Άκεφος, με χαλκάδες στα μάτια, ο Κίτσος σούρθηκε το άλλο πρωί στην τάξη. Πρώτη ώρα είχαν το Γαβριάδη- πράγμα που πάντα σκοτείνιαζε τη μέρα κι έφερνε προκαταβολικά γρουσουζιά. Με το που μπήκε στην τάξη, ο Ιστορικός είχε κιόλας αρχίσει να φωνάζει απουσιολόγιο. Με εκείνη τη λαρυγγική φωνή του- σα γυναίκα που βιάζουν.
“Τί
ώρα είναι αυτή;” σταμάτησε για να μιλήσει
στον Κίτσο.
“Οκτώ
και τέταρτο”, είπε ο Κίτσος βραχνά.
“Πήγαινε
να καθίσεις στη θέση σου”, τούπε, “αμέσως”
Ο
Κίτσος κάθισε δίπλα στον Άκη, όπως πάντα.
Ανήσυχος ο φίλος του στήλωσε πάνω του
τα μάτια ερωτηματικά. Σκυμμένος στο
βιβλίο της Ιστορίας ο Κίτσος έβλεπε την
Άρτεμη με το κινηματογραφικό στήθος
της και το αιώνιο στάχυ στο στόμα, να
βαδίζει ανάμεσα στα παλικάρια του
εικοσιένα σκορπίζοντας μικρές φλόγες
που απειλούσαν να γίνει επανάσταση.
Ώσπου κάποτες ένιωσε τον Άκη να τον
σκουντάει.
“Μάθημα”,
είπε η υστερική φωνή απ` την έδρα.
Σηκώθηκε
επί τόπου, στηρίζοντας τα γόντά του πάνω
στην κόψη του θρανίου.
“Εις
τί ωφέλησε η υποστήριξη των Μεγάλων
Δυνάμεων την επανάστασιν του εικοσιένα;”
ρώτησε ο Γαβριάδης.
Ο
Κίτσος ένιωσε όλα τα μάτια στραμμένα
καταπάνω του. Θαρρείς και τούτη την ώρα
να του έπεφταν από τον ουρανό μαζωμένες
όλες οι ευθύνες. Τεντώθηκε όλος.
“Στο
να διαιρέσει ακόμα περισσότερο το ήδη
διαιρεμένο Έθνος” είπε με φωνή σιγανή,
ωστόσο σταθερά.
“Τί
εννοείς;” είπε ο Γαβριάδης κρεμώντας
τα πουλίσια χέρια του πάνω από την έδρα.
“Εννοώ
ότι οι αγωνιστές στάθηκαν μπαίγνιο της
Ευρώπης και μοιράστηκαν σε αγγλόφιλους,
ρωσόφιλους και γαλλόφιλους κατά το
πρότυπο της πολιτική: “διαίρει και
βασίλευε”
“Πού
τα είδες αυτά γραμμένα;” είπε ο Γαβριάδης.
“Σε ποιά σελίδα του βιβλίου;”
“Το
βιβλίο το διάβασα κι αυτό κατάλαβα.
Σελίδες δε θυμάμαι”
Ένα
μουρμουρητό πέρασε πάνω απ' την τάξη.
Όλοι κοίταζαν τον Κίτσο.
“Ποία
ήτο η πρώτη επίσημος μορφή διακυβερνήσεως
εις την ελευθέραν Ελλάδα;”
“Η
βασιλεία του Όθωνα και των Βαυαρών.
Μοναρχία απολυταρχική και κυβέρνηση
παρακρατική”, είπε ο Κίτσος.
“Παρακρατική·
τί
πάει να πει η λέξις αυτή;”
Στο
μυαλό του Κίτσου ήταν σα νάχε ανοίξει
μια τρύπα και νάπεφτε ένα φως από ψηλά.
“Παρακρατικό
είναι το σύστημα που κυβερνούν οι
χαφιέδες και που το κράτος αστυνομεύεται
από δυνάμεις αντισυνταγματικές. Όταν
η ελευθερία του λαού διακυβεύεται και
πνίγεται στα μπουντρούμια”
“Σιωπή!”
