Εκείνο το πρωί, ξύπνησα πρώτη. Είχε ξημερώσει. Θυμάμαι ότι ήταν καλοκαίρι, είχαμε τις κουρτίνες μισάνοιχτες και έμπαινε αρκετό φως. Το ξυπνητήρι θα χτυπούσε σε μισή ώρα. Χάρηκα γιατί σκέφτηκα ότι στα σαράντα χρόνια για πρώτη και μοναδική φορά, υπήρχε μια περίπτωση να μην ακούσω στις 6:45 ακριβώς, αυτό το: «Ξύπνα Μπλάνς, ώρα για δουλειά» που μου έλεγε κάθε μέρα ακόμα και τα Σαββατοκύριακα.
Δε με λένε Μπλάνς. Ή μάλλον τώρα πια με λένε. Σχεδόν έχω ξεχάσει το πραγματικό μου όνομά μου. Πριν παντρευτούμε, όταν μέναμε ακόμα στο Delft πηγαίναμε συχνά στον κινηματογράφο. Εκεί είχαμε δει το A Streetcar Named Desire. Του άρεσε τόσο πολύ αυτή η ταινία που πήγαμε και την ξαναείδαμε άλλες δύο φορές την ίδια βδομάδα. Ταυτίστηκε με τον Brando και συγχρόνως διαπίστωσε ότι εγώ είχα κάποια στοιχεία της Blanche Du Bois, όχι της Vivien Leigh, αλλά της Blanche, της ηρωίδας. «Είσαι ευαίσθητη, ονειροπόλα και ντύνεσαι σαν κι αυτή», είχε πει τότε δικαιολογώντας την απόφασή του. Δε μου άρεσε καθόλου αυτό το όνομα, αλλά δεν του το είπα ποτέ. Δύο χρόνια μετά το γάμο μετακομίσαμε στο Άμστερνταμ. Δουλεύαμε στην ίδια ασφαλιστική εταιρεία, στον ίδιο όροφο, στο ίδιο γραφείο.
Εκείνο το πρωί ξύπνησα πρώτη, ανακάθισα στο κρεβάτι και γύρισα προς το μέρος του. Κοιμόταν βαθειά με μισάνοιχτο στόμα όπως πάντα. Τον κοίταζα εντελώς αφηρημένη χωρίς να σκέφτομαι τίποτα συγκεκριμένο. Ξαφνικά ένοιωσα αηδία. Ήταν ένα κύμα απίστευτης αποστροφής που ήρθε από το πουθενά και φούντωσε. Δε μπορούσα να ανασάνω. Ήταν σα να μαζευόταν όλο αυτό για χρόνια μέσα μου, μυστικά και εκείνη τη στιγμή βρήκε ρήγμα και ξεχείλισε...Πρώτα ένοιωσα αηδία για τη κοινή μας ζωή. Ύστερα για μένα την ίδια και για κείνον. Για το ανοιχτό του στόμα, για την ανάσα του που βρώμαγε, για το πλαδαρό του σώμα. Το μόνο που είχε μείνει από τον άντρα που είχα γνωρίσει και είχα ερωτευτεί κάποτε ήταν το άσπρο φανελάκι του Stanley Kowalski με ένα λεκέ πάνω του από τη μακαρονάδα της προηγούμενης μέρας...Ήθελα να εξαφανιστώ. Ήθελα να διαγράψω όλα αυτά τα χρόνια, τα δύο τρίτα της ζωής μου δηλαδή και να ξεκινήσω στα 60 να μετράω από την αρχή. Χωρίς αυτόν. Μόνη μου. Ήθελα λευκή σελίδα να γράψω πάνω της. Δεν ήξερα τι, αλλά ήθελα μια λευκή σελίδα. Ήθελα...για πρώτη φορά, ΕΓΩ ΗΘΕΛΑ.
