Δευτέρα 30 Μαρτίου 2009

"Ξύπνα Blanche..."


Εκείνο το πρωί, ξύπνησα πρώτη. Είχε ξημερώσει. Θυμάμαι ότι ήταν καλοκαίρι, είχαμε τις κουρτίνες μισάνοιχτες και έμπαινε αρκετό φως. Το ξυπνητήρι θα χτυπούσε σε μισή ώρα. Χάρηκα γιατί σκέφτηκα ότι στα σαράντα χρόνια για πρώτη και μοναδική φορά, υπήρχε μια περίπτωση να μην ακούσω στις 6:45 ακριβώς, αυτό το: «Ξύπνα Μπλάνς, ώρα για δουλειά» που μου έλεγε κάθε μέρα ακόμα και τα Σαββατοκύριακα.

Δε με λένε Μπλάνς. Ή μάλλον τώρα πια με λένε. Σχεδόν έχω ξεχάσει το πραγματικό μου όνομά μου. Πριν παντρευτούμε, όταν μέναμε ακόμα στο Delft πηγαίναμε συχνά στον κινηματογράφο. Εκεί είχαμε δει το A Streetcar Named Desire. Του άρεσε τόσο πολύ αυτή η ταινία που πήγαμε και την ξαναείδαμε άλλες δύο φορές την ίδια βδομάδα. Ταυτίστηκε με τον Brando και συγχρόνως διαπίστωσε ότι εγώ είχα κάποια στοιχεία της Blanche Du Bois, όχι της Vivien Leigh, αλλά της Blanche, της ηρωίδας. «Είσαι ευαίσθητη, ονειροπόλα και ντύνεσαι σαν κι αυτή», είχε πει τότε δικαιολογώντας την απόφασή του. Δε μου άρεσε καθόλου αυτό το όνομα, αλλά δεν του το είπα ποτέ. Δύο χρόνια μετά το γάμο μετακομίσαμε στο Άμστερνταμ. Δουλεύαμε στην ίδια ασφαλιστική εταιρεία, στον ίδιο όροφο, στο ίδιο γραφείο.

Εκείνο το πρωί ξύπνησα πρώτη, ανακάθισα στο κρεβάτι και γύρισα προς το μέρος του. Κοιμόταν βαθειά με μισάνοιχτο στόμα όπως πάντα. Τον κοίταζα εντελώς αφηρημένη χωρίς να σκέφτομαι τίποτα συγκεκριμένο. Ξαφνικά ένοιωσα αηδία. Ήταν ένα κύμα απίστευτης αποστροφής που ήρθε από το πουθενά και φούντωσε. Δε μπορούσα να ανασάνω. Ήταν σα να μαζευόταν όλο αυτό για χρόνια μέσα μου, μυστικά και εκείνη τη στιγμή βρήκε ρήγμα και ξεχείλισε...Πρώτα ένοιωσα αηδία για τη κοινή μας ζωή. Ύστερα για μένα την ίδια και για κείνον. Για το ανοιχτό του στόμα, για την ανάσα του που βρώμαγε, για το πλαδαρό του σώμα. Το μόνο που είχε μείνει από τον άντρα που είχα γνωρίσει και είχα ερωτευτεί κάποτε ήταν το άσπρο φανελάκι του Stanley Kowalski με ένα λεκέ πάνω του από τη μακαρονάδα της προηγούμενης μέρας...Ήθελα να εξαφανιστώ. Ήθελα να διαγράψω όλα αυτά τα χρόνια, τα δύο τρίτα της ζωής μου δηλαδή και να ξεκινήσω στα 60 να μετράω από την αρχή. Χωρίς αυτόν. Μόνη μου. Ήθελα λευκή σελίδα να γράψω πάνω της. Δεν ήξερα τι, αλλά ήθελα μια λευκή σελίδα. Ήθελα...για πρώτη φορά, ΕΓΩ ΗΘΕΛΑ.

Πρέπει να τον ξύπνησαν οι σκέψεις μου. Άνοιξε τα μάτια, ήταν έτοιμος να πει το γνωστό, αλλά με είδε και σταμάτησε στο «ξυ..». Τα χείλη του κινήθηκαν αλλά δεν έβγαλαν ήχο. Με κοίταζε απορημένος. Ύστερα είδα κάτι σα τρόμο στα μάτια του. Τέλος, την αποδοχή του τετελεσμένου. Μείναμε έτσι να κοιταζόμαστε χωρίς να μιλάμε, ακίνητοι στο κρεβάτι, ξημερώματα μιας καλοκαιρινής μέρας πριν από δέκα χρόνια. Ύστερα χτύπησε το ξυπνητήρι.

