Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

Όταν και όπου


Όταν κι όπου σκάνε βόμβες, αφήνουν πίσω τους ερείπια, νεκρούς και τραυματίες. 


Όταν κι όπου σκάνε βόμβες, πάντα οι άνθρωποι τρέχουν έντρομοι να σωθούν 


Όταν κι όπου σκάνε βόμβες, κάποιοι  μεταφέρουν στα χέρια  τους τραυματίες. 



Όταν κι όπου σκάνε βόμβες, τα τραύματα των ανθρώπων  πονάνε. 



Όταν κι όπου σκάνε βόμβες, ο θρήνος για τους αδικοχαμένους είναι ο ίδιος. 





Από τις "δίδυμες εικόνες", η πρώτη προέρχεται από τις σημερινές βομβιστικές επιθέσεις στις Βρυξέλλες, ενώ η δεύτερη είναι από τη Συρία


"Ζώντας με το φόβο" της Μαρίνας Κονταρά που ζει στις Βρυξέλλες. 

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

Ἡ Ἔξοδος

Migrants wade across a river near the Greek-Macedonian border, west of the the village of Idomeni March 14, 2016. REUTERS/Stoyan Nenov

A woman carries a baby as migrants wade across a river near the Greek-Macedonian border, west of the the village of Idomeni, Greece, March 14, 2016. REUTERS/Alexandros Avramidis

Σάν νά μήν ἤτανε ἄλλος δρόμος πάνω σ’ ὁλακέρη τή γῆ, γιά νά περάσει ἡ Ἄνοιξη παρά μονάχα αὐτός, καί νά τόν εἶχαν πάρει ἀμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, περ’ ἀπ’ τήν ἄκρη τῆς ἀπελπισιᾶς, οἱ νέοι μέ τά πρησμένα πόδια πού τούς έλεγαν ἀλῆτες, καί οἱ ἄντρες, καί οἱ γυναῖκες, καί οἱ λαβωμένοι μέ τόν ἐπίδεσμο καί τά δεκανίκια.

Τέτοιας λογῆς ἀποκοτιές, ὡστόσο, μαθαίνοντες οἱ Ἄλλοι, σφοδρά ταράχτηκαν.

Macedonian soldiers escort migrants who have crossed the border illegally from Greece, into army trucks in the village of Moini, Macedonia March 14, 2016. REUTERS/Ognen Teofilovski


Οδυσσέα Ελύτη, Άξιον Εστί, απόσπασμα από Τα Πάθη. 

Οι φωτογραφίες από το πρακτορείο Reuters 

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

Συνάντηση στην Τερατσίνα



(Από το ημερολόγιο του Σταντάλ που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του)

Σταματήσαμε στην Τερατσίνα· εκεί, στο πολυτελές πανδοχείο που είχε ανεγερθεί από τον Πίο τον ΣΤ', μας προσκάλεσαν να δειπνήσουμε με κάποιους ταξιδιώτες που μόλις είχαν αφιχθεί από τη Νάπολη. Στο τραπέζι, παρατηρούσα τους συνδαιτυμόνες μου, κάπου επτά ή οκτώ άτομα, αλλά την αμέριστη προσοχή μου απέσπασε ένας ξανθός νεαρός γύρω στα είκοσι πέντε· ένας άντρας εκθαμβωτικής ομορφιάς, παρά την αμυδρή υποψία φαλάκρας. Τον παρακάλεσα θερμά να μού πει νέα από την Νάπολη και ειδικότερα για τη μουσική στην πόλη. Ικανοποίησε την περιέργειά μου με σαφέστατες και εξαιρετικά πνευματώδεις απαντήσεις. Τον ρώτησα επίσης αν μπορούσα ακόμα να ελπίζω ότι θα δω τον Οθέλλο του Ροσσίνι, όταν φτάσω στην Νάπολη. Επέμεινα ιδιαιτέρως στο θέμα, τονίζοντας ότι, κατά την άποψή μου, ο Ροσσίνι ήταν η λαμπρή ελπίδα της ιταλικής σχολής. Πως ήταν ο μοναδικός εν ζωή συνθέτης που γεννήθηκε μεγαλοφυής. Τότε, παρατήρησα πως ο συνομιλητής μου έδειχνε κάπως αμήχανος, ενώ οι σύντροφοί του μού χάριζαν πλατιά μειδιάματα. Για να μη μακρηγορώ, ο άντρας ήταν ο Ροσσίνι!