βρόντηξε το χέρι πάνω στην έδρα ο
Ιστορικός. “Απάντησε σωστά ειδεμή σε
καθίζω χάμω”.
“Κίτσο”
του είπε χαμηλόφωνα ο Άκης ταμπουρωμένος
πίσω από το βιβλίο του, “το νου σου!”
“Και
τί έχεις να πεις διά τον ρόλον τον οποίον
διαδραμάτισε ο Μέτερνιχ εις την Ευρώπην;”
ρώτησε ο ιστορικός κρεμνώντας τα γαμψά,
πουλίσια χέρια του πάνω από την έδρα.
“Ο
Μέτερνιχ ήταν μια φυσιογνωμία ξεχωριστή”
είπε ο Κίτσος, “ένας αριστοτέχνης της
διπλωματίας”.
“Τότε
πώς εξηγείς τον ανθελληνικό ρόλο που
έπαιξε εις την επανάστασιν;”
“Όλες
οι φυσιογνωμίες σφάλλουν κάποτες στην
εκτίμησή τους· τουλάχιστον αυτός ήταν
κηρυγμένος ανοιχτά εναντίον της Ελλάδος.
Δε συνομώτησε κρυφά, κι ούτε μας έκανε
ποτέ το φίλο.”
“Με
άλλα λόγια εσύ που φαίνεται να τον
θαυμάζεις, είσαι και εσύ ανθέλλην...”
Η
τάξη σώπαινε με κομμένη την αναπνοή.
“Μια
τελευταία ερώτησις”, είπε ο Ιστορικός.
“Πού,
πότε και υπό ποίας συνθήκας σκοτώθηκε
ο Γεώργιος Καραϊσκάκης;”
“Στο
Φάληρο, τον Απρίλη του 1827· ποιός σκότωσε
τον Καραϊσκάκη μένει ανεξακρίβωτο,
μπορεί και να δολοφονήθηκε· νομίζω
πάντως πως όπως και να έχει το πράγμα ο
Καραϊσκάκης έπεσε θύμα της Εγγλέζικης
πολιτική που εμπνευστής της στην Ελλάδα
στάθηκε ο Μαυροκορδάτος”.
“Σώπα”,
είπε κατακόκκινος ο Γαβριάδης. “Δε σε
ρώτησα να μας πεις τί νομίζεις. Πού τα
έμαθες όλα αυτά; Για πες μας, κουμουνιστής
είσαι;”
“Κουμουνιστής
δεν είμαι”, είπε ο Κίτσος, ¨εκτός αν με
κουμουνιστή εννοείτε έναν άνθρωπο που
μπορεί και εκτιμάει τα πράγματα και
προχωρεί πέρα απ' αυτό που τού δίνουν
να πιστέψει”
“Ποιός
τού δίνει να πιστέψει, τί;”
“Να
αυτό”, είπε ο Κίτσος πιάνοντας απ' τη
ράχη το βιβλίο της Ιστορίας και ανεμίζοντάς
το. “Αυτό το κουρελόχαρτο”.
Ξαφνικά
ο Γαβριάδης απόμεινε ακίνητος· όλο το
αίμα ήρθε και μαζεύτηκε στο κεφάλι του,
θαρρείς το τριγωνικό του κρανίο με τη
χωρίστρα στη μέση ήταν έτοιμο από στιγμή
σε στιγμή να χωρίσει στα δύο. Χτύπησε
με το χάρακα την έδρα.
“Αναρχικός!”
αναφώνισε, “έξω γρήγορα, έξω είπα...”
Ο
Κίτσος έσκυψε κι άρχισε αργά να μαζεύει
τα βιβλία του. Η τάξη παγωμένη κοίταζε
πότε τον Κίτσο, πότε το Γαβριάδη. Μέσα
σε νεκρική σιωπή ο Κίτσος μάζεψε ένα-ένα
τα βιβλία του.
“Άσε
τα και έβγα έξω αμέσως”, βρόντηξε η φωνή
του Ιστορικού.
