Φάτσα
κάρτα η θέα από το μπαλκόνι. Αυτή σου
στέλνω κάρτα. Παλιά δεν ήταν θέα. Ή μάλλον
πάντα ήταν, απλώς δεν την βλέπαμε. Είχε
σπίτι εκεί. Παλιό πλινθόκτιστο. Ακατοίκητο
το θυμάμαι. Έρημο. Οι
νοικοκύρηδες είχαν φύγει για την Αυστραλία πολύ πριν
γεννηθώ. Άρον άρον. Το λέω γιατί άφησαν
τις κουρτίνες στα παράθυρα. Άμα τις
αφήνεις, δεν μπορεί, θα βιάζεσαι. Ίσως
πάλι να λογάριαζαν να γυρίζουν γρήγορα
και τις άφησαν κρεμασμένες. Δεν γύρισαν.
Ρήμαξε άδειο το σπίτι. Τού πήρε πολλά
χρόνια, αλλά ρήμαξε. Αυτά τα παλιά, αλλιώς
τα έχτιζαν κι είχαν μεγάλες αντοχές.
Η
όψη του δρόμου, μια πόρτα κάτω, δεξιά-
αριστερά παράθυρα. Μια πόρτα πάνω με
μικρό ξύλινο μπαλκόνι, δεξιά κι αριστερά
παράθυρα. Από πίσω, θυμάμαι μόνο μια
μικρή πόρτα. Κεραμίδια στη στέγη. Παλιά,
βυζαντινά. Μας έλεγαν ότι είχε φαντάσματα.
Ούτε που πλησιάζαμε μόλις σκοτείναζε.
Άμα μεγαλώσαμε λίγο, ξεφοβηθήκαμε και
είπαμε ότι έχει θησαυρό. Το λουκέτο δεν
άνοιγε με σύρμα. Η βατσινιά που κόντευε
να καλύψει την πίσω πόρτα μας έγδαρε άσχημα.
Βγάλαμε από την κάσα της πόρτας τον κρίκο
που ήταν περασμένο το λουκέτο και μπήκαμε.
Αράχνες, ποντικοκούραδα,
σκόνη. Και μια γουστερίτσα που μας
κοψοχόλιασε. Λίγα έπιπλα. Τα βασικά.
Κρεβάτι, τραπέζι, μερικές καρέκλες. Ένα
μπαούλο κι ένας μπουφές. Άδεια όμως.
Πουθενά θησαυρός. Ούτε στο στρώμα που
σκίσαμε με σουγιαδάκι και γέμισε το
δωμάτιο μπαμπάκια. Μετά μπαίναμε μόνο
όταν παίζαμε κρυφτό. Ύστερα για κάπνισμα
και για κλεφτά φιλιά αργότερα. Όταν
υποχώρησε -να έβλεπες ένα ωραίο κοίλο
με κεραμίδια!- η σκεπή, κάρφωσαν τα
πορτοπαράθυρα του ισογείου.
Τότε,
ή ίσως λίγο αργότερα ήρθαν τα περιστέρια.
Πρώτα τα ακούσαμε να γουργουρίζουν κι
ύστερα τα είδαμε να βγαίνουν από το
γείσο της σκεπής. “Θα πάρω το αεροβόλο
του αδελφού μου...” είπε ο Γιάννης και
πλακωθήκαμε. Τον ξάπλωσα κάτω και του έβαλα τα χέρια στο λαιμό. Να τον πνίξω. “Δικά μας είναι”
τού είπα. Ψέμματα βέβαια. “Θα σε σκοτώσω
άμα τα πειράξεις”.
Την άλλη μέρα τους
πέταξα από μακριά μια φέτα ψωμί. Κομμάτι
κομμάτι. Βγήκαν δυο -τρία στη αρχή. Ύστερα
όλα. Επτά. Πότε ψωμί, πότε στάρι με
συνήθισαν. Ξεθάρρεψαν. Με λίγη τροφή
τα ζωντανά και λίγη καλοσύνη ο άνθρωπος,
ξεθαρρεύουν. Έτρωγαν πια από το χέρι
μου. Έτρωγαν και τους σφύριζα. Μεσημέρι
τα τάιζα. Μόλις γυρνούσα από το σχολείο.
Τους σφύριζα από μακριά, μ` άκουγαν,
έβγαιναν από τις φωλιές τους στη σκεπή,
φτερούγιζαν στο μέρος μου και με
ακολουθούσαν. Κάθε μέρα.