 
Σημ. Το 1817 που έγινε η τυχαία συνάντηση στην Τερατσίνα, ο Σταντάλ ήταν 34 χρόνων, ενώ ο Ροσσίνι 25, όπως σωστά είχε υπολογίσει ο Γάλλος συγγραφέας.  Ο Ροσσίνι, συνέθεσε την όπερα Οθέλλος ή ο Μαυριτανός της Βενετίας το 1816. 

Αντέγραψα το απόσπασμα από το βιβλίο “Τα μεγάλα Ταξιδιωτικά Ρεπορτάζ” των εκδόσεων Νάρκισσος. Η ανθολόγηση των κειμένων, του 'Ερικ Νιούμπι.

Η εικόνα, “Άποψη της Τερατσίνα” 1837, έργο του Γερμανού τοπιογράφου Carl Morgenstern


Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016

Πλατεία Βικτωρίας

Για την πλατεία Βικτωρίας και τους ανθρώπους που βρίσκουν εκεί υπαίθριο καταφύγιο αν αρχίσει να γράφει κανείς, είναι δύσκολο να σταματήσει. 

 Κάτω και γύρω από το γλυπτό σύμπλεγμα, έργο του Γερμανού καλλιτέχνη Johannes Pfuhl -”ΘΗΣΕΥΣ ΣΩΖΩΝ ΤΗΝ ΙΠΠΟΔΑΜΕΙΑΝ”, όπως αναγράφεται στην μαρμάρινη οκταγωνική βάση- εκατοντάδες κατατρεγμένοι βρίσκονται με απίστευτη καρτερία σε αναμονή· αναμονή μιας καλύτερης και ασφαλούς ζωής που όλοι ανεξαιρέτως την χωροθετούν στη Γερμανία.

 Το πιθανότερο είναι ότι δεν θα τα καταφέρουν με τα σύνορα κλειστά ακόμα και για τους Σύριους πρόσφυγες. Η πλειονότητα των ανθρώπων της πλατείας προέρχεται από το Αφγανιστάν. Μια χώρα που από το 1839 που άρχισε ο πρώτος Αγγλοαφγανικός πόλεμος -μια πράξη του “Μεγάλου Παιχνιδιού” όπως αποκαλείται η αγγλορωσική διαμάχη για τη δημιουργία αυτοκρατορίας στην Ασία- ελάχιστα διαστήματα ειρήνης έχει γνωρίσει. Αλλά αν κανείς δεν έχει χρόνο ή διάθεση να ανατρέξει στην ιστορία αυτής της πολύπαθης χώρας, αρκεί η διαδικτυακή αναζήτηση με λέξεις κλειδιά “explosion” και “Αfghanistan” που αποφέρει σε ελάχιστα δευτερόλεπτα γύρω στα 15 εκατομμύρια αποτελέσματα. Ωστόσο, οι Αφγανοί, δεν θεωρούνται πρόσφυγες.
 
Το ίδιο και οι Σομαλοί που φτάνουν και εκείνοι στην Ευρώπη από μια ρημαγμένη χώρα. Από μια χώρα που το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού ήταν σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2015, μόλις τα 52 χρόνια .

 Η Σομαλία παρέμεινε αυτάρκης σε τρόφιμα μέχρι τα τέλη του 1970 παρά τις επαναλαμβανόμενες ξηρασίες. Από τις αρχές του 1980, η εθνική της οικονομία αποσταθεροποιήθηκε και η γεωργία της έχει καταστραφεί. Η διαδικασία της οικονομικής αποδιάρθρωσης άρχισε πριν την έναρξη του εμφυλίου πολέμου το 1991. Το οικονομικό και κοινωνικό χάος που προέκυψε ως αποτέλεσμα της “οικονομικής θεραπείας” του ΔΝΤ, έθεσε τις βάσεις για την έναρξη “εμφύλιου πόλεμου” υπό την αιγίδα των ΗΠΑ. Μια ολόκληρη χώρα με πλούσια ιστορία εμπορίου και οικονομικής ανάπτυξης, μετατράπηκε σε μια“περιοχή”. Κατά πικρή ειρωνεία, αυτή η περιοχή περιλαμβάνει σημαντικό πετρελαϊκό πλούτο. Τέσσερις πετρελαϊκοί κολοσσοί των ΗΠΑ είχαν λάβει ήδη θέση πριν από την έναρξη του εμφυλίου πολέμου το 1991. (1)
 

