί μετά, άρχισε κουτσά στραβά να μαθαίνει ελληνικά. Μόνο το “θ” δεν μπορούσε να προφέρει. Όσο και να προσπαθούσε, “Χ” του έβγαινε. Έτσι, έλεγα κι εγώ όπως εκείνος: “Άμμος χαλάσσης”. Για να συννενοούμαστε. Μάθαινε αυτός ελληνικά κι εγώ, μέρα με τη μέρα, μάθαινα κάτι καινούριο για εκείνον και την οικογένειά του που είχε μείνει πίσω, σε μια μικρή πόλη του Ιράκ κοντά στα σύνορα με την Τουρκία. Για το σπίτι τους που μεγάλωνε καθώς μεγάλωνε η οικογένεια και το ξανάχτιζαν κάθε φορά που τους βομβάρδιζε ο Σαντάμ. Για τον πατέρα του, τις τρεις “μαμάδες” που γεννοβόλησαν 16 παιδιά και κανένα από αυτά δεν τις ξεχώριζε. Κυρίως όμως μιλούσε για τη δίδυμη αδελφή του που τού έλειπε πιό πολύ απ` όλους. Όταν τελειώσαμε κι έπιασε δουλειά με το μάστορα που μού είχε περάσει τα πλακάκια στο δάπεδο και στο μπάνιο, λυπήθηκα. “Θα έρχομαι να σε βλέπω. Εδώ, εσένα έχω αδελφό”, μού είπε την τελευταία μέρα. Και κράτησε το λόγο του. Ερχόταν πότε πότε, τηλεφωνούσε συχνά για να μού πει τα νέα του και να μάθει τα δικά μου. Τηλεφωνούσε πάντα στις μεγάλες γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα, για να μού ευχηθεί “Χρόνια Πολλά”. Εγώ πάλι είχα το νου μου να μη ξεχάσω να τον πάρω στο ραμαζάνι. Την επόμενη χρονιά, άμα άκουσε ότι απολύθηκα, την ίδια κιόλας μέρα ήρθε με τα ρούχα της δουλειάς και μού έφερε λεφτά. Αρνήθηκα, αλλά επέμενε να τα κρατήσω μέχρι να ξαναβρώ δουλειά. Με έσωσε τότε ο Κούρδος αδελφός μου.

Ξαναπέρασα από το σπίτι του. Τα ίδια.

Καλοκαίρι του 2007, με πέτυχε στη “χάλασσα” και ρωτούσε επίμονα να μάθει πότε θα γύριζα. Μόλις είχε γνωρίσει “ένα κορίτσι από το Βουλγαρία” και ήθελε οπωσδήποτε να τη δω. “Άμα σ` αρέσει εσένα, καλή θα είναι” τού είπα στο τηλέφωνο, μα εκείνος επέμενε: Τέσσερα μάτια, βλέπουν καλύτερα από δυο”. Ταίριαζαν. Λιγομίλητος και μαζεμένος αυτός, τσαούσα εκείνη. Τους άκουσα να λένε γλυκόλογα ο ένας στον άλλον, στα ελληνικά -την κοινή τους γλώσσα- κι έδωσα την έγκριση που επιζητούσε. Πρώτη φορά στο σπίτι του πήγα τη μέρα του γάμου. Μού είπε να πάω σε ένα κεντρικό σημείο στο Περιστέρι. Ήρθε να με πάρει ντυμένος με την παραδοσιακή στολή της περιοχής του. Ζήτησε και τού την έστειλαν. Χοντρή μαύρη τσόχα μέσα στη ζέστη τέλη εκείνου του Αυγούστου που καιγόταν η Ελλάδα από ασύμμετρη απειλή. Σε μια γκαρσονιέρα νοικοκυρεμένη, καμιά τριανταριά οι καλεσμένοι. Φίλοι του Κούρδοι οι περισσότεροι και μερικές Βουλγάρες, φίλες της νύφης που φορούσε ένα απλό άσπρο φόρεμα. Στο λαιμό της γυάλιζε ένα μεγάλο χρυσό μενταγιόν με την Ακρόπολη. Ο ιμάμης από τα Μεσόγεια, άργησε λίγο να φτάσει. Έγινε η τελετή κι ύστερα φάγαμε όλοι μαζί παϊδάκια κοτόπουλο από κοντινό ψητοπωλείο. Χωρίς στάλα αλκοόλ. Όταν όμως στη συνέχεια ερχόταν σπίτι μου οι νιόπαντροι εκείνος πότε πότε έπινε καμιά μπύρα. Τον πείραζα ότι δεν είναι καλός μουσουλμάνος κι έλεγε για να δικαιολογηθεί: “Δεν έχει πολύ αλκοόλ”. Παρά τις προσπάθειες της τσαούσας -και προσπάθησε πολύ- και παρά τον γάμο με πολίτη της ευρωπαϊκής ένωσης εκείνος δεν κατάφερε να αποκτήσει  νόμιμα χαρτιά. Συνέχισε να αποφεύγει τις άσκοπες εξόδους. Δουλειά σπίτι. Σπίτι δουλειά κι οι δυό τους. Και πολύ σπάνια, στα ρεπό τους για καφέ. Όταν άρχισαν να γίνονται συχνές οι επιθέσεις σε αλλοδαπούς τηλεφωνούσα πιο τακτικά για να του πω να προσέχει τα θρασίμια- χρασίμια τα είπα κι ας μην κατάλαβε- με τις μαύρες μπλούζες. Τελευταία φορά μιλήσαμε τη μέρα που ανακοινώθηκε κι εξαπολύθηκε το όνειδος του Ξένιου Δία.


Τους ψάχνω δυο χρόνια τώρα. 


H εικόνα από εδώ.


Το σημερινό κείμενο είναι συμμετοχή σε δι-ιστολογικό αφιέρωμα με θέμα «Σύνορα- πρόσφυγες – αλληλεγγύη», με την ευκαιρία του 4ου Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ Χίου, το οποίο οργανώνεται από τη «Λάθρα;» – Επιτροπή Αλληλεγγύης στους Πρόσφυγες Χίου.




Συμμετέχουν ακόμα:

 6ο Σύνταγμα Πεζικού, Βιβλιοθηκάριος

1 σχόλιο:

Nefosis είπε...

Ουφ. Να, ένα χαλασσινό χαλίκι μπήκε στο μάτι μου.