Μια
φορά, δεν ξέρω πώς μού ήρθε, μόλις τα
είδα να έρχονται, άνοιξα τα χέρια στην
έκταση. Ούτε εκπαιδευμένα να ήταν,
κατέβηκαν και κάθισαν από τρία στο κάθε
χέρι κι ένα στο κεφάλι. Και βάδιζα έτσι
μέχρι το σπίτι, εκείνη και όλες τις άλλες
μέρες, στη στάση του εσταυρωμένου,
φορτωμένος πουλιά. Και ζήλευαν τα άλλα
παιδιά και φώναζαν οι μεγάλοι: “Θα σε
κουτσουλήσουν καψερέ! Θα σε κουτσουλήσουν!”
Τότε
ήταν που σκέφτηκα να τα εκπαιδεύσω. Να
γίνουν ταχυδρομικά. Πήρα το πιο ζωηρό
στα χέρια και το πήγα ως το σπίτι ενός
φίλου που έμενε μακριά, σε άλλη γειτονιά.
Μόλις φτάσαμε, τού είπα: “Εδώ θέλω να
φέρεις το μήνυμα”. Γύρισα, έγραψα σε
χαρτάκι με μικρά ψείρες γράμματα “Σου
στέλνω γράμμα με περιστέρι και περιμένω
απάντηση”, το τύλιξα στο πόδι του, το
έδεσα με μια κλωστή και το άφησα να
πετάξει. Έφυγε. Περίμενα, μα το περιστέρι
γύρισε χωρίς γράμμα. Το ξαναπήγα μέχρι
το σπίτι του φίλου, τού είπα ότι και την
πρώτη φορά, έγραψα άλλο γράμμα. Τα ίδια.
Δεν μπορούσα να ξέρω αν πήγαινε στο
προορισμό του ο ταχυδρόμος μου ή αν
λύνονταν η κλωστή στο δρόμο και χάνονταν το γράμμα. Παραιτήθηκα της προσπάθειας
να στείλω γράμμα σε συγκεκριμένους
παραλήπτες αλλά συνέχισα να βάζω στα
πόδια τους μηνύματα που δεν είχαν
αποδέκτη και δεν έχριζαν απάντησης. Τις
κλωστές στα πόδια τους δεν τις έδενα
καλά. Για να πέσουν.
Μπορεί
να μην είχαμε στη μικρή μας πόλη θάλασσα
να ρίχνουμε μπουκάλια με μηνύματα,
είχαμε όμως τουλάχιστο επτά περιστέρια,
πρόθυμα να κουβαλήσουν φράσεις όπως:
“Βάλε το στην τσέπη σου και προχώρα”
ή “Τώρα μπορείς να χαμογελάσεις ξανά”
ή “Δε ρίχνει μόνο βροχή ο ουρανός” κι
άλλα πολλά, που πια δεν τα θυμάμαι. Δεν
ξέρω αν και πόσοι πρόσεξαν στη μικρή
μας πόλη τα πεσμένα χαρτάκια από τα
πόδια των περιστεριών μου. Δεν ξέρω αν
και πόσοι έσκυψαν, τα σήκωσαν, τα ξετύλιξαν
και τα διάβασαν. Πάντως ένα από αυτά, το
βρήκα εγώ. Πρέπει να ήταν πολύ καιρό
πεσμένο, να το είχε πατήσει αυτοκίνητο,
να το είχε μουλιάσει η βροχή. Το μήνυμα
είχε σβηστεί.
Κάποια
στιγμή τα περιστέρια άρχισαν να
λιγοστεύουν. Τα χτύπησε αρρώστια; Τα
χτύπησε καμιά γάτα; Ποτέ δεν έμαθα. Πάντως από
αεροβόλο δεν πήγαν. Θα το άκουγα. Τελικά,
ούτε ένα δεν έμεινε.
Όταν
γκρέμισαν το σπίτι έλειπα. Κρίθηκε
επικίνδυνο είπαν. Στο μεταξύ άλλη γενιά παιδιών το
γυρόφερνε για θησαυρούς στην αρχή κι
έπειτα για τα πρώτα τους τσιγάρα·
τα φιλιά τα έδιναν πια στα
φανερά. Ο δήμος το κατεδάφισε.
“Δεν έπεφτε με τίποτα”
μού είπε ο Γιάννης όταν γύρισα “το
χτύπαγε η φαγάνα και τίποτα! Το ρημάδι,
δεν έπεφτε”.
Στεκόμασταν
εκεί που ήταν το παλιό πλινθόκτιστο
σπίτι που στη σκεπή του φώλιαζαν τα
περιστέρια μου, τα περιστέρια που ήθελε
να μακελέψει ο Γιάννης με το αεροβόλο
του αδελφού του και ούτε που προσέξαμε
τη θέα στον κάμπο. Μόνο το κενό που άφησε
πίσω της η μπουλντόζα κοιτάζαμε αμήχανοι.