 Στην πλατεία Βικτωρίας εκατοντάδες πρόσφυγες -η πλειονότητα των οποίων είναι παιδιά και έφηβοι- επιβιώνουν κάτω από αντίξοες συνθήκες. Κάτω από τον ήλιο και τη βροχή. Χωρίς πρόσβαση σε στοιχειώδεις χώρους υγιεινής. Επιβιώνουν αποκλειστικά και μόνο λόγω της βοήθειας που προσφέρουν καθημερινά εκατοντάδες πολίτες που φτάνουν διαρκώς φορτωμένοι τρόφιμα και είδη ρουχισμού. Επιβιώνουν λόγω της βοήθειας του Ερυθρού Σταυρού που μοιράζει σάντουιτς και νερό και των εθελοντών γιατρών που είναι έτοιμοι να ανακουφίσουν τους άρρωστους και τους τραυματισμένους, εξετάζοντάς τους στα παγκάκια της πλατείας.
 
 Η απουσία του κράτους κραυγαλέα και εδώ. Ωστόσο, σήμερα έκανε αναπάντεχα την εμφάνισή του ο Δήμαρχος της Αθήνας, κύριος Γιώργος Καμίνης που με πλήρη άγνοια των δεδομένων, ως άλλη Μαρία Αντουανέτα, με πλήρη έλλειψη στοιχειώδους ανθρωπιάς, δήλωσε ευθαρσώς: "Ο Δήμος Αθηναίων -και το δηλώνω κατηγορηματικά- θα παραχωρήσει κι άλλο χώρο υπό μια προϋπόθεση: να αδειάσει η Πλατεία Βικτορίας...Αυτό το αίσχος στην πλατεία Βικτορίας πρέπει να εκλείψει." Στη συνέχεια μάλιστα πρόσθεσε: "Δε θέλουμε να μοιράζονται τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης. Δε θέλουμε να γίνει ατύπως (ένας καταυλισμός)" (2)


1.Απόσπασμα από το άρθρο του Καναδού οικονομολόγου και συγγραφέα Michel Chossudovsky
2. Συνέντευξη του δημάρχου σήμερα στον ΣΚΑΙ
(οι φωτογραφίες από την Πλατεία Βικτωρίας, από το μεσημέρι της Δευτέρας 29/2 και από την Τετάρτη 2/3) 

Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Πόντο- πόντο



  Ξυπνάνε νωρίς κι οι δυο. Η Αννίτα, τη βοηθάει να σηκωθεί από το κρεβάτι, την πλένει, την ντύνει και της χτενίζει τα μαλλιά. Άσπρα, πυκνά ακόμα, γίνονται ένας ωραίος κότσος στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Ύστερα, τρώνε μαζί το πρωινό και λένε τα όνειρα της βραδιάς που πέρασε. Μετά η Αννίτα πιάνεται με τις δουλειές του σπιτιού και το μαγείρεμα, ενώ η κυρία Σοφία κάθεται στην πολυθρόνα της, δίπλα στο παράθυρο και βλέπει στην αυλή το άγγιγμα της πρώιμης άνοιξης. Νωρίς το μεσημέρι, μετά το φαγητό, η Αννίτα βάζει τη γερόντισσα να ξαπλώσει και πάει για λίγες ώρες στο σπίτι της. Όχι για ξεκούραση, μα για να φροντίσει και την οικογένειά της. Το απόγευμα επιστρέφει, πίνουν μαζί καϊμακλίδικο καφέ, γυρίζουν τα φλιτζάνια, η κυρία Σοφία βάζει τα γυαλιά της και διαβάζει με επιτυχία τα σημάδια του ξεραμένου καφέ.