Σηκώθηκε, ντύθηκε κι έφυγε χωρίς να πει κουβέντα. Ήπια μόνη μου ένα καφέ. Κάπνισα πέντε τσιγάρα το ένα πάνω στο άλλο. Τηλεφώνησα στη δουλειά και είπα ότι δεν θα ξαναπάω. Όταν μου ζήτησαν εξηγήσεις έκλεισα το τηλέφωνο. Μάζεψα τα ρούχα μου σε δύο βαλίτσες, άφησα τα κλειδιά στο τραπέζι της κουζίνας, τράβηξα τη πόρτα πίσω μου και βγήκα από το σπίτι.
Τα παιδιά το έμαθαν δύο μήνες αργότερα. Η κόρη μου δε μου ξαναμίλησε από τότε γιατί εγκατέλειψα τον πατέρα της. Ο γιός μου, τη μία και μοναδική φορά που το συζητήσαμε μου είπε: «Απορώ γιατί άργησες τόσο».
Τις πρώτες μέρες έμεινα σε ένα ξενοδοχείο. Ύστερα βρήκα ένα διαμέρισμα, σε ένα τριώροφο του 1700. Ένα δωμάτιο όλο κι όλο στον πρώτο όροφο με το μπάνιο έξω, στις σκάλες. Είναι στον αέρα. Κάτω ακριβώς περνάει ένα μικρό κανάλι. Τις πρώτες μέρες σε αυτό το σπίτι καθόμουνα με τις ώρες στο κρεβάτι και έβλεπα από το παράθυρο κάτω τα νερά. Σκεφτόμουνα ότι το κρεβάτι, το δωμάτιο και η ζωή μου ήταν στον αέρα. Και αυτό μ` άρεσε.
Έτρωγα όταν πεινούσα, κοιμόμουνα όταν νύσταζα, έβγαινα όποτε είχα διάθεση. Λίγο στην αρχή, περισσότερο μετά. Χαιρόμουνα. Όριζα το χρόνο μου. Τις ανάγκες μου. Το σώμα μου. Ότι στερήθηκα όλα αυτά τα χρόνια. Αν έβαζε κάποιος στη προηγούμενη ζωή μου ένα τίτλο αυτός θα ήταν: Στέρηση.
Ήμουνα ουσιαστικά μόνη πλέον. Αλλά αυτή η μοναξιά δεν είχε καμία απολύτως σχέση με εκείνη που ένοιωθα πριν. Σε ποια ταινία έλεγε ένας ήρωας: «Προτιμώ τη μοναξιά από μια ζωή χωρίς έρωτα»;* Δε μπορώ πια να θυμηθώ, τίτλους ταινιών, ή ονόματα ηθοποιών ή ηρώων...εκτός βέβαια της Μπλάνς που με ακολουθεί. Είναι το μόνο που κράτησα.
Κάποια στιγμή ένοιωσα την ανάγκη να δουλέψω πάλι, κάνοντας όμως κάτι εντελώς διαφορετικό. Βρήκα ένα μαγαζάκι εδώ στην υπαίθρια αγορά του Waterlooplein και να `μαι! Πουλάω μεταχειρισμένα ρούχα-κυρίως γυναικεία βραδινά φορέματα. Στρας και φτερά. Ψευδαισθήσεις για γυναίκες σαν κι αυτή που ήμουνα κι εγώ κάποτε. Η δουλειά πάει καλά. Έχω σταθερή πελατεία. Έχω και μερικούς φίλους, κυρίως νέους ανθρώπους. Δεν τους πειράζει που είμαι πια 70 χρονών. Βλέπεις, ανοίγομαι εύκολα, πλησιάζω τους ανθρώπους, αστειεύομαι, μιλάω με άγνωστους στο δρόμο, μερικές φορές τους προκαλώ στο σπίτι για ένα καφέ. Όχι δε φοβάμαι. Τι έχω να χάσω; Άλλωστε, «είχα πάντα εμπιστοσύνη στην καλοσύνη των ξένων.»**
*Σκηνές από ένα γάμο του Ι. Μπέργκμαν
** η τελευταία φράση το έργου του Τ. Ουίλιαμς Λεωφορείο ο Πόθος.
Μουσική: Blue in Green του Miles Davis