Σηκώθηκε, ντύθηκε κι έφυγε χωρίς να πει κουβέντα. Ήπια μόνη μου ένα καφέ. Κάπνισα πέντε τσιγάρα το ένα πάνω στο άλλο. Τηλεφώνησα στη δουλειά και είπα ότι δεν θα ξαναπάω. Όταν μου ζήτησαν εξηγήσεις έκλεισα το τηλέφωνο. Μάζεψα τα ρούχα μου σε δύο βαλίτσες, άφησα τα κλειδιά στο τραπέζι της κουζίνας, τράβηξα τη πόρτα πίσω μου και βγήκα από το σπίτι.

Τα παιδιά το έμαθαν δύο μήνες αργότερα. Η κόρη μου δε μου ξαναμίλησε από τότε γιατί εγκατέλειψα τον πατέρα της. Ο γιός μου, τη μία και μοναδική φορά που το συζητήσαμε μου είπε: «Απορώ γιατί άργησες τόσο».

Τις πρώτες μέρες έμεινα σε ένα ξενοδοχείο. Ύστερα βρήκα ένα διαμέρισμα, σε ένα τριώροφο του 1700. Ένα δωμάτιο όλο κι όλο στον πρώτο όροφο με το μπάνιο έξω, στις σκάλες. Είναι στον αέρα. Κάτω ακριβώς περνάει ένα μικρό κανάλι. Τις πρώτες μέρες σε αυτό το σπίτι καθόμουνα με τις ώρες στο κρεβάτι και έβλεπα από το παράθυρο κάτω τα νερά. Σκεφτόμουνα ότι το κρεβάτι, το δωμάτιο και η ζωή μου ήταν στον αέρα. Και αυτό μ` άρεσε.

Έτρωγα όταν πεινούσα, κοιμόμουνα όταν νύσταζα, έβγαινα όποτε είχα διάθεση. Λίγο στην αρχή, περισσότερο μετά. Χαιρόμουνα. Όριζα το χρόνο μου. Τις ανάγκες μου. Το σώμα μου. Ότι στερήθηκα όλα αυτά τα χρόνια. Αν έβαζε κάποιος στη προηγούμενη ζωή μου ένα τίτλο αυτός θα ήταν: Στέρηση.

Ήμουνα ουσιαστικά μόνη πλέον. Αλλά αυτή η μοναξιά δεν είχε καμία απολύτως σχέση με εκείνη που ένοιωθα πριν. Σε ποια ταινία έλεγε ένας ήρωας: «Προτιμώ τη μοναξιά από μια ζωή χωρίς έρωτα»;* Δε μπορώ πια να θυμηθώ, τίτλους ταινιών, ή ονόματα ηθοποιών ή ηρώων...εκτός βέβαια της Μπλάνς που με ακολουθεί. Είναι το μόνο που κράτησα.




Κάποια στιγμή ένοιωσα την ανάγκη να δουλέψω πάλι, κάνοντας όμως κάτι εντελώς διαφορετικό. Βρήκα ένα μαγαζάκι εδώ στην υπαίθρια αγορά του Waterlooplein και να `μαι! Πουλάω μεταχειρισμένα ρούχα-κυρίως γυναικεία βραδινά φορέματα. Στρας και φτερά. Ψευδαισθήσεις για γυναίκες σαν κι αυτή που ήμουνα κι εγώ κάποτε. Η δουλειά πάει καλά. Έχω σταθερή πελατεία. Έχω και μερικούς φίλους, κυρίως νέους ανθρώπους. Δεν τους πειράζει που είμαι πια 70 χρονών. Βλέπεις, ανοίγομαι εύκολα, πλησιάζω τους ανθρώπους, αστειεύομαι, μιλάω με άγνωστους στο δρόμο, μερικές φορές τους προκαλώ στο σπίτι για ένα καφέ. Όχι δε φοβάμαι. Τι έχω να χάσω; Άλλωστε, «είχα πάντα εμπιστοσύνη στην καλοσύνη των ξένων.»**





*Σκηνές από ένα γάμο του Ι. Μπέργκμαν
** η τελευταία φράση το έργου του Τ. Ουίλιαμς Λεωφορείο ο Πόθος.

Μουσική: Blue in Green του Miles Davis

Η ιστορία είναι φανταστική και ουδεμία σχέση έχει με την κυρία της φωτογραφίας







buzz it!

Σάββατο 28 Μαρτίου 2009

Απεικόνιση


Τον μοιάζει βέβαια η μικρή αυτή,

με το μολύβι απεικόνισίς του.*





*Κ.Καβάφη: Του πλοίου
Μουσική: της προηγούμενης ανάρτησης

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2009

Να μη ξεχάσω!


Να μη ξεχάσω...





το Σάββατο 28/ 3/2009







What a wonderful world με τον Louis Armstrong





buzz it!

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2009

Χθες...


...τ` απόγευμα μόλις δυνάμωσε η βροχή βγήκα για τσιγάρα. Έκοψα δρόμο από το παρκάκι. Ένας μουσκεμένος κότσυφας με φλέρταρε ασύστολα. Απόρησα με το θράσος του κι ύστερα κατάλαβα ότι πάλι είχα βγει από το blog και από το σπίτι σαν τσαλαπετεινός. Μπήκα πια για τα καλά στο ρόλο. Πλήρης ταύτιση. Όπως ο Χ. που μετά από ένα ολόκληρο καλοκαίρι στο χορό των Ορνίθων, πήγαινε σαν χεσμένος για μήνες. Έφαγε χοντρό δούλεμα μέχρι να αρχίσει να περπατάει πάλι σαν άνθρωπος.

Μια κοπέλα μόνη στη στάση μουσκεμένη κι αυτή, περιμένει. Ρίχνει το κεφάλι κάτω, στρώνει λίγο τα μαλλιά της που στάζουν με τα δάχτυλα και ύστερα το σηκώνει απότομα προς τα πίσω. Έχει τα μαύρα μακριά μαλλιά του Ινδού στον Άγγλο Ασθενή. Μου θυμίζει αυτή την υπαινικτικά ερωτική σκηνή που εκείνος λούζεται έξω κι έρχεται η Χάνα η Juliette Binoche… πρέπει να  ξαναδώ την ταινία. Για αυτή τη σκηνή, για την άλλη, την αιώρηση με το δαυλό στην σκοτεινή εκκλησία και για την αρχή της, με τα σχήματα σαν ζωγραφιές στη σπηλιά την ώρα που πέφτουν οι τίτλοι.



Στο δρόμο λίγα αυτοκίνητα. Επιστρέφουν. Τα τζάμια κλειστά κι ιδρωμένα. Στο εσωτερικό τους μυρίζει σκορδαλιά πάνω από τα επιτρεπτά όρια. Όσο μπορώ να διακρίνω οδηγοί και επιβάτες αμίλητοι, μπουχτισμένοι από το μεσημεριανό φαγητό, τρέχουν για τη σιέστα τους. Σαν ξέμπαρκη Κυριακή στη μέση της βδομάδας αυτή η αργία της 25ης Μαρτίου, σε ίση απόσταση από το προηγούμενο και το επόμενο Σαββατοκύριακο.

Το περίπτερο κλειστό. Το επόμενο δεν έχει τη μάρκα μου. Το τρίτο είναι μακριά, ψιλικατζίδικο. Πάντα ανοιχτό. Δε καταλαβαίνει από γιορτές και αργίες. Την ώρα της Ανάστασης εκεί. Στη κάψα του δεκαπενταύγουστου εκεί. Στην αλλαγή του χρόνου εκεί. Σήμερα δεν είναι κανείς. Ανοιχτό, αλλά ερημιά. Χαζεύω την έκθεση περιοδικών εφημερίδων και προσφορών μέχρι να φανεί κάποιος. Βγαίνει, ο πιο συμπαθητικός από τους τρεις που το δουλεύουν από μικρή πόρτα που μάλλον οδηγεί σε αποθήκη. Μασουλώντας. «Μπακαλιάρος;» τον ρωτάω. «Μπα, κεφτέδες…τώρα μου φέρανε φαγητό» μού λέει ακόμα μπουκωμένος.

Στο γυρισμό φυσάει τρελά. Ο αέρας αλλάζει διαρκώς διεύθυνση κι η ομπρέλα τραβάει σαν ατίθασο κατοικίδιο. Χορεύω αναγκαστικά μες τη βροχή με παρτενέρ που δεν έχει ρυθμό. Θα απογειωθώ και κανείς δε θα το πάρει είδηση· ψυχή στο δρόμο. Ούτε ένας για να δηλώσει την ανάληψή μου στις αρμόδιες αρχές ή έστω σε ένα κανάλι. Κλείνω την ομπρέλα.