  Το βράδυ κάθονται δίπλα- δίπλα στον καναπέ, απέναντι από την τηλεόραση με ένα δίσκο η κάθε μια στα πόδια της για τις ειδήσεις. Καιρό τώρα δεν κατεβαίνει μπουκιά από το βραδινό τους. Κοιτάζουν και βουρκώνουν. Κάποια βράδια, δεν αντέχουν τις εικόνες των κατατρεγμένων και κλαίνε βουβά χωρίς να κοιτάζει η μια την άλλη. Κρυφά σκουπίζουν τα μάτια τους. Κρυφά χώνουν τα μαντήλια τους στην τσέπη της η μια, στο μανίκι της η άλλη. Μετά, ό,τι και να έχει το πρόγραμμα της τηλεόρασης, το βάρος δε φεύγει, το βάρος εκεί· μένει και τις πλακώνει. Βλέπουν άσχετα κι αναστενάζουν. Πέφτουν για ύπνο με τις εικόνες των ειδήσεων στο μυαλό τους κι όταν βαρύνουν πια τα βλέφαρα και κλείσουν, οι εικόνες του σήμερα, μπερδεύονται, ανακατεύονται παράξενα κι αλλάζουν χρόνο και τόπο.

  'Ετσι το πρωί, την ώρα που λένε η μια στην άλλη τα όνειρα, η κυρία Σοφία μιλάει για τη μάνα της που ξέφυγε το '22 από τη φωτιά και το μαχαίρι της Μικρασίας. Μισό αιώνα τώρα πεθαμένη κι επιστρέφει τελευταία κάθε βράδυ για να πει στη κόρη της, ξανά και ξανά, όλες αυτές τις ιστορίες που της έλεγε όταν ήταν μικρή. Για το φόβο, για τον ξεριζωμό, για την απελπισία, για το ταξίδι στο άγνωστο. Όχι έτσι γενικά κι αόριστα, μα κάθε φορά, επικεντρώνεται σε μια λεπτομέρεια, σε ένα περιστατικό. Έτσι της λέει για το όνομα της βάρκας που τους πέρασε απέναντι - “Παναγιά Γρηγορούσα”-  για τις ψείρες που αλώνιζαν στο άλουστο κεφάλι της, για τις πληγές στα πόδια από το χωρίς τέλος περπάτημα που με το σάλιο της το ίδιο τις γιατροπόρευε. Για τις βρισιές και τις κατάρες που άκουσε κάπου αντί για καλωσόρισμα και την έκαναν να σκεφτεί ότι το μαχαίρι του Τούρκου πιο πονετικά θα την λάβωνε αν έμενε, αλλά και για μια φέτα ψωμί με πέντε σταγόνες λάδι κι αλάτι που της έδωσε μια άγνωστη γυναίκα λίγο πριν σωριαστεί από πείνα. “Αχ Μάνα μου...” καταλήγει η γερόντισσα και σκουπίζει σχολαστικά με το χέρι της τα ψίχουλα του πρωινού· όλα σε μια γωνιά δίπλα στο πιάτο της.

  Ύστερα βουβαίνεται η κυρία Σοφία και παίρνει σειρά η Αννίτα και λέει ότι το βράδυ στον ύπνο της πέρασε για άλλη μια φορά τα σύνορα, ακριβώς όπως το '92, γκαστρωμένη στο μήνα της. Είδε να βουλιάζει και πάλι βαριά στο χιόνι, νύχτα χωρίς φεγγάρι, να παγώνει από τον τρόμο περισσότερο κι από το κρύο με τα τρομερά μάτια μας αλεπούς μέσα σε έναν χιονισμένο θάμνο που αντίκρισε ξαφνικά. Να γλιστράει από τη λαχτάρα, να μην την προλαβαίνει ο άντρας της, να κατρακυλάει σε απότομη πλαγιά ώρα πολύ, να σταματάει πάνω σε δέντρο. “Έτσι κυρά Σοφία έπεσα στο δέντρο, έτσι, με το πλάι. Με τον ώμο χτύπησα, όχι με την κοιλιά”. Κι αμέσως να τη σκεπάζει ολόκληρη χιόνι τιναγμένο από τα κλαδιά, να την ξεθάβει ο άντρας της και να μη βρίσκει ούτε στο όνειρο, το ένα της παπούτσι. Να συνεχίζει μονοσάνδαλη μέχρι το ξημέρωμα. Στο πρώτο χωριό να συναντάνε μια γυναίκα, να τους αγριοκοιτά, να χάνεται βιαστικά σε ένα σπίτι, να τρέμουν σαν τα αγρίμια στην ιδέα ότι θα βγει αμέσως από κει μέσα άντρας με δίκαννο και να τρέχουν να σωθούν. Κι ύστερα από λίγο, η γυναίκα να ξαναβγαίνει μόνη της και να τρέχει να τους προλάβει φωνάζοντας “Παπούτσια, παπούτσια” -η πρώτη ελληνική λέξη που άκουσε η Αννίτα- να τους φτάνει, και να της δίνει εκτός από τα παπούτσια κι ένα ζευγάρι κάλτσες. Στεγνές και ζεστές.




  ''Να μην μπορούμε να βοηθήσουμε κι εμείς αυτούς τους ανθρώπους”, έλεγε η Αννίτα κάθε πρωί όταν τέλειωνε το ξετύλιγμα των ονείρων της προηγούμενης νύχτας, την ώρα που μάζευε πιάτα και φλιτζάνια του πρωινού κι κυρία Σοφία κουνούσε το κεφάλι της. Κουνούσε το κεφάλι κι αναστέναζε, μέχρι τις προάλλες που κάτι σκέφτηκε κι αντί να αναστενάξει, χαμογέλασε και της ζήτησε να φέρει αμέσως τη σκάλα από την αυλή και να ανέβει στο πατάρι. “Να ανοίξεις το μεγάλο μπαούλο” της φώναξε από κάτω. “Έχω εκεί μέσα φυλαγμένη μια μεγάλη σακούλα. Τη βρήκες;”. Τη βρήκε η Αννίτα, βαριά κι ασήκωτη και την κατέβασε. Εκείνη τη μέρα, το μεσημέρι, βολεύτηκαν μόνο με δυο αυγά μάτια και λίγη σαλάτα, στην άκρη του τραπεζιού. Στο υπόλοιπο μέρος, ένα βουνό από μαλλιά. Μεγάλα και μικρά κουβάρια. Άλλα πάλι σε κούκλες, άθικτα. Από όλα τα χρώματα. Λεπτά και χοντρά. Μαλλιά που αγοράστηκαν αλλά δεν πλέχτηκαν ποτέ κι άλλα που περίσσεψαν από πουλόβερ, κουβέρτες, ζακέτες και σάλια που πλέχτηκαν πριν από χρόνια. 

  Από εκείνη τη μέρα, η ενενηντάχρονη κυρία Σοφία, κόρη προσφύγων από τη Μικρασία με τις μνήμες ζωντανές από τις διηγήσεις της μάνας της και η σαραπεντάχρονη Αννίτα, μετανάστρια από την Αλβανία που ακόμα πονάει ο ώμος από εκείνο το παλιό τράνταγμα πάνω στο χιονισμένο δέντρο, πλέκουν πυρετωδώς σκουφάκια και κασκόλ για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες που κρυώνουν στα κλειστά σύνορα. Και ζακετάκια για τα μωρά τους. Όλες οι άλλες δουλειές του σπιτιού, έμειναν πίσω αλλά δεν τις νοιάζει καθόλου. Πιάνουν φωτιά οι βελόνες τους το βράδυ μπροστά στην τηλεόραση. Στις ειδήσεις δε βουρκώνουν πια. Εντοπίζουν στα ρεπορτάζ ασκεπή κεφάλια, γυμνούς λαιμούς, βυζανιάρικα στις αγκαλιές και αμέσως λογαριάζουν το μέγεθος, τα χρώματα που θα τους ταιριάζουν. Και πλέκουν, πλέκουν μέχρι αργά. Και την άλλη μέρα από το πρωί, τα ίδια. Πλέκουν ασταμάτητα και ένα περίεργο: πόντο -πόντο χωρίς να το καταλαβαίνουν μαζί με το νήμα πλέκουν κι ευχές για τους άγνωστους ανθρώπους που θα τα φορέσουν εκεί στα σύνορα μόλις φτάσει το δέμα. Να μην ταλαιπωρηθούν άλλο, να φτάσουν επιτέλους γεροί σε ένα τόπο, να τους καλοδεχτούν, να ριζώσουν, να προκόψουν. Να ζήσουν. 



το ποστ αφιερώνεται σε όλους όσους θέλουν να βοηθήσουν 
τους πρόσφυγες και τους μετανάστες και αναρωτιούνται πώς.