“Δε
βγαίνω”, είπε ο Κίτσος ήσυχα.
“Τί
είπες;”
“Είπα,
δε βγαίνω. Πληρώνω σ' αυτό το σχολείο,
κι έχω δικαίωμα σαν όλους εδώ μέσα ν'
ακούσω το μάθημα και να εξεταστώ”.
Για
μια απειροελάχιστη στιγμή, η τάξη έχασε
την αίσθηση του χρόνου. Θαρρείς και
μεγάλα κύματα νάχαν ορμήσει μέσα στην
κάμαρη, σκαμπανεβάζοντας, που άλλοτες
σήκωναν τον Κίτσο ψηλά, κι άλλοτε τον
άφηναν να πέσει. Κι ανάμεσα ακουγόντουσαν
φωνές υπόκωφες, σαν από μια επανάσταση
που μαίνονταν στο βυθό και γύρευε αφορμή,
τρόπο να ξεσπάσει. Ύστερα καθώς ο χρόνος
ξαναβρήκε την κανονική του ροή, ένα κύμα
γέλιου απλώθηκε στην τάξη, στην αρχή
σιγανό, έπειτα ακράτητο. Ο Γαβριάδης
έκανε να κατέβει απ' την έδρα, το πόδι
του μπλέχτηκε στο σχοινί απ' όπου κρεμόταν
ο σπόγγος του μαυροπίνακα, κι ήρθε να
πέσει φαρδύς- πλατύς χάμω.
Τότε
είναι που η τάξη σηκώθηκε στο πόδι,
ανεμίζοντας βιβλία, πετώντας μολύβια
και γόμες, ανοίγοντας τα παράθυρα, ωσότου
οι φωνές σκόρπισαν, ήρθαν χτυπήθηκαν
στους στενούς δρόμους της πόλης· έβλεπες
τους διαβάτες όρθιους να αφουγκράζονται,
τους μαγαζάτορες βγαλμένους στα κατώφλια
τους, τις νοικοκυρές σταματημένες στις
μπουγάδες τους. Έπειτα τα παιδιά,
ακράτητα, άλλοι από τις πόρτες κι άλλοι
από τα παράθυρα, ξεχύθηκαν στους δρόμους.
Άλλοι ήθελαν να σηκώσουν τον Κίτσο στα
χέρια, άλλοι να τον φιλήσουν, εκείνος
όμως τους ξέφυγε κι από μια πάροδο έτρεξε
να κρυφτεί.
Εκείνο
το βράδυ, ο Κίτσος δε γύρισε στο σπίτι
του. Άλλοι είπαν πως τον είδαν να μπαίνει
στο σπίτι της Άρτεμης, άλλοι πως τον
είδαν από μακριά να περπατάει στον
Χλωμό, ανάμεσα σε βράχια και πυκνές
λόχμες, σαν άγριος να ταίζεται μέλι και
ακρίδες. Το επεισόδιο έκανε το γύρο της
πόλης, μα γρήγορα καταλάγιασε κι αυτό.
Σαν τους αέρηδες που φύσηξαν ότι ήταν
να φυσήξουν κι έπειτα παγωμένοι,
άσπλαχνοι, έπεσαν να κοιμηθούν.
Το
απόσπασμα (σελ 139- 144) προέρχεται από Τα Μηχανάκια, του Μένη Κουμανταρέα
που εκδόθηκε από τον Κέδρο το 1962 . Ο
συγγραφέας βρέθηκε σήμερα το πρωί
δολοφονημένος
στο σπίτι του στην Κυψέλη. Τον Οκτώβριο
του 2012 ο Μένης Κουμανταρέας είχε υποστεί
επίθεση
από ακροδεξιό, λίγες μέρες μετά από την
συμμετοχή του σε αντιρατσιστική εκδήλωση
στον Άγιο Παντελεήμονα.
Η πρώτη φωτογραφία, από το εξώφυλλο του βιβλίου
που φιλοτέχνησε ο Χρόνης Μπότσογλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου