Το
σπίτι άδειο. Τρία παντζούρια κλειστά
τα άλλα ανοιχτά. Μερικά τζάμια σπασμένα
– τα παιδιά πετροβολούν ανελέητα τα
παλιά σπίτια- κι εκεί στα κοφτερά τους
χτυπάνε οι κουρτίνες που απέμειναν και
σκίζονται. Τα ξέφτια τους ανεμίζουν τις
νύχτες με φεγγάρι σχεδόν απόκοσμα.
Στη
βεράντα η τέντα σκισμένη από τους
αέρηδες- δεν θυμάμαι παλιά να φυσάει
στα μέρη μας, όλα αλλάζουν τελικά- δυο
ξεχαρβαλωμένες καρέκλες και ένα κουτσό
τραπέζι. Στην αυλή οι γλάστρες με ξερά
φυτά και το περιβόλι ζούγκλα. Τσουκνίδες
αγριόχορτα και βατσινιές θεριεύουν και
κάτω, στο χώμα, μπορεί να σέρνονται τα
φίδια που ήρθε ο καιρός τους και ξύπνησαν.
Σε
μια γωνιά της αυλής, μούσκεμα από την
τελευταία μπόρα η κούκλα της. Μόλις που
διακρίνεται ανάμεσα σε σκουριασμένους
τενεκέδες. Τη βάζω να ξαπλώσει εκεί όπου
όταν βγει ο ήλιος θα τη στεγνώσει.
Σκαλίζω,
φυτεύω, κλαδεύω ποτίζω χωρίς τη σκιά
μου. Η Ραφαέλα δεν είναι πια εδώ να με
ακολουθεί σε κάθε βήμα. Να με βομβαρδίζει
με απανωτές ερωτήσεις: “πώς το λένε
αυτό το λουλουδάκι;”, “αν όλες είναι
τριανταφυλλιές, πώς τις ξεχωρίζουμε;”
“γιατί βρέχει;” “τί είναι μελίγκρα;”
Η Ραφαέλα
επαναπατρίστηκε. Για την ακρίβεια
ξεριζώθηκε για δεύτερη φορά. Έφυγαν
λίγο πριν αρχίσει η σχολική χρονιά που
μόλις τέλειωσε, για την πατρίδα τους. Εκείνη που είχε πατρίδα το δρόμο έξω από το σπίτι της. Τώρα σε ένα
άλλο δρόμο, σε κάποιο χωριό της Αλβανίας,
η Ραφαέλα ξένη, χωρίς την κούκλα της, θα
είναι πάλι σιωπηλή όπως τότε που δεν
ήξερε λέξη ελληνικά.
“Γαρίφαλο,
δες πώς μυρίζει”, “Από τα χώματα τις
ξεχωρίζουμε”, “Διψάει το χώμα, για αυτό
βρέχει”, "Αυτά τα πράσινα ζουζούνια" . Μουρμουρίζω τραγουδιστά τις
απαντήσεις στις παλιές ερωτήσεις της
Ραφαέλας και νομίζω ότι εκεί που είναι
να τις ακούει.
МореСокол Пие Вода на Вардаро, "το
γεράκι πίνει νερό στον Βαρδάρη", λέει
ένα σκοπιανό τραγούδι, που έπαιξαν στα
μέρη μας πλανόδιοι μουσικοί σε κάποιο
γλέντι πριν από καιρό. Τα τραγούδια και
τα πουλιά βλέπεις, περνούν τα σύνορα
χωρίς διατυπώσεις.