Καλύτερα έτσι, ανοίγει το οπτικό πεδίο. Λάμπουν οι νεραντζιές του δρόμου. Μια πασχαλιά μισάνοιξε. Μόλις που μυρίζει. Μετράω μέσα στη τσέπη με τα δάχτυλα τις μέρες μέχρι το Πάσχα. Έχει καιρό ακόμα. Δυο τρεις σημαίες στα μπαλκόνια μουσκεμένες ανεμίζουν αλλόκοτα. Να θυμηθώ να τηλεφωνήσω στην Εύα μόλις γυρίσω. Γιορτάζει σήμερα. Τα γενέθλια της είναι 28η Οκτωβρίου. Βλέπω σημαίες και τη θυμάμαι. Πλησιάζοντας στη μικρή πλατεία ξαφνικά ανάβει το μόνιμο Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Τίποτα δε με ξαφνιάζει πια. Θα πάρω τηλέφωνο στο Δήμο να τους ευχηθώ για την καινούρια χρονιά.

Στα νότια σαν να ανοίγει ο καιρός. Ο Υμηττός ακόμα καπελωμένος με πυκνά σύννεφα. Μόνο οι κεραίες μισό-φαίνονται. Αλωμένος ο Υμηττός. «..τα άπαρτα ψηλά βουνά». Νοσταλγώ τη ασφάλεια που μου έδινε κάποτε αυτό το ποίημα πάνω στη σκηνή του Δημοτικού σχολείου με το κοινό από κάτω έτοιμο για το χειροκρότημα. Όλες οι σίγουρες απαντήσεις εκεί, στο βασικό ερώτημα «τι είναι η πατρίδα μας;». Ερώτημα που επανέρχεται καθημερινά  ενώ οι παλιές απαντήσεις δεν επαρκούν και οι καινούριες έχουν πλέον στερέψει.

Ο κότσυφας πάλι εκεί. Στο ίδιο πεύκο, ένα κλαδί πιο κάτω. Του σφυρίζω αλλά αυτή τη φορά καταλαβαίνει το λάθος του και φεύγει. Τα βρεγμένα φτερά κάνουν βαρύ το πέταγμά του. Τον καταλαβαίνω απόλυτα. Θα στεγνώσει αύριο  που τουλάχιστον ο «ήλιος της θα χρυσολάμπει».



Bordel, του Astor Piazzolla από τους Paz βιολί και Assad κιθάρα.


η φωτογραφία από:
media.photobucket.com


buzz it!

Κυριακή 22 Μαρτίου 2009

Χέρσα Γη


Ο Τζον Κούλεϊ μερικές μέρες πριν από την έναρξη του πολέμου στο Ιράκ το 2003 είχε πει: « ...φοβάμαι ότι θα είναι ένας πόλεμος μακρύς σε διάρκεια με πολλά δυσάρεστα επακόλουθα. Θα υπάρξει αμερικανική στρατιωτική κυβέρνηση που θα αναλάβει τη διοίκηση, τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα τσακώνονται μεταξύ τους, με τους Αμερικανούς, με τους Κούρδους...θα είναι ένας εφιάλτης. Ίσως είμαι υπερβολικά πεσιμιστής, όμως δεν βλέπω να προκύπτει τίποτα καλό.» Ο βετεράνος Αμερικανός δημοσιογράφος επιβεβαιώνεται απόλυτα σήμερα, έξι χρόνια μετά, αφού η κατάσταση που επικρατεί στο Ιράκ περιγράφεται με τον ευφάνταστο όρο: a kind of violent semi-peace .

Οι πρώτες ενδείξεις για τη διεξαγωγή αυτού του πολέμου είχαν διαφανεί ήδη από τον Ιανουάριο του 2002 όταν ο Τζορτζ Μπους και τα γεράκια της Ουάσινγκτον είχαν προσθέσει το Ιράκ στον Άξονα του Κακού, μαζί με Ιράν και τη Β. Κορέα. Τα σύννεφα που προμήνυαν άλλη μια καταιγίδα στην Μ. Ανατολή άρχισαν να πυκνώνουν στις αρχές του 2003.

