Δεν
ήταν για την εικόνα που έσκυψε. Η εικόνα
αποτελούσε δικαιολογία για να μη φανεί
η πραγματική αιτία. Δικαιολογία όλως
διόλου αχρείαστη, μια που κανείς δεν
ήταν τριγύρω. Το χώμα ήθελε να μυρίσει.
Το χώμα και κυρίως τα απομεινάρια του
θερισμού. Έτσι σκυμμένος έκανε τάχα
ρυθμίσεις στη μηχανή- σχολαστικά όσο
ποτέ άλλοτε- τις διόρθωνε, τις άλλαζε
πάλι ενώ παράλληλα έπαιρνε βαθιές
εισπνοές. Αχόρταγες. Να γεμίσει το μέσα
του με την αψιά μυρωδιά του σανού, λίγο
πριν χαθεί. Λίγο πριν βάλουν φωτιά στις
καλαμιές για να καούν όσα ξερά είχαν
απομείνει από τον θερισμό, ώστε μετά,
μετά από τις πρώτες βροχές να οργώσουν.
Για να είναι έτοιμη η γη για την επόμενη
σπορά.
Έβγαλε
μια φωτογραφία. Δεν την είδε στην οθόνη
της μηχανής. Το βλέμμα δεν μπορούσε να
ξεκολλήσει από το τοπίο·
από τα αλλόκοτα σύννεφα που
έρχονταν φουριόζικα από την μεριά της
οροσειράς, από τα ξερόχορτα που σάλευαν
στον αέρα κάτω από έναν ήλιο που τα
φώτιζε, αρχές Σεπτέμβρη με καλοκαιρινή
ένταση. Χρυσά, ολόχρυσα. Όπως τότε που
τού είπε ο πατέρας του ”Απόψε
θα πάμε να θερίσουμε”.
Έφτασαν περασμένα μεσάνυχτα, νύσταζε
ήδη και μόνο η έξαψη κρατούσε τα μάτια
του ανοιχτά. Περίμεναν για ώρα στην άκρη
του χωραφιού μέχρι που φάνηκε από μακριά
-σαν παράξενο καράβι του φάνηκε τότε- η
αλωνιστική μηχανή. Ολόφωτη, μπήκε μέσα
στο χωράφι κι άρχισε να θερίζει και να
αλωνίζει ταυτόχρονα. Κι έλαμπαν τα
στάχυα στο φως των προβολέων. “Χρυσά,
ολόχρυσα” είχε σκεφτεί και τότε.
Μόνο
η μυρωδιά τους ήταν αλλιώτικη, πιο
γλυκερή στη δροσιά της νύχτας. Με αυτή
κοιμήθηκε κατάχαμα. Αυτή είχε στα
ρουθούνια του όταν τον σήκωσε ο πατέρας
ξημέρωμα πια και τον φορτώθηκε στην
πλάτη του για να γυρίσουν στο σπίτι.
Αλαφροπατούσε για να μην τον ξυπνήσει.
Μα μια στιγμή τον τράνταξε απότομα και
τού είπε σχεδόν ψιθυριστά: “Κοίτα!
Κοίτα!Τσαλαπετεινός!” Άνοιξε αμέσως
τα μάτια και τον είδε. Τσιμπολογούσε
λαίμαργα λίγο πιο πέρα με ανοιχτό λοφίο
το στάρι που είχε ξεφύγει από τη μηχανή.
Τους πήρε είδηση και σταμάτησε να τρώει.
Γύρισε και τους κοίταξε. Ο πατέρας τον
άφησε να γλιστρήσει από την πλάτη του
κρατώντας τον μέχρι που πάτησε κάτω.
Άρχισε να τρέχει προς το μέρος του
πουλιού με τη βεβαιότητα ότι θα το
έπιανε. Εκείνο, τον άφησε να πλησιάσει λίγο κι έπειτα φτερούγισε μακριά μέχρι που
χάθηκε προς την μεριά της οροσειράς.
Έτσι
σκυμμένος καθώς ήταν, είδε την εικόνα
που είχε βγάλει πριν από λίγο στην οθόνη
της μηχανής. Φαίνονταν ικανοποιητική.
Δε θα έβγαζε άλλη. Ετοιμαζόταν να σηκωθεί
όταν άκουσε θρόισμα πολύ κοντά του.
Γύρισε ήρεμα και είδε πρώτα το λοφίο.
Ύστερα το πουλί αναπήδησε και στάθηκε
σχεδόν απέναντί του. Κοιτάχτηκαν για
λίγο στα μάτια. Σαν παλιοί γνώριμοι.
Πού ήταν. Αυτή τη φορά – κι ενώ η απόσταση
που τους χώριζε δεν ήταν ούτε δυο βήματα-
δεν έκανε καμία κίνηση για να το πιάσει.
Όχι γιατί είχε τη βεβαιότητα ότι ο
τσαλαπετεινός είναι άπιαστο πουλί, μα
γιατί είχε μάθει πια να χαίρεται χωρίς
να αγγίζει. Μόνο όταν ύστερα από λίγο το πουλί λύγισε τα πόδια του κλείνοντας
ταυτόχρονα το λοφίο και απογειώθηκε,
σήκωσε τη μηχανή και το έβγαλε καθώς
απομακρύνονταν.
Δεν
είδα την εικόνα. Δεν είχε σημασία αν
ήταν ικανοποιητική ή όχι. Σημασία είχε
ότι όλα ήταν ίδια. Τότε και τώρα. Ο τόπος,
οι μυρωδιές, τα χρυσά ολόχρυσα απομεινάρια του θερισμού. Ίδια και τα
πετεινά του ουρανού. Μόνο ο πατέρας
δεκαοκτώ χρόνια τώρα φευγάτος.
3 σχόλια:
Όλοι φευγάτοι είμαστε. Σαν τον Τσαλαπετεινό. :)
Nefosis A : Εμένα εννοείς ή για τον άλλον;
;-)
Όλα τόσο ίδια κι όμως τόσο διαφορετικά....
Και η ζωή μας πέρασε σαν αστραπή!
Δημοσίευση σχολίου