Με τον καιρό όμως, συνηθίσαμε που έλειπε
το σπίτι- έτσι όπως όλα τα συνηθίζει ο
άνθρωπος- και βλέπαμε πλέον τη θέα. Δεν
είναι τίποτα σπουδαίο, το ξέρω. Με την
πρώτη ματιά, φαίνεται σχεδόν αδιάφορη:
ο λόφος αντίκρυ στη μικρή μας πόλη κι
ο ουρανός.
Άμα
την έχεις όμως φάτσα κάρτα και προσέξεις
πόσο αλλάζει με τις εποχές, πόσο αλλάζει
μέσα στην ίδια μέρα, πόσο ζωντανεύει με
τους μακρινούς ήχους που φτάνουν στα
αυτιά σου από τον κάμπο και το ποτάμι, με τα περαστικά πουλιά που φτερουγίζουν, κάθεσαι με τις ώρες και την κοιτάς. Κι
ένα περίεργο: τότε εμφανίζεται από το πουθενά το παλιό σπίτι, σε γυροφέρνουν ξανά τα χαμένα περιστέρια που σε στόλιζαν
μικρό εσταυρωμένο -τα περιστέρια που
δεν έγιναν ποτέ ταχυδρομικά.
Το
“Φάτσα κάρτα θέα” είναι η απάντηση
στην κάρτα
που μού έστειλε πριν λίγες μέρες η φίλη
μου η Nefosis με
ταχυδρομικό περιστέρι από το
Μπερδεμιάρο
7 σχόλια:
Ω, σ' ευχαριστώ! Πόσο σ' ευχαριστώ!
Nefosis A: Α! Ωραία! Την έλαβες ε;
Ναι, την έλαβα και σου στέλνω την απάντηση με τον ταλαιπωρημένο ταχυδρόμο. :)
Nefosis A : Μια χαρά κάνει τη δουλειά του ο ταχυδρόμος. Μόνο που πάντα χτυπάει δύο φορές.
;-)
Νοσταλγίας συνέχεια, βλέπω!
Τελικά, " τι είναι πατρίδα? μην είναι οι κάμποι?....". Ποιός ξέρει! Όμως, κάτι είναι, σίγουρα!
Ανώνυμε, όταν το παρόν μας ζορίζει, καταφεύγουμε για λίγο στο παρελθόν ώστε να οπλιστούμε με δύναμη για να το αντιμετωπίσουμε και να συνεχίσουμε προς το μέλλον
;-)
ΑΝΩΝΥΜΟΥ
Δεν είναι η πατρίδα μας
(2010 σατυρικό)
Δεν είν’ οι βίλες στις κορυφογραμμές
οι ιδιωτικές παραλίες στις μπαζωμένες ακτές
τα αξεστα λαμόγια με τις βαμμένες ξανθιές
τα ξέκωλα στην TV και στις φυλλάδες.
Οι λαθρέμποροι που έχουνε ποδοσφαιρικές ομάδες
οι πουλημένοι οι “ταγοί' και οι συνδικαλιστές
' διανοούμενοι' που υμνούν απολύσεις από μικροκαπιταλιστές
' μαικήνες' businessmen επί του ασφαλούς :
αφανείς εταίροι με τους πολιτικούς.
Δεν είναι τα ερειπωμένα αρχαία μέλη μνημείων
τα αγάλματα τα κλασσικά,o εναπομένων κίων
ότι απέμεινε απ’ το ασβεστοκάμινο και την λαθρανασκαφή
καλά που δεν τά ‘ καναν όλα ασβέστη οι χριστιανοί
ή δεν τα’ χτισαν σε εκκλησιές στην βυζαντινή εποχή
Fallmerayer- Παπαρρηγόπουλος 1-1
δεν δίνω δίκιο σε κανένα
Πάντως ο καπιταλισμός μας είναι βαλκανικός
διαφθορά, εγκάθετοι, μετριοκρατία, νεποτισμός
Τα αποτελέσματα γνωστά πριν το σάλπισμα της κρίσης
Φθάνει η ώρα την μάταιη την μάχη ν’ αφήσεις
………………………………………………………..
Χαμένη η παρτίδα της πατρίδας μας
Σαν Σέρβοι επί Milošević να βγάλουν διαβατήρια
οι νέοι των 700 ευρώ , αξιοπρέπειας εισιτήρια
τόσους …έξυπνους δεν τους σηκώνει ο τόπος
οδόφραγμα οι “έξυπνοι', για πάντα κλειστός ο δρόμος
Κι εμείς μετά την σύνταξη στην πόλη του Καβάφη
θα κοιτάμε προς βορρά : την Κρήτη, τη Ανάφη
κι ας τους “να βράζουν μες το ζουμί τους'
μέχρι να τελειώσει το νερό κι η άθλια ζωή τους.
24.03.2010
http://www.poiein.gr/archives/9882
Αφώτιστος Φιλέλλην
Δημοσίευση σχολίου