Το πουκάμισο όμως για άλλη μια φορά ήταν αδειανό. Η βασική επιχειρηματολογία για τη διεξαγωγή του πολέμου στηρίχτηκε σε δύο σημεία: στην βεβαιότητα ότι το Ιράκ αποτελούσε άμεσο κίνδυνο για τη διεθνή ασφάλεια και ειρήνη, με τα χημικά όπλα που υποτίθεται ότι διέθετε και στην πρόθεση να ανατραπεί το τυραννικό καθεστώς του Σαντάμ και να εγκατασταθεί η Δημοκρατία. Παρ όλο που φαινόταν όλα αυτά καινοφανή, δεν ήταν: «αλλαγή καθεστώτος» δικαιολογούσε τις ενέργειες των ΗΠΑ και εναντίον της Κούβας, 40 χρόνια πριν.

Η συνταγή των επιχειρημάτων, αποδείχθηκε επιτυχημένη στο εσωτερικό των ΗΠΑ- πλην ελάχιστων φωτεινών εξαιρέσεων - αφού στηριζόταν στον τρόμο που είχε αφήσει πίσω της η 11η Σεπτεμβρίου αλλά και στην ευγενή πρόθεση της εξαγωγής του πολύτιμου αγαθού της Δημοκρατίας. Το 85% των Αμερικανών τασσόταν υπέρ μιας στρατιωτικής επέμβασης στο Ιράκ, αλλά η πλειονότητα της παγκόσμιας κοινής γνώμης ήταν κατάφορα αντίθετη στη διεξαγωγή ενός προληπτικού πολέμου, βέβαιη ότι τα κίνητρα ήταν ο έλεγχος των πλούσιων κοιτασμάτων πετρελαίου της περιοχής και η επίδειξη ισχύος της Νέας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Νομπελίστες, πολιτικοί και διανοούμενοι από όλο τον κόσμο κάλεσαν τον Αμερικανό πρόεδρο να αναλογιστεί τις ιστορικές του ευθύνες σε μια ανοιχτή επιστολή ενώ μαζικές διαδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν από τη Τζακάρτα μέχρι τη Μαδρίτη – μια παγκόσμια διαμαρτυρία χωρίς προηγούμενο σε μια προσπάθεια να αποτραπεί ο επαπειλούμενος πόλεμος.

Τα ξημερώματα –ώρα Ελλάδος -της 20ης Μαρτίου του 2003 ήχησαν στη Βαγδάτη οι πρώτες σειρήνες του πολέμου. Η επίθεση με το χολιγουντιανό τίτλο Σοκ και δέος ξεκινούσε με σφοδρούς βομβαρδισμούς ενώ οι χερσαίες δυνάμεις των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, εισχωρούσαν στο νότιο Ιράκ.

Η πρώτη και σοβαρή παράπλευρη απώλεια αυτού του πολέμου υπήρξε ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών που ταπεινώθηκε στερούμενος για άλλη μια φορά τον «αποφασιστικό», «καίριο» και «ρυθμιστικό» του ρόλο για σεβασμό του Διεθνούς δικαίου, για την υποχρέωση των ισχυρών να συμμορφώνονται με τις αποφάσεις της «συντεταγμένης» παγκόσμιας κοινωνίας, μια που οι ισχυροί στη προκειμένη περίπτωση αγνόησαν την αντίθετη γνώμη του Συμβουλίου Ασφαλείας του οργανισμού. Η αλαζονεία της υπερδύναμης εκφράστηκε με απόλυτο τρόπο δια στόματος Ρίτσαρντ Περλ: «Δόξα τω Θεώ για το θάνατο του ΟΗΕ».

Τις επόμενες ημέρες η παγκόσμια κοινότητα παρακολούθησε τη διεξαγωγή του πολέμου on line. Ασθμαίνοντες ανταποκριτές, που τις φωνές τους κάλυπταν τα βομβαρδιστικά, μετέδιδαν τη φρίκη ενός ακόμα πολέμου από το ξενοδοχείο Παλαιστίνη στην ανατολική όχθη του Τίγρη, ενώ το σκοτεινό φόντο του πλάνου ξαφνικά κοκκίνιζε από τις αλλεπάλληλες εκρήξεις. Το κόκκινο επανερχόταν στις οθόνες όταν τα τηλεοπτικά συνεργεία –σε στιγμές ανάπαυλας των αεροπορικών επιδρομών- βγαίνανε στους βομβαρδισμένους δρόμους και συναντούσαν πληγωμένους άμαχους μπροστά στα ερείπια των σπιτιών τους.

Στις 5 Απριλίου το αεροδρόμιο της Βαγδάτης περνούσε στα χέρια των εισβολέων ενώ τέσσερεις μέρες αργότερα, Αμερικανικές δυνάμεις εισέβαλαν- ανέλπιστα νωρίς, αφού αναμενόταν σθεναρή αντίσταση από τους Φενταγίν - στο κέντρο της Βαγδάτης. Λίγο αργότερα την ίδια μέρα και ενώ ο Σαντάμ ήταν άφαντος, στην πλατεία Φαρντουζ, που στα Αραβικά σημαίνει Παράδεισος, μερικές εκατοντάδες Ιρακινοί με τη βοήθεια ενός αμερικανικού οχήματος γκρέμιζαν από το βάθρο του το άγαλμα του Σαντάμ μπροστά στις συγκεντρωμένες τηλεοπτικές κάμερες που έσπευσαν να καταγράψουν σε αμφιλεγόμενες σκηνές την συμβολική πτώση του καθεστώτος.

Η μακρόχρονη περίοδος της κατοχής μόλις είχε αρχίσει. Στις 22 Απριλίου έφτανε στο Ιράκ ο στρατηγός Τζέι Γκάρνερ με τη ιδιότητα του προσωρινού πολιτικού διοικητή με στόχο να επιβλέψει την ανοικοδόμηση της χώρας, την αποκατάσταση της ομαλότητας και ιδιαίτερα της ασφάλειας και της λειτουργίας του δημόσιου τομέα.

Η υποδοχή του στρατηγού στο «απελευθερωμένο» Ιράκ ποικίλει ανάλογα με την πληθυσμιακή σύνθεση της περιοχής που επισκέπτεται: οι Σιίτες του νότου ζητούν την άμεση αποχώρηση των δυνάμεων κατοχής ενώ οι Κούρδοι του Βορά τον καλωσορίζουν μετά βαίων και κλάδων, ελπίζοντας στα σενάρια για την ανεξαρτησία τους- σενάρια που αν τελικά επαληθευόταν θα προξενούσαν αλυσιδωτές αντιδράσεις – μια που οι Κουρδικές περιοχές αποτελούν τμήματα των όμορων Ιράκ, Ιράν, Συρίας και Τουρκίας- και μια γενικότερη ανάφλεξη στην περιοχή, με απρόβλεπτες συνέπειες.


Στο μεταξύ τη νέα φρίκη του χάους που επικρατούσε, των λεηλασιών και των συνεχόμενων βομβιστικών επιθέσεων, συμπλήρωνε η παλιά φρίκη του καθεστώτος του Σαντάμ που αναδυόταν με την εκταφή χιλιάδων λειψάνων από ομαδικούς τάφους στο κεντρικό Ιράκ. Ήταν τα θύματα της εξέγερσης των Σιιτών -πλειονότητα σε σχέση με τους σουνίτες- το 1991 που ερχόταν να προστεθούνε στη γενοκτονία του 1988 όταν μία κουρδική κωμόπολη είχε βομβαρδιστεί με αέριο «μουστάρδας» και τα βιολογικά δηλητήρια Ταμπούν, Σαρίν και VX.

Το χημικό οπλοστάσιο –αφορμή της επέμβασης- παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες δεν βρισκόταν πουθενά για να δικαιολογήσει εκ των υστέρων τον πόλεμο. Μόνο ο Σαντάμ, ο πλέον καταζητούμενος από μια λίστα 55 ονομάτων, βρέθηκε –αναδύθηκε για την ακρίβεια-το Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς, μέσα από ένα λαγούμι στα βόρεια της Βαγδάτης για να δικαστεί το 2005 και να εκτελεστεί δια απαγχονισμού τα ξημερώματα της 30ης Δεκεμβρίου του 2006 σε μια δημόσια τελικά εκτέλεση αφού οι σκηνές που κατέγραψε ένα κινητό τηλέφωνο παριστάμενου, έκαναν το γύρο του κόσμου.

Λίγο καιρό μετά την κατάληψη, η διεθνής ειδησιογραφία –και μαζί της η κοινή γνώμη- έστρεφε πια αλλού το ενδιαφέρον της κι έτσι το Ιράκ, όπου δύσκολα μπορούσε κανείς να ξεχωρίσεις τα ερείπια της Ιστορίας από τα ερείπια της Κατοχής , σταμάτησε να απασχολεί τα πρωτοσέλιδα. Επανερχόταν όμως πότε- πότε εξ αιτίας μιας ακόμα βομβιστικής επίθεσης- ικανής να προκαλέσει εμφύλιο- των ανατριχιαστικών σκηνών του Αμπού Γκραμπ-που έγινε συνώνυμο του κολαστηρίου- ή των «πρώτων δημοκρατικών εκλογών σε πέντε δεκαετίες» όπου μετρούσαν παράλληλα ψήφους και νεκρούς, ή τέλος, εξ αιτίας των αμερικανών στρατιωτών που επέστρεφαν στην πατρίδα σκεπασμένοι με την αστερόεσσα, ενώ ο Πρόεδρος τους ανανέωνε την παραμονή του στο Λευκό οίκο το Νοέμβριο του 2004.

Η ελπίδα για αποχώρηση των ξένων δυνάμεων διαφάνηκε στην επόμενη προεκλογική περίοδο, όταν ο δημοκρατικός υποψήφιος δεσμεύτηκε για την απεμπλοκή των ΗΠΑ από το Ιράκ, δέσμευση που τήρησε ένα μήνα μετά την ανάληψη των καθηκόντων του. Ο Μπάρακ Ομπάμα στις 27 Φεβρουαρίου 09, στη ίδια στρατιωτική βάση που ο προκάτοχός του λίγες ώρες πριν τη εισβολή διακήρυξε: «Δεν θα δεχθούμε τίποτα λιγότερο από την ολοκληρωτική και τελική νίκη», δήλωσε με τον άμεσο τρόπο του: «Θέλω να είμαι όσο περισσότερο σαφής μπορώ και να σας πω απλά και ξεκάθαρα: μέχρι τις 31 Αυγούστου 2010, η μάχιμη αποστολή μας στο Ιράκ θα έχει ολοκληρωθεί…» Αγαθή πρόθεση ή απλώς γεωγραφική μετατόπιση στην καυτή μεθόριο στα σύνορα Αφγανιστάν- Πακιστάν και αλλαγή στρατηγικών προτεραιοτήτων;

Στη Βαγδάτη τρεις μέρες νωρίτερα στις 23 Φεβρουαρίου 2009 ο σιίτης πρωθυπουργός, Τζαουάντ Αλ-Μαλίκι –εγγονός ποιήτη και υπουργού παιδείας του Βασιλιά Φεϊζάλ – εγκαινίαζε το Εθνικό Μουσείο του Ιράκ. Το πιο φημισμένο μουσείο στη Μέση Ανατολή τόσο για τους θησαυρούς του από την αυγή του πολιτισμού, όσο και για τις λεηλασίες που υπέστη τις πρώτες μέρες της κατοχής.

Οι ανεκτίμητοι θησαυροί από τη μυθική Μεσοποταμία του Τίγρη και του Ευφράτη που καταστράφηκαν ή χάθηκαν, θα πρέπει να προστεθούν στη μεγάλη λίστα –που διαφέρει από πηγή σε πηγή- των απωλειών αυτού του πολέμου: 1.320.110 νεκροί Ιρακινοί, 4.259 νεκροί Αμερικανοί- περισσότεροι από τα θύματα των δίδυμων Πύργων- και τελευταίο αλλά καθόλου ευκαταφρόνητο σε περίοδο παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το ποσό των 606.125.564.026 δολαρίων.

Η κατάσταση στο Ιράκ σήμερα, έξι χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου παραμένει «βίαια ημι-ειρηνική» αφού οι βομβιστικές επιθέσεις δεν έχουν σταματήσει, αλλά ο καθημερινός αριθμός των θυμάτων έχει μειωθεί αρκετά. Το μεγάλο ερώτημα του επιλόγου δεν μπορεί να είναι παρά ένα: κατά πόσο το Ιράκ, αυτή η Χέρσα Γη* του τίτλου θα μπορέσει μετά από την αποχώρηση και του τελευταίου ξένου στρατιώτη, το Δεκέμβριο του 2011 να γευτεί την ειρήνη και την ασφάλεια που έχει στερηθεί εδώ και πολλές δεκαετίες, χωρίς κανένα «ημι» να εμποδίζει την ανθοφορία των Κρεμαστών της Κήπων.



Η σημερινή ανάρτηση από επιλογή δεν περιλαμβάνει άλλες εικόνες εκτός από μια, αυτή των αποκομμάτων που είχα συγκεντρώσει το 2003.

To τραγούδι που ακούτε είναι, φυσικά το
Rivers of Babylon των Brent Dowe και Trevor McNaughton του συγκροτήματος Melodians από το Kingston της Jamaica, που ηχογραφήθηκε το 1972. Γνώρισε πολλές εκτελέσεις με πιο γνωστή αυτή των Boney M το 1978.

*Ιράκ στα Αραβικά σημαίνει Χέρσα Γη.


buzz it!

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2009

Εξειδίκευση Μέτρων


Μεγάλα προβλήματα αναμένεται να προκύψουν με την εφαρμογή των διατάξεων που προανήγγειλε χθες μετά τη συνεδρίαση της Κυβερνητικής Επιτροπής ο υπουργός κ. Δένδιας, λέγοντας: «Προβλέπουμε σε σειρά από διατάξεις σαν ιδιαίτερα επιβαρυντική περίπτωση την χρήση της κουκούλας, την απόκρυψη των χαρακτηριστικών…»

Τα μέτρα δεν έχουν ακόμη εξειδικευθεί, οπότε εύλογα γεννιούνται αρκετές απορίες.

Μήπως εκτός της χρήσης της κουκούλας

κρίνεται ιδιαίτερα επιβαρυντική


και η χρήση των καπέλων;



Και αν ναι,
θα περιλαμβάνονται
τα καπέλα των καμινάδων;



και η Capella Sistina;





Τα πλεχτά χειροποίητα σκουφάκια επιτρέπονται

ή εξαρτάται από την πλέξη και το χρώμα;



Σε αναβάσεις στον Όλυμπο

Ή στα μεγάλα κρύα επιτρέπονται σκούφοι

γούνινοι με αυτάκια;


Τι θα γίνει με τους κολυμβητές


και τους πολίστες;


Χωρίς σκουφάκι και γυαλάκια στο χλώριο;




Οι παίκτες της εθνικής μας ομάδας baseball
θα φοράνε κράνη ή δεν έχουμε

(ομάδα);

Στους αγώνες

μπορούμε να βάφουμε τα πρόσωπά μας

ή πρόκειται για αλλοίωση χαρακτηριστικών.





Τελικά με τα κράνη των μηχανών
των ποδηλάτων

των μαχών


των γάτων

τι θα γίνει;
θα φοράμε ή όχι;



Απαγορεύονται και οι κουκούλες

μηχανών


μπάνιου


και αυτοκινήτων;




Τα ανοιχτά αυτοκίνητα
θα μπορούν να κλείνουν τις κουκούλες τους ή
θα πρέπει να είναι μαζεμένες βρέξει χιονίσει;





Τι θα γίνει με τις μάσκες

ύπνου...


ομορφιάς...

χημικού πολέμου

και την ταινία




Στα χειρουργεία οι γιατροί και οι νοσοκόμες
θα φοράνε σκουφάκια και μάσκες
κι αν όχι το ξέρει ο κ. Αβραμοπουλος;

Οι μητροπολίτες θα φοράνε
μίτρα


Οι πυροσβέστες
και οι πυροτεχνουργοί;


τις στολές τους;



Οι επαγγελματίες δύτες και

οι αρχαιολόγοι των εναλίων;

τις μάσκες τους;



Οι μελισσοκόμοι;




Οι βαφείς αυτοκινήτων,

οι ελαιοχρωματιστές, οι μαρμαράδες



και γενικά όλοι οι επαγγελματίες
που πρέπει να φοράνε μάσκες



θα μπορούν από δω και πέρα;



Επιτρέπονται αξεσουάρ όπως
μεγάλα γυαλιά ηλίου


ή
μαντήλες τύπου Τζάκυ

ή τα chador




Τέλος θα απαγορευτούν
όλες οι πλαστικές επεμβάσεις



ή μόνο μερικές;





Τραγούδι : Rockin` Robin από τη μαύρη περίοδο

του Michael Jackon

απο το άλπμουμ Got to be there, 1971

Για το ίδιο θέμα μίλησαν οι:
Tvxs, για την πρόταση νόμου
Ο “ιός της Κυριακής” για τις κουκούλες και τη φράση του Τσε
Ο Γκεβάρα και ο Μπογιόπουλος
“Ε”, Μαρτυρίες καρμπόν από ΜΑΤατζήδες
O Old Boy για τις κουκούλες
Pitsirikos 1, 2, 3
Πρότασις προς κύριον Δένδια
Κουκούλα καημένη πως βαστάς και δε ραγίζεις από τον bananiotis


(αντέγραψα τη λίστα από το bananioti- τον ευχαριστώ)



buzz it!